Σήμερα θα σας παρουσιάσω την ποιήτρια Θωμαή Τσιμερίκα. Η Θωμαή εργάζεται ως νοσηλεύτρια και διαμένει στον Πολύγυρο Χαλκιδικής. Αγαπά το παραμύθι και την ποίηση κι έχει συμμετάσχει σε αντίστοιχα ανθολόγια. Φρεσκάδα,πρωτότυπες εικόνες κι έντονο λυρισμό είδα στη γραφή της. Θα τη γνωρίσετε μέσα από μια επιλογή δέκα ποιημάτων της! Της εύχομαι τα καλύτερα!
ΕΡΗΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Έρημοι δρόμοι σαν φωτιά .
Κίτρινοι τοίχοι , μουχλιασμένοι απο την υγρασία .
Καράβια οι σκέψεις .
Φεύγουν ; Πετούν ; Κολυμπούν ;
Πεθαίνουν .
Λυσσομανούν τα κύματα .
Φουρτούνα η ζωή .
Οι διαβάτες κυκλοφορούν με αδιάβροχα .
Ένας ναυαγός , μέσα στην ερημιά .
Ανεβαίνει τα σκαλιά για το πουθενά .
Δρόμοι νεκροί , χωρίς ζωή .
Άφαντος ο άνεμος , πίκρα .Ασφυξία σε έναν κόσμο νεκρό από συναισθήματα .
Ένας αργαλειός σκεπασμένος κάτω από το μαύρο σεντόνι περιμένει το θάνατο .
ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ
Ζωή , μια αναπνοή , μια φυγή .
Μια λάμψη στον ουρανό .
Ένα χαμένο σ’ αγαπώ .
Ζωή , μια κραυγή , μια ψυχή .
Χάθηκε σαν περιστέρι .
Πέταξε τόσο μακριά .
Έφυγε μαζί και η χαρά .
Ζωή σαν άνεμος έφυγες , μια νυχτιά .
Μια κοπέλα έμεινε μοναχιά .
Η χαρά έφυγε για τα βουνά .
Πήγε να βρει τα σύννεφα .
Να κάνουν συντροφιά .
Η λύπη μπήκε στην ψυχή .
Ο πόνος ήτανε βουβός .
Περπατούσε σκυφτός .
Ο θάνατος περνούσε , μαυροφορεμένος .
Οι άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν .
Έτρεχαν να σωθούν .
ΑΓΑΠΗ
Πέφτουν οι σταγόνες της βροχής , στην έρημη τη γη .
Πέφτουν οι σταγόνες της βροχής , μέσα στην ψυχή .
Περιμένουν το άσπρο περιστέρι μήνυμα να φέρει .
Από τα βάθη του ουρανού , σημάδι του Θεού .
Και γω σε περιμένω , από την απουσία σου πεθαίνω .
Αγάπη μέσα μου βαθιά , την νιώθω σαν σκιά .
Περπατούν τα συναισθήματα , σαν θύματα μιας καρδιάς , μιας φωτιάς .
Και γω χορεύω μέσα στον ωκεανό . Το αλμυρό νερό μου βρέχει το κορμί .
Κολυμπώ μέσα στα κύματα , θέλω να σε φτάσω αγάπη .
Δεν θέλω να σε χάσω και συνεχίζει η βροχή …..η αγάπη δεν έχει χαθεί .
ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ
Βροχής ; δάκρυ ; ελπίδας ; αίμα ;
Τίποτα, σιωπή σε ένα λιμάνι .
Το αεράκι κάθισε δίπλα μου .
Μου έκανε συντροφιά , μέσα στην ερημιά .
Δίπλα μου μια σταγόνα , σαν βελόνα
Μου τρυπάει το κορμί , μου κεντάει την ψυχή .
Δεν περνούν διαβάτες ,
άδειασαν οι στράτες .
Όλοι θέλουν μια σταγόνα . Τη φωνάζουν , τη ζητούν .
Μια σταγόνα χαράς επιθυμούν ,στην εποχή του κορονωιού .
Μια ρωγμή ανάσας , στην έρημη γη , που ένα θαύμα καρτερεί .
ΕΡΗΜΗ ΓΗ
Όταν υπάρχουν οι καιροί μέσα σε αόρατες μορφές .
Τα λόγια μοιάζουν φυλακές .
Οι χορδές μιλάνε σαν τους τροχούς γυρνάνε .
Τα λόγια μοιάζουν κλειδιά , σε κατώγια κλειστά .
Εσύ ακούς βουβός και λες δεν υπάρχει Θεός ;
Ο ήλιος βγήκε μια Κυριακή , άρχισε η σιωπή .
Η σκέψη ταξιδεύει , σε αόρατα μέρη .
Η ψυχή ζει μέσα σε μια ηρεμία , σταμάτησε η τρικυμία .
Κοσμοσυρροή , ίχνη πουθενά , βροχή τα παράπονα .
Οι βαλίτσες γεμάτες λάθη , ψάχνουν λιμάνι .
Ένα καραβάνι μέσα στην έρημη γη , όαση πουθενά , λόγια μακρινά .
Δίψα για χαρά , αόρατοι διαβάτες περπατούν μέσα στης θάλασσας τα μονοπάτια .
Ψάχνουν σκαλοπάτια .Ψάχνουν τη ζωή !
Σ ' ΑΓΑΠΩ ΑΚΟΜΑ
Ένα αηδονάκι κελαηδεί , πάνω σε μια αστραπή .
Λάμψεις και χαρά , θαλασσινά φτερά .
Μια απόχη περπατεί , ψάχνει τη ζωή .
Ένα φεγγάρι , μια μουσική , πάνω στο πεντάγραμμο .
Ζωγραφίζει την άνοιξη , τα πουλιά έφυγαν για χώρες μακρινές .
Οι γλάροι βούτηξαν στα γαλάζια όνειρα , χάθηκαν στο ξέφωτο .
Μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα , φάνηκε το κλειδί , άνοιγε το καθετί .
Πετάχτηκε με μιας και ακούστηκε ο χτύπος της καρδιάς
Τότε η ποίηση βγήκε από το πιθάρι , άνοιξε το κελάρι και σαν το παλιό κρασί μου έβρεξε το στόμα .
Τότε κατάλαβα πως σ’ αγαπώ ακόμα .
ΧΑΜΕΝΗ ΖΩΗ
Αστέρια και κόκκους άμμου .
Μέσα σε μια χαραυγή
Ντυμένη με χρυσό φουστάνι
Μέσα σε λυγμούς και ιτιές .
Αόρατες ματιές . Ηφαίστεια που καίνε .
Λάβα που σκορπάει ο θάνατος μοιάζει .
Κανέναν δεν νοιάζει αυτό το κάτι που χάνεται κάθε στιγμή .
Χαμένη ζωή σαν τρύπιο κέρμα .
Κάποιος φτάνει στο τέρμα .
Ανάσες βαθιές , ανάσες βουβές .
Μέσα σε σκαλωσιές μιας χαμένης ζωής .
ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ
Το ραντεβού έσκισε τα θέλω .Πήγε για περπάτημα μέσα στην ανατολή .
Κάποιοι φόρεσαν τη μάσκα .
Θα πήγαιναν στο καρναβάλι της Βενετίας .
Οι γόνδολες βγήκαν στην λίμνη .Να φέρουν τη χαρά , μέσα στα χειρουργεία .
Η βελόνα τράβηξε την κλωστή.Είχε αρχίσει το κέντημα στο τελάρο .
Στρογγυλό χωρίς ψυχή .
Ξύλο και άψυχα κορμιά σε έναν δρόμο μακρύ .
Ανάσες σταματημένες , προδομένες .
Ήχοι ακούστηκαν , σαν καμπάνας δάκρυα .
Μια κόρη κάθεται στο λιμάνι .
Ο αέρας της φυσάει τα μαλλιά .
Τα κύματα χτυπούν την προβλήτα .
Μια νεράιδα φέρνει νερό στο τάσι .
Να ξεδιψάσει ο ταξιδιώτης
Οι γλάροι ψηλά στον ουρανό είναι χιλιάδες .
Είναι λευκοί με χαμένη την ψυχή τους .
Την ψάχνουν αλλά είναι κρυμμένη .
Αρχίζει το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού .
Άρχισαν τα όργανα να παίζουν .
Οι γλάροι κόντεψαν να κοιμηθούν , πάνω στο σύρμα .
Ευτυχώς ακούστηκε ένας ήχος και ξύπνησαν .
Τα ραντεβού έτρεχαν να προλάβουν την αλήθεια .
Ένα βήμα πριν την πόρτα ξέχασαν το μαγικό ραβδί .
Νόμιζαν ότι με αυτό θα σωθούν
Έτσι βούτηξαν σε μια μεγάλη αγέλη και έψαχναν τον χαμένο εαυτό τους .
ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ ΕΠΑΨΑΝ ΝΑ ΠΕΤΟΥΝ
Ένα λουλούδι , κάτω στους κάμπους .
Τα αστέρια τραγουδάνε , οι περαστικοί μιλάνε .
Μια χαραυγή κάποιοι είναι μοναχοί .
Μια παπαρούνα , ένα φεγγάρι στη μέση του πουθενά
Ψάχνουν την άκρη να βγουν , από τον λαβύρινθο που ζουν που περπατούν .
Οι γλάροι έπαψαν να πετούν , τραυματισμένοι , αιμορραγούν .
Τα άσπρα φτερά , που έδιναν χαρά , θυμίζουν θάνατο .
Μέσα στα λιβάδια , εκεί που είχε ζωή , τώρα δεν ακούγεται φωνή .
Ένας καφές , μια μουσική και γω μόνη στη ζωή , περιμένω να ρθείς και να μου πεις πως μ’ αγαπάς .
ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΜΑ
Η νύχτα μαυροφορέθηκε και βγήκε για σεργιάνι .
Ο αγέρας την εφύσηξε και της πήρε το φουστάνι .
Τότε φάνηκαν τα αστέρια , έμοιαζαν με περιστέρια .
Πέρασε δάση και βουνά , λίμνες και ποτάμια .
Πέρασε και από τη γειτονιά μου , με βρήκε να κλαίω στα σκαλιά .
Τότε μου χάρισε ένα αστέρι για παρηγοριά .
Σε λίγο να σου και το χάραμα , ήρθε ξαφνικά .
Μου είπε « ντύσου είναι ώρα για δουλειά» .
Ήταν γεμάτο χρώματα και αρώματα .
Κουβαλούσε ένα βιολί , άρχισε να παίζει μουσική .
Άφαντοι οι διαβάτες , άδειασαν οι στράτες .
Ποιος ακούει μουσική ; Η ζωή ! Κι όμως ερημιά .
Γυμνός ο δρόμος και βουβός , κάποιος είναι μοναχός .
Φαίνεται η σκιά του , μέσα στην καρδιά του , αλλά έχει την νύχτα συντροφιά και το χάραμα αγκαλιά .
Βιογραφικό σημείωμα
Ονομάζομαι Θωμαή Τσιμερίκα . Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό της Χαλκιδικής , στο Κελλί . Μένω Πολύγυρο Χαλκιδικής και εργάζομαι ως Νοσηλεύτρια . Αγαπώ την ποίηση και το παραμύθι . Συμμετείχα σε δύο φεστιβάλ παραμυθιού στη Θεσσαλονίκη , στο 1ο , το 2018 ( με δύο παραμύθια μου "Ο Φένιος το ψαράκι" και "ο ήλιος που άργησε να ξυπνήσει ") .Έχει γίνει έκδοση του ανθολογίου με τίτλο “ Ο πολύχρωμος κήπος 50 παραμυθάδων “. Συμμετείχα και στο 2ο , το 2019 με δύο παραμύθια μου ( "Ο Κοκός το σαλιγκάρι" και "η καλόκαρδη Βέφα και το Σκιουράκι και το ουράνιο τόξο" , καθώς και με έξι ποιήματά μου : "τα πεφταστέρια που έγιναν λουλούδια" , "Ο αετός" , "Ο γεροπλάτανος" , "Όταν αρχίζει η μουσική , "Η Άνοιξη" , "Η μοναξιά και η χαρά" ). Έχει γίνει έκδοση ανθολογίου με τίτλο “ ....μικρά ημερολόγια λόγου “ . Παρακολουθώ μαθήματα εξ αποστάσεως στη σχολή tabula rasa ( Ρητορική , ποίηση – Στιχουργική – Συγγραφή παραμυθιού ) .