Σαν σήμερα, στις 30 Οκτωβρίου 1871 γεννήθηκε ο Γάλλος ποιητής Πολ Βαλερί. Θα δούμε το ποίημά του "Ο Νάρκισσος"!
Ο Νάρκισσος- ΠΟΛ ΒΑΛΕΡΙ
Κρίνοι περίλυποι,αδελφοί, απ' ομορφιά λαγγεύω,
Τον εαυτό μου όπως ποθώ μες στη δική σας γύμνια,
Κι ω Νύμφες των πηγών, σε σας, ω νύμφες,νύμφες, νύμφες,
Μέσα στην άμωμη σιωπή προσφέρω μάταια δάκρυα,
Γιατί του ήλιου αποσβήνει η δόξα!...
Είναι νύχτα,
Νιώθω ν'αυξαίνει η χρυσή χλόη μες στη σιωπή την άγια,
Κι υψώνει τον καθρέφτη της η επίβουλη σελήνη
Καθώς η νύχτα τη γυμνή πηγή σιγά τη σβήνει.
Έτσι στα νεροκάλαμα τ'αρμονικά, ριγμένος
Απ'τη θλιμμένη μου ομορφιάν, ω σάπφειρε, λαγγεύω,
Σάπφειρε εσύ πανάρχαιε κι εσύ μάγισσα κρήνη
Όπου καιρών αλλοτινών το γέλιο έχω ξεχάσει.
Λύπη μού φέρνει η λάμψη σου η μοιραία κι η καθάρια
ω πένθιμη πηγή, για τα δάκρυά μου προορισμένη.
Εκεί μες στο θανάσιμο γαλάζιο σου, η ματιά μου
Είδε την όψη μου με υγρά στεφανωμένην άνθη.
Γλυκειά είν' η εικόνα κι είναι, ωιμέ! Τα δάκρυα αιώνια!
Μέσ' από τα γαλάζινα τα δάση και τους κρίνους
Τους αδελφούς, τρεμίζει λίγο φως ακόμα, μόνος
Αμέθυστος, κι έτσι αμυδρά μαντεύεται ο Μνηστήρας
Μες στου καθρέφτη μου το φως το άθυμο που με θέλγει,
Χλωμός αμέθυστος, καθρέφτη εκστατικών ονείρων!
Να η σάρκα μου, μες στα νερά λουσμένη απ'το φεγγάρι
Κι απ'τη δροσιά, η χλευαστική τη δείχνει, ύπουλη κρήνη.
Να τ'αργυρά τα μπράτσα μου με τις κομψές κινήσεις,
Στο λατρευτό χρυσάφι οκνά τα χέρια μου απαυδήσαν
Αυτόν το σκλάβο να καλούν που οι φυλλωσιές τον ζώνουν,
Και ρίχνω στην ηχώ ικεσίες στους σκοτεινούς θεούς μου.
Αντίο, στα ήρεμα κλειστά νερά χαμένη ανταύγεια!
Νάρκισσε, η έσχατη ώρα αυτή έν'απαλό είναι μύρο
Στη διψαλέα καρδιά. Σ'αυτό το κενοτάφιο επάνω
Για τους νεκρούς ξεφύλλισε τα επιθανάτια ρόδα.
Ας είσαι ρόδο που μαδά, χείλι μου, τα φιλιά του
Για να κοιμάται το είδωλο γαλήνιο στα όνειρά του.
Γιατί μονάχη, απόμακρη, σιγά μιλά η Νύχτα
Στους κάλυκες τους ελαφρούς, χλωμές σκιές γεμάτους.
Μα η σελήνη στα υψηλά τα μύρτα διασκεδάζει.
Ω, αμφίβολη, κάτ' απ' αυτά τα μύρτα, σε λατρεύω!
Σάρκα που για τη μόνωση θλιμμένα έχει ανθίσει
Μες στον καθρέφτη δείχνεται στα κοιμισμένα δάση,
Ω σάρκα μιας πριγκίπισσας κι ενός ωραίου εφήβου!
Η απατηλή ώρα είναι γλυκειά για όνειρα μες στα βρύα
Και σκοτεινή ηδονή μεστό είν'το βαθύ αυτό δάσος.
Νάρκισσε, αντίο! ή πέθανε! Έφθασε το λυκόφως.
Απάνω στο γαλάζιο, ο αυλός, το ενταφιασμένο ψάλλει
Την πίκρια των κοπαδιών με χουγιατά που φεύγουν
Απάνω στα νεκρά νερά, στα ωραία σου χείλη, πάρε
Αυτό το νύχτιο, αβρότατα μοιραίο,το φιλί,
Χάδι που την ελπίδα του το κρύσταλλο αλλοιώνει,
Όμοια η εσπέρα, ευλαβική ομορφιά και σιωπηλή.
Πάρτο κι αυτό μες στη σκιάν, εξόριστή μου σάρκα,
Και στάλαξε, απόμονέ μου αυλέ, για τη σελήνη
Στάλαξε δάκρυα ατέρμονα μες σ'αργυρές ληκύθους.
Μετάφραση: Φρίξος Ηλιάδης
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά, Εκδόσεις Διόσκουροι