Η καλεσμένη μου στη στήλη Στα βαθιά είναι μια εκπληκτική ποιήτρια. Είναι η Γρηγορία Πελεκούδα, με καταγωγή από τη Λάρισα. Έχει σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών κι έχει στο ενεργητικό της πέντε ποιητικές συλλογές. Η ποίησή της είναι κοινωνική,υπαρξιακή,φιλοσοφική, με σφρίγος και πανέμορφες εικόνες. Θα μοιραστώ μαζί σας εννέα ποιήματά της!
Πως να σιωπήσω
Δεν είναι μόνο δική μου η θλίψη στα ατέλειωτα βράδια,
όταν τα άστρα τα αφανίζουν
ποτέ κανείς να μην ζει με ψευδαισθήσεις όταν η βροχή
σε ψεκάζει ασταμάτητα.
Από ένα θεόσταλτο βαρύ φορτίο πιάνω τα λουριά
να κρατηθώ μα ιδρώνω και γλιστράω στις πέτρες
σε κάθε θαμπό κάλυμμα βλέμματος κάλυμμα
κάπου κοντά ηχεί φύσημα άνεμου
μέσα από τις άγνωστες ομίχλες.
Στην κυρτωμένη πλάτη της πλάνης μου
τα δάχτυλά μου γέμισαν μεμβράνες στην ορμή της σιωπής μου,
γκρίζα πουλιά από μέταλλο σκουριά νιώθω την οργή τους
στον ορίζοντα σε όλες τις κατευθύνσεις να κοιτούν
μες απ΄το στόμα του κόσμου.
Λευκές καταιγίδες σαρώνουν τα πάντα
γύρω μου,
κανένα ρολόι δεν ακούγεται να χτυπά
μόνο ένα καμπαναριό δεσπόζει και θρηνεί το απομεσήμερο,
των αγέννητων αγγέλων, οι άγγελοι των νεκρών
να ίπτανται πάνω στο ξεκίνημα του όρθρου.
Ω μάνα του κόσμου ο ανεμοστρόβιλος ήρθε να με φυσήξει
σαν υπολείμματα για να κλάψουν τα κουρασμένα μάτια μου
κυλώ αθόρυβα στην σκοτεινιά της ζωής
κανένα μέρος να ξαποστάσει να ζεσταθεί κανείς
ούτε στα προαύλια των νοσοκομείων
τα εξαντλημένα από τις υπερωρίες.
Στου τρόμου την απελπισία που εκτείνεται στους δρόμους
πίσω από τις μάσκες τους
όλοι με κοιτούν αδιάφορα, απλά με κοιτάζουν και με προσπερνούν
λες κι είμαι μακάβριο μίασμα μια ζωή γεμάτη ειρωνεία
να μου λέει όλα καλά και όμορφα για να με ξεφορτωθούν.
Και οι μέρες περνούν και οι μήνες περνούν
με ένα ψίθυρο ψεκασμού σαν φτερό νυχτερίδας,
κι όταν όλα θα ειπωθούν πικρά και θανάσιμα
κι όταν όλα θα γίνουν ήσυχα
θα κοιμηθώ στην ουράνια ειρήνη του κόσμου.
Ευοίωνες σκέψεις
Σ΄ένα παιχνίδι που έχει
μόνο ηττημένους δεν κάνεις
ευοίωνες σκέψεις
όσο τα μαύρα σύννεφα
πυκνώνουν, εμείς θα μετράμε
ανθρώπινες απώλειες.
Μ΄ένα κόμπο στο στομάχι
θα γυρνάμε πίσω στο χρόνο
που εναλλάσσεται της γνώσης
η άγνοια,
εσύ το νιώθεις το κενό
της λεηλατημένης σάρκας;
Στον κούφιο ουρανό τις λέξεις
ηττοπάθειας
γυμνές να δίνουν νόημα,
όταν αδειάζουν δεσμίδες
πόσο κενός ακούγεται
ο ήχος της συνείδησης;
Στη μεγάλη σκακιέρα
ΕΘΝΏΝ
πόσο χοντρό είναι το παιχνίδι
που παίζεται;
Ή το μόνο που σε νοιάζει
είναι να γράφεις ποιήματα
για μεγάλες αγάπες;
Ο δρόμος της άγνοιας
Αξιοπρεπές αρμόζον μυστήριο
μακροέλπιστης γαλήνης,
μες στα σκοτάδια ψάχνουν τα μάτια της
για μια καινούργια συγκλονιστική στιγμή
το κενό μες στο κενό.
Μια χούφτα ροδόφυλλα
κινούνται ανάμεσα στ΄αστέρια
εκεί βρίσκεται ο χορός
από μια χάρη αίσθησης,
μες στο ροδόκηπο
μέσα στον κόσμο αέναης μοναξιάς .
Κι όσο διαρκεί ο ήχος
οι λέξεις τανύζονται, ραγίζουν
γλιστρούν, παραπατούν, χάνονται,
στο δυνατό θρήνο απαρηγόρητης
χίμαιρας, η αγάπη μένει ακίνητη
ανάμεσα στο μη-είναι και στο είναι,
εκεί αναβρύζει ο κρυμμένος έρωτας
στο δρόμο της άγνοιας.
Μη όν ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε;
Όταν κάποιοι σου παίρνουν το όνειρο
το πάθος κι ότι αγάπησες με τόσο κόπο
χτίζοντας, με δυο χέρια γεμάτα ρόζους
αυτά που αφουγκράζονται της γης
τους παλμούς και σταυρώνουν τον τίμιο άρτο
εν φόβω Κυρίου;
Δόλιε άνθρωπε οι σωτήρες
μόνο τις νύχτες έρχονται
κι ο χρόνος προφητεύει ταπείνωση
αν σου πάρουν ότι απόμεινε.
Με πικρό ψωμί γιομίσαμε τις χούφτες μας
αύριο πάλι θα κλαίμε την μοίρα μας
τι κι αν πάλι σήμερα βρέχει.
Φτύνοντας την κατάντια μας
το χώμα νοτίζει μόνο ο ιδρώτας μας,
σώματα χέρια μια υπόσχεση δώστε
όσο κι αν είναι άδικη η ζωή
η φλέβα να χτυπάει ως το τέλος του κόσμου
στα ακροδάχτυλά μας…
Σκόρπιες λέξεις σκόρπια λόγια
Στην ερημιά του δειλινού
πράγματα που δεν αγγίξαμε
ήταν οι σκιές των ανέμων,
στη σκιά του χρόνου της φθοράς
δεν είδαμε την κατεύθυνση
γύρω από ένα τυχαίο όνειρο.
Μια ματιά βουρκωμένη
βουτά στο κενό
κι ένας χτύπος της καρδιάς
στο δώθε κείθε να χτυπά
του τικ τακ ο αχός του χρόνου,
στα αχανή να διαφεύγουν οι λέξεις
που δεν ταξίδεψαν
μαύρο μαύρο κλικ κλικ μαύρο
να στέλνει ευθεία μπροστά
λιγότερο φως αθώο.
Πες του να περιμένει
αφού δεν πρόκειται για την δική του
φωτιά, κι αν καίγεται αθώα η φύση
είναι απλά η φύση που φλέγεται
κι εγώ από μακριά τις σκόρπιες λέξεις
κοιτάω, στον άνεμο που πετά χαμηλά
στην πλάτη του Κρόνου την πλαγιά
ανεβαίνω κι από κει βλέπω πόσο εφήμερη
είναι η ονειρική αίσθηση,
η αίσθηση των πραγμάτων.
Άτιτλο
Στο ίδιο χθες
θα με δεις
αλυσοδεμένη
να με σωπαίνει
ο ήχος της κραυγής.
Άσε τις λέξεις
σε κείνες τις νεκρές ώρες
όσα δεν είπαμε εμείς
να τα λέει η σιωπή.
Να μ΄αγκαλιάσει
η αύρα της,
να με θυμώσει η ήττα της
κι αυτό το θέλω
σε μια εποχή νεκρή.
Το μέσα μου ας είναι
η εποχή της πτώσης μου
να μην λυπάσαι
όταν πέφτουν
τα φύλλα μου.
Φύλλο φθινόπωρο
είναι τα τσακισμένα
αισθήματα
που ματώνουν
μες στη βροχή.
Κι έρχεται δάχτυλο
αόρατο,
π΄αχνίζει το παράθυρο
φτερό αγγέλου
τσακισμένο
ζωγραφίζει στο κενό.
Ένα φύλλο φθινόπωρο
στην πτώση του
δεν υπάρχει
το εσύ το εγώ
μόνο εγώ.
Σκέψη μου
Έχουμε πολύ γκρίζο ακόμη να διανύσουμε
μα ίντα τα θες πιες τον καφέ σου
στην υγειά μας κι άμα μεθύσουμε
για τα καλά θα κλάψουμε τη μοίρα μας
γιατί τις παρωπίδες μας τις βάλαμε στραβά.
Κλειδώσαμε τα μάτια μας,
σφαλίσαμε τ΄αυτιά μας μες στου καπνού
τ΄απομεινάρια, πόσο αξιολύπητη
της πεντάρας είμαστε θρηνώντας μέσα
στην ενδεή φρίκη του πρωινού καφέ μας;
Γιομάτος πίκρα πως να νιώσω καλύτερα
μονολογώντας,
που πάτε ορέ να φυτέψετε μικρά βλαστάρια
να μεγαλώσουν;
Νιώθετε πόσο ψεύτικος κι εφήμερος
είναι τούτος ο κόσμος
νιώθετε τους κραδασμούς της ραγισμένης ελπίδας;
Κι έχουμε τόσους δρόμους ακόμη
να διανύσουμε την τύφλωσή μας,
κι έρχεται φωνή σοφή από το υπερπέραν
μην ψάχνεις για ξέφωτα για να βρεις
το δρόμο της ελευθερίας,
το γκρίζο της έχει γίνει πιο μαύρο
πιο πολύ βαθύ...από το μαύρο μας.
Όλα ένας φαύλος κύκλος είναι
και αυτό με τρομάζει.
Όταν πικρές αλήθειες τσακίζει
στη σελίδα της λήθης
ω ψυχή μου ομιλούσα
τα πιο παράξενα που πέσανε
από τον ουρανό σε μια νύχτα
ήταν οι οδοιπόροι
που πήραν την ατραπό
που δεν ήταν άλλο
παρά μόνο ο δικός μου.
Σου άφησα μήνυμα
πως να καταγραφή το παρόν
πριν κλείσω τις πόρτες
της κραυγής μου
μέσα στο πάλαι ποτέ ξανά
μην ακουστούν οι θλίψεις μου
σ΄ανοικτά παράθυρα
χωρίς ορίζοντα
να γαντζωθώ στην απελπισιά
της οργής το τίποτα.
Πόσο αθώα μοιάζει να κοιμάται
της μνήμης το ξερίζωμα
χέρι μου δείξε απλά
πως αστράφτει η βροντή
στην απλωσιά του ορίζοντα
στον ύπνο του λήθαργου
αργά οι λέξεις να ξυπνήσουν
στις λευκές σελίδες τα όνειρα
όταν σε λίγο θα γεμίσουν δίνες
πόσοι ναυαγοί θα γλιτώσουν
απ΄το ξερίζωμα.
Μάθε να αγαπάς
Εσύ που σωπαίνεις μέσα
στην πίκρα σου,
άσε το βλέμμα σου στην κλίμακα
της καλοσύνης να μοιάζει με ήλιο
στα ταξίδια της,
κι αν βραχείς από θάλασσα γαλάζια
θυμήσου,
τα πορφυρά ηλιοβασιλέματα
θυμήσου όταν σε κράταγα
από το χέρι πως να προσπερνάς
τα στοιβαγμένα βράχια
πόσες αλμύρες μαζί ήπιαμε
γλυφό νερό με φως και θάνατο.
Πάντα θα υπάρχει μια θάλασσα
να αγναντεύεις,
να μην φοβάσαι την πλημμυρίδα
όταν η σιωπή πνίγει τη σιωπή
των διψασμένων,
πάντα θα υπάρχει μια διαφυγή
της πιο ταπεινής λέξης,
η αγάπη έχει παράξενη φωνή
κι ας σαρώνει τα μάτια σου
το δάκρυ,
θα σε πάει παντού με μουσικότητα
κι αν βραχούν οι χορδές
της κιθάρας μου δως της μια
δαχτυλιά να λιχνίσει τον ήχο
των βουβών χειλιών της
στον φλοίσβο της αγάπης μας.
Βιογραφικό
Η Γρηγορία Πελεκούδα γεννήθηκε στη Λάρισα. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Βόλο. Σπούδασε στη σχολή Καλών Τεχνών , έχοντας στο ενεργητικό της ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Συγγραφέων Λάρισας ( Ε.Λ.Ο.Σ.Υ.Λ.), του Γαλλικού Ινστιτούτου Τεχνών και Γραμμάτων, Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων ( ΚΕ.ΒΙ.ΜΑ.ΣΥ.), της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ). Είναι πρόεδρος του συλλόγου κιθαριστικής ορχήστρας Βόλου και μέλος του Συλλόγου Μουσικής Τέχνης <<Λίνος>>.