Γιορτή του πατέρα χθες,την τρίτη Κυριακή του Ιούνη. Θα θυμηθούμε παλιότερα και σύγχρονα ποιήματα που γράφτηκαν για να τιμήσουν το πρόσωπό του!
Οι πατέρες-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (Απόσπασμα)
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας,
κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι
κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά ’ρθει,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα.
Πηγή: Βωμοί,1915
Επί του τάφου του πατρός μου-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
Ξύπνα πατέρα! χαραυγή
τον ουρανό χρυσώνει,
κι' όλη ξυπνά η μαύρη γη.
Ξύπνα και συ με την Αυγή, ν' ακούσουμε τ' αηδόνι.
Με τη μητέρα μια ψυχή,
σε κάθε τέτοιαν ώρα
πετούσετε στην προσευχή.
Το σήμαντρό μας αντηχεί. Γιατί κοιμάσαι τώρα;
Είναι το όνειρο μακρό
'που βλέπεις αυτού πέρα;
Κοιμήθηκες, κι' ήμουν μικρό,
κι' ως να τελειώσει το πικρό, ετράνεψα, πατέρα!
Ξύπνα να ιδείς, Χλωμή, γριά,
η δόλια μας μητέρα!
Και τη φτωχή μας τη γιαγιά
'κει κάτου, στη χλωρή βαιά... την θάψαμε μια 'μέρα!
Πες μου, πατέρα, το χωριό
που παν οι πεθαμένοι
'μπορώ να 'πάγω να το διω;
Δυο λουλουδάκια μόνο, δυο, να πάρω στην καημένη!
Με είπαν – είναι ζοφερή
η νύχτα πώχουν σκέπη -
μα 'γω της έβαλα κερί
στη δεξιά την κρυερή. Τ' ανάφτει και με βλέπει.
Θυμάσαι; Μ' έκλεψες φιλί
μια 'μέρα παιχνιδιάρη,
και μ' είπες – Άφτερο πουλί,
χρειάζεσαι καιρό πολύ να γένεις παλικάρι. -
Ηρθ' ο καιρός. Νάμαι τρανό!
Διε με, καλέ πατέρα,
σου 'τράνεψα• μα... ορφανό!!
Στο δρόμο, 'που συχνά περνώ, με είπανε μια 'μέρα.
- Περνά το δόλιο τ' ορφανό!
- Δε γνώρισε πατέρα!
- Τον έχασε τριώ χρονώ!
- Μοιάζει σαν έρημο πτηνό! - Ας το χαρεί η μητέρα!
Πες μου, πατέρα, την αυγή,
'που καίει το λιβάνι
η μάνα και μυρολογεί,
η μυρωδιά περνά τη γη; 'Μπορεί να σε ζεστάνει;
Το βράδυ πώρχομαι γοργό
κι' ανάφτω το κανδύλι
το ξέρεις που τ' ανάφτω 'γω;
Ξύπνα, πατέρα! θα καγώ, σα λυχναριού φιτίλι!
Με 'φώναζες να κοιμηθώ
στο σπλαχνικό πλευρό σου.
- Έλα, μικρό, να ζεσταθώ. -
Κι' εγώ πετούσα να χωθώ στον κόρφο το γλυκό σου.
Τώρα, πατέρα, στην πικρή
τη γη τη χιονισμένη,
στην κρύα κλίνη τη μικρή,
σ' αυτή τη νύχτα τη μακρή, πες μου ποιος σε ζεσταίνει;...
Θέλεις εγώ ν' αποκριθώ;
Κανείς, καμιάν ημέρα!
Μα ήρθα 'γω πια να χωθώ
στον κόρφο σου να κοιμηθώ, να'σαι ζεστός, πατέρα.
Πηγή: «Ποιητικά πρωτόλεια»
Έρχετ' ο πατέρας-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
Πήρε και βραδιάζει
τέλειωσ’ η δουλειά
η μητέρα σιάζει
το τραπέζι με χαρά.
Κάποιον σαν κι εμένα
περιμένει χαρωπά
κάποιος γνωρισμένα
την εξώπορτα χτυπά.
Άκουσέ τον κάτω, μητερούλα μου καλή
να το πάτημά του τρίζει πάνω στο σκαλί,
μύρισ’ ο αέρας, έφεξε το σπιτικό,
έρχετ’ ο πατέρας με χαμόγελο γλυκό.
Πηγή: stixoi/info
Το φιλί του πατέρα μου-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ
Απ’ όλες τις χαρές μου η πιο βαθύτερη,
κι απ’ το γλυκότερό μου ακόμα πόθο,
κάτι που μου χαρίζει τον Παράδεισο,
και κάτι που βαθιά στα σπλάχνα νιώθω,
είναι ν’ ακούω το γέρο τον πατέρα μου
να λέει πως αγαπούσαν οι παλιοί,
και -τι ντροπή- πως έδωσε στη μάνα μου,
πριν παντρευτούνε ακόμα, ένα φιλί.
Κ’ ενώ γελάμε γύρω με τη μάνα μας,
που ακόμα κι ως τώρα κοκκινίζει,
στα σωθικά μου μέσα ξάφνου αισθάνομαι
κάτι που με κεντάει και φτερουγίζει,
σαν κάποιου μακρινού πουλιού κελάηδημα,
που μες στο δάσος, νύχτα, αντιλαλεί.
Μην είσαι συ, ψυχή μου, σπίθα που άναψες
από το πρώτο εκείνο τους φιλί;
Πηγή:Ανθολογία της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως,υπό Ιωάννου Πολέμη, Εν Αθήναις, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία 1910
Στον πατέρα μου-ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
Τα σκόρπια λουλουδάκια, όσα μία μέρα,
πριν τ’ άλλου κόσμου ιδείς το θείο λιμάνι,
είχαν για σε τόση ευωδία, πατέρα,
τα πλέκω τώρα, ιδού, σ' ένα στεφάνι.
Αχ! στού τάφου σου μόνον τον αέρα
μην ίσως τούτο θα σκορπάει λιβάνι,
δίχως ελπίδα νάχω εκείθε πέρα
γλυκά του Πίνδου αρώματα να βγάνει;
Της πέτρας που σε κρύβει έχω το βάρος
μες την καρδιά, τι δεν ακούω τον ήχο,
που τόσο μία φορά μώδινε θάρρος.
Μίλειε και πες, που, σα στον ίδιο τοίχο
κλειστώ του κιβουριού σου, αντάμα ο Χάρος
δε θέλει θάψει εκεί κάθε μου στίχο.
Πηγή: Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου,Κάρολου Ε.Μωραΐτη,Αθήνα 1987
Στον πατέρα μου-ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ
Αχ! να μπορούσα πάλι να ξανοίξω,
πατέρα μου,το μάτι το γλυκό,
το αχείλι μου στο αχείλι σου να σμίξω
και τη ζωή μου πάλι να αισθανθώ.
Τα σωθικά μου μέσα να σου δείξω,
τα βάσανά μου πάλι να σου πω,
θερμά στην αγκαλιά μου να σε σφίξω,
γυρτός να στέκω και να σε θωρώ.
Κι όπως εσύ,γλυκύτατε πατέρα,
μου εφώτισες βαθιά ψυχή και νου
και μ'άνοιξες τα μάτια στην ημέρα.
Το μάτι του παιδιού σου τ'ορφανού,
όταν πλια δε θα ζω σ'αυτή τη σφαίρα,
άνοιξέ το στη λάμψη τ'ουρανού.
Πηγή: Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου,Κάρολου Ε.Μωραΐτη,Αθήνα 1987
Πατέρας-ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
Στων λευκών γερατειών την αγνή χάρη,
έρχεται το εγγονάκι να φιλήσει
των τρέμουλων χεριών σου το ζευγάρι
και τραγουδιού στροφούλα να ψελίσει.
Και τότε απ'των ματιών σου το λυχνάρι
λάμψη περνά και του δακρύου η βρύση
κυλάει θεοτική να συνεπάρει,
κάθε παλιό καημό και να τον σβήσει...
Κάτι από Σένα με κρυφό καμάρι,
θα φυλάμε για πάντα όπως και τώρα:
ανησυχία κρυφή μη φύγεις πέρα...
Μα τάχα πως ο Ίσκιος δε θα πάρει
μαζί κι ας έρθει τον καλό πατέρα:
κακή οπτασία,μακρινή η ώρα...
Πηγή: Μεγάλη Ανθολογία Ελληνικού Σονέτου,Κάρολου Ε.Μωραΐτη,Αθήνα 1987
Στη μνήμη του πατέρα μου -ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
Όταν κοιτάζω τα παιδάκια κάθε μέρα
στους δρόμους, το πρωί, με του σχολείου την τσάντα
φτωχοντυμένη μια μικρούλα βλέπω πάντα,
με την παλιά της σάκα, δίπλα στον πατέρα.
Απ’ το χεράκι με στοργή τηνε κρατάει –
τόσο κ’ οι δυο είναι ευτυχισμένοι, καθώς πάνε…
Με πόση αθώα σοβαρότητα μιλάνε!
Το κοριτσάκι ολοένα τον ρωτάει,
και κείνος, σοβαρά, της λέει, της διηγάται…
(Πόσο σοφός είν’ ο πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ασφάλεια νιώθει στο μεγάλο χέρι!
Τίποτε, αν το κρατεί, στον κόσμο δε φοβάται!..)
Ξάφνου, του λέει εκείνο: « – Σαν θα μεγαλώσω…»
« – Τότε εγώ πια ένας φτωχός γεράκος θα 'μαι…
Δε θα μπορώ στα χέρια μου να σε σηκώσω,
και θα μου λες: ακούμπα πάνω μου να πάμε…
Σαν θα 'ρχονται για να σε παίρνουν έξω οι ξένοι,
μόνος στη σκοτεινή γωνίτσα μου θα μένω…»
« – Εγώ στην άμαξά μου πάντα θα σε παίρνω!»
λέει, έτοιμη η μικρή να κλάψει, κ’ επιμένει…
Νιώθει μια τέτοια ανυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα να γίνει,
αν είναι δυνατόν την ώρα αμέσως κείνη,
για να του δείξει πόσο θα τον αγαπάει!..
Κι όπως θερμά τον σφίγγει το λιγνό χεράκι
ο κουρασμένος νιώθει τόση εμπιστοσύνη!..
(Έγινε εκείνος τώρα το μικρό παιδάκι,
και ο προστατευτικός πατέρας είναι εκείνη…)
Πηγή:«Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας» του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη, εκδόσεις «Τα νέα Ελληνικά», 2005
Ο πατέρας- ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ
Στο τζάκι μπρος φυσά η μαμάκα.
Άναψε,φούντωσε,χρυσή μου θράκα.
Θα'ρθει ο καλός μπαμπάς,θα'ρθει
κοντά μας να ξεκουραστεί,
πλάι στη φωτιά θα ζεσταθεί
και μια ιστορία θα μας πει.
Για τον τρανό το βασιλιά
και για τα χρόνια τα παλιά,
για τη νεράιδα την καλή
που ζει σε πύργο από γυαλί.
Απόψε η παγωνιά είναι τόση,
Θεούλη μου,μη μας κρυώσει,
καθώς ντυμένος με παλιά
ρούχα,γυρίζει απ'τη δουλειά.
Στο τζάκι μπρος φυσά η μαμάκα.
Άναψε,φούντωσε,καημένη θράκα!
Πηγή: Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Ο πατέρας-ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΤΣΙΝΗΣ
Ο πατέρας με τη φτώχεια τη σκληρή,
εμοχτούσε στη ζωή του νύχτα μέρα,
μιαν ελπίδα είχε πάντα λαμπερή,
την ελπίδα που'χε ίδια κι η μητέρα.
Να προκόψουν εποθούσε τα παιδιά,
η αγάπη να τα κάνει ευτυχισμένα,
να μην έχουνε το μίσος στην καρδιά
και να είναι σαν αδέρφια μονιασμένα.
Με τον ίδρωτα επότιζε τη γη
και στη μπόρα τον ακούγαμε να λέει:
θα ξανάρθει της γαλήνης η αυγή,
η ψυχή μας δεν αξίζει για να κλαίει.
Τον θυμάμαι με τα χιόνια στα μαλλιά,
τις πολλές που τον αυλάκωναν ρυτίδες,
ιστορούσε μ'ένα δάκρυ τα παλιά
και το πρόσωπο το φώτιζαν αχτίδες.
Ένα κάδρο κρεμασμένο στα ψηλά,
τη μορφή του περικλείνει σαν αγία
και κοιτάζει και σωπαίνει,μα μιλά,
στην ψυχή μας που του κάνει λειτουργία.
Πηγή: Μεγάλη ανθολογία σχολικών ποιημάτων Μήτσου Κατσίνη,Εκδόσεις Πέτρου Πατσιλινάκου,1962
Ο πατέρας με τη φυσαρμόνικα-ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Ακούσατε μια παράδοξη παράξενη ιστορία
για τον πατέρα με τη φυσαρμόνικα.
Τελάληδες, κοντραμπασίδες και της μηχανής του τσεβελέκου σπαΐδες
όσοι του πατρός ζητάτε τη γνώση, ακαμάτηδες και διακοναρέοι,
ωραίοι νέοι και του δεκάξι Φαρισαίοι.
Της Σμύρνης με τη Γαλλική σχολή σπουδαίοι
όσοι ακούτε με παλιές παρέες, όλοι εσείς που θέλετε γνώση
του πατέρα την ιστορία, όσοι για πατρίδες νύχτες μιλάτε τόσοι ανθρώποι,
γυναίκες παιδιά μια ιστορία λυρική παλιά, για φυσαρμόνικα και κάποιο πατέρα
για νύχτα και μέρα ακούσατε την ιστορία στον αέρα.
Στην αρχή ήταν οι τρεις χαλύβδινοι αιώνες
στου Μπαρτζελιώτη με καρεκλάκι οι Παρθενώνες
και μετά ήρθε η θάλασσα και μεσόγειος νησιά,
ο δρόμος με τη βρύση πέτρινη παλιά, παλιώσαν όλα μέσα σε μια νυχτιά.
Γέρασε η Ελένη για μια νυχτιά και το '23 ήτανε αυτό που λες 1910, αποκοτιά!
Πηγάδια υπόγεια ποταμοί, με του νέγρου το μωρό στη φυλακή
οι αταμάνοι οι Κοζάκοι οι παλιοί.
Μετά δύο τροχοί αλέθαν σιτάρι βροχή
με τη σιδερολαβή του πυρπολητή Κανάρη, έλειπε η σιδερένια γροθιά.
Του πατέρα το σπίτι πάνω σε καρφιά, δεν έκλαψε, δεν έκλαψε,
του Πόντου Άρη καθώς φεύγαν τα πουλιά.
Χόρεψε, χόρεψε, χόρεψε μόνος για πρώτη φορά,
δε γύρισε δεν ήτανε πατέρας πια.
Πηγή: http://users.uoa.gr/
Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό
ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια ...
Άλλαξαν οι καιροί που λέει και ο λαός, γεγονότα
συνέβησαν ... Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε
πως πέθανε και ο πατέρας.
Γι' αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ τόσο βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος
δεν έζησε.
Πηγή: «Οι πυροτεχνουργοί»,Τραμ,1979
Ο πατέρας-ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός
Κάρβουνο μύριζαν τα πέτσινα ρούχα του
Κάτω απ’ τη μαύρη του τραγιάσκα
'ρχιζαν τα καπνισμένα μάτια του
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ
Μόνο χαμογελούσε κάπου κάπου
Με τα ηλιοψημένα χείλια του
Προπάντων όταν έπινε τσίπουρο
Κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής
Αψηλός και δυνατός ήταν
Κι όταν με σήκωνε αψηλά
Με τ’ ατσαλένια μπράτσα του
Δε φοβόμουν καθόλου
Όπως κι εκείνος δε φοβόταν
Ούτε τη ζωή του
Ούτε το θάνατό του
Περνούσε με το τραίνο του
Σφυρίζοντας
Μεσ’ από σκοτεινές σήραγγες
Και τις νικούσε
Πηγή: « Θαλασσινό Ημερολόγιο»,Εκδόσεις Διαγωνίου, 1981
Το μάτι του πατέρα μου-ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και
φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Έπαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέσει και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Έριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώνω
κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε ακόμη
κι από κείνους που δε θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα σαν και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου,
υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.
Πηγή: Ελένη Βακαλό, «Το άλλο του πράγματος (Ποίηση 1954-1994)», Εκδόσεις Νεφέλη, 1995
Ο ύπνος του πατέρα-ΠΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ
Στο άσπρο δωμάτιο κοιμάται
ο πατέρας,στα χέρια του λικνίζεται
η υπομονή,απορεί ακόμα
σαν να ήρθε για πρώτη φορά στον κόσμο.
Ακαθόριστες σκιές διασχίζουν
τους άσπρους τοίχους
τα γένια του πατέρα.Ο πόνος
της ζωής σκάβει την καρδιά του
περιτρέχει τα σπλάχνα του
κι ουδέ στιγμή συλλογάται το
τελευταίο ταξίδι,μόνον τ'ατέλειωτα
πρωινά του καλοκαιριού θυμάται.
Τις λευκές πέτρες,τα γαλανά όνειρα
την άσπρη βάρκα με το μεγάλο πανί
τον έρωτα της θάλασσας.
Στο άσπρο δωμάτιο κοιμάται
ο πατέρας τον ύπνο της ζωής
το όνειρο του θανάτου,
τα ατέλειωτα οράματα του κόσμου.
Πηγή:"Σύγχρονοι Πελοποννήσιοι ποιητές",ανθολόγηση: Δημήτρης Αλεξίου,Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης,1987
Στον πατέρα μου-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
Σα γύρναγες τη σχόλη
χωρολόγος τάχα
ο κόρφος σου ήταν γεμάτος
πρωτάχλαδα κι αυγόσυκα
σταφύλια με κρουστές ρώγες
από τσαμπουρολόγημα στ’ αμπέλια
μας έλεγες ψέματα πατέρα
μύγδαλα ο κούκος σου ολόγιομος
στο χέρι ένα μάτσο χλωρά ρεβίθια
πρόβαλες στο ρουμάνι το βράδυ
βράδυ μισός κλαρί μισός κρασοπουλιό
γελαστός μ’ ανάλαφρη περπατησιά
μύριζες ρείκι, θυμάρι, πατερίλα
απόσταγμα της γενιάς σου
κατασκεύασμα του καιρού σου.
υστερότερα όταν σκοτείνιαζε
στον απέραντο θόλο της σκέπης μας
η εκτυφλωτική αστροφεγγιά χάραζε
τις καμπύλες των βουνών και των δέντρων
τότε μας έδειχνες την πούλια (τ’αλέτρι)
τον ποταμό του Ιορδάνη, τ’ Άστρι
κι όλα τα σημαδιακά αστέρια
έχοντας τη σιγουριά των προπάππων σου
που μ’ άθιχτο το μαχαίρι στην τσέπη τους
παραμέριζαν μ’ ένα μακρύ ραβδί
κάθε εμπόδιο στην ατραπό της ζωής.
Πηγή: «Σύγχρονοι Πελοποννήσιοι ποιητές» ,Ανθολόγηση: Δημήτρης Αλεξίου, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκης,1987
Η άδεια θέση του πατέρα-ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΑΛΑΚΟΓΛΟΥ
Στο τραπέζι,
η θέση του πατέρα ήταν άδεια.
Αλήθεια, έχεις δει τραπέζι
να λείπει ο πατέρας;
Οι ρυτίδες στο πρόσωπο της μητέρας
ήταν βαθιές χαρακιές πόνου,
σκοτεινιασμένες
από τότε που άδειασε η θέση στο τραπέζι μας.
Η γιαγιά έτρωγε αμίλητη,
έπαψε πια να μετρά
αυτούς που λείπουν,
έχουν θολώσει και τα μάτια της.
Κανείς δεν την καταλαβαίνει
τις ώρες που κλαίει,
όμως όλοι το ξέρουμε πως κλαίει.
Πότε πότε τα βάζει με το Θεό.
Ξεκούτιανε κι αυτός, λέει,
γέρασε και δεν ξέρει πια τι κάνει.
Κι όλο κοιτάζει την άδεια θέση του πατέρα
και το πρόσωπό της στάζει πίκρα.
Όλα τ’ αντέξαμε, λέει,
και διωγμούς και πείνα
και καταστροφές.
Κι ο θάνατος,
όποτε ερχόταν,
ήτανε δίκαιος,
ήξερε ο καθένας τη σειρά του.
Όπως τότε που έφυγε ο παππούς.
Μας είχε παραγγείλει να μη κλάψουμε,
όμως πως να κρατήσεις τα δάκρυα,
που τον έβλεπες να φεύγει
πάνω στους ώμους των εγγονών του,
γαλήνιος που τέλεψε το χρέος του.
Τότε τα δάκρυα ήταν ζεστά, καθάρια,
και γρήγορα στέγνωσαν.
Όλα τα αντέξαμε,
μ’ αυτό το στερνό φαρμάκι
δεν έπρεπε να μας το δώσεις.
Με τη μητέρα κοιτάζονται στα μάτια
έτοιμες να δακρύσουν,
μα ξανασκύβουν το κεφάλι στο πιάτο τους.
Δεν πρέπει να καταλάβουν τα παιδιά,
πως το φαΐ είναι πικρό,
όταν είναι άδεια η θέση του πατέρα
στο τραπέζι.
Πολλές φορές,
κάποιος γυρίζει από συνήθεια το κεφάλι
προς το μέρος που καθόταν ο πατέρας,
έτοιμος να μιλήσει,
μα σκύβει γρήγορα στο πιάτο του,
και δαγκώνει αμήχανα μια μπουκιά ψωμί
πικρό φαρμάκι.
Πηγή: "Ποιήματα 1967-1977"
Ο πατέρας-ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΒΛΑΧΟΣ
Στο έμπα του σπιτιού θα κάθεται ο πατέρας.
Θα 'χουν φυτρώσει βάτα στο κορμί του
θα μπαινοβγαίνει η ομίχλη από τα μάτια του
τίποτε δε θα βλέπει, θα μας ακούει μόνο
πίσω από μέρες θολωμένες.
Ίσκιος θεόρατος θα χαμηλώνει από ψηλά
από τις φτέρες θα κρυφοκοιτάζει ο αρχάγγελος.
Χάραμα θα σηκώνεται όπως τότε
στ’ αμπέλι θα τον φέρνουνε
τα λυπημένα βήματά του.
Κάρβουνο το τραγούδι του θα γίνεται
στις χούφτες μου θα βρίσκω στάχτες
παλιές ρυτίδες θα βαθαίνουν από μέσα.
Στο μισοσκόταδο θ’ αντιφεγγίζει
το ραγισμένο δίκανό του
κι αντί κοτσύφια και λαγούς
θα σημαδεύει εμένα.
Πηγή: «Αντίστροφη πορεία», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004
Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς-ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου 'πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.
Πηγή:Πεταμένα λεφτά, Κέδρος, 2005
Ο πατέρας σε ενέδρα-ΘΑΝΑΣΗΣ Ε. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ψάλτης στο χωριό εδώ και χρόνια ο πατέρας με γλυκιά αν και ασθενική φωνή κατά κοινή ομολογία επιστρέφει από την εκκλησία τραπέζι πρώτο του χρόνου εκείνος κι εκείνη τα παιδιά και τ’ αγγόνια τρώνε και πίνουν κρασί δικό του κι απάνω στο κέφι θυμάται τον παλιό σκοπό «τραπέζι χρυσοτράπεζο και χρυσοκεντημένο δεν ήμουν νιος καμιά φορά δεν ήμουν παλληκάρι» και σπάζει η φωνή δακρύζει το μάτι σαν κλήμα τα ίδια παθαίνει κι ο Κλείτος «δε φταίω εγώ που με παίρνουνε τώρα πιο συχνά τα δάκρυα που ένας λυγμός ενεδρεύει πάντα στην άκρη της φωνής μου» η μάνα τον αποπαίρνει ο γιος τον ενθαρρύνει κι εκείνος σπίτι που καπνίζει στο χιόνι σιάζει τα μεγάλα του φρύδια ακουμπώντας με δέος το βλέμμα στο τραπέζι του άλλου καιρού
Πηγή: «Μικρές ανάσες», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα,2010
Ο μπαμπάς-ΓΙΩΡΓΟΣ Λ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Δεκαετία του ’60
Μας κυνηγούσε ο μπαμπάς
για τ’ αναμμένα φώτα.
Γκρίνιαζα τότε
τον είχα για τσιγκούνη.
Τώρα
καθώς το χέρι
ακουμπάει διακόπτη ηλεκτρικού
χαμογελαστή εμφανίζεται
η μορφή του να λέει:
«Το ’κανα για να με θυμάσαι
ρε μπαγάσα!»
Πηγή: "Flash Back", 2010
Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ
Έμπαινε ο γέρος μέσ’ τη νύχτα του
καράβι όλο φώτα στο λιμάνι το βράδυ.
Ήταν το νησί σε άνοιξη μικρή
ξαφνικά έβγαινε ο ήλιος
χτυπούσε τις πλάκες
χανόταν πάλι.
Τι ήξερε πια από άνοιξη ο ηλικιωμένος;
Τη συλλάβιζε όπως τ’ αλφαβητάρι το παιδί
κι αργόμυαλα συμπέραινε το άνθος.
Κιόλας κάτι σαν το χώμα
είχε γίνει επιφάνεια μόνο.
Έμπαινε ο πεπερασμένος
στην τρύπα του κάρβουνου
στην παλιά σακούλα
φορτωμένος τις τέσσαρες εποχές
τις τέσσαρες ηλικίες
τα βαθιά γεράματα.
Καφέ κηλίδες στα χέρια
κι απελπισμένες φλέβες γαλανές.
Τα χαράματα που γεννήθηκε
ήταν χιονισμένο το χωριό
τα μποστάνια μπλάβ’ απ’ το κρύο.
Ήρθ’ ο πατέρας του απ’ το δάσος
με σκοτωμένο αγριόχοιρο
να κρέμεται στον ώμο•
τον ξάπλωσε μπροστά στο τζάκι.
Χιόνι και θήραμα
μικρά μαγικά σημάδια
γύρω από μια χειμωνιάτικη κοιλιά.
Ο γέροντας τώρα δεν έχει όνομα.
Έχει χόρτα, μυρμήγκια,
δεν έχει όνομα.
Πώς να τον ονομάσω;
μια και σαν άγιος αμάρτησε
σαν αμαρτωλός αποθεώθηκε
στους ουρανούς
μαζί μ’ όλα τα καλά
τα ενοχλητικά ζουζούνια;
Άθεος ορθόδοξος
επίορκος
ακολουθεί τη λειτουργία
ο Γιάννος
με βαρειά κατάληξη, βαρειά προσφορά
κάτι από το Βόσπορο
και την Ελληνική μυθολογία
των Στενών.
Γιάννο πεθαίνεις
τι να θυμηθείς;
Χρόνια τώρα πεθαίνεις,
υποχωρείς,
οι μεγάλες κλωστές κόπηκαν
οι μικρές μένουν
το γάλα, το φάρμακο, ο ιδρώτας…
Τι να θυμηθείς
μέσ’ απ’ τους ατμούς του μνημονικού σου;
– Το βράδυ εκείνο θα θυμηθώ
πούμουνα παιδί οκτώ χρονώ
και στο μουλάρι πάνω ο πατέρας μου
κι εγώ στα καπούλια
διασχίζαμε τα περιβόλια
τα νερά,
με φεγγάρι ολόγιομο.
– Τι έκανες μέσ’ τη νύχτα
παιδί πράμα
τι σε ξεσήκωνε ο γονιός
από τα ρούχα;
– Θα πιάναμε τον κλέφτη.
Μακρυνός και κακόβουλος συγγενής
ερχόταν και μας έκλεβε τα καρπούζια.
Παραφυλάξαμε,
και νάτος.
Μ’ ένα μεγάλο σακί
κόβει, ξεριζώνει
γιομίζει το σακί.
Ο πατέρας ήταν άγιος άνθρωπος
μα σαν τη θεία δίκη
πετάχτηκε μπροστά
λουσμένος το φεγγάρι.
Ποιος χτυπάει το τζάμι;
Ένα πουλί!
Φαντάστηκες ποτέ πουλί
τόσο επίμονα με τη μύτη
τικ τικ, τικ τικ
κι έπειτα πάλι: τικ τικ…
Τι θέλει το πουλί
απ’ το δωμάτιο;
Τη φύση ολόκληρη έχει στο περιβόλι
με χίλιους κλάδους
κι άλλες τόσες μυρωδιές
στα πράσινα.
Φωλιά θέλει να κάνει
τόπο προφυλαγμένο ψάχνει
απ’ τους ανέμους, τα θηρία
ν’ ακουμπήσει τ’ αυγά.
Και το πουλί να γυρεύει σιγουριά;
Αχ αν ήμουνα πουλί
αν ήμουνα πουλί
έστω και μικρούλι τόσο δα
σαν αυτά που ζωγραφίζουν στα παραμύθια
να τουρτουρίζουν στο κρύο
αν ήμουνα πουλί
με σύντομη ζωή
δεν θα φοβόμουνα το θάνατο.
Το δωμάτιο με τρομάζει
το σπίτι σαν τρίζει τη νύχτα
κι ακούω μόνο την καρδιά μου,
κοιτώ τη φλέβα να κάνει
τις κινήσεις της
κι όλο το σώμα να την ακολουθεί.
Αν σταματήσει, Θεέ μου!
εδώ μέσα στους τέσσερες τοίχους
με τα παράθυρα σφαλιστά
και τον ηλεκτρικό γλόμπο
αν σταματήσει
έτσι ξαφνικά, όπως άρχισε
πριν απ’ το φόβο
πριν αποκρυσταλλωθώ στο χώρο
του μοναδικού φόβου;
Πουλί, μικρό πουλί
και στην τέφρα
πάλι τη ζωή τιτιβίζεις
εσύ,
κι όλα όσα είναι έξω από το τζάμι.
Ποιητικά ο Γιάννος δεν υπάρχει.
Τίποτα δικό του δε μετουσιώθηκε ποτέ
δεν μεταμορφώθηκε
σε πράγματα μετά τα φυσικά.
Ποιητικά ο Γιάννος
ποτέ δεν βγήκε απ’ το περιβόλι
σαν το γέρο σκίνο
μπέρδευε τα νέα με τα παλιά κλαριά.
Κι όταν εύρισκε του σκουληκιού το χνάρι
πάνω στο φύλο
ή με το δάχτυλο περπατούσε
τις γειτονιές των άστρων
όταν μουρμούριζε:
αυτός που αρνήθηκα τάφτιαξε όλα τούτα
ήταν ο Γιάννος
σκοινί τεντωμένο
απ’ τη μια ως την άλλη άκρη
της προσευχής.
Τη μοναξιά του γέρου
προσπαθώ να μαντέψω
γαλακτερές σαν γίνονται οι ώρες
σαν ο αέρας είναι μόνο αέρας
κι η απουσία όχι γυρισμός.
Η σκάλα, οι τοίχοι οι φραουλιοί
τα φρύγανα στο τζάκι
κι ο γέρος ν’ αργοκουνιέται
στο σημείο εκείνο
που ο ναρκωμένος ύπνος
είναι πιο εμφατικός απ’ τη ζωή.
Ησυχία…
κάποιος σέρνεται στο κτήμα
κάποιος πιλατεύει το χώμα
το άσπρο χώμα της νύχτας.
Περιμένω να μεγαλώσει το φεγγάρι,
να μαλακώσουν όλα μέσα μου
να θυμηθώ
να θυμηθώ όλα τα θαύματα
κι εκείνο που δεν γνώρισα
πιο πολύ απ’ όλα.
Ήθελα νάμαι σ’ αυτό που γεννιόταν
και σ’ αυτό που τελείωνε
τούκανα μάγια του πατέρα πούφευγε,
ξόρκια της αγάπης.
Στο τέλος της νύχτας
στο τέλος της ρεματιάς
στη δύση του φεγγαριού
θάφευγα γω ερωτευμένη
συνεπαρμένη
στο θάνατο αμέτοχη
μ’ όλες μου τις δυνάμεις άλιωτες
για την αιωνιότητα.
Σε τόπο χλοερό
σε τόπο σκιερό
σε τόπο βάρβαρο με ροδοδάφνες
από κάτω αρχίζει όλη αυτή η βλάστηση
που υμνολογώ
από κάτω αρχίζει
ν’ ανεβαίνει η μοίρα.
Πηγή: Αγγελάκη-Ρουκ: Ποίηση, 1963-2011,Καστανιώτης,2014
Επάγγελμα πατρός ηθοποιός-ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Αχ να γινόταν πάλι να με πάρεις απ’ το χέρι
να με βγάλεις από τούτο το λαγούμι
όπου οι άνθρωποι μυρίζονται ανθρώπινο κρέας
να με πήγαινες όπως τότε στην ακροθαλασσιά
κάτω από τα κτίρια των παιδικών εξοχών,
τότε που σε περίμενα να παραπονεθώ
έστω να πω ότι η προϊσταμένη
κρατούσε τα γλυκά που μου 'φερνες
κι αντί γι' αυτό κοιτούσα μαγεμένος
τα καινούρια λαστιχένια σου παπούτσια.
Πατέρα δεν έμαθες ποτέ
σε τι κόλαση με είχατε βάλει
τι μου 'καναν τ’ άλλα τα παιδιά
που όλη τη μέρα με λέγαν «θεατρίνα»
κι εγώ, πνίγοντας τα κλάματα, τα 'βαζα με σένα
με το Θεό, μ’ όλους, που δεν είχες
μια δουλειά της προκοπής, ει δυνατόν ένα γραφείο.
Ντρεπόμουνα για το επάγγελμά σου
όπως τώρα καμαρώνω, τώρα
που κάθε πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά
του ασήμαντου γραφείου μου.
Πηγή: «Ποιήματα II», εκδόσεις Κέδρος
Όνομα του πατρός-ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ
Μυρίζουν τα μάτια του
Χώμα
Nέος ακόμη
Αθλητική φοράει φανέλα
Σκεπασμένος με σεντόνι
Γαλάζιος ο θάλαμος
Θα ζήσει, είπαν
Αυτός δεν το γνωρίζει
Διαπραγματεύεται
Μια καλύτερη θέση
Συνήθεια
Δική του όχι
Όλοι κάποτε μια πιο βολική στάση ζητήσαμε
Στης μάνας μας τα έντερα
Στου πατέρα μας την τσέπη
Θέλει και αυτός
-πώς όχι-
Κάπου να βολέψει την πληγή του
Τα ράμματα έδεσαν καλά
Ζήτημα χρόνου, λένε
Επιστροφή
Στο σπίτι.
Πηγή: «Μουσείο άδειο»,Εκδόσεις Μελάνι,2013
Ο πατέρας-ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ
Έξι χρόνια νεκρός ο πατέρας.
Τον πρώτο καιρό
σύχναζε στον ύπνο μου
κατόπιν αραίωσε
φέτος έρχεται σπάνια.
Στην αρχή
κάτι μ’ ορμήνευε
έπειτα μ’ άφησε
Να ζήσω μόνος μου.
Είπε
Έτσι κάνουν οι νεκροί
στο τέλος
ξεχνούν τους ζωντανούς.
Πηγή: https://voultos.blogspot.com/
Ο πατέρας μου-ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ο πατέρας μου
δεν άφηνε κανέναν
να κάθεται στο παγκάκι
«περιμένω τα βήματα», έλεγε
να μ’ ελευθερώσουν
είχε μια πληγή από σοκολάτα στο στήθος
κι όλο έδειχνε τα χέρια του
που ήτανε καθαρά
άρχιζε, λησμονώντας πως με λένε
μετά θυμόταν
το τσαλακωμένο χαρτί
στο παλτό του
«στα σκουπίδια να ψάχνεις την αλήθεια,
Μαρία»…
ο πατέρας μου
κοιμήθηκε
για να πεθάνει
στα ψέματα
έτσι δεν καλυτέρεψε τον κόσμο
του άρεσε μόνο
να παίζει φυσαρμόνικα
κοιτάζοντας τα πουλιά
Πηγή:«Εις άτοπον» ,εκδόσεις Μανδραγόρας, 2017
Ο πατέρας μου-ΑΓΓΕΛΟΣ ΛΑΠΠΑΣ
Ο πατέρας μου δε φοβόταν να πεθάνει.
Ήταν ο μόνος άνθρωπος που ήξερε ότι θα πεθάνει.
Συνήθως οι άνθρωποι μέσα στα αγγελτήρια του θανάτου των άλλων
βεβαιώνονται για την αθανασία τους
κι ας θρηνολογούν με κατήφεια
για το εφήμερο της ζωής
για το αναπότρεπτο του θανάτου.
Είναι σα να έχουν την αίσθηση πως θα του ξεφύγουν.
Ο πατέρας μου περίμενε το θάνατό του τραγουδώντας
έπινε κάθε βράδυ μια κούπα κρασί
κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο
και ευχόταν «καλό ξημέρωμα»
εκείνος μόνο ήξερε πως το ευχόταν για τους άλλους.
Λυπόταν τους ανθρώπους
δεν ήθελε να πεθάνει κανείς έξω από αυτόν.
Μου το ψιθύρισε εκείνο το τελευταίο του ξημέρωμα:
«Να εύχεσαι για τους άλλους, γι’ αυτό να ζεις».
Έκλεισαν τα μάτια κι έμεινε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο
κάμπος πνιγμένος στα ασπρολούλουδα
και μια σιωπή γιομάτη φως
όπως τότε
ιδρωμένο κατακαλόκαιρο
σαν μου άνοιγε μονοπάτι να φτάσουμε
εκεί που ακούγονταν τα τραγούδια των ανθρώπων.
Πηγή: «Εικόνες και πρόσωπα»,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2017
Αγνώστου πατρός -ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
Χθες κάποιος μίλησε
για το παιδί με το πέτρινο ράμφος
που έγδερνε τη μορφή του στο τζάμι
ουρλιάζοντας πως είναι πουλί
και το ραδιόφωνο έπαιζε στη διαπασών
τους ανθρώπους που φώναζαν «ψέματα»
και δίπλωναν τον ουρανό στα λερωμένα μαντίλια τους
στα δύο, στα τέσσερα, στα οκτώ…
φτύνοντας τα φτερά του
-θέλημα αγνώστου πατρός-
στο χώμα
Πηγή: «Εις άτοπον»,Εκδόσεις Μανδραγόρας,2017
Ο πατέρας κι ο κομήτης-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ
Τελευταία το συνηθίζω: Μόλις
Βραδιάσει.
Κλείνομαι στο δωμάτιό μου.
Φυσώ το λυχνάρι των παθών μου
Και ταξιδεύω.
Κάποτε ήρεμα φτάνω ώς το πρώτο διπλωμένο ενύπνιο
Που διασχίζουν λευκοί ναυτίλοι
Κι άλλοτε ως την καιομένη του Αββά Ισαάκ καρδιά.
Μερικές φορές ο θαλαμίσκος τραντάζεται. Ξαφνιασμένος
Κοιτώ από το παράθυρο-
Έχει μπλεχτεί στην ουρά ενός κομήτη.
"Πέρασε ο πατέρας από δω" φωνάζω χαρούμενος
"Πώς δεν άκουσα το πόδι του να τρίζει...".
Πηγή: «Ποιήματα», Εκδόσεις Ενδυμίων,2018
Με πρώτο τον πατέρα-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ
Γράφουμε, σ'όλη μας τη ζωή, ένα μονάχα ποίημα,
σε άπειρες παραλλαγές,
για λόγους διαφορετικούς για τον καθένα.
Κάποιος ψάχνει στο ζόφο ένα φως
κι άλλος τα παιδικά του χρόνια,
ο τρίτος ακονίζει οργισμένος τα μαχαίρια του.
Κι ένας πικρός, λησμονημένος,
σκηνοθετεί ένα όνειρο, πως να, όπου να'ναι
γυρίζουνε οι πεθαμένοι του, με πρώτο τον πατέρα.
Πηγή: «Ποιήματα»,Ενδυμίων,2018
Ο Σαίξπηρ και ο πατέρας μου-ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΕΑΣ
Υπάρχει η επιλογή λεωφορείου ή τρένου
Ποδιών αλόγου ή ύπνου
Διάλεξα μια ευρύχωρη θέση στο λεωφορείο
Τελικός προορισμός το Εδιμϐούργο
Οι οδηγοί ήταν δύο, οι επιϐάτες οκτώ
Ο συνοδηγός μετέφερε ένα μικρό ψυγείο
Με μπίρες άνευ
Δεν υπήρχε χώμα εντός
Τα σύννεφα πολλαπλασίαζαν δεξιά τις σκέψεις μου
Εντός τους συσκέπτεται ο Σαίξπηρ με τον πατέρα μου
Τους είδα να μου χαμογελούν ταυτόχρονα
Να μοιράζονται σφαιρίδια ἀπὸ ακατέργαστο χάλυϐα
Να με οδηγούν στην τελική νίκη
Επόμενη στάση Στράτφορντ-απὸν- Έιϐον
Κατεϐαίνω μόνος
Προσπερνώ το Κέντρο Αναψυχής
Με τις κόκκινες πολυθρόνες κήπου
Διαθέτει παγοδρόμιο μοναχών
Προσωρινά κλειστό
Μέχρι την επόμενη πρωινή μου διέλευση
Πηγή:"Αφροδίτη στα μπλε", Το ροδακιό, 2019
Του πατέρα-ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
Την ώρα που κλείνουν τα φώτα
με θρέφει ο ίσκιος σου,πατέρα.
Τώρα που φοβάμαι σαν παιδί
τον χρόνο,
σε θυμάμαι να σβήνεις τα τσιγάρα
και όσες υποσχέσεις σού πήρε η νιότη.
Από τότε δεν άλλαξαν πολλά.
Έμαθα μόνο να φυλάγομαι απ'το όνειρο
κι όσα μας μαρτυρούνε.
Από συνήθεια σε κλειδωμένο σπίτι κατοικώ,
διπλά τον σύρτη ελέγχω πάντα.
Επισφαλής τυλίγομαι σε ρούχα ακριβά
μη δώσω τόπο κι αφορμές
σ'όλα τα περασμένα.
Ακόμα και η ανάμνηση περαστική
σαν ένα κρύωμα χειμώνα,
σέρνει για λίγο δυο παιδιά
έξω απ'την πόρτα μου,
ψέλνουν τα κάλαντα μαζί ασχέτως εποχής
κι ύστερα πάλι χάνονται
σαν γλυκαθούν με κάποιο ποίημα.
Πηγή: "ΠΛαΝόΔΙοΣ στα ΣύΝοΡα της ΕΔέΜ,Παράκεντρο Λεμύθου,2019
Μήνυμα στον μπαμπά μου-ΑΡΕΤΗ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ
Το χαμόγελό σου!
Αυτό μου λείπει.
Και κείνο που πάντα μου έλεγες.
"Όλα θα γίνουν,μην στενοχωριέσαι,παιδί μου".
"Παιδί μου;"
Έπαψα να είμαι παιδί από την ημέρα που μίσεψες.
Λες κι ο Χρόνος σε μια στιγμή διάβηκε
κι έγιναν τ'άσπρα μαλλιά στεφάνι μου
κι οι ρυτίδες αυλάκωσαν το λείον προσώπου και ψυχής,
σε μια στιγμή!
Και τα χέρια σου,μεγάλη Απουσία,
κι η περπατησιά σου κι οι θάλασσες των ματιών σου
και η αγάπη σου...
Έξω βρέχει,και μέσα μου.
Συγχώρα με ,για τις πίκρες που σου έδωσα.
Μα πιο πολύ για τα "σ'αγαπώ" που δεν είπα.
Πηγή: "Έσω ιριδισμοί",Εκδόσεις Βεργίνα,2019
Πέρασαν τα χρόνια [στον πατέρα μου]-ΜΑΡΙΚΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ
Πώς το καταλαβαίνεις
Πως πέρασαν τα χρόνια
Και σκέπασαν την ψυχή σου
Με παραμιλητό
Το πρόσωπο σουρώνει
Τα βλέφαρα χαμηλώνουν
Βλέπεις κάθε τι δικό σου
Να γίνεται ξένο.
Πώς πέρασαν τα χρόνια;
Ένα δάκρυ ασάλευτο
Δε θα κυλήσει ποτέ
Πηγή: "Ξέρεις που οδηγεί",Εκδόσεις ΑΩ,2020
Μπαμπάς-ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑΣ
Σταμάτησα να παίζω με κούκλες.
Τις φούστες της μαμάς
ξανά δε φόρεσα.
Με στρίμωξα βίαια στα μποτίνια σου.
Με πονούν,
μα τα υπομένω.
Τις πεθυμιές της σάρκας ξήλωσα
και το σακάκι σου το μαύρο,
ανάλλαχτο φορώ.
Τυλίγομαι σφιχτά στο ύφασμά του.
Πότε-πότε σκύβω και μυρίζω
τη σερνική υπογραφή της παρουσίας σου.
Με τα χρόνια συνήθισα σκέτο
να πίνω και το ουίσκι.
Στον καθρέφτη ώρες, με κοιτώ.
Η ανάγκη για ομοιότητα βαριά
με έχει συνθλίψει.
Τίποτα ωστόσο δεν είναι ίδιο.
Μόνο τα μάτια, δάση καμένα
πόσο μοιάζουνε με τα δικά σου.
Φοβάμαι την ομοιότητα αυτή,
φοβάμαι την απουσία,
αλλά κυρίως φοβάμαι
αυτή την παρουσία
που με αλλάζει.
Πηγή: «Οι άνθρωποι στις κορνίζες»,Εκδόσεις Συρτάρι,2021
Για τι πολέμησες πατέρα;-ΑΡΗΣ ΑΛΜΠΗΣ
Χρόνια, πατέρα μου, σ’ έχω στο ράφι,
πάντα σε κοίταζα με θαυμασμό,
σήμερα σ’ έβαλα μες στο συρτάρι,
είναι το βλέμμα σου τώρα σκληρό.
Όταν με θράσος ζήτησαν τη γη μας,
φώναξες ΟΧΙ και βγήκες μπροστά,
άρβυλα τρύπια στη λάσπη, στα χιόνια,
μ’ εφ’ όπλου λόγχη στην Κορυτσά.
Σαν επιπέσαν κι οι Ούννοι στη χώρα-
πολιτισμένα του Γκαίτε παιδιά-
πιάσαν δουλειά απ’ την πρώτη την ώρα,
σκότωσαν, ρήμαξαν, κάψαν χωριά.
Πέρασες μπλόκα και καταδότες,
μαυραγορίτες αρπακτικά,
μέσα στην πείνα και μέσα στον τρόμο,
νίκησες χίλιες φορές τα θεριά.
Φύγαν οι Ούννοι και ήρθε το άγος
νέας εμφύλιας καταστροφής,
σε κυνηγήσανε σπιούνοι με πάθος,
μόλις που πρόλαβες να διασωθείς.
Έληξε ο πόλεμος, έμεινε η φτώχεια,
πήγες στα Βέλγια γι’ άλλη ζωή,
ήρθαν για μένα καλύτερα χρόνια,
κι άλλη θυσία δική σου, αγνή.
Κι όπως περνούσαν και φεύγαν τα χρόνια,
φάνηκαν όλα να πάνε μπροστά,
όμως τα έργα και άφθονα λόγια
σκέπαζαν πάντα κλεμμένα λεφτά.
Όταν απάνω ανάξιοι βγαίναν,
κοίταζα άβουλος, σαν θεατής,
στο περιθώριο άξιοι μέναν,
με τη δική μου την ψήφο ανοχής.
Λίγα τα όχι μου, κι ούτε μεγάλα,
άφθονα ναι, να περνάω καλά,
λίγα να δίνω εγώ στην πατρίδα,
όμως αυτή να μου δίνει πολλά.
Σαν νομοτέλεια η νέα φτώχεια,
τώρα επαίτης, βοήθεια ζητώ,
στους δανειστές μου προσφέρω τη χώρα,
δίχως ντροπή, ό,τι βρίσκω πουλώ.
Πώς να σε βλέπω στο ράφι, πατέρα,
πώς να τολμήσω ξανά να σε δω,
άρπαγες, κάφρους τούς έκανες πέρα,
μες στην πατρίδα τούς φέρνω εγώ.
Τώρα δικές τους ακόμα κι οι ακτές μας
και τα παιδιά μου γκαρσόνια φθηνά,
ξένοι θα είμαστε μες στις αυλές μας,
θα 'ναι στο σπίτι μας αφεντικά.
Πηγή: http://arisalbis.blogspot.com
Ο πατέρας-ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΜΑΡΑΚΗΣ
Του άρεζε το τάβλι
και το τσίπουρο
δεν κάπνιζε
αλλά εργάστηκε ως καπνεργάτης
στα πλοία ακόμα εδούλεψε
δέκα χρόνια έκανε στη Γερμανία
παιδί του εμφυλίου
στις κρύες νύχτες της ξενιτιάς
συνήθεια είχε να διαβάζει
Κωστή Παλαμά και Νίκο Καζαντζάκη
το όνομα του Άρης
όπως του Βελουχιώτη
έκανε δύο παιδιά
ένα κορίτσι
τον θάψανε στα πάτρια χώματα
αντί για επικήδειο
με το χαμόγελο στα χείλη
με δάκρυα στα μάτια
δύο τραγούδια του ψάλανε
που τόσο αγαπούσε
το ένας λεβέντης εροβόλαγε
και τις βεργούλες του Μάρκου
Πηγή: stixoi/info
Διάφανος πατέρας-ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΕΑΣ
Διάφανα πόδια σημαδεμένα
ανεβαίνουν τη σκάλα
Ακούγονται ήχοι απ’το παγόβουνο
Λιώνει
Τρέχω να προλάβω τις μνήμες σου
Σκοτάδι
Σβήσε τα μάτια σου με χρόνο
Φόρεσε γρήγορα τα παιδικά σου γόνατα
Βλέπεις την αλατισμένη γάμπα σου
Τρέχει
Βλέπεις τις μεγάλες γκρίζες ελιές
που είχες μαζέψει
Διάλειμμα
Σκοτάδι
Βλέπεις τη λάμπα που σε άλλαξε
Βλέπεις το τεντωμένο αδιάβροχο
Μέσα στην έρημο
Τέλος
Φώτα
Πατέρα τρέχεις
Δεν προλαβαίνω το βήμα σου
Πηγή: stixoi/info
Στον πατέρα - 2016-ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗ
Σε θυμάμαι,
να με κρατάς αγκαλιά
μετά τα βαφτίσια μου...
με το άσπρο σου κουστούμι
και το χαμόγελο στα όμορφα χείλη σου...
"ο μπαμπάς κατουρημένος"
ήταν ο τίτλος της φωτογραφίας...
γιατί, τάχα, είχες κατουρηθεί από τη χαρά σου
για τα βαφτίσια μου.....
Σε θυμάμαι, να με μαθαίνεις να περπατώ,
πατώντας τις μικρές μου πατούσες
πάνω στα πόδια σου...
Κι’ έτσι ακολούθησα τα βήματά σου...
Σε θυμάμαι να χαμογελάς,
κάθε φορά που γύριζα σπίτι..
"τουρίστα εδώ είσαι;"
με ρωτούσες ...
και ήξερα ότι καλώς έλειπα...
Ύστερα σε θυμάμαι
να με πηγαίνεις νύφη στην εκκλησία,
χωρίς να μιλάς.
και όταν σου έσφιξα το χέρι
και σου είπα,
"άντε, πάμε, να τελειώνει και αυτό, "
έσφιξες τα χείλη και προχωρήσαμε...
Σε θυμάμαι, να σου κρατώ το χέρι
στο νοσοκομείο, και να παρακαλώ,
να το ξεπεράσεις το εγκεφαλικό..
να σου ψιθυρίζω, "μη μ’ αφήσεις,
Μη μ’ αφήσεις".....
και μ’ άκουσες........
Ύστερα σε θυμάμαι να μου φεύγεις,
λίγο λίγο,
μέσα από τα χέρια μου,
να γλιστράς....κατά τον Πάρνωνα
και "τα γιαλέ"...
και ήξερα πια , ότι δεν είχα δικαίωμα
να σε κρατήσω.
Θυμάμαι ακόμα,
τις τρεις τελευταίες ανάσες σου.
Αυτές που μου φύσηξες στο πρόσωπο
καθώς σε κρατούσα αγκαλιά,
πριν ξεψυχήσεις...
Θυμάμαι που σου `κλεισα τα μάτια,
θυμάμαι που σε φίλησα,
θυμάμαι που σου είπα "καλό σου ταξίδι"....
Και έπειτα δε θυμάμαι πια...
Έμαθα να ζω χωρίς εσένα.
Έμαθα να χάνω αγαπημένους,
έμαθα να τρώω χαστούκια απ’ τη ζωή,
έμαθα να στέκομαι όρθια,
όπως μού το είχες μάθει εσύ...
Έμαθα...
Και ακόμα μαθαίνω...
όλα αυτά που μου δίδαξες εσύ,
πατέρα μου.
Πηγή: stixoi/info
Μνημόσυνο στον πατέρα μου-ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗ
"Δεν είδα ποτέ δυο καινούργια μάτια να ανοίγουν στη ζωή.
Το παιδί μου δεν το γέννησα ποτέ!
Όμως, έκλεισα τα μάτια το πατέρα μου, πάνε 10 χρόνια τώρα...
Του ευχήθηκα "καλό ταξίδι", τον φίλησα για τελευταία φορά,
και έτσι, μπόρεσα τουλάχιστον και γνώρισα
την άλλη άκρη της ζωής..."
Πηγή: stixoi/info
Η ζωή του πατέρα μου-ΒΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΑΣ
Ξετυλίγεται στον αέρα διαρκώς
το άρωμα του πατέρα μου
δροσερός ανθός λεμονιού
κι ανακατεύεται με εικόνες
ανάμεσα σε παραμύθια και λαϊκά
τραγούδια για ηρωικά κατορθώματα
γεμάτα αντοχή η δύναμη ψυχής.
Χίλια μύρια βάσανα
κι αμέτρητες ατυχίες
γεμάτος ο καιρός του
κι αυτός ερασιτέχνης ηθοποιός
σε ρόλο θηριοδαμαστή
να κρύβει φόβους κι ελπίδες
πολύ πτωχός από όνειρα
πλούσιος από απογοητεύσεις.
Αμίλητος έκανε τις κρύες νύχτες
να μοιάζουν με ηλιόλουστες ημέρες
απαστράπτοντας στον ρημαγμένο
κήπο της μνήμης μου
ντυμένος πάντα με το ίδιο κουστούμι
που αγόρασε το 68 σ’ ένα παζάρι
που κατά τύχη ήταν ολόμαυρο
σαν καταχνιά μοναξιάς
στεγνό πένθος για τα παρόντα
πετυχημένη προφητεία για τα μέλλοντα.
Μετρημένες οι ξέγνοιαστες εποχές
στα δάχτυλα του ενός χεριού
που κράτησαν όσο ένα ποτήρι κρασί
μια διαδρομή Σύνταγμα Κολιάτσου
ή όσο απέχει ένα αντικλείδι να ανοίξει
την πόρτα του χαμένου παραδείσου.
Ο πατέρας μου θαύμαζε απέραντα
τον Διάκο η τον Καραΐσκάκη,
τον Βελουχιώτη τον Κουταλιανό,
τον Μπάτη και τον Βαμβακάρη
συμπαθούσε όλους τους
απεγνωσμένους τους αδικημένους
τους ερωτευμένους
και όλους τους καταδικασμένους.
Δεν έχανε αγώνα της ΑΕΚ
τις λίθινες του Κυριακές
πρόσφυγας μιας πραγματικότητας
για αιώνες περίμενε καρτερικά
χάρτινα καράβια να ταξιδέψει
για αλλού και μακριά από εδώ
χάζευε πέρα τον ορίζοντα
ενώ ξεχείλιζαν πίκρα
οι πιο όμορφες του σκέψεις.
Τόσο που αν ήταν λίγο δίκαιος
ο κύριος των ουρανών
πλήρης ευσπλαχνίας
θα φύσαγε να τον πάρει ο αέρας
για να πετάξει έστω για λίγο
και εκείνος στην πεζή του ζωή
τηΝ πεζότατη ζωή των ηττημένων.
Πηγή: stixoi/info
Η απόσταση από τον πατέρα μου-ΒΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΑΣ
Δανείζομαι τους ακατάληπτους συνειρμούς
στις πιο χαρμόσυνες εκλάμψεις φεγγαριού
στο σκουριασμένο ουρανό των ματιών σου
όπως τα μικρά παιδιά μιμούνται γελώντας
όποιον προσπαθεί να μιλήσει με το βλέμμα
όταν στομώνει απ'τον καπνό του τσιγάρου.
Έφυγαν χωρίς επιστροφή τα καλοκαίρια μου
τόσο απίστευτα όμορφα που κύλησε η ζωή
στα μέτρα των δυνατοτήτων μου πατέρα
ερήμην και άθελά μου χωρίς το στήριγμα
απ'τις καμπύλες της ατυχίας που κρύφτηκε
πίσω απ'τα δακτυλικά σου αποτυπώματα.
Επιμένοντας να ακολουθώ τα βήματά σου
κάθε χιλιοστό συνειδητοποιώ πως βρέθηκα
στην ίδια διαδρομή που κάνουν όλοι αυτοί
που δεν πιστεύουν σε κανένα και σε τίποτα
που μόνο με τη βία του μυαλού κερδίζουν
τις λίγες στιγμές που δύσκολα θα ξεχάσουν.
Ανατριχιάζω στον εξευτελισμό του θανάτου
και σε ζηλεύω μεθυσμένος στα τρισάθλια
κωλόμπαρα με την απόγνωση του μη όντος
που έγινε ο γιος που δεν περίμενες να γίνω
και ο μέτριος ποιητής που έγινα πέφτοντας
στην γκρίζα άβυσσο που όλο θα μας χωρίζει.
Αίμα εσύ του άγνωστου μου εγώ να τρέχει
στις αρτηρίες σαν την ευνουχισμένη κραυγή
στα παιδικά μου μοιρολόγια που επίτηδες
ακούγεται με φάλτσο απ'την πρώτη κιόλας
απότομη στροφή απ'το στερνό ζεμπέκικο
που χορεύει σαν σβούρα η καρδούλα μου.
Πηγή: stixoi/info
Πατέρας τεχνίτης-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΕΝΤΖΟΣ
Πατέρας τεχνίτης κύριος Δαίδαλος
Ο γιος σας είναι το καλύτερό σας έργο
του είπαν
Μέγας τεχνίτης στέλνει απάντηση φτερά
Πηγή: stixoi/info
Αδυναμία-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
Αν ο καλός μου ο πατερούλης μου’ χε αφήκει
τίποτα χτήματα καλά, κάνα τσιφλίκι,
δε θα ήμουν έτσι. Το αφεντόπουλο του τόπου
γνωρίζεται κι απ’ τα σημάδια του προσώπου.
Θα μύριζε όλο ευγένεια τ’ όνομα Κοτζιούλας,
καρφί στο νου κάθε φτωχιάς κι αρχοντοπούλας.
Μια με την άλλη θα μου κένταε ένα μαντήλι
και θα παιδεύονταν με ποιον να μου το στείλει.
Αχ, ο καιρός μου θα περνούσε δίχως έννοιες.
Μα εγώ, αφχαρίστηγος ν’ ακούω μόνο παίνιες,
(τρόπος παράξενος κανείς να διασκεδάσει),
μέρες και μέρες θα χανόμουνα στα δάση.
Θα 'ταν καλά μες στο λογγιά με τα ζαγάρια,
να πέφτει καμιά ντουφεκιά μακριά κι ανάρια.
Θα συλλογιόμουνα και τη βασιλοπούλα
που καρτερεί με την κορώνα και τη βούλα.
Θα 'κοβα μόνος μου σταφύλια από τ’ αμπέλι
κι ούτε οι γερόντοι δε θα μ’ έλεγαν τεμπέλη.
-- Τι να του κάνω όμως εγώ του πατερούλη.
που’ θελε να με αξήνει με το μεροδούλι;
Πηγή: «Η δεύτερη ζωή», 1938
Το ρολόγι-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Μαύρος ο ήλιος
στον κήπο
της μητέρας μου
μ’ ένα ψηλό καπέλο
πράσινο
ο πατέρας μου
μάγευε τα πουλιά
κι εγώ
μ’ ένα κουφό
ρολόγι δύσπιστο
μετρώ τα χρόνια
και
τους περιμένω
Πηγή: "Ο περίπατος",1960
Η οικογένεια που όλο ψάχνει κάτι ανώτερο-ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
Πάντα έβαφαν το σπίτι τους λευκό.
Μια μέρα ο μπαμπάς έκανε μεταπτυχιακό.
Η μαμά έκανε κι αυτή μετά.
Το κορίτσι ακολούθησε με επιτυχία την παράδοση.
Το αγοράκι λέει εγώ;
Βάψαν πάλι το σπίτι τους λευκό.
Υπήρχε μία κόκκινη καμινάδα.
Αγαπούσαν ολόκληρο το σπίτι –ήταν
σπίτι τους, όμως
βαφότανε λευκό, αύριο κοκκίνιζε
Ο μπαμπάς είπε ας κάνω λοιπόν διδακτορικό.
Η μαμά να κάνω ένα κι εγώ.
Το κορίτσι λέει Θα κάνω ό,τι και η μαμά.
Το αγοράκι μου αρέσει αυτή η καμινάδα...
Πήγαν το καλοκαίρι στη θάλασσα διακοπές:
Κολυμπάει ο μπαμπάς, η θάλασσα είναι μοβ
κολυμπάει η μαμά, η θάλασσα είναι πράσινη
και το κορίτσι στο τέλος, βεραμάν.
Το αγόρι λέει εγώ
δεν ξέρω κολύμπι σε θάλασσα πράσινη μοβ
βεραμάν. Ξέρω κολύμπι μόνο σε θάλασσα μπλε. Κι αν...
(Και θάφτηκε αμέσως στην άμμο).
Λέει τότε ο μπαμπάς ας κάνουμε κάτι ανώτερο.
Λέει τότε η μαμά τι άλλο όμως μας μένει;
Το κοριτσάκι πάμε στο σπίτι μας γρήγορα
Να βάψουμε το σπίτι
πάλι.
(Το σπίτι τους δεν βρήκανε
Μα βρήκανε την καμινάδα Άσπρη).
Είπαν τουλάχιστον είναι λευκό. Μα
πώς θα χωρέσουμε εδώ;
Πηγή: «Τριαντατρία», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003
Fade out-ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
End of the endless Journey
To no End.
T. S. ELIOT
Υπήρξα ένα από τα αθώα και ανυποψίαστα θύματα
μιας ομαδικής οικογενειακής παραίσθησης.
Το τελευταίο φιλί δεν ήταν για καληνύχτα.
Πόσο έξυπνα με ξεγέλασες
Πατέρα!
*
Πυροτέχνημα που άναψε και έσβησε η ζωή σου.
Με μια σπρωξιά που σου έδωσε ο Θεός
γκρεμίστηκες στο άπειρο.
Τώρα πια αποτελείς μέρος της συμπαντικής ευθύνης.
*
Επέλεξες την εκούσια τύφλωσή σου.
Δεν έβλεπες αυτό που συνέβαινε
γιατί δεν μπορούσες να διαχειριστείς άλλη λύπη.
Αλλά αυτή είναι άλλη μια άθλια δικαιολογία.
*
Λίγο μετά από άλλη μια λανθασμένη διάγνωση
σου είχε πει:
«Αυτό λέγεται Leichtsinnigkeit ή αλλιώς
το αμάρτημα της επιπολαιότητας».
*
Μετά το στιγμιαίο χοροπηδητό της βελόνας
ήρθε η καρδιακή παύλα.
Αφού σου ροκάνισε καλά καλά
τα σωθικά
το έκφυλο σαράκι
την τελευταία λέξη
την είχε ο καρδιογράφος.
*
Η χροιά της φωνής του χάθηκε για πάντα.
Ο πατέρας βράχος έγινε αεράκι.
Ο πατέρας κυματοθραύστης έγινε πουλί.
Ο πατέρας κεραυνός έγινε προμήνυμα βροχής.
Έφυγε χωρίς να διεκδικήσει ένα χάδι ή ένα φιλί
κι έμεινε να μας χωρίζει
ένας θάνατος και μια παρεξήγηση.
— Γιατί κλαις τώρα κοριτσάκι;
*
Το πολικό ψύχος λαφυραγώγησε ανενόχλητο
το άκαμπτο σώμα
ξεφύλλισε ηδονικά τα πέταλα της ζωής
τα σκόρπισε στα έγκατα
του πολτοποιημένου ανθρώπινου στερεώματος.
Ήταν η τελευταία πρόβα θανάτου.
Ήσουν παρών.
*
Σε τι χρησιμεύουν τα δάκρυα;
Δεν έχουν να ξεπλύνουν τίποτα άλλο πια.
Ξέρουν όμως να σέρνονται αθόρυβα στο σκοτάδι
και να κρύβονται βαθιά στις πτυχές του μαξιλαριού.
*
Αυτό που χάθηκε
είναι η αγάπη.
Η ανιδιοτελής αγάπη.
Κι όλα εκείνα τα φιλιά της καληνύχτας
που εξατμίστηκαν τελικά.
*
Ο διαμαντένιος σταυρός που φοράς.
Το τελευταίο δώρο του σε σένα πριν πεθάνει.
Και να σκεφτείς ότι σε όλη του τη ζωή υπήρξε άθεος.
*
Δεν έχεις τη δύναμη να αναχαιτίσεις
την πολιορκία της λύπης
όταν σου χτυπά
την πόρτα λυσσασμένα
όταν στύβει τα κύτταρά σου
χλωμιάζει το μυαλό σου
αδειάζει τα μάτια σου
και πίνει την ψυχή σου.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις
είναι να της ευχηθείς:
«Εις υγείαν».
*
Θεέ μου πόσο ψυχρά και βίαια
καρφώνεις τις απουσίες
στον πίνακα των απολεσθέντων.
*
Όλα αυτά που ήθελες να πεις
όλα αυτά που ήθελες να προλάβεις να πεις
έμειναν θρυμματισμένα ψαροκόκαλα
μπηγμένα στο λαιμό σου.
*
Ρωτούσες:
Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς σκιές;
Πού πάνε όλες αυτές οι σκιές χωρίς ανθρώπους;
Πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς φωνές;
Πού πάνε όλες αυτές οι φωνές χωρίς ανθρώπους;
Στο βασίλειο της σιωπής και της απουσίας
δεν υπάρχουν
ούτε σώματα
ούτε σκιές
ούτε φωνές.
Λίγο πριν πεθάνει
σου είχε πει:
«Όλα έχουν ένα τέλος».
Πηγή: «Η αιώνια κουτσουλιά», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2007
Καραόκε-ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
φοράω τα τακούνια της μαμάς
ξέρεις, η μαμά έφυγε κι ο μπαμπάς
έρχεται πάντα σπίτι όταν έχει σκοτεινιάσει
του βάζω να φάει, δεν μιλάμε
κουνάμε τα χέρια μας συγκαταβατικά
χειρονομούμε για την αγάπη
το δέντρο της αυλής το έκοψαν
ο παππούς και η γιαγιά δεν ζουν πια
ο αδελφός μου έφυγε μετανάστης στη Γερμανία
κι εγώ προβάρω τον ρόλο μου
ένας μονόλογος που θα διασύρει τον Μπέκετ
μασάω την κασέτα του Κραπ
στριμώχνω τον ήρωα
στην γωνία των παράξενων φθόγγων
και κλαίω
είμαι ο ήρωας που αγαπώ
Πηγή:Ο άνθρωπος τανκ, Θράκα, 2017
Το τρίτο στεφάνι-ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ
Σε παντρεύτηκα Φλεβάρη, ανήμερα της Υπαπαντής. Το χιόνι είχε φτάσει μέχρι τα παράλια της πόλης γι αυτό στην εκκλησία κατάφεραν να έρθουν μόνον οι στενοί μας συγγενείς και δυο-τρεις γενναίοι φίλοι.
Ο πατέρας μου δε σε ενέκρινε επειδή ήσουν πολλά χρόνια μεγαλύτερός μου κι η μάνα μου δε σε ήθελε γιατί ήσουν κομμουνιστής . Φοβόταν πως κάποτε θα έφευγες με μια μπριγάδα αλληλεγγύης για τις φυτείες καφέ στη Νικαράγουα ή για τα εύφορα χωράφια της Κούβας και δε θα γύριζες ποτέ.
Κάναμε μαζί ένα γιό. Θα ήταν σήμερα 23 χρονών.
Όχι.
Σε παντρεύτηκα ένα Σάββατο ζεστό του Φθινοπώρου, που θύμιζε Ινδιάνικο Καλοκαίρι. Η εκκλησία και όλος ο προαύλιος χώρος ήταν κατάμεστα από κόσμο.
Ο πατέρας μου μπορεί και να σε ήθελε αλλά δεν ήταν εκεί, η μάνα μου όμως χοροπηδούσε μέσα στις φίνες δαντέλες της αφού ήσουν «παιδί για σπίτι» και θα έμενες κοντά μου βρέξει-χιονίσει.
Κάναμε μαζί δυο κόρες. Η μία, θα ήταν σήμερα 17 χρονών.
Όχι.
Δε σε παντρεύτηκα ποτέ. Ούτε Καλοκαίρι, ούτε Χειμώνα.
Ο πατέρας μου σίγουρα θα σε ενέκρινε κι η μάνα μου, πρώτη φορά τόσο σαστισμένη, δεν θα ήξερε πώς ν’ αντιδράσει.
Στον γάμο που δεν τελέστηκε, παραβρέθηκαν μόνον κάποια ερωτευμένα φωτόνια που –ευτυχώς- δεν έγιναν αντιληπτά.
Κάναμε μαζί δυο παιδιά . Σήμερα θα είχαν την ηλικία μας.
Πηγή: https://lilianbourani.blogspot.com/
Μπαμπά- ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
Δεν κάνεις,δεν κάνεις πια
Άλλο , μαύρο παπούτσι,
Μέσα στο οποίο έχω ζήσει σαν ένα πόδι
Για τριάντα χρόνια,φτωχό και άσπρο,
Μόλις τολμώντας ν'αναπνεύσω ή να βγάλω Κιχ.
Μπαμπά,έπρεπε να σ'έχω σκοτώσει.
Πέθανες πριν προλάβω-
Βαρύς σα μάρμαρο,μια σακούλα γεμάτη Θεό,
Εφιαλτικό άγαλμα μ'ένα γκρίζο δάχτυλο του ποδιού
Μεγάλο σα μια φώκια του Φρίσκο
Κι ένα κεφάλι στον απατηλό Ατλαντικό
Όταν το πράσινο του μπιζελιού πέφτει πάνω στο μπλε
Στα νερά κοντά στην ωραία Νάουσετ.
Συνήθιζα να προσεύχομαι για να σε ξαναβρώ.
Ach,du,
Στη γερμανική γλώσσα, στην πολωνική πόλη
Ισοπεδωμένη από έναν οδοστρωτήρα
Πολέμων,πολέμων,πολέμων,
Αλλά το όνομα της πόλης είναι κοινό.
Ο Πολωνός φίλος μου
Λέει ότι υπάρχουν μια δωδεκάδα ή δυο.
Έτσι που ποτέ δεν μπορούσα να πω
Που έβαλες το πόδι σου,τη ρίζα σου,
Ποτέ δεν μπορούσα να σου μιλήσω.
Η γλώσσα κολλούσε στο σαλόνι μου.
Κολλούσε σ'ένα βρόχο συρματόπλεγμα.
Ich,Ich,Ich,Ich.
Μόλις μπορούσα να μιλήσω.
Νόμιζα ότι ο κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα αισχρή
Μια μηχανή,μια μηχανή
Κόβοντάς με σα μια Εβραία.
Μια Εβραία στο Νταχάου,στο Άουσβιτς,στο Μπέλσεν.
Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.
Νομίζω ότι δεν αποκλείεται να είμαι Εβραία.
Τα χιόνια του Τυρόλου, η καθαρή μπύρα της Βιέννης
δεν είναι τόσο ωραία ή αληθινά.
Με το γύφτο μου πρόγονο και με την περίεργη τύχη μου
Και με την τράπουλά μου του Ταρόκ και με την τράπουλά μου
Μπορεί να είμαι λίγο Εβραία κι εγώ.
Πάντα σε φοβόμουνα.
Με τη Λουφτβάφε σου,και με όλο σου το κακό.
Και με το λεπτό σου μουστάκι
Και με το Αριανό σου μάτι,μπλε λαμπερό.
Αρματάνθρωπε, αρματάνθρωπε, Ω Εσύ-
Όχι ο Θεός αλλά μια σβάστικα
Τόσο μαύρη που δεν την περνάει κανείς ουρανός.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα
Τη μπότα στο πρόσωπο,την κτηνώδη
Κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν εσένα.
Στέκεσαι στο μαυροπίνακα,μπαμπά
Στην εικόνα σου που έχω,
Ένα σκίσιμο στο σαγόνι σου αντί για το πόδι σου
Αλλά όχι λιγότερο ένας διάβολος γι'αυτό,όχι
Λιγότερο ο μαύρος άνθρωπος που
Δάγκωσε την ωραία κόκκινη καρδιά μου στα δυο.
Ήμουνα δέκα ετών όταν σε έθαψαν.
Στα είκοσι προσπάθησα να πεθάνω
Και πίσω,πίσω,πίσω, σε σένα να ρθω.
Έλεγα ότι ακόμα και τα κόκαλα θα φτάναν.
Αλλά με βγάλαν έξω από τη σακούλα,
Και με κόλλησαν με κόλλα.
Και τότε κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω.
Έφτιαξα ένα ομοίωμά σου,
Έναν άντρα στα μαύρα μ'ένα Μαϊνκάμπφ ύφος
Και μια αγάπη για το μαρτύριο και τον τροχό.
Και είπα ναι, θέλω,θέλω.
Κι έτσι μπαμπά,ξεμπέρδεψα πια.
Το μαύρο τηλέφωνο έχει στη ρίζα του κοπεί,
Οι φωνές δεν περνάνε πια από κει.
Αν σκότωσα έναν, έχω σκοτώσει δυο-
Ο βρυκόλακας που είπα ότι είσαι εσύ
Και έπινε το αίμα μου για ένα χρόνο,
Εφτά χρόνια, αν θέλεις να ξέρεις.
Μπαμπά, μπορείς να ξεκουραστείς τώρα.
Ένας πάσαλος είναι μέσα στην παχιά μαύρη σου καρδιά
α οι χωρικοί ποτέ δε σε αγάπησαν.
Χορεύουν και κλωτσάνε πάνω σου.
Πάντοτε ήξεραν ότι εσύ ήσουνα.
Μπαμπά,μπαμπά,μπάσταρδε εσύ,ξεμπέρδεψα.
Μετάφραση: Νανά Ησαΐα
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος
Πετώντας το ξυπνητήρι-ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ
Ο πατέρας μου έλεγε πάντα: "Νωρίς στο κρεβάτι και
νωρίς στο πόδι, ο άντρας γίνεται υγιής, πλούσιος
και σοφός".
Τα φώτα στο σπίτι μας έσβηναν στις οχτώ
σηκωνόμασταν χαράματα απ’ τη μυρωδιά του
καφέ, του τηγανητού μπέικον και των χτυπητών
αυγών.
Σ’ όλη του τη ζωή, ο πατέρας μου έμεινε πιστός στο
πρόγραμμα
αυτό.
Πέθανε νέος, απένταρος
κι όχι ιδιαίτερα
σοφός, νομίζω.
Μετά απ’ αυτή τη διαπίστωση, απέρριψα τις συμβουλές του
κι έτσι
αργά έπεφτα στο κρεβάτι κι αργά ξυπνούσα: Το μεσημέρι.
Δεν ισχυρίζομαι ότι κατέκτησα
τον κόσμο αλλ’ απέφυγα τουλάχιστον
τα πρωινά μποτιλιαρίσματα, γλίτωσα από κάμποσες παγίδες
γνώρισα παράξενους, υπέροχους
ανθρώπους
ένας απ’ τους οποίους
ήταν
ο εαυτός μου – κάποιος που ο πατέρας μου
δεν γνώρισε
ποτέ.
Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου
Πηγή: «Η Λάμψη της Αστραπής πίσω από το Βουνό», εκδόσεις Ηλέκτρα,2006
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου