Το νυχτολούλουδο στην ποίηση (Ποιήματα)

Το νυχτολούλουδο στην ποίηση (Ποιήματα)

Νυχτολούλουδο. Ερωτοτροπεί με το σκοτάδι. Τα άνθη του ανοίγουν αργά το απόγευμα ,σκορπούν το άρωμά τους κατά τη διάρκεια της νύχτας και κλείνουν την αυγή. Πώς χώρεσε στα λόγια των ποιητών;

Τα νυχτολούλουδα-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Η μέρα τους αρνήθηκε
Το μητρικό φιλί της΄
Τον ήλιο στερημένα,
Διωγμένα από το φως,
Την ώρα που προβάλλει
Λαμπρός ο αποσπερίτης
Ποιος πόθος τ'ανασταίνει
Και ποιος καημός κρυφός;

Μην η ζωή τους κρέμεται
Δεμένη από τ'αστέρια;
Μην από το φεγγάρι
Προσμένουν τη χαρά;
Ή μη φωλιάζουν στ'άνθη τους
Ψυχές με δίχως ταίρια,
Που καρτερούν τη νύχτα
Ν'ανοίξουν τα φτερά;

Πηγή: Γαλήνη

Νυχτολούλουδα-ΤΑΚΗΣ-ΚΟΛΙΑΒΑΣ-ΜΩΛΙΟΤΑΚΗΣ

Η νύχτα κατακάθησε στην κουρασμένη πλάση
κι η σιωπή μαρμάρωσε στης λίμνης τα ρηχά.
Δακρύζει μια περίλυπη ματιά στο εικονοστάσι
και μια φλογίτσα κίτρινη μπροστά της ξεψυχά.

Άρρωστη στο κρεβάτι της χαροκαμένη μάνα
μάταια το μονάκριβο βουβά ψάχνει να δει.
Κι όταν ο θάνατος πικρά θα κρούει την καμπάνα
στην ξενιτιά θα νείρεται γι'αυτήν ένα παιδί.

Άστατη των προσδοκιών και των ονείρων ρόδα
σε παραλλήλους σέρνεσαι στενούς και ζοφερούς.
Τσακίζεις νυχτολούλουδα,λευκά πληγώνεις ρόδα
και δείχνεις τα σημάδια σου με ξύλινους σταυρούς.

Πηγή: Λογείον σύμμετρο,Αθήνα,1991

Νυχτολούλουδα-ΤΑΚΗΣ-ΚΟΛΙΑΒΑΣ-ΜΩΛΙΟΤΑΚΗΣ

Νύχτα κι απόψε στάθηκες αντίκρυ μου
και με κοιτάζεις,κι όλο με κοιτάζεις.
Και τραγικό μιας ζήσης υστερόγραφο
στις λιγοστές αράδες μου διαβάζεις.

Αράδες χαραγμένες απ'της μοίρας μου
το κοφτερό κι ανάλγητο νυστέρι,
που γράφει τους σταυρούς τους ατελεύτητους,
εκείνους που ποτέ κανείς δεν ξέρει.

Νύχτα κι απόψε στάθηκες αντίκρυ μου
και με κοιτάς βαθιά και λυπημένα,
και νιώθω να μου λες βουβά κι αμίλητα
πως κίνησες να'ρθεις μόνο για μένα.

Στων στεναγμών τις θάλασσες σαν ούριος
και στου λυγμού τα πέλαγα μπρατσέρης,
κι απ'της ζωής τα μύρια μαύρα κύματα
στους κόλπους των μακάρων να με φέρεις.

Νύχτα κι απόψε στάθηκες αντίκρυ μου,
αντίκρυ σου κι εγώ με θάρρος να'μαι.
Την όποια μυστική στερνή σου βούληση
δε λογαριάζω μήτε και φοβάμαι.

Στης γης τις άκριες,όσο κι αφιλόξενες
το περιδίνημά μας πάντα λίγο,
κι ορθές οι προσδοκίες να προσμένουνε
των άπιαστων ονείρων τους τον τρύγο.

Νύχτα κι απόψε πλάι στο προσκεφάλι μου
με ξενυχτάς,σαν ένα λατρεμένο
πρόσωπο,που θα το'βρεις αναπάντεχα
στην απομόνωσή του πεθαμένο.

Όμως κι απόψε να'μαστε,κι ατρόμητα
μες στην αδυναμία των σφυγμών μου,
το πέρασμά σου ραίνω νυχτολούλουδα
απ'τη συγκομιδή των συνειρμών μου.

28.3.97

Πηγή: Εσπερινή ακολουθία,Νέα σκέψη,1997

Νυχτολούλουδο-ΚΩΣΤΗΣ ΤΡΥΦΩΝΙΔΗΣ

Νυχτολούλουδο…
Την λήθη και την σκόνη αποχαιρετώ!
Έγινα περιπατητής της μέρας και έσπειρα γέφυρες
Τώρα, περιμένω διαμάντια
Στην νύχτα θα ξαναζήσω όταν αναστηθούν τα ξεχασμένα τραγούδια, όταν ξαναμιλήσει η προσωπική μου προφητεία!
Νυχτολούλουδο!
Ευωδίασε για μένα σαν παθιασμένη καλλονή!
Άνθισε!
Σαν μετά από ανοιξιάτικη βροχή.

Πηγή:Της ορμής και της αναπνοής, εκδόσεις Εριφύλη, 2009

Νυχτολούλουδο-ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗΣ

Ασήμαντος κάλυκας
μικροσκοπικά πέταλα νυχτολούλουδου
που με πόσο πάθος την ευωδιά τους
σκορπίζουν ένα γύρω
στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας
μέχρι και στου καμπουριασμένου
γεράκου τα ρουθούνια που
στηριγμένος στο μπαστούνι του
ξάφνου σταματά τον πρωινό
περίπατο κι ενάντια στη κύρτωση
με κόπο αναντρανίζει
τα φρύδια του υψώνει
και οσφραίνεται τα νιάτα του
σαν χθες που το απόγευμα χαθήκαν
κάπου εκεί σιμά σε τούτη τη γωνιά
η την απέναντι μοναχικό δάκρυ
κυλά στου νυχτολούλουδου
τη διάφανη λευκότη που λέει—

κι εγώ δακρύζω που γοργά η νύχτα πέρασε.

Πηγή: https://authormanolis.wordpress.com

Μύρισε νυχτολούλουδο (Παραδοσιακό)

Μες στην καρδιά μου σ’ έβαλα
μόνιμη κληρονόμο,
όμως την πούλησες κι αυτή
και μ’ άφησες στον πόνο.

Κι εδά δεν έχω μπλιο καρδιά
στην έκανα χαλάλι,
σβήσανε και τα όνειρα
δεν έμεινε ψιχάλι.

Ένα τσιγάρο άναψα
και ο καπνός του καίει
έκατσα και λογάριασα
τα λάθη και ποιος φταίει.

Με την ψυχή να αιμορραγεί
να γίνεται κομμάτια
και μια σου λέξη να ζητά
με αντάλλαγμα παλάτια.

Αφού καημοί και πόνοι
κι όξω να ρίχνει ο θεός βροχή
με το δικό του δάκρυ
λες και λογάριαζε κι αυτός
κάποια δικά του λάθη.

Κι όξω να ρίχνει ο θεός βροχή
με το δικό του δάκρυ.

Χαρώ σε γιασεμί μου
μύρισε νυχτολούλουδο
και τα δεντρά απ’ τον κήπο
και καλοκαίρι εμπήκε ναι,
να 'ξερα δεν σου λείπω.

Μύρισε νυχτολούλουδο
και τα δεντρά απ’ τον κήπο

Πηγή:stixoi/info

Πραξιτέλης-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Πώς πλάι μου και πώς μέσα μου φουντώνεις και ανατέλλεις,
του νυχτολούλουδου ψυχή, του αυγερινού παρθένα!
Της πέτρας ο ζωντανευτής, ο αρχαίος Πραξιτέλης,
την πνοή θα την έπαιρνε από σένα,

την πνοή που τον έσπρωξε να ζωγραφίσει επάνω
στην πέτρα, μες στα χέρια του —θαύματα χέρια— ανθούσα,
τον Έρωτα τον πλάνο,
την κελαηδήτρα Μούσα.

Τη Μούσα και τον Έρωτα. Και, ω Μούσα, της σοφίας
η γαληνή μητέρα!
Τον Έρωτα, της πύρινης ζωής, της τρικυμίας
τον άρχοντα πατέρα.

Τη Μούσα και τον Έρωτα. Ζωντάνεψε τα δύο,
και με το ίδιο πρόσωπο και με την ίδια χάρη
τα δίδυμα της τέχνης του, στο κρύο
λιθάρι ωμό, το πλαστικό σμιλάρι.

Περνάνε χρόνια και λαοί.
Ξεφύτρωσ’ έξαφνα απ’ τη γη
το πραξιτέλειο λείψανο, το μαρμαρένιο κρίνο.
Κανείς δεν ήξερε να πει
κανείς, αν είναι ο Έρωτας, αν είναι η Μούσα εκείνο.

Ρίχνει τ’ αστέρι του Καιρού χλωμή φεγγοβολιά
στα βαθιά μάτια, στου μετώπου τα πλατιά…
Κι εσείς, μαλλιά, σγουρά περιπλοκάδια!

Και τα συντρίμμια σου, Ομορφιά, φωτοκοσμοσημάδια!

Στο πλάι μου πώς μοσκοβολάς, πώς μέσα μου ανατέλλεις,
φως, άνθος, Έρωτα, ηδονή, Μούσα, Ηγησώ, Παρθένα!
Της πέτρας ποιός ζωντανευτής Ορφέας, ποιός Πραξιτέλης
να σ’ έπλασεν εσένα;

Πηγή: Περάσματα και Χαιρετισμοί

Σε μπλε Ιουλίτας- ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας
ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Τού επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις
φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

Εάν εξακολουθούμε να 'μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
τότε
Η ώρα θα 'ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
πάνω σε μπλε Ιουλίτας.

Πηγή: Δυτικά της λύπης,Ίκαρος,2004

Μισό φεγγάρι-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Βλέπω ένα γούβωμα βαθύ.
Ποιο χέρι αρπακτικό
μπήκε πήρε πολύ έφυγε
και δεν πρόφτασα;
Άραγε σε ποιο όνειρο
ανέθεσα του όλου τη φύλαξη
και το πήρε ο ύπνος;
Ακούω το νυχτολούλουδο
σαν κούκος ρολογιού
πετάγεται έξω απ’ το άρωμά του
φωνάζοντας
νύχτωσε βγες να δεις
και είδα να χαράζεται ψηλά
ένα μισό και ούτε φεγγάρι
σα μαχαιριά σε υπερφυσικό
θεού σαγόνι ή μάλλον
σαν φιλιού το κάτω χείλος
και το επάνω να φιλάει το σκοτάδι
–ποιος και σε ποιον μισοείπε:
αν είναι αργά
κοιμήσου στο κρεβάτι μου εσύ
κι εγώ στον καναπέ.
Αχ, υπομνηστικό φεγγάρι
στέκεις εκεί πάνω
σα μισή ωραιότητα
και σαν ολόκληρη ευκαιρία
κοιτάζοντάς σε να μετρώ
πόσα μισά δεν πρόλαβα
ν’ αφήσω.

Πηγή: Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως,Ίκαρος,2007

Μοναξιά-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ

Το Νυχτολούλουδο από μικρό
Ήταν μοναχικό
Η μάνα του έλειπε μακριά
Κι αυτό δεν γνώριζε
Τι θα πει αγκαλιά

Τι πόνος! Τι μοναξιά!
Άνθιζε πάντα τη νύχτα
Μονάχο του στα σκοτεινά
Τ’ άλλα λουλούδια νόμιζαν
Πως δεν βρίσκει στην παρέα τη χαρά
Ώσπου κάποια φορά, ζωγράφισε τη μοναξιά
Ούτε χρώματα ούτε λουλούδια ούτε πουλιά
Τι κρύο! Τι ερημιά!
– Ω! Δεν το αντέχω!
Φώναξε σπαραχτικά
Είναι δυσβάσταχτο
Νιώθω μεγάλη μοναξιά!

Πρόθυμη η Παπαρούνα
Του χάρισε μια κόκκινη αγκαλιά
– Βιαστείτε, είπε στ’ άνθη
Έχουμε πολλή δουλειά

Το φιλήσαν όλα τρυφερά
Του ’δωσαν ελπίδα, ζεστάναν την καρδιά
Του μάθαν να γελάει, του μάθαν ν’ αγαπά
Και πρόσφερε τ’ άρωμά του και πρόσφερε χαρά

Πηγή: Συναισθηματικό αλφαβητάρι, ποίηση για παιδιά, 2009

Κάποιες φορές οι απουσίες έχουν όνομα-ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

Κάποιες φορές οι απουσίες έχουν όνομα
στα περπατημένα περάσματα της νοσταλγίας,
ντύνονται με λέξεις που αγαπήσαμε!

Μαζί ξενυχτίσαμε
χορεύοντας στη σιωπή των κρίνων
στο άρωμα ανθισμένου νυχτολούλουδου
που μεθούσε στη σιγαλιά
ενός φεγγαριού διπλωμένου στα δυο.

Μαζεμένα τα αστέρια
στην δεξιά άκρη του ουρανού
εισχωρούν από το ανοιχτό παράθυρο
ραίνοντας φως σε ωχρά φαντάσματα
με αγγίγματα που έγιναν μνήμη
στην ξύλινη κουπαστή του ονείρου.

Τώρα μονάχη και έρημη
η απελπισία ψάχνει,
παραφρονεί
τρελαίνεται
αποκωδικοποιώντας κατάγματα
συναισθημάτων,
ονοματίστηκαν σαν μπήκαν στον γύψο
στις απαγορευμένες λάμψεις θραυσμάτων
μέσα στα μάτια τους.

Πηγή: Της μνήμης... κόκκινη θάλασσα, 2013

Μυρωδιές-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ

Το νυχτολούλουδο
μυρίζει θάνατο
υποψία παράδεισου
η γαρδένια
όμως, εγώ θα προτιμήσω
τη θλίψη
του βασιλικού.

Πηγή:Η πλατεία των ταύρων,Οδός Πανός,2017

Παραλλαγές της Πολύμνιας-ΕΡΜΟΦΙΛΗ ΤΣΟΤΣΟΥ

Ανέγγιχτη, ανέπαφη,
στων οραμάτων μας τις ζώνες.
Υπομορφική
στους στρατώνες
των ανάδοχων οικογενειών μας.
Αντάμωσες το νυχτολούλουδο
όπως τα περιστέρια
τις ροδανθιές τους.
Υπεράσπισες τις αναμείξεις,
τις θυσίες,
τη νιότη,
τις ονειρώξεις μας.

Ξανά τρεις θα εξεγερθούμε,
η Πολύμνια, το αναμάρτημά σου
η Τερψιχόρη η Ελευθερωμένη σου,
η Μελπωμένη η Θεοσκέπαστη.

Τρεις οι εγκέλαδοι
τρεις οι πεμπτουσίες
τρεις οι ευεργεσίες.

Ω έρωτα συγχώρα με
δεν ξύπνησα
απόψε.

Πηγή: Ώρες ανησυχίας, Σμίλη,2018

Πλακόστρωτα σοκάκια -ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΕΣΠΟΤΙΔΗΣ

Σοκάκια της Χώρας,
στενά,μικρά,
πλημμυρισμένα γιασεμί,νυχτολούλουδο,
σοκάκια μιας άλλης εποχής,
λίγο μακρινής,
μα ποτέ ξεχασμένης,
αρχοντικής,πολύ αγαπημένης.

Έμποροι πραματευτάδες,
περιδιαβαίνουν,
την πραμάτεια διαλαλώντας,
έμποροι βενετσιάνοι,
χρυσοποίκιλτοι καθρέφτες,
με μαεστρία καμωμένοι,
κυράδες πίσω από πόρτες μαντεμένες
κουτσομπολιό αναζητούν.

Η ψυχή μου εδώ ξαποσταίνει,
λες και μόνο εδώ ο ήλιος
τις πρώτες του ηλιαχτίδες ξεδιπλώνει.
Η καρδιά μου εδώ ανασαίνει,
τα σκαλοπάτια δυσκολίας ανεβαίνει.

Σοκάκια της Χώρας
λουσμένα στο φεγγαρόφωτο,
μοναδικά,υπέροχα.
Με έντονη συγκίνηση αναπολώ
χαρές,πίκρες και ό,τι άλλο έζησα κοντά σας.

Πηγή: Ψάχνοντας τα βήματά μου,Εκδόσεις Όστρια,2021

Θλίψη-ΘΕΜΙΣ ΙΠΠΕΚΗ

Ντυμένη στα γαλανά σατέν
με σφιχτούς μηρούς απ’ της Αρχαίας Ρώμης τους χορούς
κι με σάπια κοιλιά , κάτι φέρνει σε γερασμένο μήλο.
Με πρόσωπο λεπτό , μακρόστενο ,
όπως η φωλιά του νυχτολούλουδου
που δεν ξανά δε ιδιωτική λευκή νύχτα.
Πολιορκεί τα μαρμάρινα κρεβάτια , τα σκαλιστά σαλόνια , τους ρυτιδιασμένους δρόμους ,
στριμώχνεται με τα διακοπτόμενα κορμιά- σκιές με τραχεία πέτσα, με αδιάφορη μανία – .
Με καρτερεί από τόσο κοντά, τόσο στενά, που αρχίζω να την αγγίζω ,
η μυρωδιά της φέρνει με πεταμένο οξύ σε κίτρινο μαλακό ουρανό.
Αυτής τα μάτια αιμορραγούν
απάνω στα στήθη μου , που 'ναι φτιαγμένα από στάχυ.
Κι ο λαιμός μου βράζει
κι τα μαγούλα μου υγροί κήποι
που κάποτε ανθίζανε χείλη ζευγαρωμένα.
Με κυνηγά με τα τακούνια της
ίσα που σπάει ο λάρυγγας της σιωπής
κι αρχίζουνε πηκτοί περιπαικτικοί φθόγγοι κι ξεχωρισμένα φωνήεντα να ξεψυχάνε με δόσεις
κι ξεκινά ψυχή να τραυλίζει , να φωνάζει δυνατά, να ξεπερνά κούφια ηχεία
να μοιάζει με χαμένη νύχτα ακολασίας
μα με λευκή κατά λευκή σελίδα να στρογγυλοκάθονται οι παλάμες του φεγγαριού
που κοιμίζουν τα μικρά, ναρκώνουν τα κεφαλαία
που κλειδώνουν τις αυλαίες ,
φυλακίζουν τους ηθοποιούς στους περσινούς χαιρετισμούς
που αφρίζουν τις αναμνήσεις , τους κοιτάνε από κοντά με δανεικά μικροσκόπια χαρμολύπης
Κι αυτό που απομένει απ’ την παραδομένη , καθαρή, γδυμένη θλίψη
θα 'ναι η συμβολή της μνήμης
που την ντύνει, την φυλάει, τη στήνει , της μιλά, της αποστηθίζει στο λεμονί αυτί της,
την κάμει μάνα ξενύχτισσα εγωκεντρική κι κόρη κομπάρσα εκδικητική
κι αυτό που ξεγλιστρά απ’ την
είναι τ’ όνειρο που παιδικά όλο κι πάει να καεί , μα που ποτέ στάχτη δεν γίνεται.

καλοκαίρι

Με το φως της Ανατολής περιλουσμένοι, εσύ θαρραλέε Άρη κι συ αναδυόμενη λευκή
Αφροδίτη.
Στις χρυσές ακτίνες όταν κλειδώνουν τα καστανά βλέφαρα με ανοιχτά τα φύλλα
χορό δροσοσταλίδων προετοιμάζουν.
Όταν αφήνονται οι κρύες σκέψεις σε θεατρικές παπαρούνες γύρω από έρημα ξωκλήσια,
όταν ζητά το ιδρωμένο μέτωπο χρώμα πορφυρό και φως γαλάζιο ύστερα από τούλινες υποσχέσεις,
θα 'ναι που βρίσκεστε σε εργολαβίες Διός για κάστρα με ανοιχτά ταβάνια
-οι νότες ελεύθερες πετούν, οι πίνακες στάζουν χυμούς λωτών και μυρτιών καθώς οι
πεζοκράτορες μεθούν-
για πόρτες που δέχονται το βήμα ενός έργου του
καλοκαιριού
ανήλικης ψευδαίσθησης
αθέατης ελπίδας κι ενός γλυκού δακρύου
μιας ήσυχης δροσιάς
ενός σιωπηλού παραπόνου
που για λίγο ακόμη παύουν να ακούνε στο γοργό πέρασμα του χρόνου,
στο παρελθόν της ατάραχης δημιουργίας ,
ακόμη κι όταν εσύ Άρη μισητέ θα γερνάς
και συ Αφροδίτη μουτζουρωμένη για τον τέλος ενός έρωτα τροφή θα κλέβεις.

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Σε τι ωφελεί-ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΜΠΡΟΥΧΟΣ

Ανέσυρα τα παιδικά μου χρόνια από συντρίμμια καιρών περασμένων
Αρτιμελή, με χαρακτηριστικά κάπως κουρασμένα μα με βλέμμα αήττητο
Στις καθημερινές μάχες που εξακολουθούν να αθροίζουν πόθους
Μαχητές. Στη μυρωδιά του βασιλικού αναθαρρεύει το παν και στη γητειά
Του νυχτολούλουδου ανθίζουν εικόνες που άγιασαν σ' ένα καλοκαίρι.

Φτωχικά τα θέλω μου μα το πιστεύω μου απέραντο στην άπλα του
Γαλάζιου που νοστιμίζει η αλμύρα, όπως μια αναδρομή πυρπολεί ένα
Όνειρο που σε ξυπνάει μα δεν το θυμάσαι.

Τρυγητής στιγμών που ακόμα στάζουν καθώς ο φαλλός μετά την
Εκσπερμάτιση στην ακηδία της ραστώνης, ανιχνεύω στο βλέμμα σου την
Ετοιμότητα για την τιμή των όπλων. Μιλάς και σωπαίνω. Μιλώ και
Σωπαίνεις, λες και απευθυνόμαστε στον απέναντι άγνωστο… Κι ας
Ήμασταν εμείς που κυνηγούσαμε τις ανάσες μας και σκαρφαλώναμε ο
Ένας στο δέντρο του άλλου ενώνοντας το σπασμό μας στο υπέρτατο
Αίσθημα.

Ανάδεψα τις εικόνες της γειτονιάς που απόμεινε άψυχα κτίρια, καθώς οι
Ψυχές τραβήξαν το δρόμο τους και τώρα μαυροφόρες μνήμες
Μοιράζουνε κόλλυβα και η μούχλα της απουσίας σκορπά αδιάκριτα την
Οσμή της.

Σε βλέπω εκεί που δεν είσαι και δεν ξέρω να ζωγραφίζω για να σε βάλω
Στη θέση σου. Μου έρχονται μουσικές από τους γύρω ιβίσκους και
Θροΐζουν οι θύμησες του αύριο.

Ονόματα φίλων που ξέμειναν σκαλισμένα σε μάρμαρα ζηλεύοντας την
Ηλικία της πέτρας ανταποκρίνονται χωρίς να με ακούνε μιας και
Φωλιάζουνε μέσα μου.

Μητέρα, έμεινε μόνο η μυρωδιά σου στο δωμάτιο που κουβαλάω πάντα
Μαζί μου και είναι o κόσμος μου.

Πατέρα, με συντροφεύεις και με φωτίζεις και με οδηγείς όπως τότε που
Με ανάσταινες μέρα τη μέρα και με σεργιάνιζες και με νουθετούσες για
Να γνωρίσω το είναι μου.

Κι εσύ, που ακυβέρνητο μ’ άφησες μεσοπέλαγα να μη βρίσκω στεριά,
Που εμφανίστηκες απ’ το πουθενά και στη νεκρή μου πόλη έδωσες ζωή
Κι ελπίδα φύτεψες στην κατακαμένη γη μου, όσο ένα ανοιγόκλεισμα
Βλεφάρων μου χάρισες φως και υλοποίησες την παρουσία σου στην
Αγκαλιά μου και πριν καλά-καλά σ’ αγγίξω μου έστειλες το βλέμμα σου,
Το ίδιο εκείνο βλέμμα από το βάθος της σκόνης του χρόνου κι
Εξαφανίστηκες όπως μια σκιά στης αγοράς το σμάρι και πάνω στης
Ψυχής το μέστωμα. Κι αναρωτιέμαι, όπως ξέμεινα με τον εαυτό μου, τι
Να τα κάνω πλέον τόσα λείψανα,

Σε τι ωφελεί η ανακομιδή της Νιότης;…

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Ερωτικό-ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΑΧΑΡΙΔΟΥ

Πάλι στα τυφλά ψάχνω
Πού μου κρύβεσαι
Νυχτολούλουδο;

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr 

Ο κήπος μου- ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ

Φτιάχνω την πέργκολα και απλώνω το γιασεμί μου
για να 'ρχονται τα χελιδόνια την άνοιξη
να χτίζουν τη φωλιά τους.

Ασπρίζω τους φράχτες μου και κλαδεύω το νυχτολούλουδο
για να λάμπει ο ήλιος τα μεσημέρια
και νά 'ρχονται τα αηδόνια μεσάνυχτα.

Έτσι έγινε και έτσι θα γίνει, μικρή μου Μαρία,
και κράτησε γερά το σκοινί,
άλλο έλεος δεν υπάρχει.

Πηγή: stixoi/info

Καλοκαιρινή ώρα-ΜΑΙΡΗ ΜΠΡΙΛΗ

Τώρα που…το καλοκαίρι
η Γη γυρίζει λίγο πιο γρήγορα
η ώρα κυλά γύρω από τον ΄Ηλιο
χωρίς να κοιτάζεται στο ρολόι.
Λιώνει γλυκά το πρωί
με τα παγάκια του καφέ
στο σκληρό ποτήρι
για να σαλέψει αργά το μεσημέρι
στην κοσμική παραλία
με τα κύματα της θάλασσας
Το απόγευμα βυθίζεται τρυφερά
στον ρόδινο ορίζοντα
με το κουρασμένο ηλιοβασίλεμα
για ν’ αναδυθεί νωρίς το βράδυ
με το μεθυστικό άρωμα
στις αντικριστές γλάστρες
Την ώρα που…η γυναίκα
ποτίζει ενδιάμεσα από το ασβεστωμένο σκαλί
λίγο μετά τον βασιλικό
λίγο πριν το νυχτολούλουδο.

Πηγή:stixoi/info

Η νοσταλγία της άφεσης-ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

διότι το νερό θα τα παρασύρει όλα στο τέλος
όπως σε εκείνη την ταινία που ήθελες να την ξαναδούμε
οπωσδήποτε το καλοκαίρι
αλλά δεν ήρθε το κύμα ανέβηκε το κύμα ως τα μάτια
να σκεπάσει την έπαρση για πάντα να μείνει το σημάδι
εκεί που έβλεπες την αλλαγή της φωνής μας σε βάραθρο
όταν τίποτε δεν έμενε στη θέση του πια
εκτός από το όνομά μας
χαραγμένο ήδη π.Χ. στη φλούδα ενός μυστικού
καθώς ανεβαίνει τώρα στην πλάτη της θεάς
θυμάσαι αναπόφευκτα το άλλο νυχτολούλουδο
που δεν θα υπάρξει όμως ξανά
παρά μόνον στο όνειρο του χειμώνα
ίσως

Πηγή:stixoi/info

Γαλάζιες μέρες-ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ

Μέρες που ανοίγουνε, καθώς
σκίζουμε πάλι το βελούδο του γαλάζιου.
Το σώμα λαχταρά, αφυπνίζεται
κι οι μυρωδιές μας ξεσηκώνουν.

Μνήμη της όσφρησης, ένστικτο αρχέγονο,
μας κατευθύνεις πάλι.

Βραδιά αναστάσιμη κι οι πόθοι των σωμάτων
διαχέονται σαν νυχτολούλουδο κι απόψε.
Κι εσύ, αντικείμενο του πόθου μου
-σε βλέπω ως τρεμοπαίζει
η ψυχή του κεριού και στάζει αργά.

Ποθώ και πάλι τ' απαγορευμένο σμίξιμο.
Ανάστησέ μου την ηδονή του σώματος,
ω αιώνια επανερχόμενο καλοκαίρι μου.
Υποτάσσομαι στην αγαπημένη μου εναλλαγή
του κυκλικού χρόνου.

Σώμα του πόθου μου επιστρέφεις
μνήμη του πάθους μου έρχεσαι ξανά.

Και θα σε βρίσκω πάντα,
όταν οι μέρες γίνονται βελούδινα γαλάζιες
κι οι νύχτες επικίνδυνα θυμητικές.

Πηγή:stixoi/info

Εξομολογήσεις ενός ηδονοβλεψία ποιητή -ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΛΤΟΣ

Το άσπρο σου μπλουζάκι που ανέμιζε
η σημαία της πατρίδας μου.
Τα εσώρουχα που κρεμόντουσαν στο μπαλκόνι σου
οι πιο εξαίρετοι πίνακες.
Το λευκό φως του παραθύρου σου
το πιο λαμπρό σεληνόφως.
Αχ και πόσο ήθελα εκείνο το βράδυ
να παίξω μία σονάτα
πάνω στα σκαλοπάτια σου
τότε που εκείνον το φίλο
καθόμασταν πάνω στο δέντρο
και είχανε γίνει τα μάτια μας
άσπρα πανιά που παίζανε
έργα πρωτοφανέρωτα
μα σε κάποια στιγμή
θα μας δουν είπε αυτός
έπεσε κάτω
και μέχρι να στρίψει στην γωνιά του δρόμου
τον είδα που άρχισε να σαπίζει
μα εγώ έμεινα εκεί
ώσπου άνθισα σαν ένα νυχτολούλουδο
κι από τότε
όλη τη μέρα έχω τα πέταλα μου κλειστά
και γυρνώ τα βράδια
να βρω το ίδιο φως
αρώματα ν’ ανθίσουνε στον νου
για να γραφτούν ποιήματα
ποιήματα
σαν κι αυτό.

Πηγή:https://www.greekstixoi.gr/

Με μικρά χι ετσεκάριζα- ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

Με μικρά χι ετσεκάριζα πυρπολημένους τόπους
Στο γαλατένιο άτλαντα του κορμιού σου επάνω.
Ήταν αράχνη το στόμα μου έστηνε τον ιστό της χιαστή.
Μέσα σου, πάνω στην πλάτη σου, διψαλέο, περίτρομο.

Σου έλεγα παραμύθια και θρύλους στις όχθες του εσπερινού,
κουκλί μου λυπημένο και γλυκό
για να σου τήνε πάρω έτσι την λύπη.
Για’ ναν κύκνο, για’ να δέντρο, για κατιτί αλαργινό κι αλέγρο.
Για την ώρα των σταφυλιών, για τον καιρό της ώριμης οπώρας.

Ζούσα αραγμένος σε λιμάνι ώσπου σ’ αγάπησα,
Και τη μοναξιά μου την ετραβέρσωναν τα όνειρα και η σιωπή.
Δεσμώτης ήμουν ανάμεσα σε θάλασσα και θλίψη.
Βουβός, αλλοπαρμένος,
Ανάμεσα σε ασάλευτους βαρκάρηδες του πόρτου.

Από τα χείλη ως τη φωνή κάτι όλο χάνεται.
Κάτι φτεροκοπάει, του τρόμου κάτι και της λησμονιάς.
Έτσι, να, που δεν δύνονται να κρατήσουν το νερό.
Μαμούνι μου εσύ, παρά σταγόνες κάποιες μόνο
στους βρόχους τους τρεμουλιαστές.
Κι ωστόσο πάντα κάτι τραγουδάει
σε αυτά τα έπεα πτερόεντα.

Κατιτίς τραγουδάει,
κατιτίς αναθρώσκει ως το άπληστο στόμα μου.
Να είτανε λέει να σου ψάλλουνε μεγαλυνάρια
με όλα τα λόγια χαράς.
Διθυράμβους ν’ ακούσεις, να σ’ ανάψουνε και να πετάξεις
σαν καμπαναριό στα χέρια ενός θεότρελου.
Τρυφερή μου εσύ, λυπημένη – τι τρέχει ξαφνικά; Τι έγινε;
Καλά- καλά δεν πρόλαβα
Στη κορφή του ωραίου όρους ν’ ανέβω
κι η καρδιά μου έκλεισε σαν νυχτολούλουδο.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Πηγή:Πάβλο Νερούδα, Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα,Εκδόσεις Τυπωθήτω

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

  

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;