Η γαζία στην ποίηση (Ποιήματα)

Η γαζία στην ποίηση (Ποιήματα)

Γαζία. Ένα ανθεκτιικό σ'όλες τις εποχές δέντρο. Τα αγκαθωτά της κλαδιά και τα χρυσοκίτρινα άνθη της μάγεψαν τους ποιητές. Τα λόγια τους μελοποιήθηκαν από κορυφαίους συνθέτες. Να πιάσουμε το νήμα των συνειρμών τους...

H γαζία και ο μενεξές ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Eίπ’ η γαζία, ψηλή και χρύσανθη,
στο μενεξέ τον ταπεινό:
― Kάτω από μένα όποιος διαβαίνει
κι απάνωθέ του μ’ ανασαίνει
κοιτάζει προς τον ουρανό.

Kι ο μενεξές είπε: ― Στης μάνας μου
τα στήθη κρύβω με στοργή
την ευωδιά μου και την όψη,
κι όποιος θελήσει να με κόψει
γέρνει γονατιστός στη γη.

Πηγή:Γεώργιος Δροσίνης, Παιδικά παραμύθια, Eκδότης Iωάν. N. Σιδέρης, χ.χ.,http://www.snhell.gr/kids/)

Στο παραθύρι στέκοσουν-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Στο παραθύρι στέκοσουν
κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά
τη θάλασσα τις τράτες.

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος
πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ’ αυτί σου σπίθιζε
η γαζία τ’ αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας
η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο
που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.

Κι ως στεκόσουν και κοίταζες
το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες
κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιό και γαλανό
το απόβραδο έγια λέσα
μ’ αρμένιζες στη σιγαλιά
του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε
κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό
πλανιέμαι τώρα μόνη.

Πηγή: Επιτάφιος,1936

Η κυρά των αμπελιών - ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Κυρά των αμπελιών
που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα
τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων.
Πάνω στη φούστα σου ο Αυγερινός.
Δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες
κρεμούσανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
και τα πορτοκαλάνθη σου έφεγγαν
τη μαύρη την καμένη στράτα.

Κυρά μελαχρινή
που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια
σαν της Παναγιάς το κόνισμα
πίσω από το χνούδι το σγουρό
σπίθιζε το δροσό της νύχτας
σα να μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε γιορντάνι στο λαιμό σου
να χυθεί στη ζεστασιά του κόρφου σου.

Κι ήταν η σιγαλιά πηχτή σαν γάλα
και τ’ οργωμένο χώμα ευώδιαζε σαν εκκλησιά
τη μέρα των βαγιώνε.
Κυρά τρανή
κι έβγαινε ο μπιστικός από τον ύπνο του
καθώς που βγαίνει ο κάβουρας από το νερό
στο περιγιάλι
κι αστράφτει το νωπό καβούκι του
γαλάζιο πρωινό με δυο κουκκίδες άστρα.

Κυρά τρανή
τι σιγανή της νεραντζιάς η πρώτη καλημέρα
τι σιγανό το βήμα σου κι ανάσα του ψαριού
πλάι στο φεγγάρι.

Ά! τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα
στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η Πούλια σου κρεμάει
στο μέτωπο

Τι σιγανό κουβεντολόι του μέρμηγκα
μπροστά στης μαργαρίτας το ξωκλήσι

Ά! τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα
στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η Πούλια σου κρεμάει
στο μέτωπο
το εφτάκλωνο κλαδάκι της γαζίας.

Πόση λουλουδόσκονη στριμώγνεται
στης μέλισσας το σώμα για το μέλι.
Πόση σιωπή μες τη καρδιά σου για τραγούδι.

Δω πέρα σμίγει η νύχτα την αυγή
σ’ άτρεμο ρίγος
και σένα τα δυο σου χέρια δετά
γύρω το γόνα της γαλήνης
φέγγουν σάμπως δυο περιστέρια φως
ασάλευτα πάνω απ’ το δάσος.

Πηγή: Αγρύπνια (1941-1953)

Χινοπωρινό σχεδίασμα-ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ’ ολίγους ήχους
βρέχει, "επί δικαίους και αδίκους"...
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

Bρέχει στα βαγόνια (ω ευθυμία)
που γυρνάνε απ’ τα Nοσοκομεία
και στις προφητείες του Καζαμία
("τροπή του καιρού προς νότον... Τρικυμία...").

Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,
βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!
Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...
Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!

Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει
της βροχής σου η συνεφαπτομένη...
Στ’ ουρανού τη μάταιην αγκαλιά
τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.

Xινοπωρινές Iσημερίες
(ω οι βροχές, ω οι τριγωνομετρίες!).
Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)
να σου μάθω εκείνα που απορείς.

Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς,
άλλο από "γνωστούς" και "συγγενείς"...
Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!
Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,

που θα παγαινόρχεται, σκυφτός,
στο σταχτί το μουσαμά του Aυτός!

Πηγή: Τίτλος: «40 ποιήματα και 3 πεζά»,Ανοικτή Βιβλιοθήκη,2018

Τα δύο του κόσμου-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Βράδυ αράχνης τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία

Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδι-
ζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές τις άγνωστες του
Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου
ο κόσμος

Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμ-
φιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!

Έφυγαν βαυκαλισμένες όπως βάρκες Ενετών από βιόλα ντ' αμόρε
οι μέρες μου στα ύπτια φορτωμένες μυτερά καρφιά και άσπρα γα-
ρίφαλα (ω παιδάκια

Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι βαρύ χρόνο σηκώσατε και
αντάμα πήγατε στο φούντο αλλ' ευγένεια πήρε το χαμόγελό σας
από του πρασίνου τη μεριά Και από την άλλη πέτρωσε)

Άθελα έτσι όλα πάνε μες στης Αλησμόνης τα νερά κλωνάρια
γιούσουρι και αργά βατίκια στο ταλάντεμα τα λιγνοκάλαμα και η
σέπια του βυθού

Σαν να μόνο τα ονειρεύεται η Σελήνη μα πραγματικά τα βλέπει
εκείνη

Και την ώρα που κλαίμε ή τα μάτια κλείνουμε να φανταστούμε τι
γραμμένο ακόμη απομένει κατακέφαλα μας να βρει αναστεναγμός
ακούγεται άλλος κι από κει που πηγάζουνε οι ροδώνες μια δρο-
σιά μυριστική με συνοδεία κιθάρας χύνεται

Ποταμός του Αυγούστου μες στις πεδιάδες Που και που επιπλέουν
σπίτια και συστάδες ανθρώπων που μισούνται κι ερωτεύονται κάτω
απ' τις φιστικιές ανάβουν τα

Πάλαι ποτέ φιλιά ξανά και ξανά στις μύτες των ποδιών ο ίδιος
όρκος και τα ίδια εναντίον της μοίρας λόγια πικρά εωσότου

Φτάσουν όλα στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά και αργότερα
στη γέμιση την πλήρη τέλος απ' το 'να πλάι ξεφτίσουν και φανεί το
γυμνό δέρμα της γης με την άνοιξη έτοιμη να επιτεθεί και τους κέ-
λητες φεύγοντας

Ουριήλ Γαβριήλ εσείς κρατούσατε τα ηνία όταν άκουσα τον καλ-
πασμό και αλήθεια ήταν

Σαν επιφοίτηση να μου ήρθε από ψηλά μια στάλα υδρόγειος που
φωτίστηκε όλη των ονείρων η ερημιά ενώ μέσα στα σκοτεινά φυλ-
λώματα

Ζωή άλλη τρίτη από δυο ιδέες κοντά κοντά βαλμένες να φωνά-
ζει σαν μωρό νεογέννητο άρχισε!

Πηγή:Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά,1971

αργώ-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Τα παραμύθια μου τα 'μαθα στα καράβια
όχι από ταξιδιώτες μήτε από θαλασσινούς
μήτε απ’ τους άλλους που προσμένουν στα μουράγια
για πάντα ξέμπαρκοι ψάχνοντας τις τσέπες τους για τσιγάρο.
Πρόσωπα καραβιών κατοικούν τη ζωή μου•
άλλα κοιτάζουν μ’ ένα μάτι σαν τον Κύκλωπα
ακίνητα στου πελάγου τον καθρέφτη
άλλα έχουν το φέρσιμο του μέρμηγκα κι άλλα της πεταλούδας
άλλα προχωρούν σαν υπνοβάτες, επικίνδυνα
κι άλλα τα πήρε ο ύπνος του βυθού
ξύλα σκοινιά καραβόπανα κι αλυσίδες.
Στο δροσερό σπιτάκι του περιβολιού
κάτω απ’ τις γαζίες και τους ευκάλυπτους
κοντά στο σκουριασμένον ανεμόμυλο
κοντά στην κίτρινη δεξαμενή μ’ ένα χρυσόψαρο μονάχα
στο δροσερό σπιτάκι που μύριζε λυγαριά
βρήκα ένα μπούσουλα καραβίσιο
αυτός μου 'δειξε τους αγγέλους των καιρών.

Πηγή: Τετράδιο γυμνασμάτων Β΄,1976

Μόνωση-ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

Αλίμονο
Το ξέρουμε πια πως δε θα γυρίσει
Εκείνη που θρυμμάτισε τα σπάνια ιδανικά μας
Και που μας άφησε στητούς
Κοντά στ’ ακροθαλάσσι
Αγνάτια στ’ απροσμέτρητο το πέλαο να τηράμε
Μήπως φανεί λευκό πανί

Το ξέρουμε πως μάταια κι ανώφελα
Προσμένουμε ένα γυρισμό που δε θα τελεστεί
Γι’ αυτό σκληραίναμε τις θύμησες
Και σπάσαμε τους αισθηματισμούς
Ξέρετε γυρισμό δεν έχει πια
Μας έλεγε τ’ αγέρι που βόγκαε στο σκοτάδι

Σαλπίσαμε τη νίκη μας
Και τυλιχτήκαμε απελπισμένα στην απόφασή μας
Χαράζοντας με υπολογισμό καινούργιες αυταπάτες
Με τον διαβήτη της λησμονιάς
Και ασωτεύαμε τις μέρες μας
(Η μικρή αλυσίδα των Καρμελιτών
Έσφιγγε δυνατά το λαιμό μας)

Όμως πολλές φορές σκεφτόμαστε
Στις ώρες τις μικρές
Πως τάχατες δεν έσπασαν οι γέφυρες
Κι υπάρχει δρόμος ανοικτός
Στα περασμένα

(Οι παλιές γαζίες μοσχοβολούν ακόμα)

Πηγή: Ποιητική συλλογή" Αναζήτηση", 1949- βιβλίο Κλείτος Κύρου, εν όλω , Συγκομιδή 1943-1997 ,εκδόσεις Άγρα, 1997

Μικρά εξαπτέρυγα (III)-Γ.Ξ.ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

[ Μικρά εξαπτέρυγα]

III

Ανανεώνω τα χρώματα
σαν ένα μπουκέτο γαζίες
που διατηρεί η επαγρύπνηση
κι η προσοχή.

Τα χρώματα γοητεύουν τον ύπνο
συμπληρώνουν την όραση
όπως τ’ ανάλαφρα βήματα
στην άκρη της θάλασσας.

Πηγή:Συγκομιδή της μοναξιάς, 1952

Η αστροναύτισσα - ΡΕΝΑ ΚΑΡΘΑΙΟΥ

Φεύγω, πάω στο φεγγάρι
με βαλίτσες κι άλλα βάρη.

Παίρνω και μια σκούπα τόση,
σκόνες, στάχτες να σαρώσει.

Είμαι εγώ νοικοκυρά
και τα θέλω καθαρά.

Πάω να ρίξω χώμα σάκους
σε κρατήρες και σε λάκκους.

Πάω αέρα, πάω νερό
και λουλούδια ένα σωρό.

Πάω να φτιάξω μιαν αυλή
φεγγαρίσια, στρογγυλή,

με πολλά μυριστικά,
γλάστρες και βασιλικά.

Και στη μέση θα διαλέξω
μια γαζία να φυτέψω,

να ’χει ολάνθιστους χρυσούς,
μικροφέγγαρους ανθούς,

που το ολόγιομο φεγγάρι
για παιδιά του θα τους πάρει.

Κι όταν το άρωμά τους νιώσει,
μοναξιά δε θα ’χει τόση.

Αστροναύτισσα κινάω
στο φεγγάρι για να πάω

κι αφού εκεί τα συγυρίσω,
πάλι θα γυρίσω πίσω.

Πηγή: Ανθολόγιο Δημοτικού Σχολείου

 

 Γαρδένια- ΤΑΚΗΣ ΚΟΛΙΑΒΑΣ- ΜΩΛΙΟΤΑΚΗΣ

Γαζία,στα σκαλιά τα μαρμαρένια
φούλι στη γλάστρα,βουκαμβίλια στην πρασιά,
ματάκια και χειλάκια φαρφουρένια
με της αυγής φρεσκολουσμένα τη δροσιά.
Όμως το δάκρυ σου κατάλευκη γαρδένια
μοιάζει με νότα λυπημένου τραγουδιού,
για την αγάπη την πλατιά και για την έννοια
κάποιου,για πάντα,πεθαμένου λουλουδιού.

Πηγή:Ραγισμένη πέτρα,Νέα σκέψη,Αθήνα 1994

Έλα μαζί μου-ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Η.ΚΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

[Παλίρροια / 1983-1988 (Γιάννενα), 1990-1992 (Θεσσαλονίκη)]

Έλα μαζί μου,
να σε μάθω να παίζεις με τα χρώματα,
να κολυμπήσουμε στα χρώματα
Έλα μαζί μου,
σε μια χρυσαφένια Τρίτη,
σε μια κάτασπρη Δευτέρα,
σ’ ένα πρασινωπό Σάββατο
Έλα μαζί μου,
να φαντάξουμε συναισθήματα,
να μυρίσουμε γαζία

Ξέρω έναν κόσμο μαγικό, παιδιάστικο,
ένα ελληνικό καταγάλανο νησί
με πολύχρωμους ανθρώπους
Έλα μαζί μου...

Πηγή: " Πορτολάνος", εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1999

Ατμοσφαιρική ποίηση-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ

Πόσα εικοσιτετράωρα απουσίας
χρειάζεται ο αέρας
για ν’ αδειάσει από τις εκπνοές
του δέρματός σου
για να επικρατήσει πάλι
η γαζία, το πεύκο
όλες οι ωραίες αναθυμιάσεις
της απρόσωπης φύσης;
Πόσος είν’ ο χρόνος
που το τοπίο συνηθίζει να κρατά
εκείνο τον συντριπτικό συνδυασμό
αύρας και μιας συγκεκριμένης περπατησιάς;
Πόσο το σύμπαν θα θυμίζει ακόμη
τη συνάντηση μιας ασήμαντης ματιάς
πότε το φως θα ξανακερδίσει
την απόλυτη υπεροχή του
πάνω στον στιγμιαίο θρίαμβο
μιας ανθρώπινης σκιάς;

Πηγή:Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος, Καστανιώτης,2003

Ταξιδευτές-ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΜΕΝΔΡΙΝΟΥ

Μπρος στο διπλό καθρέφτη της θάλασσας
κανείς δεν ήξερε σε ποια μεριά
βρισκόταν η αλήθεια ∙
όσοι βάδιζαν στην άμμο
ονειρεύονταν ταξίδια
όσοι αρμένιζαν
νοσταλγούσαν άνθη της γαζίας
και φωτισμένα παραθύρια ∙
ταξιδευτές όλοι
ποτέ δε στάθηκαν
δεν έμαθαν
σε ποια μεριά βρισκόταν η αλήθεια.

Πηγή:«Αειθαλή και Φυλλοβόλα»,εκδόσεις Ροές,2009

Το άρωμα της γαζίας-ΓΙΟΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Πάντοτε
σου άρεσε ν' ασχολείσαι με τα λουλούδια.
Να τοποθετείς τις ανθοδέσμες στα βάζα,
να κόβεις τα κλωναράκια τους,
να αλλάζεις το νερό.
Να φροντίζεις τα γλαστράκια
στα περβάζια των παραθύρων μας.
Να περιποιείσαι τα δένδρα και τα λουλούδια
του κήπου μας.
Τις λεμονιές, τις νεραντζιές, τις πορτοκαλιές,
τις γαζίες, τα γεράνια, τα γιασεμιά,
τις μαργαρίτες, τα τριαντάφυλλα.
Έβγαινα στη βεράντα
και σου φώναζα:
"Παράτα τα κι ανέβα...
Θα κουραστείς...".
Άλλοτε σώπαινες
κι άλλοτε μου απαντούσες:
"Τα λουλούδια με ξεκουράζουν...".
Κι όταν ανέβαινες
κρατούσες πάντα ένα λουλούδι.
Κάποια γαζία
ή κάποιο γιασεμί
ή κάποιο τριαντάφυλλο.
Τη γαζία
την περνούσα
κάτω από τη βέρα μου.
"Πόσο ταιριάζει
αυτό το κίτρινο, βελούδινο
ανθάκι
με το χρυσάφι του δαχτυλιδιού μου..."
σκεφτόμουν.
Το γιασεμί
το ακουμπούσα
δίπλα στο προσκεφάλι μου,
για να με νανουρίζει
το άρωμά του.
Το τριαντάφυλλο
το έβαζα
σ' ένα κρυστάλλινο βαζάκι
- πάνω στο γραφείο μου -
κι όλος ο χώρος
κατακλυζόταν
από τις ρόδινες ανταύγειες
της προσφοράς σου.

Πάντοτε
σου άρεσε ν' ασχολείσαι με τα λουλούδια.
"Τα λουλούδια με ξεκουράζουν..."
μου έλεγες συχνά.
............................
Κάποιο πρωινό
ανέβηκες από τον κήπο μας
κρατώντας ένα λουλουδάκι γαζίας.
Το τοποθέτησες
μπροστά σε μιαν ασημένια κορνίζα,
που πλαισιώνει
την πιο αγαπημένη μου φωτογραφία,
τη φωτογραφία των γονέων μου.

Πέρασε καιρός από τότε.
Το λουλουδάκι αυτό
παραμένει αμετακίνητο
κάτω από
το αιώνια ευτυχισμένο βλέμμα
του πατέρα μου και της μητέρας μου...
Κι εγώ
κάθε φορά που το κοιτάζω
- αναλλοίωτο βελούδο από χρυσάφι -
ακούω
το "Σ' αγαπώ" σου.
Ένα "Σ' αγαπώ"
που αναδύει
άρωμα της γαζίας.

Πηγή: http://www.palmografos.com

Χαϊκού-ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ

Ανθάκια χλωμά
ακακίας και γαζίας
κίτρινο χρώμα.

Πηγή: Χάι Κου-Σένριου και Ρέγκα,Λεμεσός 2014

Σαρακοστή μοιχείας-ΑΝΤΩΝΗΣ Δ.ΣΚΙΑΘΑΣ

Αυτήν την άνοιξη
άρχισε να σαλεύει
νωρίτερα η νύχτα.

Η είσοδος στον κήπο
ματαίωσε
τους έρωτες
στα λείψανα των πεύκων.

Πρώτα χάθηκε το αγιόκλημα.

Μετά η μάντρα με τα καρφωμένα γυαλιά
που δώριζαν τους πολλαπλασιασμούς
της σελήνης, σ’ όλα τα ακρόκλαρα του κήπου.

Ακολούθησαν οι γαζίες που έγερναν
στη λίμνη και την έβαφαν κίτρινη.

Τέτοιες μέρες
ο μύθος του πνιγμού ήταν περιττός,
το ίδιο και οι σκήτες του κήπου.

Απέμεινε η στάχτη του φεγγαριού
στα δέντρα
και ο Αιώνας
από τους ανθούς του νυχτολούλουδου
στο σάβανο του κήπου,
Μεγάλη Πέμπτη πριν ξημερώσει.

Αυτή την άνοιξη
άρχισε να σαλεύει
νωρίτερα η νύχτα.

Το έστρωσε για τα
καλά ο θάνατος,
καταραμένο σκυλί, που έγλειφε χωρίς αιδώ
τα αχαμνά του.

Πηγή:" Ευγενία", εκδόσεις Πικραμένος, 2016

Αναρριχητικά του έρωτος -ΑΝΤΩΝΗΣ Δ.ΣΚΙΑΘΑΣ

Πλησίαζε το εξόδιον
του μηνός Μαρτίου.

Οι νύχτες πλέον στα άστρα
κλεμμένες,
τη μια από τους θεούς
την άλλη από τους ανθρώπους.

Τι ταξίδι και αυτό,
στα αναρριχητικά του Έρωτος

στο πανδαιμόνιο της σάρκας
η παγερή στιγμή του πάθους
όπου
το έγκλημα της ηδονής
στις φοβερές νοσταλγίες της εφηβείας.

Καθώς
Ο αέρας καμώνεται το γαμπρό
και η γαζία πλήρης υμεναίων
τη νύφη.

Ασχημονούν λοιπόν
οι σκιές των εραστών;

πριν καλά καλά νιώσουν,
ο ένας τον άλλο
στην υγρασία της γλώσσας τους.

Πηγή: stixoi/info

 

Γίνομαι γιαλός -ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ

[Γίνομαι γιαλός]

Γίνομαι γιαλός
γιρλάντες γεμάτος γιασεμιά
γόνος γης γόνιμης
γαμέτης γαλήνης
γαζία γίνομαι γενέθλιας γης
γαλαξιών γεωμέτρης
γεννώ γαλουχώ
γη γεράνια γεμάτη
γιαλός γεμάτος γιασεμιά

Πηγή: «Λιγοστεύουν οι λέξεις», εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2017

Λουτράκι-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ

Άλμπουμ οικογενειακό: φωτογραφία πάνω σε ένα αμαξάκι, παϊτόνι με μαύρο άλογο, Λουτράκι. Μητέρα, πατέρας, το ζεύγος Βαράνου κι εγώ με μαύρα γυαλιά και κοντό λευκό πανταλονάκι, πηγαίνουμε στις «Πηγές.»
Πενήντα χρόνια μετά, ψάχνω μαζί μ’ εκείνη να νοικιάσουμε ένα κατάλυμα στο Λουτράκι. Γυρίζω πίσω στα παλιά, όπως κάνουν όλοι σε παρόμοιες ηλικίες. Μπαίνουμε στην πόλη, ζητώ να αναγνωρίσω σημεία και αισθήσεις του ’50 τότε που τον δυνατό νοτιά στην πόλη τον λέγαν «καρεκλάτο». Η κεντρική πλατεία είναι σχεδόν η ίδια, μόνο που τώρα μου φαίνεται μικρή, ολίγιστη. Προχωράμε προς το Καζίνο, έχει γίνει πια ακριβό ξενοδοχείο. Ψάχνω να βρω μπακλαβάδες Καζινό Καμπόση, δεν υπάρχουν. Τότε μου έρχεται σαν φλας ο Καραγκιόζης. Κοντά στην πλατεία, μπαίναμε από μια μικρή πόρτα που οδηγούσε σ’ έναν διάδρομο κι ύστερα βγαίναμε σε μια αυλή με μια τεράστια κληματαριά κι ολόγυρα γαζίες και γιασεμιά και στο βάθος το μαγικό σεντόνι κι οι φιγούρες με την επιγραφή «Ο Καραγκιόζης του Καρεκλά».
Μ’ άφηνε ο πατέρας εκεί κατά τις εννιά κι ερχόταν να με πάρει στις δέκα και μισή που τελείωνε η παράσταση. Εμείς, όλα τα παιδιά-παραθεριστές της πόλης, βγαίναμε γελαστά και χαρούμενα μπροστά σε δεκάδες γονείς που περίμεναν. Μετά ο πατέρας με πήγαινε να φάμε στα Ρεπάκια με τα ασπροντυμένα γκαρσόν και τα ολόλευκα τραπεζομάντιλα κι ύστερα σπίτι για ύπνο.
Δεν υπήρχε βέβαια πλέον τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε ίχνος από Καρεκλά ούτε από Ρεπάκια. Παρ’ όλα αυτά με εκείνη στήσαμε το σπιτικό μας για μερικά καλοκαίρια και ζήσαμε τη ζωή μας με ολόγιομες τις μνήμες μου να της τις διηγούμαι στη βεράντα κι εκείνη να παρασέρνεται. Ακόμα βλέπω κάθε τόσο τη βεράντα μας δίπλα στις παλιές ράγες του οτομοτρίς που κοίταγε τη θάλασσα και μακριά τον Ισθμό, τις Κυριακές που κατεβάζαμε τις τέντες και παίρναμε το πρωινό μας με το ζεστό ψωμί της γειτόνισσας και το απόγευμα το τούρκικο καφεδάκι.
Τώρα οι μόνες μνήμες που με παρασέρνουν σε ένα λυγμό είναι εκείνα τα δυο χρόνια στο «σπίτι μας». Μακριά, πολύ μακριά, μισοσβησμένα είναι πια το Καζινό Καμπόση, τα Ρεπάκια κι ο Καρεκλάς. Μόνο το δέρμα της άσβηστο, μαυρισμένο απ’ τον ήλιο στα βοτσαλάκια της παραλίας κι οι νύχτες μας γεμάτες ποίηση και έρωτα στα τελευταία μας καλοκαίρια.

Πηγή: Εγγραφές κλεισίματος ,Εκδόσεις Ρώμη,2017

Και ησυχάζεις-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Κι όμως άλλα ελπίσαμε πως θα πετύχουμε με τη γραφή.
Ίσως την έκσταση, το σπάσιμο του ροδιού, την κατάκτηση της Στιγμής
(εννοώ την του Κίρκεγκωρ αιωνιότητα),
την ένταση ενός παιδικού τραγουδιού, το "σαταλίνα, ματαλίνα"
που τρόμαζε τα κιρκινέζια στα χωριά του κάμπου, την επανάκαμψη
των, βελουδένιων φεγγαροκόριτσων.
Κι η Άννα εκόμιζε μια πάστα, ένα Λούκυ Λουκ κι ένα φιλί
κάτω από τις γαζίες-ω, να, οι νεκροί προχωρούν μέσα στις λέξεις.
Τι να σημειώνεις, είναι μια κούραση
άρα υπήρξαν όλα αυτά;
Μήπως βαδίζω δυτικά της Εδέμ κι έτσι που διάλεξα, χωρίς πυξίδες
δεν το καταλαβαίνω;
Κι ύστερα το παίρνεις απόφαση, λες, ό γέγραφα γέγραφα
και ησυχάζεις.

Πηγή: Ποιήματα,Ενδυμίων,2018

Το κατά κόσμον μοιραίο-ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ

Δύσκολο πράγμα

να επισκευαστεί η Κρήτη:

Αλλάζεις βιαστικά πεζοδρόμιο
και κρύβεσαι κάτω απ’ την τέντα
που αναδεύεται χωρίς να μ’ εκπλήσσει.

Η πλάτη σου μοιράζει τις διακοπές στα δύο.

Ο αέρας κουρνιάζει ήδη στις βαλίτσες

ανακατεύοντας τη Γραμμική Β'
με το αγκάλιασμα στο φαράγγι,
αχρηστεύοντας τη γαζία

των φωτογραφιών από το μπαλκόνι

Πηγή:«Ο διαμελισμός του Αδάμ»,2018

Το κλειδί-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ

Είναι ένα φίδι μαγικό
άχρονης χώρας
Ευθυτενές δεν κουλουριάζεται ποτές
ούτε ελίσσεται
δεν κάνει πιρουέτες
Το δέρμα του στιλπνό
οι μύες απ’ ατσάλι
Η γλώσσα του διχαλωτή
σκαλίζει σχετικότητας σκαλιά
σωρεύει σκότους αποχρώσεις
Η μια διχάλα φλόγα του χάους του χαμού
κλειδώνει πόρτες και παράθυρα
Η άλλη από βελούδο
βγάζει το δέρμα του φιδιού
κι ορθώνεται ο πρίγκιπας
Τότε ανοίγουν χίλια παράθυρα
κουρτίνες λικνίζονται στον άνεμο
γίνονται ουράνια σώματα
Τότε μέσα απ’ τη γλίτσα στάσιμων νερών
εφορμά σμήνος γυρίνων
και πως κουνάνε την ουρά
Τότε κι εγώ μυροδοχείο γίνομαι
γαζία συγκατάβασης
ψάχνω το αντικλείδι

Πηγή:«Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα», εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2020

Η Πασχαλιά -ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΑΛΗΣ

Υπάρχει μια ευθύβολη όραση και μια αφαίρεση
κοιτώντας φέρ’ ειπείν έναν πίνακα του Θεόφιλου
αναγνωρίζεις τον γείτονα του παππού σου...
από τις συγχορδίες των απολήξεων του ερυθρού και μόνο.
Η γειτονιά ήταν πάντα αφόρητη για μερικούς
για άλλους απλώς παράδεισος
αναλόγως την οπτική της κλίμακος.
Ο πλανήτης του καθενός αντιλήφθηκα
είναι άλλοτε κατοικήσιμος άλλοτε υστερικό απαρέμφατο.
Το σημερινό συντακτικό της ιστορίας για παράδειγμα
εναποθέτει στον άλλον τον παράδεισο
σαν να διψάς εσύ και ζητάς να πιει νερό ο άλλος για να ξεδιψάσεις.
Τα πάντα χαλάνε στην μετάφραση για αυτό ζούμε
σε μια ζούγκλα επιθέτων έχοντας εξαλείψει
εντελώς τα ρήματα.
Κι αν βλέπω μια υπόθεση εργασίας
είναι που έχει άνοιξη
και αισθάνομαι τα βλέφαρα του Ιησού
ανάμεσα σ’ αηδόνια να ρίχνουν μύρα
ενός φωτός ανεπίληπτου γεμάτου παραδείσιες γαζίες.
Ίσως γιατί η ανάσταση για μένα
είν’ εκείνη η πασχαλιά που μυνιρίζει στην άγρια πέτρα
κι ένα παιδί με κοντά παντελονάκια
που ψιθυρίζει ακόμα καλούδια στο Θεό.

Πηγή: stixoi/info

«Αναμνήσεις 4 ερωτευμένων εποχών»-ΒΑΣΩ ΚΑΝΙΩΤΗ

Έφτιαξα ένα στρώμα από αναμνήσεις κι έπεσα πάνω του να κοιμηθώ.. Ήταν ο μόνος τρόπος να σε νιώσω δίπλα μου αυτό το βράδυ...

Άρχισαν να με τυλίγουν γλυκά οι θύμησες από τα πρωινά που ξυπνούσα με την μυρωδιά σου πάνω μου και γύρω μου, που με ανακατεμένα μαλλιά και μισόκλειστα μάτια κουλουριαζόμουν σαν απροστάτευτη ψυχή κοντά σου, κι ας κοιμόσουν κι ας μη μ' έβλεπες, κι ας μην μπορούσες ν' αντιληφθείς την τόση ανάγκη μου για επαφή.. Έμπλεκα τα δάχτυλά μου στα δικά σου δάχτυλα και με το άλλο μου χέρι σχεδίαζα το περίγραμμα των χειλιών σου...

Είσαι τόσο όμορφος όταν κοιμάσαι...!!

Κι εγώ ένιωθα σαν προστάτιδα δίπλα σου, που έπρεπε να προφυλάξει αυτήν την ομορφιά από οτιδήποτε άσχημο μπορούσε να σε βλάψει.. Θυμήθηκα εκείνη την πρώτη φορά μας στο νησί.. Ιούλιος.. πριν κάποια χρόνια.. Πίσω από βράχια ολοκληρώναμε τον έρωτά μας..

Ακόμη μυρίζω την αλμύρα στο κορμί σου.. Ακόμη βλέπω τις ηλιαχτίδες που ξεκουράζονται στο μέτωπό σου.. Ακόμη ακούω το κύμα που έδινε ρυθμό στο σμίξιμό μας... Κι εκείνο το κοχύλι.. θυμάσαι;; Το'χω φυλάξει στο συρτάρι και του μιλώ όταν δεν έχω πού να πω μια καλημέρα...

Μέσα στο λήθαργο των αναμνήσεων, στην αυταπάτη ότι τα ζω ξανά.. γέλασα ολόψυχα όταν θυμήθηκα κάποιο ξημέρωμα που μεθυσμένοι παραπατούσαμε στους δρόμους, που με τα γέλια μας ξυπνήσαμε όλους τους κοιμισμένους, που μου τραγούδαγες κρατώντας με αγκαλιά κι αλλαφιασμένοι
ανεβήκαμε ως το σπίτι...

Κι έμοιαζε το μεθύσι απ' το ποτό τόσο ανίσχυρο μπροστά στο μεθύσι του έρωτά μας , γιατί η ένωσή μας κάθε φορά ήταν το πιο γλυκό , το πιο εξωφρενικό το πιο δυνατό μεθύσι..

Κάτι με τράβηξε απ' το χέρι και με πήγε απόγευμα Τετάρτης στην Σταδίου. Εκεί, στην ίδια γωνιά που με περίμενες. Ψιλόβρεχε κι έκανε κρύο βαρύς εκείνος ο χειμώνας αλλά δε με'νοιαζε, δε μ' άφησες ποτέ σου να κρυώσω.

Έτρεξες γρήγορα προς το μέρος μου κι έκανες ομπρέλα το μπουφάν σου, να μην μπορέσει καμιά σταγόνα να τρυπώσει μες στα ρούχα μου.. Ξάφνου, και κάτω απ' το μπουφάν με πήρες σφιχτά στην αγκαλιά σου κι άρχισες να με στριφογυρίζεις κάτω απ' τη βροχή..<<θέλω ένα βροχερό χορό μαζί σου>> φώναζες... Δε μπόρεσα να αντισταθώ, δεν ήταν τόσο ο χορός που με συνεπήρε αλλά αυτό το πάθος στα μάτια σου να ζήσεις ακόμη μια εμπειρία μαζί μου...

Κάτι γλυκό ήρθε και κάθισε στα χείλη μου. Μια μυρωδιά από γιασεμί και ανθισμένες γαζίες πλημμύρισε τον χώρο. Έκλεισα τα μάτια μου και βούλιαξα στις μυρωδιές. Τα άνοιξα και ήταν Άνοιξη.. Καθόσουν σ' ένα καταπράσινο κήπο κι έπλεκες στεφάνι να στολίσεις τα μαλλιά μου, ήταν πρωτομαγιά. Φορούσα το φόρεμα με τις κίτρινες μαργαρίτες, θυμάσαι πόσο σου άρεσε;;; ΄΄Είσαι η κόρη της πρωτομαγιάς΄΄ ψιθύρισες.. σου αξίζει το πιο όμορφο λουλουδένιο στέμμα.. Το ακούμπησες τρυφερά στα μαλλιά μου και με φίλησες τόσο αγνά, τόσο αθώα, σαν να' μουν η ιέρεια της άνοιξης και όφειλες να δείξεις σεβασμό. Θα μπορούσα να σφραγίσω για πάντα τα χείλη μου να μην χάσω ποτέ αυτή τη γλύκα από το φιλί σου.. Μα, πώς θα μπορέσω να σου φωνάζω σ'αγαπώ αγαπημένε μου με σφραγισμένα χείλη;

Αυτή τη γλύκα έφερα ξανά στην θύμησή μου απόψε και έσφιξα τα χείλη μου τόσο δυνατά , να μην ξεφύγει ούτε το ελάχιστο αυτής της αίσθησης. Ώσπου, βρέθηκα σε μια εποχή κίτρινη και γκρίζα ταυτόχρονα,σε μια εποχή αποσύνθεσης... Γύρω μου κιτρινισμένα φύλλα, άφηναν γυμνά τα δέντρα, ένα χώμα νωπό μύριζε πρωτοβρόχι κι εγώ πίσω από ένα τζαμί θολό, χαζεύω με μια παράξενη μελαγχολία των αποχωρισμό των φύλλων απ' τα δέντρα.

Με πλησιάζεις με μια κούπα ζεστό καφέ, χαϊδεύεις τα μαλλιά μου και μαντεύεις τους συνειρμούς που έφεραν αυτή τη μελαγχολία. Ψέλλισες τ΄όνομά μου , μ' αυτόν τον δικό σου ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο σαν κάθε φορά να αναφερόσουν στον Θεό σου.. Με το όνομα μου στα χείλη σου, με λόγια αγάπης και υπόσχεσης ζωής ημέρεψες τους συνειρμούς μου, ησύχασες τις σκέψεις μου κι έκανες
αυτόν το γκρίζο και μουντό καιρό να μοιάζει όμορφος. Αλλά ποιός νοιάζεται για γκρίζες εποχές όταν είναι ευτυχισμένος;

Αφέθηκα στις αναμνήσεις και ξημέρωσε... Ένας κόμπος νοσταλγίας μου πνίγει τον λαιμό και τούτο το δωμάτιο είναι τόσο κρύο.. Μπάζει παγωνιά η απουσία σου..

Κι ο κόσμος έξω έχει Αύγουστο...!!!

Πηγή: Η υπό έκδοση ποιητική συλλογή "Τρεις εποχές και μια άνοιξη"

Ohne Horizont 2/ Χωρίς Ορίζοντα- VICKY KOSTENAS LAGDOS

Ώ, νηνεμία, που απλώνεσαι
στο άγανο του σταχυού
και γαληνεύεις το απόρθητο
του ουρανού στερέωμα!
Που ανεπανάληπτα τιμωρείς σε άκρατη σιωπή
με απόσβεση του ποθητού κόπου την ελπίδα.
Κέρδισε ο ήλιος στο κρυφτό
με τα αφηνιασμένα σύννεφα,
να τρέχουν μη γνωρίζοντας,
πώς τις πομπές να κρύψουν.
Die Sonne gewann das Versteckspiel
auf den durchgehenden Wolken,
die wie besessen laufen
und nicht wissen
wie man zerstreute Gedanken
ausraubt und verheimlicht!
Πυρπολητής ψυχής η γαλήνη,
που υποδύεται το ρόλο
μιας ανεξάντλητης υπομονής.
Νωρίς η αυγή απόσβεσε το πορφυρό φτιασίδι
προτού ροδίζει ο ορίζοντας
και σκαλωθεί στο βράχο.
Πού χάθηκε ο κόσμος,
που κάτω απ' τις φυλλωσιές
έδενε κόμπο τη μπουκιά
σφιχτά μες το μαντήλι;
Κοχλάζει η γη από οργή στερημένη
το ανθρώπινο γοργό ποδοβολητό.
Τα δένδρα τις έγνοιες φυλλορρόησαν
οργισμένα από την καταπάτηση
ενός ανεφαίρετου αγαθού.
Στην οργιώδη βλάστηση η εγκατάλειψη
χαλυβδώνει μια ατέρμονη μοναξιά.
Στο σκηνικό με το ρυάκι
να δρασκελίζει στο υφάδι,
τη γαζία να υπακούει υποτακτικά
στο κελάρυσμά του και το ανάχωμα
της όχθης να απειλεί με κατάρρευση
πλέκεται ο κομπασμός
μιας υποτιμημένης αυτοεκτίμησης.
Αμετάκλητες και απερίσπαστες στιγμές!
Φωνές αμετάθετες στις επάλξεις του χρόνου
και ονομάκλυτοι ταξιδευτές
διασπαθίζουν ευραπηλιώτες
και διεμβολίζουν τη δυσεύρετη έμπνευση
του στίχου στην απαγγελία
του τελευταίου χρησμού.

Vicky Kostenas Lagdos
Poetessa Zürich, 12. Januar 2016
https://www.youtube.com/watch?v=rXdFJ8TdaRw&t=118s...
https://ennepe-moussa.gr

Γουάκα-ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

Σεμνή γαζία
σ’ άνοιξης λιτανεία
υποκλίνεσαι
Δειλινού εσπερινός
η δική σου προσευχή

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Ύμνος στην άνοιξη –ΣΟΦΙΑ ΑΓΡΑΠΙΔΗ

Μαστιγώνεις τους πειρασμούς
που τ’ όνειρο στείλανε σεργιάνι,
στην πορφυρένια χλαμύδα
του δικού σου φεγγαριού.
Τυλίγεσαι στην τρυφερή σιωπή
της κεχριμπαρένιας γαζίας.
Ψηλαφίζοντας το απροσδιόριστο μέλλον
ανιχνεύεις ουράνιους ιριδισμούς.
Ντύνοντας τις ιαχές του πόνου
από τις μελωδίες των αγγέλων,
ένα ηδονικό μεθύσι σε οδηγεί
στην αλλόκοτη αμφιθυμία του πάθους.
Μυρώνεις τις δύσβατες ατραπούς
εκεί που μόνο οι αετοί φτερουγίζουν,
εγείροντας του έρωτα τα δροσισμένα ροδοπέταλα.
Την αρμονία της χαράς που φέρνουν τα αηδόνια
στης πλάσης τις χρωματιστές πινελιές
τοξεύεις σ’ όλα τα μήκη και πλάτη
της ταραγμένης ανθρωπότητας.

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Όταν σε βρω-ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΟΥΣΜΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Κυλά ο καιρός, μα συ από μέσα μου δε σβήνεις
όρκοι σιωπής και λάθη μ’ έχουν αρρωστήσει
κάποτε που `μαστε παιδιά σ’ είχ’ αγαπήσει.
Δροσιά μου! που όποιον στεναγμό μου, εντός σου κλείνεις.
Άδολο γέλιο, παιδικό -στερνό μου ψέμα
σμαράγδια νέφαλα - αχ!- Και πορφυρό μετάξι
τώρα το ξέρω πως ο χρόνος σ’ έχει αλλάξει.
Άσπρο μου χιόνι μου, αθώρητό μου βλέμμα!
Τώρα τα χείλια σου ανασταίνουν ξένα χείλη
και ξένους ψιθύρους τα βράδια συλλαβίζουν
-πώς με νικάς... κι όλα κοντά μου σε γυρίζουν...
Άσπρο μου χιόνι μου, μυριόχρωμο κοχύλι!
Τα μάτια σου για μάτια ξένα ξαγρυπνούνε
και το κορμί σου πόσα γνώρισε ταξίδια...
-πώς με νικάς... και μέσα μου είσαι τόσο ίδια...-
στ’ ονείρεμά σου, τα όνειρά μου ναυαγούνε.
Γλιστρά η ζωή -α η ζωή!- και μας κερδίζει.
Άμπρα γαζίας! Σε ακούω, εδώ είσ’ ακόμα;
Το δάκρυ μου σε γέννησε, ψυχή από χώμα
-α ναι, το χώμα! σαν εμάς και μας φοβίζει...
Όταν σε βρω ξανά, θα κάνω πως δεν ξέρω
θα κάνω, τάχα, πως δεν κλαίω που σε θυμάμαι,
πως δεν ψελλίζω τ’ όνομά σου όταν κοιμάμαι,
πως σε ξεπέρασα και γι’ άλλην υποφέρω.
Όταν σε βρω ξανά κι όταν σε συναντήσω
δε θα σου πω πως τώρα κλαίω στη θύμησή σου,
πως πάλι ξύπνησα με την απαντοχή σου
και σαν εσένα πως καμιά δε θ’ αγαπήσω...

Πηγή: stixoi/info

Η κριτική-ΣΑΟΥΗΛ Α.ΝΑΓΚΙΝΤ

Φαντάστηκα το ποίημά σου σαν κόρη βασιλιά
απόλαυση γυναίκας που ένας άνδρας πεθυμά.
Να λάμπει όπως το βράδυ στο τζάκι η φωτιά
με καλαμιές τριγύρω, με γαζία και μυρτιά.

Βρήκα τους στίχους σου γραμμένους καλλιγραφικά
μ’ όλα τα φωνήεντα αραδιασμένα τακτικά.
Θυμάμαι ποιήματα φίλων σου κακογραμένα
ενώ τα δικά σου ήταν πάντα φροντισμένα.

Άλλοτε είχες έμπνευση που κυλούσε σαν νερό
όμως το ποίημα αυτό μοιάζει με κηλίδα.
Κι επειδή πάντα σε κοιτώ σαν δικό μου υιό
θα είμαι αυστηρός και θα σε κρίνω με φροντίδα.

Δούλευε λοιπόν τα ποιήματά σου πιο πολύ
αν θέλει η γραφή σου νά `ναι πάντα αποδεκτή.
Αλλιώς των άλλων να φοβάσαι κριτική κακή
αφού συνέχεια ασκούνται νά `χουν γλώσσα καυτερή.

Μετάφραση: Ιωσήφ Βεντούρας

Πηγή:Εβραίοι ποιητές του Μεσαίωνα (Συλλογικό),Νεφέλη,2008

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος : Αγγελική Καραπάνου

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;