Το περιστέρι στην ποίηση (Ποιήματα)

Το περιστέρι στην ποίηση (Ποιήματα)

Γιορτή του Αγίου Πνεύματος σήμερα που συμβολίζεται με ένα λευκό περιστέρι. Έμβλημα αγνότητας και ελευθερίας. Για να δούμε πώς τίμησαν οι ποιητές το αγαπημένο πουλί!

Το περιστέρι-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Πάνω στη χλόη την κοντοθέριστη
μύρια σπουργίτια συναγμένα
ψωμιού τριμμένου ψίχουλα έβοσκαν,
ριγμένα από διαβάτη χέρι.

Ξάφνου σκορπίστηκαν και χάθηκαν
γοργόφτερα και τρομαγμένα.
Σαν τι τα τρόμαξε και τα’ διωξεν;
'Εν’ άσπρο ωραίο περιστέρι.

Πηγή: Γεωργίου Δροσίνη,'Απαντα

Ταξιδεύτρες περιστέρες-ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ

Ψηλά στον αιθέρα
τι πας να ζητήσεις,
αγνή περιστέρα,
στολίδι της φύσης;
Ξανάγειρε, ως πράζουν
αυτές που σου μοιάζουν.

Ιδέ τες! - απ’ όπου
στα ξένα τες παίρνουν,
γυρνούν και τ’ ανθρώπου
μηνύματα φέρνουν,
με αμέριμνη βία
για ζέστες και κρύα.

Πατώντας το νόμο
τ’ ανίλεου Θανάτου,
με αντίστροφο δρόμο
γυρίζοντας κάτου,
μίαν είδηση δώσ’ μου
του αγνώριστου κόσμου.

Σαν ένας τη μαύρη
ζωούλα του πάψει,
μην ίσως, για να’βρει
αυτούς πώχει κλάψει
πετάει δίχως κόπο
στον άπειρο τόπο;

Μην όσοι ανεβούνε
στα ουράνια παλάτια
σ’ αυτούς οπού ζούνε
γυρίζουν τα μάτια,
και τ’ άνθια ζηλεύουν
που εδώ ξαγναντεύουν;

Ή λούλουδα μύρια,
που φύλλο δεν κλίνουν
για χιόνια ή λιοπύρια,
μαγεύουν και σβήνουν
τη μνήμη τους όλη
στο θείο περιβόλι;

Γυρεύω από σένα
θεάρεστη πράξη.
Ο Χάρος, ωιμένα,
πολλούς μώχει αρπάξει
στην άμετρη χώρα
που βρίσκεσαι τώρα.

Του πόνου μου η φλέβα,
το βλέπεις, ανοίγει.
Κατέβα! κατέβα!
Κ’ εκεί που με πνίγει,
μίαν είδηση δώσ’ μου
του αγνώριστου κόσμου.

Πηγή: [Χάρος], Μικρά Ταξείδια (1898)

Άσπρα περιστέρια-ΙΩΣΗΦ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ

Άσπρα περιστέρια κοπέλα ετάγιζε΄
σιτάρι τους πετούσε,κεχρί τους έριχνε.
Με εκείνα το σιτάρι δεν ελόγιαζαν
και πάνω της πετούσαν και τη χάιδευαν.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Περιστέρια στο φως (ΙΙ)-Γ.Ξ.ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

[Περιστέρια στο φως]

ΙΙ

Στην ταράτσα στίβουν τα περιστέρια
το ζεστό φως
στις κούπες με τον άνεμο
στο δροσερό χαγιάτι του ύπνου
το προσκέφαλο

Στο δαχτυλίδι γραμμένο
το πρόσωπο του καλοκαιριού
όστρακο ιλαρό
στη μασχάλη της θάλασσας

Ξεσηκωμένη μνήμη
άσπρο μαντίλι
στο χέρι του καιρού

Πηγή:Περιστέρια στο φως(1949)-Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης Χ.,1981

Το περιστέρι-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Ἀπὸ δῶ θὰ περνοῦσε τὸ περιστέρι εἶχαν ἀνάψει
δαδιὰ γύρω στοὺς δρόμους ἄλλοι ἄνθρωποι
φύλαγαν στὶς δενδροστοιχίες παιδιὰ κρατοῦσαν
στὰ χέρια σημαιοῦλες περνοῦσαν οἱ ὦρες κι
ἄρχισε νὰ βρέχει ἔπειτα σκοτείνιασε ὅλος ὁ
οὐρανὸς μιὰ ἀστραπὴ ψιθύρισε κάτι φοβισμένα
καὶ ἄνοιξε ἡ κραυγὴ στὸ στόμα τοῦ ἀνθρώπου

τότε τὸ ἄσπρο περιστέρι μ᾿ ἄγρια δόντια σὰ
σκύλος οὔρλιαξε μέσα στὴ νύχτα.

Πηγή: "Όταν σας μιλώ",1956

Μαύρα περιστέρια-ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ.ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ

Σ’ έχω χάσει

Η πλατεία
ένα χέρι ανοιγμένο στη βροχή, στον αέρα
στους ανθρώπους
ένα χέρι που σε κρατάει στο φως
το κεφάλι ριγμένο στον άνεμο
μικρά βήματα σε ομόκεντρους κύκλους,
η προσμονή τελειώνει.

Στην πλατεία,
που κρύβει και συντηρεί τους πεθαμένους
μαύρα περιστέρια κυκλοφορούνε
μάτια κόκκινα από το κυπαρίσσι ψηλά παρατηρούνε.
Τις τελευταίες ελπίδες επισημαίνουνε,
τις ραμφίζουν μέσα από την πράσινη χλόη
και χάνονται ψηλά στο φως.

Μένεις μόνη
μέσα στον θόρυβο και στον αχό
με τις μαύρες σκιές πάνω
στο μέτωπό σου να διαβαίνουνε σύννεφα.

Μόνη
χωρίς προσμονή, περιστέρια κι αγάπη,
χωρίς πόνο,
έρημη, ένα σκιάχτρο
με κίτρινη μπλούζα να σπιθίζει στο φως.

Πηγή: " Έγκλειστοι", 1962-Έσχατη υπόσχεση Ποιήματα 1958-2010

Το περιστέρι-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

Και ξαφνικά στις φυλλωσιές ανάμεσα ένα άγριο περιστέρι
με φωταγωγημένο περιδέραιο έλαμψε.
το πολύκαρπο φυτό μεσουράνησε
ανεφοδιάζοντας τ’ αστέρια
ώσπου κατρακύλησε στη δύση,
εκεί στάθηκε
κοίταξε πίσω
οι πρώτες του λέξεις αφορούσαν το ταξίδι
ύστερα ήρθε ή έρημος κραταιά και απέραντη,
τυλίχτηκε στις φτερούγες του σε λίγο
κι αποκοιμήθηκε.
οποία νύχτα κι αν διαλέγει από τότε
βρίσκει ερπετά στον ύπνο του να κυνηγούν
στίφη ρακένδυτα.
ως διγενής ανέστιος σ’ όλους τους κόσμους
επιστρέφει νικητής.

Πηγή: "Γράνα", 2007

[Η Ξανθούλα]-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Την είδα την Ξανθούλα,
την είδα ψες αργά,
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.

Εφούσκωνε τ’ αέρι
λευκότατα πανιά,
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.

Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη, με χαρά,
κι αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ιδώ,
ώς που η πολλή μακρότης
μου το ’κρυψε και αυτό.

Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
δεν ήξερα να πω
αν έβλεπα πανάκι
ή του πελάγου αφρό·

και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό,
εδάκρυσαν οι φίλοι,
εδάκρυσα κι εγώ.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα,
δεν κλαίγω τα πανιά,
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,
που πάει στην ξενιτιά.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
με τα λευκά πανιά,
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
με τα ξανθά μαλλιά.

Πηγή: Τα πρώτα ποιήματα

Η σκλάβα-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

Άνοιξε τα φτερούγια σου,
άχολο περιστέρι,
και θα να πας γι’ αγάπη μου
σε μακρινό σεφέρι.

Είναι μακρύς ο δρόμος σου,
θα φύγεις μοναχό σου·
άπλωσε το φτερό σου
και σύρε στο καλό.
Και σα διαβείς τα σύγνεφα

και σαν τα διαπεράσεις,
και μέσα εκεί που κάθονται
τ’ αστροπελέκια φθάσεις,
θυμήσου, περιστέρι μου,
μη σου καεί το ράμμα

οπού βαστάει το γράμμα
και πέσει και χαθεί.
Και σαν ιδείς τα κύματα
από ψηλά ν’ αφρίζουν
και να χτυπούν, να βόγκουνε,

τη γη να φοβερίζουν,
μη γελαστείς, πουλάκι μου,
να πας εκεί σιμά τους·
τα δόλια τα νερά τους
θα βρέξουν τη γραφή.

Είναι τα κύματ’ άσπλαχνα,
πάντα νερό διψούνε
κι επάνω σου θα πέσουνε,
σκληρά να καταπιούνε
τα δάκρυα που εστάξανε

εις το χαρτί μου επάνω.
Αχ! κάλλιο να πεθάνω
παρά να μη τα ιδεί.
Κι αν ίσως και στο δρόμο σου
ψηλά μες στον αιθέρα,

πιστό περιστεράκι μου,
την άνοιξη μια μέρα
τα χιλιδόνια τ’ άχαρα
αν τύχει κι απαντήσεις,
να μου τα χαιρετήσεις

μ’ ένα γλυκό φιλί.
Και να τους πεις πού βρίσκομαι,
πως η καρδιά μου τρέμει,
πως χάνονται τα νιότα μου
σε τούρκικο χαρέμι.

Και πες το παραθύρι μου
να μη το λησμονήσουν
και να `λθουνε να στήσουν
σιμά μου μια φωλιά.
Κι ανίσως κι αποστάσανε

και τα βρεις δειλιασμένα
κι από χειμών’ ανέλπιστο
τα ιδείς κυνηγημένα,
θυμήσου, περιστέρι μου,
τη ράχη σου να στρώσεις

και τα φτερά ν’ απλώσεις
σαν καραβιού πανιά.
Κι εκεί που θ’ αρμενίζετε
και θα κρυφομιλείτε
και μυστικά τον πόνο σας

καθένα θα διηγείται,
θυμήσου, περιστέρι μου,
να πεις στα χιλιδόνια
πως έφυγαν δυο χρόνια
οπού είμαι στη σκλαβιά.

Κι εκεί που πρωτοφθάσουνε
κι εκεί που πρωταράξουν
να παν να πουν στ’ αδέρφια μου
να 'λθούνε να μ’ αρπάξουν,
και κάθ’ αυγή στο λάλημα

κι εμέ να μελετάνε,
και να τους ενθυμάνε
πως είμαι στην Τουρκιά.
Τότε να τρέξεις γρήγορα
και συ, περιστεράκι,

να πας επάνω στ’ Άγραφα,
στο κλέφτικο γιατάκι,
και νά βρεις την αγάπη μου
το Λάμπρο, τη ζωή μου,
και δώσε τη γραφή μου

κι ένα φιλί κρυφά.
Και πες του χαιρετίσματα
να μη με λησμονήσει,
πως είμαι νια κι είμ’ όμορφη
σαν το νερό στη βρύση,

και πως με κινδυνεύουσι
και πως με τυραγνούσι
και χίλιοι καρτερούνε
μια μόνη μου ματιά.
Κι ανίσως και τα νιότα μου

ακόμα τα θυμάται,
κι ανίσως και σαν όνειρο
με βλέπει σαν κοιμάται,
πες του, περιστεράκι μου,
να ζώσει το σπαθί του,

κι η μαύρ’ η Αρετή του
τρομάζει τη σκλαβιά.
Τ’ αγιούλι του αν το κόψουνε
και του το μυριστούνε,
τα ρόδα μου αν αχνίσουνε

κι αν ίσως μαραθούνε,
να μη μο `χει παράπονο
να μη τονε πικραίνει...
Τα νιότα τα μαραίνει
σκλαβιά και μοναξά.

Πηγή: «Μνημόσυνα»,1857

[Το φεγγαράκι απόψε…]-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Το φεγγαράκι απόψε στο γιαλό
θα πέσει, ένα βαρύ μαργαριτάρι.
Κι απάνω μου θα παίζει το τρελό
τρελό φεγγάρι.

Όλο θα σπάει το κύμα ρουμπινί
στα πόδια μου σκορπίζοντας αστέρια.
Οι παλάμες μου θα ’χουνε γενεί
δυο περιστέρια·

θ’ ανεβούν —ασημένια δυο πουλιά—,
με φεγγάρι —δυο κούπες— θα γεμίζουν,
με φεγγάρι τους ώμους, τα μαλλιά
θα μου ραντίζουν.

Το πέλαγο χρυσάφι αναλυτό.
Θα βάλω τ’ όνειρό μου σε καΐκι
ν’ αρμενίσει. Διαμάντι θα πατώ
λαμπρό χαλίκι.

Το γύρω φως ως θαν τη διαπερνά,
η καρδιά μου βαρύ μαργαριτάρι.
Και θα γελώ. Και θε να κλαίω… Και νά,
νά το φεγγάρι!

Πηγή: Νηπενθή,Η σκιά των ωρών,1921

Υστεροφημία-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.

Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.

Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.

Πηγή: Ελεγεία και Σάτιρες,1927

Άνοιξη-ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

Απόψε σκύψανε στ'αυτί και κάτι μου'παν σιγαλά.
(Κάτω από την αστροφεγγιά,αποκοιμηθεί σαν να'χα...)
Με μια φωνή που την ακούν οι θεοί,κι οι νέοι,μονάχα.
Ω,τα'κουσα καλά!

Θαρρώ μπουμπούκια μ’ άγγιξαν στις φούσκες του χεριού.
Θαρρώ το αίμα εμέθυσε στις φλέβες μου και τρέχει…
Θαρρώ από το φεγγίτη μου πέταλα κι ήλιο βρέχει.
Θαρρώ φτερά να μ΄έντυσαν περιστεριού.

Στο λόφο του καλοκαιριού τίναξαν την παντιέρα.
Και πάνω απ’ τις τριανταφυλλιές κυμάτισε φαρδιά.
Στου κήπου μας σκαλίσανε τη λεύκα μια καρδιά,
κι οι σπίνοι γράφουνε τρελές μπαλάντες, στον αγέρα.

Στη φυλλωσιά οι δροσοσταλιές αρχίσαν να γελάνε.
Και γιόμισε μοσκοβολιά της γης η ανασαμιά.
Οι δυο καρδιές χτυπήσανε μαζί κι οι δυο –σα μια.
Σαν τα κουπιά που τη βαρκούλα,του έρωτα, κυλάνε.

Νιόνυφη η μέρα ανέβηκε απ'το λόφο στολισμένη.
Και στην αλέα μια μέλισσα,είπε το "ανάστα η γη!"
(Κι ήταν γιορτάσι,η μυρωμένη αυτή της,προσταγή)
"Ανάστα η γη!" και πρόβαλε η αγάπη φλογισμένη!

Πηγή:"Κραυγή στα πέρατα",Α΄1932-1940

Μεταμέλεια-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Ανάθεμα την πρώτ' αρχή,
που μ' είπαν να πιστέψω,
πως δεν μου σώζετ' η ψυχή,
σαν δεν καλογερέψω!

Απ' της ζωής την Πασχαλιά
μ' έκαμαν να ξεπέσω•
ν' αφήσω μακριά μαλλιά
και ράσο να φορέσω.

Να ζω με το ξερό ψωμί,
με το νερό μονάχα•
για να παιδέψω το κορμί,
και για ν' αγιάσω τάχα!…

Καλόγεροι, σας προσκυνώ,
και σας φιλώ τα χέρια.
Και σας πετώ τον ουρανό
και τα χρυσά τ' αστέρια.

Πετώ τον σκούφο στο κελί,
το ράσο στο ντουλάπι•
τον νου μου – μόνο στο φιλί
και μόνο στην αγάπη.

Θωρώ πουλάκια στην αυλή,
που παίζουν ταίρι ταίρι,
και λέγω: νάμουνα πουλί!
Να ήμουν περιστέρι!

Θωρώ κοπέλες που περνούν
να παν στο περιβόλι
κι αυτού που κοντοπροσκυνούν–
με παίρνουν οι Διαβόλοι!…

Πηγή: "Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου", Eρμής 2001

Το πρώτο γράμμα-ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ

Στο στήθος τ’ απαλό κρατάει το χέρι
και στο βουνάκι η κόρη ανηφορίζει.
Λευκό το φόρεμά της σει τ’ αγέρι
και το γιαλό που αγνάντια κυματίζει.

Κερήθρα είν’ η καρδιά της κι έχει φέρει
των πόθων το μελίσσι που βουίζει...
Εκάθισε τη θάλασσ’ αντικρίζει,
κι ερωτικά στενάζει ως περιστέρι.

Λαχταριστά μέσ’ απ’ τον κόρφο βγάζει
ένα χαρτί. Τα δυο του φύλλα ανοίγει,
κοιτάει τριγύρω, κι ύστερα διαβάζει.

Κι ενώ η χαρά του αισθήματος την πνίγει,
τρέμει η καρδιά της, τρέμει τ’ ανοιγμένο χαρτί,
σαν περιστέρι σκλαβωμένο.

Πηγή: stixoi/info

Δώσ' μου τα χείλη..-ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ

Δώσ' μου τα χείλη. Mέσα μου ο χειμώνας
παλεύει άσπρα λουλούδια ν' ανεμίσει.
Στην τρικυμία ψυχή της αλκυόνας
και το βοριά τραγούδια έχω γεμίσει.

Διψώντας μιαν αγάπη, σα μια μπόρα
ν' αστράψει, ο πλάνος πόθος στα φτερά του,
γραφή της Mοίρας, πάει τη μαυροφόρα
τη σκέψη μου σα «χαίρε» του θανάτου.

Δες στ' ασημιά μαλλιά μου, λεύκας φύλλα
στου χινοπωρινού βραδιού τη θλίψη,
αχνάρι ακόμα μέν' η ανατριχίλα
μιανής χρυσής ελπίδας που 'χει λείψει.

Ω! τον καημό, γερόντους που μας βρίσκει.
Tάχα για μας δεν είναι μονοπάτια
να παίζουν οι αγάπες μας σαν ίσκιοι;
Nα βασιλέψουν ήρεμα τα μάτια;

Kι ως τόσο για παράπονο δεν είπα.
Mε το τραγούδι μίλησα στ' αστέρια.
Όπως απόψε, απόψε, σαν το γύπα
στης ζωής όλα χυμώ τα περιστέρια.

Kατά πως παίζει ανάλαφρα στα πάρκα
το βραδινό αγεράκι, βαλαντώνω
ταξιδευτής του ονείρου, με μια βάρκα,
που όλο θα πάω, θα πάω και δε θα σώνω.

Δώσ' μου τα χείλη. Αγνάντια στον καθρέφτη
να ζωγραφίσει ο πόνος μου το δράμα.
Tο ερωτικό μου αστέρι αργά να πέφτει
μες στου καιρού το πέλαο και το κλάμα.

Tώρα η ζωή μας να 'ναι όσο να κλέφτει
ένα φιλάκι ακόμα και την ώρα,
που η νύχτα η λάμια γύρω μας θα πέφτει
κι απάνω μας θα σκούζει η άγρια μπόρα.

Πηγή: " Στην παλιά στράτα του χωριού", 1925

Η λυπημένη-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

( Κοχύλια, Σύννεφα)

Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.

Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενός μυστικού δείπνου...
Στιγμή σπυρί της άμμου,

που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.

Πηγή: " Στροφή", 1931

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Όλος ο κόσμος γέμισε
λουλούδια και πουλιά
κι ο κάμπος κουδουνίζει
απ’ τις χαρούμενες φωνές τους
Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών
κουδούνια στ’ αυτιά του ήλιου
κουδούνια στην άκρη των φύλλων
κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών

Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν
κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα
να πλέξει με χλωρά κλαδιά
μικρά μικρά καλάθια
για να μαζέψει κούμαρα
κι αυγά περιστεριών

Όλος ο κόσμος γέμισε
λουλούδια και πουλιά

Πηγή: «Δοκιμασία»,1935-1943

Ο αετός-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Την ώρα που κοιμάται
ένας αϊτός
πέφτει μες στο κρεβάτι της
νεκρός
την ώρα που κοιμάται
ένα περιστέρι
κουρνιάζει στο δεξί της
χέρι.

Τον αετό
τα ματωμένα δάχτυλά της
ρίχνουν
στον γκρεμό
το περιστέρι
τα ματωμένα δάχτυλά της
σφίγγουν
ρίχνουν στο πανέρι.

Την ώρα που ξυπνάει
ένας αϊτός
στέκεται στο κρεβάτι της
ορθός
την ώρα που ξυπνάει
ένα μαχαίρι
της κόβει το δεξί της
χέρι.

Πηγή: «Παραλογαίς»,1948

L’ angolo franciscano-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Ανάμεσα στις μέρες του κερασιού και τις μέρες του βύσσινου,
όταν αρχίζουν τα βερίκοκα να γίνουνται
και δεν ακούς να πέφτουνε τα μήλα,
το μικρό περιβόλι χωρίς ορίζοντα
κι οι φυλλωσιές δίνουν τα χέρια ολούθε και σε κλείνουν.
Ανάμεσα σε τούτα τα βουνά με χρώμα πέρα απ’ τη ζωή
σ’ αυτές τις ερημιές, στεγνούς βυθούς
από πελάγη που άλλοτε θα να `χες αρμενίσει,
στο μικρό περιβόλι, νά οι καρποί
νά τα παιδιά της θρησκείας·
άγουρες προσφορές ώριμες προσφορές, προσφορές σάπιες.
-Πώς γίναμε έτσι;
Ρώτα καλύτερα
τους επωδούς τους μάγους και τους φαρμακούς,
για μένα φτάνει
να βλέπω αυτή τη φυλλωσιά, τούτο το σώμα·
άγουρες γωνιές ώριμες γωνιές, γωνιές χτυπημένες.
Τα κεράσια πέρασαν τα μήλα θ’ αργήσουν ακόμη
και το φεγγάρι με θολωτά φτερά περιστεριού
στα λινά ντυμένο
καθώς ακούω στη μικρή δεξαμενή την ακατάπαυτη στάλα,
κομπολόι μαθητευόμενου, χάντρες από φτωχό πανηγύρι
κι η πόρνη κρατώντας τσακισμένο γυαλί τα μύρα
κάτω στις ιτιές των Σοδόμων.

Πηγή: [« Μέρες του 1945-1951» ],Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄

Ο αιώνιος δρόμος-ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ

Δεν έχασα το δρόμο που οδηγεί σε κείνον,
όμως δεν μπορώ να φτάσω κοντά του
παρά σαν ένας ήχος δίχως όνομα
σαν μια αιώνια παρουσία
που κατεργάζεται ο χρόνος
κι εγώ με δέος από τώρα ψηλαφώ
στα απολιθωμένα όστρακα
στα προϊστορικά οστά και χαλίκια
στις ρίζες τις βαθιές της γης μου.
Και είμαι εντελώς ήσυχη
γιατί δεν θα χαθεί η ιστορία μου
ύστερα απ’ την ταφή μου
στα ευκολοσύντριφτα χαρτιά, στις πέτρες των κοιμητηρίων
αλλά, όπως της πρέπει,
για πάντα θα τη διηγούνται
οι φλοίσβοι στις ακτές
στα δάση τα θροΐσματα
η στριγκή φωνή των επίπλων στη νύχτα
κι ακόμα
ο απαρηγόρητος λυγμός ποιητών εφήβων
που μ’ αγάπησαν σαν μητέρα

Δεν έχασα το δρόμο που οδηγεί σε κείνον
αντίθετα τον άνοιξα σε μια παλίρροια σιωπής
όταν εξερευνούσα
τοπία εκπληκτικά απ’ τις αισθήσεις μου πλασμένα
ερήμους που δεν λέρωσαν πολιτισμοί
τη γη που έπινε το αίμα των παιδιών της
και μου ζητούσε να της δείξω τους ενόχους
κρατήρες σκεπασμένους από χιόνια
τριαντάφυλλα με την καρδιά τους αξεσφράγιστη.
Και προχωρούσα ασυμβίβαστη σ’ αυτό το δρόμο
(που η αξίνα μου άνοιξε σε μέγα μέρος)
σηκώνοντας αποσκευές με μυστικά εκρηκτικά
με πένθη, με ήττες αλλά και με νίκες
καπνισμένη από φωτιές κι επαναστάσεις, μεθυσμένη από κλάμα
ανεβαίνοντας, κατεβαίνοντας, φεύγοντας πάντα
σαν βέλος που δεν πέφτει αν δεν βρει το στόχο.
Και ξέρω, όπως και κείνος που με περιμένει,
πως το δρόμο αυτό δεν τον περνώ για τελευταία φορά:
Πάλι απ’ αυτόν θα επιστρέψω
να κατοικήσω στο βράχο είτε στο δάσος
να γίνω ρόδο, λύχνος, περιστέρι
μαχαίρι από πυρίτη λίθο…

Πηγή:" Ανθοφορία στην έρημο", Κέδρος, 1962

Οξυγονοκολλητής-ΚΟΡΑΛΙΑ ΘΕΟΤΟΚΑ

Κλεισμένο στα σκληρά επίπεδα μεσ’ στις συναλλαγές
σ’ αρχαίους κύκλους πόνου
παρθένο αγόρι με ουράνιες πληγές
καίει το χλωρό του το κορμί,
καίει την ορμή
την Άνοιξη μεσ’ στις γαλάζιες αστραπές του οξυγόνου.

Με τις μουντζούρες των καιρών στα μάγουλα
στους ώμους άσπρα περιστέρια,
άγγελος χτίστης μοιάζεις, πύρινο παιδί,
καθώς λυώνεις την άρνηση
στα διάφανά σου χέρια.

Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,
τα υψωμένα κάγκελα, τα παγωμένα μέλη.
Χτύπα βαριά, χτύπα γερά,
είναι η κερήθρα κίτρινη κι είν’ άγριο το μέλι.

Πηγή: " Απόπειρες", εκδόσεις Φέξης, 1963

V.-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (Από το "Μονόγραμμα")

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’αντάρτες απόμαχους
Από τι να’ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να’ρθω
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα, ούτε η γερόντισσα μ’όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γη.

Πηγή:«Το Μονόγραμμα»,Ίκαρος,1972

Το άλογο-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

Στην Αθήνα Μάη μήνα τα κεράσια είκοσι δραχμές.

Κυριακή πρωί περιστέρια ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες
και στον μαύρο αχό από την αρωματισμένη φωνή του ανθοπώλη.
Θλιβερά βοσκοτόπια τεχνητών γονιμοποιήσεων, ζώα πίσω από
το μαστίγιο στα δυο σούζα και η ματιά τρία μέτρα όσο το
κόκκινο κύμα στο απέναντι ερείπιο. Εσύ πού πας;
Τα παιδιά βγαίνουν περίπατο στο πάρκο φτερά δεν πουλάνε
στεφάνια πλαστικά της Πρωτομαγιάς και των μνημάτων ναι.
(Μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά σάπια τα χρήματα στα χέρια μου
τα γρόσια σου δεν λάμπουν). Θα περάσουμε κι εμείς τη νιότη—
βαθιά στο τέλος του καλοκαιριού θα χαθούμε... Αχ! πόλη
που με γέννησες δεν μ' ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου
μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν. Γυρίζω πίσω κόβω κλαρί
πιάνω τραγούδι να σκεπαστούν τα δάκρυα —τυφλό άλογο περπατώ
και κλαίω μέτωπο στο μέτωπό του.

Πηγή: "Άλογα στον Ιππόδρομο", εκδόσεις Ερμής, 1973

Φονικό-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ

Ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι
μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα.
Μας είδε απ’ το κατάστρωμα κάποιος με κανοκυάλι,
μα το λεπίδι πρόφταξε κανείς δεν το καρτέρα.

Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα:
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι,
μα το λεπίδι πρόφταξε κανείς δεν το καρτέρα.
Ίσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.

Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι. . .
Με τι κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη;
Ίσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.
Ξέραμε. . . Και ρωτιούμασταν πώς θά 'ρτει, πότε θά 'ρτει…

Με τι κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη. . .
Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας σα θλιβερά τραγούδια. . .
Ξέραμε. . . Και ρωτιούμασταν πώς θά `ρτει, πότε θά 'ρτει
η μέρα που οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια.

Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας σα θλιβερά τραγούδια
που οι νοσταλγοί ψελίζουνε παράφωνα ενώ θάλλει
η μέρα που οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια
ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι.

Πηγή: Ποιήματα ΙΙ, 1984

Σε μπλε Ιουλίτας-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας
ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι• ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Τού επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις
φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιυυλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

Εάν εξακολουθούμε να 'μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
τότε
Η ώρα θα 'ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
πάνω σε μπλε Ιουλίτας.

Πηγή: «Δυτικά της λύπης»,Ίκαρος,1995

Έτσι ο κόσμος θα παλιώσει-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

Ποιο τραγούδι, πικρός αδερφός
στη μικρή θα σε φέρει πατρίδα
Γαλανή μου ελπίδα και φως
πάνε χρόνια και ακόμη δε σ’ είδα

Ποιο πουλί, ποιο καλό περιστέρι
ποια λευκά με το κύμα φτερά
ποιο να στείλω της νύχτας αστέρι
να χωρίσει τα μαύρα νερά

Ήσουν φως στο κορμί μου, πορφύρα
ήσουν άνεμος κι έγινες μοίρα
Ποιος σκοπός θα σε φέρει κρυφός
ποιο τραγούδι, νεκρός αδερφός

Ποιο καράβι και μαύρος καπνός
κι ανοιχτές του βυθού ανεμώνες
Ποιος σε κλείνει βαρύς ουρανός
και ποιοι μάγοι σε πήραν χειμώνες

Και ποια χρώματα, ποιο σιντριβάνι
την παλιά μου ανοίγουν πληγή
Ποια πηγή όταν θα `χω πεθάνει
θα σου δώσει νερό σ’ άλλη γη

Ήσουν φως στο κορμί μου, πορφύρα
ήσουν άνεμος κι έγινες μοίρα
Ποια φωνή θα με βγάλει στο φως
ποιο τραγούδι, νεκρός αδερφός

Πηγή:" Μπαλάντες και περιστάσεις", εκδόσεις Άγρα, 1997

Είχες μέσα στα μάτια σου μιαν αστραπή-ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ

Εἶχες μέσα στὰ μάτια σου
μιὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους
καὶ στὴν καρδιά σου μιὰν ἄγρια φλόγα
ποὺ ἔλεγες δὲν ἦταν ποτὲ νὰ σβήσει
καὶ στὰ μάτια σου μέσα μιὰ πράσινη θάλασσα
τὴν ἀγριεμένη θάλασσα τοῦ νησιοῦ μας
νὰ δέχεται καταιγίδες
καὶ στὴν καρδιά σου μιά παράφορη ἄνοιξη τροπικὴ
μ' ἕνα λευκὸ περιστέρι τρομαγμένο
κι ἒν' ἀταξίδευτο χελιδονάκι τοῦ θεοῦ

Εἶχες μέσα στὰ μάτια σου τὶς Κυριακὲς
σὰν χτυπᾶ ἡ καμπάνα στὸ ἄσπρο ἐκκλησάκι
στὴν ἀψηλὴ πλαγιὰ τοῦ χωριοῦ
καὶ ξεκινοῦν οἱ ξωμάχοι γιὰ τὴν λειτουργία
καὶ στὴν καρδιά σου μίαν ἀγάπη καθάρια
σὰν τὴν πρώτη ὥρα τῆς χαραυγῆς
στὰ κατάξερα βράχια
τῆς γυμνῆς ἐξοχῆς μας

Εἶχες μέσα στὰ μάτια σου
ἕναν κόσμον ὁλάκερο τὰ ὄνειρά μας
ἐκεῖ χορεύουν στὶς ἀκρογιαλιὲς
τυλιγμένοι ἁρμυρὰ φύκια
ἀρχαγγελικοὶ ἔφηβοι καὶ κοπέλες ἀέρινες
ἀνάβουν φωτιὲς κοσμογονικὲς
καὶ περπατοῦν στὶς φωτιὲς καὶ πηδοῦν καὶ σκληρίζουν
καὶ τραγουδοῦν περήφανα τραγούδια προγονικά:
Κι οἱ θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ
κι οἱ θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ
κι οἱ θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ μιά μέρα...
-Ὢχ! μωρὲ καὶ πλάνταξε ἡ καρδιὰ
ἔρμη καρδιὰ βιγλάτορας τοῦ Χάρου

Εἶχες μεσ' στὴν καρδιά σου
ἕναν κόσμον ὁλάκερο τὰ ὄνειρά μας
ἐκεῖ πίνουν καὶ μπερμπατεύουν καὶ βλαστημοῦν
καὶ ξεκινοῦν μεθυσμένοι
νὰ σφάξουν χίλια πρόβατα χίλιες κοπέλες νὰ φιλήσουν
νὰ ξεγελάσουν καὶ τὸν Χάροντα μὲ τὸ ρακὶ καὶ τὸ τραγοῦδι.
Ἐκεῖ ζώνονται τ' ἅρματα καὶ κλέφτες ξενυχτοῦνε

Ἄχ! κι ἀπὸ κορφὴ σ' ἄλλην κορφὴ σὰν σταυραητοὶ πετοῦνε

Εἶχες μέσα στὰ μάτια σου
μιάν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν ἄνεμο τῆς πατρίδας
καὶ στὴν καρδιά σου μίαν ἄγρια φλόγα
κι ἔλεγες δὲν ἦταν νὰ σβήσει ποτέ.

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr

Εν όψει του γυρισμού σου-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Κι εγώ απόμεινα εδώ
Σχεδίες γυάλινες να ρίχνω
Μες στων ματιών την ίριδα
Σαν πλεύσεις να `ρθεις να με βρεις
Να μην πνιγείς
Απ’ το θολό μου δάκρυ
Σκοινιά ν’ απλώνω ένα γύρο
Σε καπνοδόχους και καμπαναριά
Γιατί η ομίχλη βύθισε
Τους κήπους των κατόπτρων
Σε μια γαλάζια πάχνη

Κι εγώ απόμεινα εδώ
Το ουράνιο τόξο να τεντώνω
Πίσω από τους πλόκαμους του σκοταδιού
Για να εκτοξεύω πούπουλα
Λευκών περιστεριών
Την πτήση σου αναγγέλλοντας
Από τους ουρανούς

Πίσω από το τζαμωτό της εκκλησιάς
Απόμεινα να ξαγρυπνώ
Στη θέα σου
Μιαν αγκαλιά βεγγαλικά
Ν’ ανάψω

Πηγή: « Εν τη ρύμη του νόστου», Αρμός,1999

Όροφος μείον ένα-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Ο θάνατος από βραδύς μας έφραζε το δρόμο
κι εγώ που από μικρό παιδί
τα έτρεμα τα καλοκαίρια
θα μου έφτανε, έλεγα, μία χειρονομία
ένα ανέλπιστο κλείσιμο λογαριασμών
όπως
όταν γυρίζεις το φλιτζάνι του καφέ
κι όλα τα φίδια, οι εχθροί και οι κλεισμένοι δρόμοι
λιωμένες απειλές κατρακυλούν
μέσα στο νεροχύτη.

Όμως σιδηρουργείο η ζωή
και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη
όταν σε αίθουσες αναμονής ηλεκτρικές
αδύναμα κορμιά κρέμονται στους καλόγερους
και πανωφόρια αδειανά
μπαίνουν ν’ ακτινοβοληθούν.

Τους μήνες που κοιμάται ο κάβουρας
κοντεύω να πιστέψω
πως ίσως και να με ακούς
πως κάπως Σε συγκίνησα κι εγώ.
Ύστερα, λέω, θα φταίει που δε γνωρίζω
τη διάλεκτο των περιστεριών
μπορεί το ασταθές του χαρακτήρα μου
ίσως κι εκείνη η καθ’ έξιν υπνηλία μου
τις Κυριακές στον όρθρο.

Όμως κακά τα ψέματα
ήρθε ο καιρός
τον πετροπόλεμο να συνηθίσουμε
τώρα που χτύπησαν μεσάνυχτα
κι η χρυσαφένια άμαξα
ξανάγινε κολοκύθα.

Βελόνες
Όχι, ποτέ δεν είμασταν
τελείως προετοιμασμένοι.
Γι’ αυτό και στο μεταλλικό
κουτί για τα μπισκότα
καιρό τώρα φυλάγαμε
όχι κλωστές και δαχτυλήθρες
αλλά βελόνες κάθε είδους και μεγέθους.

Βελόνες του ραψίματος
- σχιζότανε ο μύθος σου
κι οι αποτρόπαιες ρωγμές
έξω απ’ το σώμα σου σε έχυναν -

βελόνες γραμμοφώνου
- παράφωνες ηχούσαν τελευταία οι προσευχές
και συστηματικά απουσίαζε
απ’ την ορχήστρα ο μαέστρος -

βελόνες για ενέσεις
- έτσι για την τιμή των όπλων
να μη φανεί πως μια παρ-αίνεση
που η ελπίδα θα `θελε
εμείς την αρνηθήκαμε -

ακόμα και πευκοβελόνες
- εύφλεκτες και ολισθηρές
σε απειλούσανε με πυρκαγιά
ώσπου στρώμα, σεντόνια, μέτωπο
και τρυπημένα χέρια
λαμπάδιαζαν και τότε
"ο σωθείς
γράφεται με ήτα Ευτυχούλα;"

Όμως εγώ
μόνο μια ήττα ήξερα, μπαμπά
κι αυτήν
όσο κι αν το παλέψαμε
στάθηκε αδύνατο να μην την υποστούμε.

Πηγή:«Όροφος μείον ένα», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2008

Ars Poetica-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Διαβήματα γρύλων, διαλόγους περιστεριών
τα σχόλια της ντάλιας καθώς την προσπερνάς αργά
την ώρα που δύει ο ήλιος μέσα στους ψιθύρους
της άνοιξης, στις ομιλίες ενός θολού θέρους

ασφαλώς τ’ ακούς όλα αυτά τώρα πιο καθαρά,
ίδια πάντα, η συντεταγμένη στην υπερβολή –
σού μένει μόνο να μάθεις, ει δυνατόν, απόψε
για την δόξα, όχι την εφήμερη ίσκιων και παθών

των ανθρώπων, αλλά για εκείνη της πανσέληνου,
ιδίως του Σεπτέμβρη στα κλαδιά της καμφοράς
μπλεγμένη κι απελεύθερη, ακίνητη, άφαντη

ξαφνικά μέσα στην κόμη του χρόνου, ένα παιχνίδι
ομορφιάς, είδωλο κι αλήθεια μαζί, καλειδοσκόπιο
δέους των πρωτόγονων φυλών, ένα βλέμμα μου.

Πηγή: «Ν, όπως Νοσταλγία», Ύψιλον, 2008

Εγώ δεν είμαι θυρωρός του ωκεανού-ΝΟΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ

«Αγαπημένη μου Μαρία ξεσκονίζω το πάτωμα
Αποβάλλω τα πούπουλα των περιστεριών
Το ψυγείο είναι ένα μαυσωλείο
Θυμόμουν σήμερα τη Δύση στην έρημο Σαχάρα
Όταν οι καμήλες ανάσκελα προσπαθούσαν
Να συλλάβουν την ύπαρξή τους

Γιατί ο ανελκυστήρας του ουρανού
Έπαθε βλάβη στο βυθό»

Πηγή: «Στον ύπνο του ποιητή»,Ηριδανός,2008

Οδός Αριστοτέλους-ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Θα μπορούσε να είναι
μια φλέβα στον καρπό μου
ή ένα αιλουροειδές
Μία πινακίδα οδοσήμανσης
Ή σήματα μορς για τυφλές κουκουβάγιες
Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς
Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια
Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά
Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο
Η οδός Αριστοτέλους θα μπορούσε να είναι
Χθες ή αύριο
Σήμερα δεν είναι παρά ένας δρόμος ταχείας αδιαφορίας
ανθρώπων την ώρα της αιχμής

Πηγή: " Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς", εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012

ΦΩΣ-2-ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Η αλήθεια είναι
πως η ιστορία μας
δεν καταδέχτηκε ποτέ
τα τσίγκινα υπόστεγα
ούτε καν τα ληγμένα ταβάνια
κι ας έσταζαν μύθους και θεούς
στις μεγάλες καταιγίδες
κρατούσε αγκαλιά ένα άγριο περιστέρι
κι έπλεκε στίχους
να ημερέψει τα φτερά του
ύστερα ξέντυνε
το πιο γλυκό φθινόπωρο απ’ το βλέμμα του
και το κρεμούσε περιπαιχτικά
στις τεθλασμένες γωνιές του κεραυνού
πόσα νεκρά φθινόπωρα
σ’ ένα μόνο αγριοπερίστερο βλέμμα.

Πηγή: Φως 2, Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2013

Καταργώντας τον χρόνο-ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Απρόσκλητο έστεργε τα πρόσωπα το βραδινό αεράκι
Άλλωστε στις συνειδήσεις των ανθρώπων κρινόταν τελικά η ιστορία
Χωρίζοντας τους συνηθισμένους απ’ τους ήρωες
Ντυμένοι στα κόκκινα φέρναμε πιο κοντά την αγάπη μας
Όπως τα κεραμίδια στις σκεπές που προκαλούν τον ουρανό
Την κρύβαμε με προσοχή στη στέρνα μη μας μαραθεί
Στων περιστεριών τις ληγμένες φτερούγες
Στων ονείρων τα ασπρόμαυρα οροπέδια
Νοερά απαντώντας στα άγραφα μάτια μας
Ξανοιγόμασταν στ’ ουρανού το σβησμένο γαλάζιο
Αλλάζοντας ρότα στη ζωή και στον άνεμο
Τα σώματα πάλλονταν κάθετα καταργώντας τον χρόνο
Με μια φέτα καρπούζι στα σκέλια ανάμεσα τον κήπο να δροσίζει.
Άναβε τότε η ελπίδα στα κρεμασμένα μας πρόσωπα
Κι η σάρκα γινόταν κρουστή και απέραντη σαν τη θάλασσα.
Ένα καράβι περήφανο που εκείνη τη στιγμή αναχωρούσε
Έγραφε στο φουγάρο του με κεφαλαία τ’ όνομά μας.

Πηγή: «Όνειρα σε συνέχειες», Σαιξπηρικόν, 2012

Η τελευταία υπόσχεση του Ποσειδώνα-ΙΩΑΝΝΑ Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Δαντελωτές χαίτες αλόγων στα αδράχτια των ονείρων,
η καταχνιά χρόνος των κοιμισμένων χρυσαετών.
Μια κατάλευκη μέρα η προηγούμενη της ζωής μας,
οι καπετάνιοι των ονείρων περιδιαβαίνουν τα λιμάνια της αθανασίας.
Τα νερά των ωκεανών ορμητικά,
εφήμερος ο κυματοθραύστης της μοίρας.
Τα δελφίνια ταξιδεύουν για τις θάλασσες του νότου,
το ταξίδι τους ένας ολόγιομος καημός.
Οι ονειροδείκτες τυχαίοι στα σύνορα των ουρανών,
οι φωνές των ναυαγίων ασύλληπτες.
Στα καράβια των μοναχικών πειρατών μια φωλιά περιστεριών,
η τελευταία υπόσχεση του Ποσειδώνα τρίαινα πανάρχαιη.
Γενναίοι πολεμιστές τρυγούν τις ηλιαχτίδες του σεληνόφωτος,
οι Διόσκουροι ακονίζουν τα σπαθιά τους.

Ένας μεγάλος πλάτανος κοιμίζει τους αγγέλους,
η μελωδία των ξανθών φεγγαριών συναρπαστική.
Οι καμπανούλες των βυθών χαιρετούν τους ιππότες των ανέμων,
τα εικονίσματα ταξιδεύουν στα γαλάζια κύματα.
Οι δροσοσταλίδες καταιγίδα τρυφερή,
τα κρίνα ανεμίζουν τα λευκά τους όνειρα.
Η τελευταία μας επιθυμία μια ξανθισμένη πασχαλιά,
η εποχή των γλυκών μας χρόνων προσευχή κρυστάλλινη.
Οι αμμουδιές των ήλιων μας χρυσό θυμίαμα,
η γέννηση της απεραντοσύνης σιωπηλή στοργή.

Πηγή: «Λόγου εργόχειρα»,Εκδόσεις Βεργίνα,2017

Φθινόπωρο-ΣΟΦΙΑ ΠΟΤΑΡΗ

Ριγούν τα φύλλα μες στου κήπου την εσπερινή δροσιά
στο νοτισμένο χόρτο της αγκάλης του ριγμένα
φεύγουνε όπως τα παιδιά, με απορία στη ματιά
κι ωχρά σιωπούν σ’ αγαπημένα χέρια αφημένα
αθώα κι όμορφα πολύ είναι τα φύλλα τα νεκρά
καθώς τα κλαίει το σιγηλό του δειλινού αγέρι
όπως της μάνας το φιλί στα χείλη πάνω τα χλωμά
του σπλάχνου της που ξεψυχά, μικρούλι περιστέρι
γλυκά π’ αφήνονται να κοιμηθούν σε στολισμένο μνήμα!
κι αν η χαρά είν’ ο θάνατος κι ο θάνατος χαρά
της ωραιότητας πιασμένα ακολουθούν το νήμα
πεθαίνουν, σαν παιδιά, στου γαλανού την αγκαλιά

Πηγή: "Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι", εκδόσεις Όστρια, 2017

γη μία και τάφος-ΜΑΙΡΗ ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ

Αυτοεξορίστηκαν, διώχτηκαν, φυγαδεύτηκαν,
κατηγορήθηκαν για πόρνες και μοιχαλίδες, τα πλευρά τους
έσχισε αίμα. Στις αφηγήσεις που τις αφορούν αναφέρεται
ή υπονοείται το ρήμα «γνωρίζω». Υπάκουσαν,
συνευρέθηκαν, κάποτε γέννησαν άνδρες μεγάλους και
σοφούς. Τα έμμηνά τους πλήρωσαν τη λίμνη της Φυλής.
Έπειτα άδειασαν. Ντύθηκαν γάζες, λούστηκαν νάρδο,
κατέβηκαν ορθές την κατηφόρα, κολύμπησαν σε
τάφους, υποδέχτηκαν ήδη θαμμένους.
Οι έξι τώρα λαθροκοιμούνται
τη χαρά της νυφικής παστάδας.
Πάνω στα χόρτα, πάνω τους
άνδρες θρηνολογούν το θάμα.
[άνοιξη βράδυ στη Ρωμαϊκή Αγορά]
Τα κλειδιά δυο περιστέρια που φιλιούνται
πάνω στη ζυγαριά του Γόνατά —
ίσα που φαίνεται στο κάδρο,
τμήμα της κεφαλής του
και τα χέρια.
Δεν έτυχε να μάθω μουσική
—ποιος είναι ο φρύγιος, ο λυδικός ο δρόμος—
ούτε τα σύγχρονα που λένε κι εξηγούν αναγνωρίζω.
Τα κλειδιά, όμως’
τα περιστέρια που φιλιούνται πάνω
στα χέρια κι εξαιτίας του,
η κεφαλή που κλίνει στον ρυθμό,
αυτή του η μεσιτεία, λέω,
ίσως να είναι η δική μου μουσική.
Αυτός ο άνδρας με το μισό κεφάλι φανερό μέσα στο κάδρο,
αυτός ο άνδρας με τα πουλιά πλάι στους δύο άλλους
προσευχόταν καθώς έπαιζε.
Κάθε τριγμός και κόμπος στο βραχιόλι του,
κάθε δοξάρι του ζύγι στο τελωνείο.
Σας λέω είναι φανερό:
Κάθε που παίζει μουσική προσεύχεται. 

Πηγή: " Νυμφώνας", εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018

Αδικαιολογήτως παρών-ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ

Να 'ρθεις για λίγο
να μʼ αντικαταστήσεις
κι αντάλλαγμά σου
το μπαλκόνι μου,
ο ήσυχος μικρός μου κόσμος
-το σμήνος των περιστεριών,
ο δρόμος των περαστικών ζητιάνων,
οι ανέκφραστοι υπήκοοι
στη στάση των αστικών…

Να καθίσεις ήσυχα στη θέση μου,
να μου δώσεις τα πόδια σου
να σηκωθώ, να φύγω.
Να μου δώσεις ένα ρυθμό βαδίσματος,
ένα δρόμο αγαπημένο
και μια μάχη να μʼ ανάψει.

Για δυο τρεις ώρες
αδικαιολογήτως παρών
στον κόσμο.

Πηγή: «Στιγμές από το ρεπερτόριο του θανάτου», ιδιωτική έκδοση ,2018

Φίλησα το ακριανό σημείο του μετώπου σου-ΧΑΡΙΣ ΚΟΝΤΟΥ

Το ακριανό σημείο του μετώπου σου
Είναι στρογγυλό και μαύρο
Στέκεται ενδιάμεσα των μαλλιών
Και του προσώπου σου
Μια πλατεία όπου παίζω καμιά φορά πριν κοιμηθώ.
Είναι κυρίως μια ήρεμη πλατεία
Όλη συστάδες που φυτρώνουν και ξαναφυτρώνουν
στο ορειχάλκινο γήπεδο
Οι συστάδες που αγωνίζονται να κρατηθούν
ως βάσεις της τρίχας στο κεφάλι
Το σημείο αυτό που προστατεύει το μυαλό σου
το χυμόδετο περιστεράκι του κήπου
Του θαυμάσιου κήπου
με τα σιντριβάνια και τα ραβδωτά πηγάδια
Το σημείο αυτό, το ακριανό
Να σ’ το φιλάω κυκλωτά
Τέλεια κυκλωτά
Κάθε βράδυ
τις νωπές ώρες.

Πηγή: Η θηλή της λήθης,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2018

Πατρικό οικοσύστημα-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Είναι οι ώρες του απογεύματος
Που ο ήλιος κάθεται μες στη ζεστή του στάχτη
Τόσο παχύς και τόσο απελπισμένος
Όσο ο καθένας μες στην πολυθρόνα του,
Όταν βλέπει μόνος το ματς
Κι ανοίγει τη δεύτερη μπίρα του.
Απλώνεται μια λαδιά στον ουρανό
Από μικροχαρές, μικροβλαστήμιες
Και τα μισόλογα των νυσταγμένων περιστεριών
Που τα μπουκώνουν σπόρια οι τουρίστες,
Προτού κι αυτοί και ο Άγνωστος Στρατιώτης
Φωτογραφηθούν με τον χάρο.

Κάτω απο τον υμένα ενός απόβροχου
Ένας μικροβυθός. Ατλαντίδα τσέπης.
Σπίτια, αρνιά προκατακλυσμιαία,
Πνιγμένα ανάμεσα σε κριάρια Τελωνείων.
Αόρατα έντομα της Πυροσβεστικής
Τρίζουνε στον αρχαίο ρυθμό τα έλυτρά τους
Και το γέρικο μαμούθ σαστισμένο
Σαρώνεται από το βαρύ νερό.
Έχει ένα πρόσωπο γιγάντιου μωρού που αντικρίζει
Πρώτη φορά ηλιοβασίλεμα
Και δεν μπορεί, στην υδαρή του κουνουπιέρα,
Να φανταστεί Ανατολή.

Πηγή: «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή»,Μελάνι,2019

Χωρίς φτερά-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ

Μια πολυκατοικία πετάει, χωρίς φτερά. Απλώς είναι στον αέρα.
Δεν είναι το σπίτι μου. Το σπίτι μου είναι απέναντι. Εγώ το
κοιτάω. Περίεργο. Δεν φοβάμαι. Δεν φοβάμαι τη σκιά του,
φοβάμαι μόνο για τα ρούχα που βλέπω απλωμένα. Μην πέσουν,
από τόσο ύψος δεν θα τα καταφέρουν. Ένα πρωί μπήκα στο τρένο
για να πάω στο τρένο, για να πάω κάπου - δε θυμάμαι που- δεν
έχει και σημασία. Με προσπέρασε ένας παππούς που κρατούσε
στο χέρι του ένα θαύμα. Όχι, ένα παιδάκι. Το είχε πάει βόλτα να
μετρήσουν πόσες φορές περνάει η ζωή και φεύγει, πόσοι
άνθρωποι δεν κοιμούνται τα βράδια, μα ξυπνούν το πρωί μ’ ένα
γκρι περιστέρι στο στήθος τους. Όχι εγώ. Οι άλλοι. Οι άλλοι μ’
ένα γκρι περιστέρι. Εγώ είμαι.

Πηγή:"φλου", Σαιξπηρικόν, 2019

Μάνα των βουνών-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΣΙΡΗ

Σπίτια με πέτρινο το πάτωμα, όλα στραβά
ακουμπισμένα στη ρίζα του βουνού
Πίσω από τις άσπρες τους αυλές
σπυριά σταριού αντί για τοίχους και χρόνια αλετριού κοιμούνται
Είτε από την πρόσοψη τα δεις, είτε από το πλάι
μια μάνα στα παράθυρα φυλακισμένη
στο ίδιο σώμα της φυτρώνοντας τα δέντρα του βουνού
Δώδεκα πόρτες που στενέψανε στα χρόνια
στήθια να βγάνουνε με τα σκεπάσματα στο φως
κι από ψηλά, ξύλινο το μπαλκόνι να κρεμνά
φωνή, που δύσκολα θυμάται τα τελευταία της πατήματα
Ωστόσο ένα περιστέρι στη λιοκαμένη μοίρα
των ποδιών της, αγέρωχα σκαρώνει αυγά
-ωσάν πλοκάμια κατηφόρας του βουνού-
να βλέπει ρόδινες ακτές της Σαλαμίνας
Πόσο λαχτάρησαν τα δάχτυλα να παίξουνε οι σάρκες
με τη νοτισμένη άμμο
όλες τους οι ρυτίδες να πνιγούνε
στο βύθος αρμυρής σιγής!

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Ιστορία ενός έρωτα-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Ήμουν εγώ που ασκήτευα στην έρημο του πόθου
τρέφοντας με τον πλανερό της μοναξιάς λωτό
και με το μέλι τ’ άγριο του λογισμού του νόθου
το νου μου, που κρυβότανε σε τάφο θολωτό.

Κι έτρεμα μην ο ψίθυρος χαλάσει τη σιγή μου.
Το φως της μέρας φάνταζε κακό, δαιμονικό.
Μόνο τις νύχτες τ’ άλογο καβάλαγε η ψυχή μου
κι ανέβαινε με τ’ άσπρα του φτερά σε μαγικό

παράδεισο, που πνίγεται σ’ αθέριστο χορτάρι
και δεν τη λέκιαζε μηδέ σκιά περιστεριού.
Κι αναριγούσε μου η ψυχή θωρώντας το φεγγάρι
πεφτάστρια να το κυνηγούν σε μια πνοή αγεριού.

Μα συ δεν ήσουν λάμπισμα στη νύχτα, του κομήτη
που γοργοσβήνει σ’ άφωτο του σύμπαντος βυθό.
Κρυφός δεν ήρθες πειρασμός σε σκήτη ερημίτη,
δεν είχε τίποτα σκληρό, για να σε φοβηθώ.

Κρατούσες στ’ ακροδάχτυλα το κρίνο του έρωτά σου
και στην ακούραστη καρδιά χρυσοπουλί τρανό
κι έσκυψα και σ’ ανέβασα στη ράχη του Πηγάσου
για να πετάξουμε μαζί στον έβδομο ουρανό.

Για συντροφιά ξεκίνησε το σύννεφο ξανθό,
στα ξωτικά πετάγματα στα βάθη του αιθέρα,
μα `γώ σκεφτόμουν βέβηλα τον επουράνιο ανθό
να κλέψω για στολίδι μου στην αιωνία μέρα.

Να `τανε τάχα του Θεού ή ενός δαιμόνου χέρι
που τίναξε στο δρόμο μας τον άγριο κεραυνό
και τ’ άλογο πισώστρεψε κι απ’ το λαμπρό αστέρι
γκρεμίστηκε βουλιάζοντας σε χάος σκοτεινό;

Πέφταμε... Γύρω σαν τρελά φαντάσματα οι μέρες
ουρλιάζαν της αγάπης μας την τελευταία μορφή.
Δυο πέτρες ν’ απογίνουμε, δυο πελαγίσιες ξέρες.
Εσύ, με κρινολούλουδα στην αρμυρή κορφή

κι εγώ να ορμάω δυνατά να σου τ’ αρπάξω πάλι.
Δυο Συμπληγάδες του Έρωτα. Οι φοβεροί καημοί
σκληρά να με χωρίζουνε απ’ την υγρήν αγκάλη
σα φύκια κουλουριάζοντας το σάπιο μου κορμί...

Ανάμεσά μας, βιαστικό, κάποιο μουντό πρωί,
πέρασε για τις μακρινές κοιλάδες του Βορρά
της ευτυχίας το μικρό διαβατικό πουλί....
Κράτησα λίγα πούπουλα μονάχα απ’ την ουρά.

Πηγή: stixoi/info

Καμιά Κυριακή δίχως ποίημα-ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ

Ο θαμνώδης φράχτης δίνει μια γραμμική μορφή σ’ αυτό
που διαχωρίζει το σπίτι μου απ’ τα γειτονικά. Αλλά
κανένας χωρισμός δεν εμποδίζει τα μάτια μου να εύχονται
καλή νύχτα και όνειρα γλυκά στα πέριξ, συνοδεία
τον μονόλογο ενός περιστεριού. Δεν κλείνω τα παντζούρια,
τα αφήνω στη νύχτα να παίξει τον ρόλο.
Ανοίγω και αμέσως κλείνω την τηλεόραση.
Στις μέρες μας χαίρεται να είναι ανθελληνική.
Διερευνώ τον εαυτό μου στου μπάνιου τον καθρέφτη
πριν σκεπαστώ με της μπανιέρας το ζεστό νερό.
Το καθήκον μου να υπάρχω για μια ακόμη μέρα
τελείωσε. Τώρα προσμένω ο ύπνος φιλικά να μου φερθεί.
Ούτε μάτια κουρασμένα, ούτε βλέφαρα βαριά,
μόνο ένα βαρούλκο το μυαλό μου
να τυλίγει το βαρύ βάρος της μοναξιάς.

Πηγή: stixoi/info

Από “καλά” στο “ευτυχισμένος-ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ

Ο ήλιος ζητά από τον άνεμο να χτυπήσει το παράθυρο του υπνοδωματίου.
Θαρρείς ότι απαιτεί να επιβεβαιώσω το παρών μου στην νέα ημέρα.
Ανοίγω το παράθυρο και κοιτάζω έξω στον κήπο,
η μηχανή του γκαζόν έχει λειάνει το γρασίδι,
κι εγώ στολίζω τα δέντρα με γιρλάντες επίθετα και ουσιαστικά.
Ένα σύμφυρμα περιστεριών κατρακυλά στον αέρα,
δυο από αυτά κουρνιάζουν στο μπαλκόνι, κουκουρίζοντας για πρωινό –
ή μήπως έρωτα; Άλλη μια ακαθόριστη ημέρα.
Αξιέπαινη η καλοσύνη, αλλά έχει τα βάσανά της. Η σκέψη με συγκαλεί
σε μια καλύτερη ζωή. Εμβρυικές ιδέες υπολογίζουν πόσο χρόνο
η καθεμία έχει στη διάθεσή της για να αναπτύξει την διάνοιά της.
Μεθαύριο θα πιούμε άσπρο πάτο τον χρόνο,
και ο νέος υποτίθεται θα συγχρονίσει
τον ασυντόνιστο κόσμο σε μια αρμονική χορωδία (sic).

Πηγή: stixoi/info

Αυτό είναι όλο;-ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ

Κάτω στον κήπο
ανάμεσα στην ρουνική αλφάβητο φυτών
το διατονικό κράξιμο περιστεριών
μου λέει για το υπέρτατο μεγαλείο να πετάς.
Και στην άσχημη διάθεση που ήμουν
είπα: Ώστε αυτό όλο είναι η ζωή!
Ένας ασύνδετος ήχος που χάνεται
για πάντα! Ώστε οι ιδέες μου δεν είναι
παρά κρίκοι αλυσίδας, λεκέδες στο μυαλό.
Μια ακόμη μέρα θα μου αφήσει τις φωτογραφίες της
για το λεύκωμα μιας στιγμιαίας πραγματικότητας.

Πηγή: stixoi/info

Τραγούδι των σκούρων περιστεριών-ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

Στον Κλάουντιο Γκιλλιέν

Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο σκούρα περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο ήταν η σελήνη.
Γειτονόπουλα, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Κι εγώ, κι εγώ που προχωρούσα,
με τη γη στο ζωνάρι μου,
είδα δύο αετούς χιονάτους
και μια ολόγυμνη κοπέλα.
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κοπέλα δεν ήταν καμιά.
Αετουδάκια μου, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ’ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα τα δυο περιστέρια γυμνά.
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.

Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Πηγή: Ποιήματα,Εκδόσεις: Α. ΚΑΡΑΒΙΑ,Αθήνα,1964

Ο ποιητής στέλνει στον έρωτά του ένα περιστέρι-ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

Τούτο το πιτσούνι από την Τούρια που σου στέλνω,
με μάτια ολόγλυκα και φτέρωμα λευκό,
πάνω σε δάφνη ελληνική χύνεται κι ανεβαίνει
φλόγα αργοκίνητη του έρωτα που εντός της κατοικώ.

Η απέριττη αρετή του, ο λαιμός του ο απαλός,
με λάχνη διπλή από ζεστόν αφρό,
μ’ ένα τρέμισμα πάχνης, μαργαριταριού και ομίχλης
την απουσία του στόματός σου υπογραμμίζει.

Πέρνα το χέρι πάνω απ’ τη λευκότητά του
και θα δεις ποια χιονάτη μελωδία
σκορπίζεται με χνούδια πάνω στην ομορφιά σου.

Έτσι κι η καρδιά μου, νύχτα και μέρα,
δέσμια στη φυλακή του σκοτεινού έρωτα,
κλαίει, δίχως να σε βλέπει, τη μελαγχολία της.

Πηγή: Σονέτα του σκοτεινού έρωτα

Κραυγή προς τη Ρώμη-ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

Μήλα ελαφρά πληγωμένα
από ασημένια λεπτά ξίφη
σύννεφα ξεσχισμένα από κοραλλένιο χέρι
που κουβαλάει στη ράχη του ένα αμύγδαλο από φωτιά
ψάρια από αρσενικό σαν καρχαρίες,
καρχαρίες σαν σταλαγματιές δακρύων για να τυφλώσουν ένα πλήθος
ρόδα που πληγώνουν
και βελόνες τοποθετημένες μες στα κανάλια του αίματος
κόσμοι εχθρικοί και έρωτες σκεπασμένοι με σκουλήκια
θα πέσουν πάνω σου. Θα πέσουν πάνω στο μεγάλο τρούλο
που οι στρατιωτικές γλώσσες αλείβουν με λάδι
όταν ένας άνθρωπος ουρεί πάνω σε ένα ολόφωτο περιστέρι
και φτύνει κάρβουνο κοπανισμένο
τριγυρισμένος από χιλιάδες καμπανούλες.

Γιατί δεν υπάρχει κανένας για να μοιράσει τον άρτο και τον οίνο
κανένας για να καλλιεργήσει τα χόρτα στου νεκρού το στόμα
ούτε κανείς να ξεσκεπάσει τα σεντόνια της αργίας
κανένας για να κλάψει πάνω στις πληγές των ελεφάντων.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο σιδεράδες
που σφυρηλατούν αλυσίδες για τα παιδιά που θα `ρθουν
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο μαραγκοί
που φτιάχνουν φέρετρα δίχως σταυρούς.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα πλήθος θρήνοι
που ξεσκεπάζουν το στήθος καθώς προσμένουν το βόλι
Ο άνθρωπος που περιφρονά το περιστέρι θα 'πρεπε να μιλήσει
θα `πρεπε να κραυγάζει γυμνός ανάμεσα στις κολώνες
να κάνει μια ένεσε για να πάθει λέπρα
και να χύνει δάκρυα τόσο τρομερά
που να λιώσουν τα δαχτυλίδια του και τα διαμαντένια του τηλέφωνα.
Μα ο λευκοντυμένος άνθρωπος
αγνοεί το μυστήριο του σιταριού
αγνοεί το βογγητό της ετοιμόγεννης γυναίκας
αγνοεί πως ο Χριστός μπορεί ακόμα να χορηγήσει νερό
αγνοεί πως το νόμισμα καίει το θαυματουργό φιλί
και δίνει το αίμα του αμνού στο ηλίθιο ράμφος του φασιανού.

Οι δάσκαλοι μαθαίνουν στα παιδιά
ένα εξαίσιο φως που έρχεται από το βουνό
μα αυτό που καταφθάνει είναι μια συνάθροιση οχετών
όπου φωνάζουν οι σκοτεινές νύμφες της χολέρας.
Οι δάσκαλοι δείχνουν με ευλάβεια τους πελώριους θόλους που ευωδιάζουν από το θυμίαμα
μα κάτω από τα αγάλματα δεν υπάρχει αγάπη
δεν υπάρχει αγάπη κάτω από τα μάτια που είναι από κρύσταλλο οριστικό.
Η αγάπη βρίσκεται μέσα στις σάρκες που τις ξεσχίζει η δίψα
μέσα στο καλυβάκι που παλεύει ενάντια στην πλημμύρα
η αγάπη βρίσκεται μέσα στους λάκκους όπου παλεύουν τα φίδια της πείνας
μες στη θλιμμένη θάλασσα που λικνίζει τα πτώματα των γλάρων
και μες στο ζοφερό σπαραχτικό φιλί κάτω από το προσκεφάλι.
Όμως ο γέρος με τα διάφανα χέρια
θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
φωνάζοντας για τα εκατομμύρια τους ετοιμοθάνατους
Θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
μες στο υφαντό το χρυσοπλουμισμένο που αναριγεί από τρυφερότητα
θα λέει: ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη
μες στους τριγμούς των μαχαιριών και τα πεπόνια του δυναμίτη
θα λέει: αγάπη, αγάπη, αγάπη
ώσπου τα χείλη του να γίνουν ασημένια.
Εν τω μεταξύ, εν τω μεταξύ, α! εν τω μεταξύ
οι νέγροι που καθαρίζουν τα σταχτοδοχεία
τα αγόρια που τρέμουν κάτω από την ωχρή τρομοκρατία των διευθυντών
οι γυναίκες που πνίγονται μέσα στα ορυκτέλαια
το πλήθος με το σφυρί, με το βιολί ή με το σύννεφο
θα φωνάζει ακόμα κι αν του χύσουν τα μυαλά πάνω στον τοίχο
θα φωνάζει κατάμουτρα στους θόλους
θα φωνάζει τρελό από φωτιά
θα φωνάζει τρελό από χιόνι
θα φωνάζει με το κεφάλι γεμάτο περιττώματα
θα φωνάζει σαν όλες τις συναθροισμένες νύχτες
θα φωνάζει με μια τόσο σπαραγμένη φωνή
ώσπου να αρχίσουν οι πολιτείες να τρέμουν σαν κοριτσάκια
και να συντρίψουν τις φυλακές του λαδιού και της μουσικής
γιατί θέλουμε τον επιούσιο άρτο μας
λουλούδι αγριομουσμουλιάς κι αέναη στοργή ξεκουκκισμένη
γιατί θέλουμε να γίνει το θέλημα της Γης
που δίνει τους καρπούς της για όλους.

Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Πηγή: Εκλογή ποιημάτων,Εκδοτική Θεσσαλονίκης,2001

Απέραντη-ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

Βλέπεις αυτά τα χέρια; Έχουν μετρήσει
τη γη, έχουν ξεχωρίσει
τα ορυκτά από τα δημητριακά,
έχουν κάνει ειρήνη και πόλεμο,
έχουν καταρρίψει τις αποστάσεις
όλων των θαλασσών και ποταμών,
κι όμως
όταν σε διατρέχουν
εσένα, μικρή
σπειρί από στάρι, κορυδαλλέ,
δεν φτάνουν να σε περικλείσουν,
κουράζονται πλησιάζοντας
τα δίδυμα περιστέρια
που αναπαύονται ή πετάν στο στήθος σου,
διατρέχουν τις αποστάσεις των ποδιών σου,
τυλίγονται στο φως της μέσης σου.

Για μένα είσαι θησαυρός πιο φορτωμένος από απεραντότητα
πιο κι απ'τη θάλασσα κι απ’ τα τσαμπιά της.
Κι είσαι λευκή και γαλανή κι εκτεταμένη σαν
την γη στον τρύγο.

Σ’ αυτή την περιοχή,
από τα πόδια ως το μέτωπό σου,
προχωρώντας, προχωρώντας προχωρώντας
θα περάσω τη ζωή μου.

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης
Πηγή: «Στίχοι του Καπετάνιου»

Κι εσύ καρδιά μου γιατί χτυπάς-ΓΚΙΓΙΟΜ ΑΠΟΛΙΝΕΡ

Σαν ένας λυπημένος παρατηρητής
Κοιτάζω τη νύχτα και το θάνατο.

Στη λίμνη των ματιών σου τη βαθιά
Η φτωχή μου καρδιά πνίγεται
Διαλύεται και λειώνει
Μελαγχολική ανάμνηση
Μες στα νερά της τρέλας και του έρωτα.

Έρωτα βασιλιά
Θέλω να μου πεις
Το τόσο όμορφο
Περιστέρι
Το άπιστο
Που το φωνάζουν
Μικρή Λου
Πες μου πού
Πήγε και
Σε ποιον;
-Μα στον Γκιγιώμ.

Μετάφραση: Κώστας Ριτσώνης
Πηγή: stixoi/info

Αγάπη Απαξίωση Κι Ελπίδα-ΓΚΙΓΙΟΜ ΑΠΟΛΙΝΕΡ

Σ' έσφιξα στο στήθος μου σαν περιστέρι που μια παιδούλα
πνίγει άθελά της
Σ' έκανα δική μου μ' όλη την ομορφιά σου
Μιαν ομορφιά πλουσιότερη και από όλα τα
Κοιτάσματα χρυσού της Καλλιφόρνιας τον καιρό
Του πυρετού του χρυσού
Ικανοποίησα τον σαρκικό πόθο μου απ' το χαμόγελό σου
από τα βλέμματά σου από το τρεμούλιασμά σου
Έκανα δική μου είχα στη διάθεσή μου την υπερηφάνεια σου
Όταν σε κρατούσα σκυμμένη και βάστηξες
Τη δύναμή μου και τη βία μου
Πίστεψα πως όλα θα τά 'παιρνα μα ήταν πλάνη
Κι απομένω σαν τον Ιξίωνα
Μετά την ερωτική πράξη του στο φάντασμα του σύννεφου
Που έμοιαζε μ' αυτή την Ήρα την αήττητη Ήρα
Και ποιος μπορεί να πιάσει ποιος μπορεί ν' αρπάξει
Σύννεφο ποιός μπορεί ν' ακουμπήσει το χέρι του
Σ' έναν κατοπτρισμό και απατάται όποιος νομίζει
Πως μπορεί να γεμίσει τα χέρια του με γαλανό του ουρανού
Πίστεψα πως πήρα όλη την ομορφιά σου
Κι είχα μόνο το σώμα σου
Αλίμονο το σώμα δεν έχει Αιωνιότητα το σώμα λειτουργεί
Μόνο για να προσφέρει ηδονή
Μα δεν προσφέρει αγάπη
Κι είναι μάταιο τώρα
Να προσπαθώ ν' αδράξω το πνεύμα σου
Ξεγλιστρά ξεγλιστρά
(...)

Πηγή: "Ποιήματα" - Guillaume Apollinaire,1982 - Ελληνική Έκδοση Ποιημάτων

Το κοιμητήριο πλάι στη θάλασσα-ΠΟΛ ΒΑΛΕΡΙ (Απόσπασμα)

      Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
      σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
      ΠΙΝΔΑΡΟΣ, Πυθιόνικοι, ΙΙΙ

Η στέγη τούτη η ήρεμη, που περιστέρια την πατάνε,
ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους πάλλεται· και νά ’ναι
η Μεσημβρία η δίκαιη εκεί, με τις φωτιές της να συνθέτει
τη θάλασσα, τη θάλασσα που πάντα ξαναρχίζει! Σκύβει
αυτός που σκέφτεται, ω, ύστερα και νιώθει πως τον ανταμείβει
των θεών το βλέμμα εκείνο που η γαλήνη επάνω του αποθέτει!

Μα ποιo έργο δίχως λάμψεις καθαρές διαμάντια όλο βρίσκει
μες στους ασύλληπτους αφρούς, και βρίσκοντάς τα τά αναλίσκει,
και ποια είναι η ειρήνη που να εγκυμονείται μοιάζει – ποια και πόση;
Όταν στην άβυσσο από πάνω στέκεται ήλιος μεσημέρι,
και αμάλαγα έργα, που ’βγαν από αιτία αιώνια, υπερεξαίρει,
ο Χρόνος πάντα σπινθηροβολεί και το Όνειρο είναι γνώση.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Πηγή: https://www.openbook.gr

Προσευχή για τον Μεσσία-ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ

Το αίμα του στο μπράτσο μου είναι ζεστό σαν πουλί
η καρδιά του στο χέρι μου είναι βαριά σα μολύβι
τα μάτια του στα μάτια μου λάμπουν πιο λαμπερά απ’ την αγάπη
Ω στείλε στον κόσμο το κοράκι πριν απ’ το περιστέρι.

Η ζωή του στο στόμα μου είναι λιγότερο από άνθρωπος
ο θάνατός του στο στήθος μου είν’ πιο σκληρός από πέτρα
τα μάτια του στα μάτια μου λάμπουν πιο λαμπερά απ’ την αγάπη
Ω στείλε στον κόσμο το κοράκι πριν απ’ το περιστέρι.

Ω στείλε το κοράκι πριν απ’ το περιστέρι
Ω ψάλε μέσα απ’ τα δεσμά σου που είσαι δεμένος στη σπηλιά
τα μάτια σου στα μάτια μου λάμπουν πιο λαμπερά απ’ την αγάπη
το αίμα σου στη μπαλάντα μου γκρεμίζει τον τάφο.

Ω ψάλε μέσα απ’ τα δεσμά σου που είσαι δεμένος στη σπηλιά
τα μάτια σου στα μάτια μου λάμπουν πιο λαμπερά απ’ την αγάπη
η καρδιά σου στο χέρι μου είναι βαριά σα μολύβι
το αίμα σου στο μπράτσο μου είναι ζεστό σαν πουλί.

Ω κόψε απ’ τα κλαδιά σου ένα πράσινο κλαδί αγάπης
όταν πια το κοράκι θα `χει πεθάνει για το περιστέρι.

Μετάφραση: Ολυμπία Καράγιωργα

Πηγή: «Διαγώνιος»,τεύχος 10,Ιανουάριος-Απρίλιος 1975

«Blowin’ in the Wind»-ΜΠΟΜΠ ΝΤΙΛΑΝ

Σαν πόσες να ’ναι οι δημοσιές που πρέπει να διαβεί κανείς
για να τον πούνε άντρα;
Και πόσες να ’ν’ οι θάλασσες που τ’ άσπρο περιστέρι θα περάσει
στην αμμουδιά πριν ξαποστάσει;
Σαν πόσες να ’ναι οι φορές που θα βροντήσει το κανόνι
πριν να το διώξουν απ’ τη γη για πάντα;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσα τα χρόνια που μπορεί ν’ αντέξει ένα βουνό
ως να το φάει η αρμύρα και να λιώσει;
Και κάποιοι άνθρωποι, πόσο να ζήσουν βολετό
ώσπου της λευτεριάς μέρα να ξημερώσει;
Πόσο καιρό μπορεί κανείς να κάνει πως κοιτάει αλλού
να κάνει πως δεν βλέπει πάρα πέρα;
Η απάντηση φίλε πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.
Πόσες φορές πρέπει κανείς να ρίξει τη ματιά ψηλά
λίγο ουρανό για να μπορέσει ν’ αντικρίσει;
Και να ’χει πόσα πρέπει αυτιά για να γροικήσει
του ανθρώπου το λυγμό;
Ε, και σαν πόσους θάνατους πρέπει να μάθει για να νοιώσει
πως σαν πολλοί ’ναι οι άνθρωποι που έχουνε χαθεί;
Η απάντηση, φίλε, πλανιέται στον άνεμο,
η απάντηση πλανιέται στον αέρα.

Μετάφραση: Τούλα Τόλια
πηγή:Youtube

Πένθιμο μπλουζ-ΟΥΙΣΤΑΝ  ΟΝΤΕΝ

Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.

Τ’ αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό να γράψουν
Μαβιέ κορδέλες βάλτε στ’ άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.

Ανατολή και δύση μου, βορρά και νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη…

Τ’ αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.

Μετάφραση:Ερρίκος Σοφράς
Πηγή: Ανθολογία Κλέωνος Παράσχου

Κυριακή πρωί-ΟΥΑΛΑΣ ΣΤΙΒΕΝΣ

VIII

Ακούει η γυναίκα πάνω στα ήρεμα νερά
Μια φωνή που λέει: «Το μνήμα στην Παλαιστίνη
Δεν είναι στοά αργόσχολων πνευμάτων
Αλλά ο τάφος του Ιησού, εκεί που έγειρε».
Ζούμε σ’ ένα αρχαίο χάος ηλιακό,
Ή μια παλιά αποικία της μέρας και της νύχτας,
Ή μοναξιά νησιού, μοιραίου μοναχικού
Πλανώμενου σε απέραντα νερά.
Ελάφια τρέχουν στα βουνά μας, και οι κάργιες
Σφυρίζουν γύρω μας με αυθόρμητες κραυγές,
Γλυκά βατόμουρα ωριμάζουν στις πλαγιές,
Και στ ’ ουρανού την ερημιά
Το βράδυ, αδέσποτα σμήνη περιστεριών
Παράξενα αιωρούνται καθώς βυθίζονται
Στο σκοτάδι με διάπλατα φτερά.

Μετάφραση: Γιώργος Σπέντζος
Πηγή:«Εκλογή από τα άπαντα», εκδόσεις Δωδώνη,2000

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;