Δώδεκα ποιήματα του Μιχάλη Δήμα

Δώδεκα ποιήματα του Μιχάλη Δήμα

Τον καλεσμένο μου, τον Μιχάλη τον Δήμα, τον γνώρισα σ'ένα καλλιτεχνικό εργαστήρι. Λατρέψαμε όλοι οι "συμμαθητές" τον τρόπο που γράφει. Στον λόγο του διακρίνει κανείς ευφυΐα, βαθύ συναίσθημα, ισοπεδωτικό χιούμορ και πάνω απ'όλα τη λυτρωτική κάθαρση στην οποία φθάνει ο δημιουργός. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι πως ενώ εκφράζει πολύ ουσιαστικά πράγματα, έχει μια μοναδική ευκολία να στοχεύει στον πυρήνα του θέματος και να παράγει αβίαστα πολύ αξιόλογα λογοτεχνικά έργα. Είναι πολυγραφότατος και έχει καταπιαστεί με ποίηση,τραγούδι,χρονογράφημα,θεατρικό κείμενο,διήγημα. Κάποια στιγμή μου έδωσε μια πληθώρα ανέκδοτων  ποιημάτων του για να  διαβάσω. Τον ευχαριστώ δημόσια γι'αυτό. Δεν εμπιστεύεσαι έτσι το υλικό σου ,ειδικά σ'ομότεχνους, αλλά μάλλον με ξέρει καλά. Τώρα που έχω το βήμα του προσωπικού μου ιστότοπου , με βαραίνει τόσο καιρό  να  κρατώ τέτοια ομορφιά στο συρτάρι μου ή για την ακρίβεια στον υπολογιστή μου. Θα μοιραστώ μαζί σας δώδεκα ποιήματά του!

Άλφα

Το άλφα δεν είναι ένα απλό φωνήεν
Ενώ προστίθεται στερεί
Μπαίνει μπροστά στο σχήμα
και το μεταμορφώνει σε άσχημο
Άλλοτε πολλαπλασιάζει
Μπαίνει μπροστά στο φθόνο
Και τον τρέπει σε άφθονο
Κάποτε εξαφανίζει
Μπαίνει μπροστά στη μνήμη
και την τρέπει σε φυγή
Άλλες φορές μπαίνει στο τέλος
σα μια τυπική αποφώνηση
και τρέπει το φιλί σε φιλία
Προπαντός διαστρέφει
Μπαίνει μπροστά στο πάθος
και το στρέφει σε απάθεια
Και είναι αυτή η απόλυτη διαστροφή
Και είναι ο χρόνος που διατηρεί
το πάθος του ασίγαστο, παράφορο
και ενίοτε διεστραμμένο

Aνάμεσα

Αυτός που μπαίνει ανάμεσα σε μένα και τους φίλους
έχει ονόματα πολλά που αλλάζει τακτικά
σα να με ρίξαν στα νερά μαζί με κροκοδείλους
κι εγώ παλεύω να σωθώ με χέρια δανεικά
Αυτός που μπαίνει ανάμεσα
μ’ έριξε σ’ ένα λάκκο
και ο Αη Γιώργης άφαντος
να σκότωνε το δράκο
Αυτός που μπαίνει ανάμεσα σε μένα και σ’ εκείνους
είναι ένας χαμαιλέοντας με πρόσωπα πολλά
άλλοτε παίρνει τη μορφή ανθρωποφάγου κτήνους
κι άλλοτε σαν αρχάγγελος γλυκά χαμογελά
Αυτός που μπαίνει ανάμεσα
με έχει πια στοιχειώσει
και ο Αη Γιώργης άφαντος
το δράκο να σκοτώσει
Αυτός που μπαίνει ανάμεσα στους άλλους και σε μένα
σαν τείχος που υψώνεται με κόλπα μαγικά
άλλοτε έχει ονόματα περίεργα και ξένα
κι άλλοτε με τη γλώσσα μου μιλάει ξαφνικά

Αυτός που μπαίνει ανάμεσα σε μένα και τους άλλους
που τον παλεύω μάταια κι άδικα κυνηγώ
ίσως δεν ήρθε από μακριά, από σταθμούς μεγάλους
ίσως αυτός ο άγνωστος στο βάθος να ’μαι εγώ

Αντίβαρο

Έτσι που όλα αδειάζουν,
το πορτοφόλι από χρήμα
το κινητό από κλήσεις και μηνύματα
το κρανίο από μαλλιά,
έτσι όπως στερεύει το βλέμμα από εστίαση
η ψυχή από πάθος
το σώμα από ένταση
η κλεψύδρα από χρόνο,
σ’ αυτό το έλλειμμα που απλώνεται
άλλοτε ήσυχα σαν κισσός
κι άλλοτε τρέχει καλπάζοντας
σα μανιασμένο άλογο
σ’ αυτό το πλεονάζον έλλειμμα
ας αντιτάξουμε ένα ταψί
με ντομάτες γεμιστές
σαν αντίβαρο στην κενότητα
κι αν δεν υπάρχουν ντομάτες
ας γεμίσουμε κρεμμύδια
θα έχουμε έτσι ένα ακλόνητο άλλοθι
αν μας δουν δακρυσμένους

Μικρό γαλάζιο άλλοθι

Σέρνω το βήμα μου στους δρόμους
διαβάζω ονόματα ποιητών
στη μικρή μπλε επιγραφή
σαν ένα κομμάτι από Σαρωνικό
πριν τον σαρωτικό ανασχηματισμό του
με τόνους αργού θανάτου
και λίγο από Αττικό ουρανό
πριν γίνει παρατατικός
σε σύννεφο από αιθαλομίχλη
Και στη μέση τ’ όνομα του ποιητή
μες στα λευκά σα να ναι νύφη
σε γάμο αθέλητο
Ένα μικρό γαλανόλευκο άλλοθι
που το στήσαμε στον τοίχο
κι ύστερα το πυροβολήσαμε
κι αυτό με σπρέι
Ρώτησε άραγε κανείς
τους ποιητές αν συναινούν
σε ξέπλυμα βρώμικου τοίχου;

Γαρίφαλο

Μια Παρασκευή ένα κόκκινο γαρίφαλο
πεσμένο έξω απ’ το συρμό
έτοιμο να παρασυρθεί από ορμητικά κύματα
εισερχόμενων και εξερχόμενων
Ένα γαρίφαλο μετέωρο δίπλα στο κενό
σα να ψάχνει μάταια ρίζες προγονικές
στα έγκατα της γης
Κατακόκκινο σαν αίμα ξερό
και σα λάβαρο επανάστασης
ζωηρό σαν παθιασμένο φιλί
και πένθιμο σαν έρωτας ανεκπλήρωτος
βουβή αντίστιξη στου πλήθους τις φωνές
και παράταιρο σα νεκρή φύση
μέσα σε μοντέρνο κι ακατανόητο εικαστικό μοτίβο
Κόκκινο γαρίφαλο προσοχή στο κενό
στο κενό που χάσκει, στο κενό που καταπίνει
προσοχή στο κοινό που ποδοπατεί
στο κοινό που χειροκροτεί
στο κοινό που καταβροχθίζει
στο κοινό που δεν έχουμε
προσοχή στο κενό που μένει άδειο
Κόκκινο γαρίφαλο σαν εκείνο
στο χέρι πριν την εκτέλεση
Παρασκευή σημαίνει προετοιμασία
και κηδεία σημαίνει φροντίδα

Απογύμνωση

Μικρή κοπέλα
που γυμνάζεσαι φασκιωμένη
από στρώσεις μακιγιάζ
ποια αλήθεια σου θες να κρύψεις
και τη σέρνεις μόνιμα
σ’ ένα χορό μεταμφιεσμένων;
Χτίζεις με τόση επιμέλεια το πρόσωπό σου
χτίζεις με τόση υπομονή το σώμα σου
με πόση μαστοριά
λιθάρι με λιθάρι υψώνεις τείχη
Μικρή κοπέλα
με τα βαρίδια στα βλέφαρα
σα να τα γυμνάζεις κι αυτά
επικύψεις κι ανατάσεις με βάρη
λευτέρωσε τ’ αγρίμια σου
εκείνα τα δικέφαλα και τρικέφαλα θηρία
που τα ημερεύεις σε διανυκτερεύοντα γυμναστήρια
ξαμόλυσέ τα να γραπώσουν το φως της μέρας
κι ύστερα λούσου μ’ αυτό
γκρέμισε τους φράχτες
να χυθεί η σκουριά και το μελάνι
άσε τους καταρράκτες των δακρύων
να σου ξεπλύνουν το πρόσωπο
άφησε λεύτερο το κορίτσι που κρύβεις
να μπει στη μόνη αιχμαλωσία
που του αξίζει, αυτή των βλεμμάτων

Διάτρητο

Τρύπιος είναι ο κουβάς
σταγόνα σταγόνα δραπετεύει το νερό
με λαχτάρα ερωτευμένου γυρεύει να ενωθεί με τη γη
με υπομονή σταλαχτίτη την ποτίζει
Τρύπια είναι η στέγη μας
μπαινοβγαίνουν τα σύννεφα
άλλοτε λευκά, γκριζόλευκα γατιά
άλλοτε σταχτιά σαν αρουραίοι
άλλοτε κατάμαυρα σαν πηχτές σιωπές
και μοναξιές αδιαπέραστες
Τρύπια είναι τα χέρια μας
μπαινοβγαίνουν άλλα χέρια
άλλοτε ψυχρά, τυπικά
άλλοτε ζεστά, φιλικά
άλλοτε πυρωμένα, αχνίζουν έρωτα
και τότε πέφτει θαρρείς μια κάφτρα ανεπαίσθητη
ανοίγει μια ρωγμή και δραπετεύει η αγάπη
νυφίτσα που βρήκε πρόσκαιρο καταφύγιο
στην κουφάλα ενός γέρικου πλάτανου
Τρύπια ήταν τα όνειρα
και είχε μια δίψα σα ρουφήχτρα η χίμαιρα
δες τα τώρα πώς κείτονται στεγνά
όπως τα ξεραμένα φρούτα στον ήλιο
Και το χέρι του επαίτη διπλωμένο και στεγνό
τρύπιο κι αυτό, μπαίνει μέσα η ελπίδα και πέφτει
όπως το κουφάρι ενός τζίτζικα
που κάποτε τραγουδούσε ολημερίς
Τρύπιο είναι το πορτοκαλί σωσίβιο
ένας ήλιος λαβωμένος από σκάγια κυνηγών
ψυχορραγεί στη θάλασσα
Και η Ιστορία κυκλική κι αυτή
με μια μεγάλη τρύπα στη μέση
πάει το μετά της και συναντά την προϊστορία
κι ο άνθρωπος γίνεται ζώο αμφίβιο
Κι αυτές οι λέξεις που ψάχνουν απεγνωσμένα
να βρουν η μία την άλλη, να τρυπώσουν σε σχήματα
μήπως μπορέσουν έτσι και σωθούν από τη σήψη
και τη χωματερή, σάμπως να’ ναι κούφιες
τρύπιες κι αυτές

Επιστροφή

Θέλω να γυρίσω πίσω
τότε που έμβασμα σήμαινε είσοδος
και Μονεμβασιά η μόνη είσοδος
να μπω μέσα κι ας χαθώ
να με ζώσουν τα κάστρα
να ξετυλίξω το κουβάρι της μνήμης
Θέλω να γυρίσω πίσω
τότε που τράπεζα σήμαινε τραπέζι
και σύντροφος μαζί στο γεύμα και στο δείπνο
Θέλω να γυρίσω πίσω
στη μήτρα της γλώσσας
να κυοφορηθώ και να γεννηθώ ξανά αμόλυντος
ν’ αγκαλιάσω τα δέντρα
εκείνα τα πεύκα τα δίκορμα
σα δυο χέρια ανοιγμένα
μια αγκαλιά χωρίς ταίρι
Θέλω να γυρίσω πίσω
τότε που κηδεία σήμαινε φροντίδα
κήδευέ με ατελείωτα
κήδευέ με μέρα και νύχτα
κι όταν χορτάσω ενταφίασέ με τιμές
σαβάνωσέ με με χάδι
στεφάνωσέ με με υάκινθο
ξεπροβόδισέ με μ’ ένα απαλό φιλί
και μ’ ένα σ’ αγαπώ μακρόσυρτο
σαν επικήδειο

Ερμητικά κλειστό

Διπλοκλειδώσανε την πόρτα
είναι ερμητικά κλειστή
μα οφθαλμαπάτη ήταν και πρώτα
πως ήταν τάχα ανοιχτή
Με μαύρο ντύθηκαν οι ελπίδες
σαν τους καθρέφτες που πενθούν
και από μέσα τους ρυτίδες
ύαινες μοιάζουν που αλυχτούν

Όλοι σωπάσανε τριγύρω
στόματα ερμητικά κλειστά
είδαν του θάνατου το γύρο
έργο στα μάτια τους μπροστά
Μέσα τους ήταν κλειδωμένοι
άνθρωποι ερμητικά κλειστοί
και άφαντοι αν κι ειδωμένοι
σε κάποιο ιστό έχουν πιαστεί

Τα χέρια έχουνε σταυρώσει
χέρια ερμητικά κλειστά
θαρρείς πως έχουνε υψώσει
τόσους σταυρούς αντικριστά
και δεν χωράει ανάμεσά τους
κλαδιά ν’ απλώσει η χαρά
ζούνε και θρέφουνε θανάτους
σ’ άγονα εδάφη σκιερά

Καθρέφτες

Είδα θεριό τη ζωή και φοβήθηκα
ν’ αντιπαλέψω μαζί της αρνήθηκα
Είδα τον έρωτα να με κυκλώνει
σαν τη φωτιά που όλα τα σιγολιώνει
Είδα το θάνατο κι έκανα πίσω
ανήμπορος ν’ αντιμετωπίσω
Κοίταξα απέναντι και είδα εμένα
να στροβιλίζεται στα περασμένα
σαν πλοίο να χάνεται μέσα σε δίνη
χωρίς καμία μάχη να δίνει
Κι άλλοτε πάλι τον είδα γενναίο,
με ένα άλλο πρόσωπο νέο
να αγωνίζεται και να ελπίζει
με φως να ντύνεται και να κερδίζει
Κοίταξα κάτω να με παρασέρνει
αυτός ο γέρος που το βήμα του σέρνει
κοίταξα πάνω στον ουρανό μου
να δω ανάλαφρο τον εαυτό μου
Και όταν κοίταξα για λίγο εντός μου
μου φάνηκε έντομο ο εαυτός μου
ένα μυρμήγκι που δουλεύει μάταια
πηγαινοέρχεται σ’ άδεια δωμάτια
Κι άλλοτε πάλι τον είδα σα τζίτζικα
μακριά από κάθε αγώνα και ίντριγκα
να τραγουδάει όλη μέρα ανέμελα
μες σ’ ένα κόσμο που τρίζει συθέμελα
Κι έγινε πάλι ζεστή η ανάσα μου
σιγοπετώντας τα μαύρα τα ράσα μου
σα γέννα και σα νεκρανάσταση
όρθιος ξανά στη μεγάλη παράσταση

Το πλήγωμα του χρόνου

Βαθύ λαγούμι μπροστά μου βρίσκεται
ο χαμένος χρόνος
Δίπλα του στέκω κι είναι μακριά μου
σαν είμαι μόνος

Τεράστιο μοιάζει, μακρύ πηγάδι
με παρασέρνει
Θαρρώ το σχήμα και τη μορφή μου
συνέχεια παίρνει

Θέλει να πέσω κι εγώ μαζί του
μέσα στο χώμα
Ζητά και λύτρα: Το χρόνο εκείνο που
μένει ακόμα

Μα εγώ του αφήνω μονάχα ένα
φτωχό γεράνι
στη μνήμη των χρόνων που έπεσαν
μικρό στεφάνι

Γελά μαζί μου κι εγώ νομίζω
τον αποφεύγω
παίρνω το μέλλον από το χέρι
και δραπετεύω

Σκορπάει αέρας του γερανιού
τα κόκκινα πέταλα
όπως σκορπίσανε και χαθήκαν
τα χρόνια που πέταγα

Εκεί που αρχίζω τον εαυτό μου
να τον μαλώνω
πιάνω τον μέλλοντα, τον χαϊδεύω
και τον μελώνω

Μαζί μου να ’ναι αυτός τουλάχιστον
καλά διακείμενος
προτού κι εκείνος να γίνει αέρας
και παρακείμενος

Σαν

Σαν τον πηλό που σκέπασε κι έθαψε το ζαφείρι
κι εκείνο μένει μέσα του κρυμμένο και θαμπό
Σαν το φεγγάρι το μισό, θλιμμένα που έχει γείρει
θαρρείς και κλαίει που έχασε το άλλο του μισό

Σαν τη σταγόνα που άφησε να πέσει ο σταλαχτίτης
και δεν ανήκει πουθενά, μονάχα στο κενό
ωσότου να συναντηθεί μ’ αυτήν ο σταλαγμίτης
βροχούλα δίχως σύννεφο και δίχως ουρανό

Σαν την ευχή που έκρυβε μέσα της μια κατάρα
σαν ένα τέλος που ήθελε να ξαναγίνει αρχή
σαν τη σιωπή που χάθηκε στου πλήθους την αντάρα
βλασφήμια που έχει μέσα της βαθιά μια προσευχή

Σαν τα ίχνη που οδήγησαν τον γύφτο στο αρκούδι
ύστερα τ’ αλυσόδεσε, του πέρασε χαλκά
κι εκείνο αρχίζει το χορό κι ο γύφτος το τραγούδι
το ντέφι με το χέρι του σαν παίζει ρυθμικά

Έτσι και σένα σε κρατούν γερά σαν την αρκούδα
σε γυροφέρνουν στα χωριά και γέρνεις χαμηλά
κι όταν σου λέν «σήκω ψηλά, χόρεψε και τραγούδα»
γυρίζουν με το ντέφι και μαζεύουν τα ψιλά

Βιογραφικό

Εργάζεται στο Δημόσιο και παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή. Γράφει θεατρικά έργα, διηγήματα, χρονογραφήματα, στίχους, ποίηση. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα γραφής, υποκριτικής και φωνητικής.Ασχολείται και με το τραγούδι και την τραγουδοποιία. Συμμετείχε για τρία χρόνια στις «νύχτες κωμωδίας» της Λουκίας Ρικάκη. Έχει εκδώσει μία συλλογή ευθυμογραφημάτων («γλωσσοκόπανος» εκδόσεις Οσελότος) και μια συλλογή διηγημάτων («φευγάτες ιστορίες» εκδόσεις Έναστρον), τώρα ετοιμάζει μία ποιητική συλλογή. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Playboy, οδός Πανός, metropolis και κλεψύδρα. Θεατρικά του έχουν παιχτεί από τη θεατρική ομάδα του Δήμου Ηλιούπολης (επιθεώρηση «ρε αλήτη σόου»), τη θεατρική ομάδα του Δήμου Αλίμου (κωμωδία«τα καλά κορίτσια πάνε στον παράδεισο;» στο ΖΠ 87 (μουσικοθεατρική παράσταση («οι άγγελοι του Μιχάλη»), καθώς και δύο μικρά μονόπρακτα στην παράσταση «σε χρόνο Ενεστώτα», στον χώρο art+ αίσθημα, σε σκηνοθεσία Στέλιου Καλαθά, το 2019.

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;