Ο προσκεκλημένος μου στη στήλη Στα βαθιά είναι δάσκαλος , φιλόλογος και Διδάκτορας Λαογραφίας. Είναι ο Βασίλης Γεργατσούλης, συγγραφέας και ποιητής με μεγάλο σε εύρος και σημαντικό έργο. Δημιουργίες του έχουν βραβευθεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Μας τιμά με την παρουσία του. Θα δούμε δέκα υπέροχα ποιήματά του!
Ψευδαίσθηση
Σαν έρχεται το δειλινό
το ’χω συνήθεια
να κάθομαι
σ’ αυτό τον βράχο πλάι στο κύμα.
Μ’ αρέσει να κοιτώ τον ήλιο να βουτά
σαν διαβατάρης γλάρος,
όπως και χτες, προχτές και πάντα,
στον ορίζοντα.
Μπροστά στα πόδια μου,
με αχτένιστες τις χαίτες τις λευκές,
ακάματα να βλέπω να χυμούν τα κύματα,
να δρασκελούν τους γκρίζους βράχους
και ύστερα ν’ αποσύρονται μακριά,
ν’ ανασυγκροτηθούν
και να χυμήξουν πάλι.
Αιώνες τώρα
η ίδια θάλασσα πηγαίνει κι έρχεται.
Μα… στέκει ακόμα εδώ,
στον ίδιο τόπο!
Σ’ έναν αέναο χορό το σύμπαν πάλλεται,
σαν φίδι ξεδιπλώνεται και απλώνει
κι ύστερα πάλι κουλουριάζει το κορμί του.
Άνθρωποι αποχωρούν, άνθρωποι έρχονται,
μα δε χαράσσουν νέους δρόμους…
πατούν στα χνάρια των παλιών
και ανακυκλώνονται.
Κι εγώ…
πενήντα χρόνια ταξιδεύω,
μα… έχω φυτρώσει εδώ, στην ίδια θέση,
σαν δέντρο γαντζωμένο μες στο χώμα,
που μόνο την πυκνή τη φυλλωσιά του
στον ήλιο στρέφει
…και ξεγελιέται πως ταξίδεψε πολύ!
Σαν έρχεται το δειλινό
το ’χω συνήθεια
να κάθομαι
σ’ έναν βράχο πλάι στο κύμα
και να σκέφτομαι…
Στην Κολυμπήθρα του Σιλωάμ
Εκεί στην Κολυμπήθρα του Σιλωάμ
στριμώχνεται τ’ ανθρώπινο μπουλούκι.
Βρίζονται και ποδοπατιούνται
προσπαθώντας
να πάρουν θέση βολική
για να ορμήσουν
να βραχούνε πρώτοι
σαν έρθει ο Άγγελος
και απλώσει τη φτερούγα.
Γιατί είναι, λέει, συνήθεια παλιά
να έρχεται μια φορά τον χρόνο
λευκός ο Άγγελος,
δεξά-ζερβά φτεροκοπώντας
πάνω απ’ της Κολυμπήθρας τα νερά.
Σαν ακουμπήσει το νερό με τη φτερούγα του
γίνεται, λέει, μαγικό,
θαυματουργό…
Όποιος προλάβει τότε πρώτος
και βραχεί
σώζεται απ’ ό,τι τον πονά ή τον κατατρώει.
Άσκοπα χάνουν όμως τον καιρό τους
και το ξέρουν
πως των Αγγέλων τα φτερά
σαν φύλλα μυγδαλιάς στο ξεροβόρι
φυλλορροήσανε και πέσαν.
Και…
δε θα έρθουν Άγγελοι ξανά!
Σε κάποιο καφενέ της γειτονιάς
Τους γέροντες μ’ αρέσει να κοιτάζω.
Είν’ όμορφο ν’ ακούω που συζητούν
για θέματα ευτελή, με λίγη ουσία.
Μοιάζει η ψυχή τους αφυδατωμένη, άδεια,
φυλακισμένη στα κυρτά τους τα κορμιά,
και η φλόγα στη ματιά τους τρεμοπαίζει.
Κι όλο μιλούν για θέματα συνηθισμένα,
για πράματα αυτονόητα και απλά
κι ας έχουν δει τόσα και τόσα με τα μάτια τους.
Έτσι όπως τους βλέπω, μου θυμίζουν
λεμόνια στεγνωμένα και αδειανά,
που χάρισαν στον κόσμο τους χυμούς τους.
Και τώρα πια, στυμμένες λεμονόκουπες,
μαραίνονται ήσυχα, γαλήνια, ειρηνικά,
μακριά...
μακριά απ’ του κόσμου τη βουή,
σε κάποιο καφενέ της γειτονιάς.
Ψευδοδυσσείς
Οι Οδυσσείς του 2000 κουρασμένοι
έπαψαν να γυρεύουνε τον δρόμο
στην ποθητή που θα τους φέρει την Ιθάκη.
Κάπου αποξεχάστηκαν…
στην Χώρα μάλλον των Φαιάκων,
στων Λωτοφάγων ίσως το νησί
ή, πλανεμένοι,
γέρνουν
στην αγκαλιά μιας Καλυψούς... μιας Κίρκης...
Και την Ιθάκη,
που στέκει
μόνη, θλιμμένη, μελαγχολική
στο δακρυσμένο του πελάου το ματοτσίνορο,
τη δυναστεύουν
άρπαγες, κόλακες, χυδαίοι.
Και οι Πηνελόπες
δίνονται από μόνες τους
στις ασελγείς ορέξεις των μνηστήρων.
Κι όλο πληθαίνουν
στου 21ου αιώνα το μπουσούλημα
οι Ψευδοδυσσείς,
φτηνές απομιμήσεις Οδυσσέων…
Και οι Όμηροι, αγραφότατοι, ψυχορραγούν.
Θλιβερή αγέλη
Πολιτικάντηδες και ηγέτες,
που γράφουνε με σάλιο στα μπαλκόνια
το μέλλον της πατρίδας μας το ξέπνοο,
συνωστίζονται αγεληδόν
στης Ιστορίας το βαρύ κατώφλι.
Θέλουνε δίχως visa να διαβούνε.
Μα… είναι αυστηρός
ο θυρωρός της Ιστορίας.
Λαθρεπιβάτες δεν αφήνει στις σελίδες της.
Και… όλο πληθαίνει
η θλιβερή, πολύβουη αγέλη τους.
Μελαγχολία
Η ματιά σου
χαμένη
σε μια άγνωστη διάσταση,
έξω από τα απτά αντικείμενα
που συνθέτουν
το οπτικό σου πεδίο.
Η προσοχή σου
ξεχασμένη στο πουθενά,
πίσω απ’ τους καπνούς των τσιγάρων
που κεντούν
το σκηνικό της μελαγχολίας σου.
Ο νους σου
καρφωμένος σε χρόνο άχρονο,
μεθυσμένος
απ’ του άγνωστου απείρου τις αναθυμιάσεις.
Εσύ
ναυαγισμένη
στις συμπληγάδες της προσμονής,
να καρτερείς
το αγέννητο όνειρο
κι ας ξέρεις πως πνίγηκε στο χθες,
προτού
απ’ τον πυθμένα του ασυνείδητού σου αναδυθεί.
Ένα όνειρο που πραγματώνεται
σε τόπο… ανύπαρκτο,
σε χρόνο… μηδέν,
με τρόπο… κανένα.
Αισιόδοξα
Μη στενοχωριέσαι για τη βροχή…
εκείνη διάλεξε να είναι μουντή
για να δωρίζει τα χρώματά της
στο ουράνιο τόξο.
Μη φοβάσαι τον χειμώνα…
εγκυμονεί την επέλαση της άνοιξης.
Μη σε τρομάζει το σκοτάδι…
κοιλοπονά την καινούρια ημέρα.
Μη δυσανασχετείς για τον ανήφορο…
σου ετοιμάζει
πανοραμική έποψη του κόσμου.
Μην αποφεύγεις τον μόχθο…
ο ιδρώτας σου είναι κοπριά
που θα γονιμοποιήσει τα όνειρα.
Αν έτσι κάνεις,
μην ανησυχείς για το αύριο…
απλά…
ζήσε αισιόδοξα το σήμερα!
Αύριο
θα ζήσεις και το αύριο!
Κάρπαθος
Σε είδα
να ορθώνεσαι πανύψηλη,
αγέρωχη
και μόνη
στ’ ανέμου τα λημέρια,
πλάι στην εξώπορτα της θάλασσας.
Τα μαλλιά σου κυμάτιζαν λυτά,
κι ήταν
σαν να πασχίζανε με τα τσαλίμια τους
ν’ αποτυπώσουν
τη μορφή του αγέρα.
Η θάλασσα βρυχιόταν
αφρισμένη μπρος στα πόδια σου
μοίρα,
κατάρα,
ριζικό
και ευχή μαζί.
Έγειρε
και θρονιάστηκε στο βλέμμα σου
το χαμόγελο του ήλιου.
Έπεσε
και χαράχτηκε στο δέρμα σου
η σκληράδα της πέτρας.
Θάλασσα η μοίρα σου
και πέτρα.
Ήλιος η μοίρα σου
και αγέρας.
Έτσι σε θρόνιασα μες στην καρδιά μου,
περήφανο αντρογύναικο,
σ’ ένα φανταχτερό καβάι ντυμένη.
Και ο άνεμος τελάλης
να διαλαλεί
το όνομά σου με μια λύρα:
«Κάρπαθος!… Κάρπαθος!… Κάρπ…».
Το ανάμεσο
Επίμονα ζητάς να σ’ απαντήσω
αν σ’ αγαπώ ή δε σ’ αγαπώ.
Λες η ζωή είναι μόνο άσπρο-μαύρο.
Επίμονα ζητάς να σ’ απαντήσω
αν σ’ αγαπώ ή δε σ’ αγαπώ.
Λες εκτός από το μαύρο και το άσπρο
δεν είναι χρώματα πολλά
…και πιο όμορφα ίσως!
Είναι η αγάπη μου
μια πλάστιγγα
και τα αισθήματά μου τραμπαλίζονται
σ’ ένα αδιάκοπο μπαλάντζο.
Τη μια ζυγιάζω εκεί στο «σ’ αγαπώ»,
την άλλη στο «δε σ’ αγαπώ»
…και πιο συχνά στ’ ανάμεσό τους.
Εγώ αγαπώ να αιωρούμαι
στο ανάμεσο,
αφού
το μαύρο και το άσπρο
είναι χρώματα μονότονα
κι αυτό που νιώθω
είν’ όμορφο και δαιδαλώδες
κι αδύνατο να εκφραστεί
με μια κατάφαση ή με μια άρνηση.
Δεν υπήρξα
Δεν ξέρω αν πέρασα απ’ εδώ
τίποτα ο τόπος δε θυμίζει από μένα
ίχνη δεν άφησα στη γη
ούτε πατημασιές στο χώμα
ακόμα και το πεύκο, που στον ίσκιο του αναπαύτηκα
κάνει πως δε με ξέρει
κείνη την ώρα, λέει, έπαιζε κρυφτούλι με τον άνεμο
και δε με πρόσεξε, δε μ’ είδε.
Αυτό που με τρομάζει είναι που θα ψάχνουν μάταια
του μέλλοντος οι αρχαιολόγοι
κάποια απόδειξη της ύπαρξής μου
κι αν δε βρουν
τότε εύκολα θα πουν πως δε γεννήθηκα
πως δεν υπήρξα εγώ
κι έτσι θα μπει η υπόθεσή μου στο αρχείο.
Πώς άφησα να ξοδευτεί τόση ζωή
που μου δωρίστηκε απλόχερα, με υποσχέσεις
πως είχα τόσα να προσφέρω εγώ στον κόσμο;
Πώς άφησα να ξεχαστώ μονάχος
στου πουθενά τον καφενέ
αθέατος απ’ τους θαμώνες του τους άλλους;
Πώς άφησα να αναλωθώ
σε ένα τίποτα, σε μιαν αφαίρεση;
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, φιλόλογος και Διδάκτορας Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών με υποτροφία του ΙΚΥ.
Βιβλία του:
«Η Αναρά» (μυθιστόρημα)– Σύγχρονη εποχή
«Η υστερότοκη» (μυθιστόρημα)– Εντύποις
«Το φάντασμα του Αγησίλαου»(μυθιστόρημα)– Εντύποις
«Πέντε κραυγές» (μυθιστόρημα)– 24 Γράμματα
«Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις… όμορφες περιλήψεις: 77 μικροδιηγήματα – flashfiction» – Αροθυμία
«Το φάντασμα του Αγησίλαου»(θεατρικό) [με την Κάτια Κοντεκάκη] – Εντύποις
«Γυμνός και Ελεύθερος» (ποίηση) – Εντύποις
«Καιροί σκεφτικοί. 84 ποιήματα χαϊκού» – 24 Γράμματα
«Ο Μισοκοκοράκος» (λαϊκό παραμύθι)– Ταξιδευτής
«Οι Τραγουδιστάδες»(λαϊκό παραμύθι) – Ταξιδευτής
«Η πρώτη ιπτάμενη γάτα» (παιδικό) – Εντύποις
«Το Τσουκαλάκι, ένα λαϊκό παραμύθι της Καρπάθου»(λαογραφικό) – Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου
«Η λειτουργικότητα του ανεκδοτολογικού λόγου στην κοινωνία της Καρπάθου: λαογραφικές προεκτάσεις» (λαογραφικό) – Εντύποις
Το νέο μυθιστόρημά του «Μακαρόνια με… μακαρόνια» θα τυπωθεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις 24 Γράμματα.
Έχει επιμεληθεί και προλογίσει πολλά βιβλία.
Έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε επιστημονικά συνέδρια. Μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά.
Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και παραμύθια του βραβεύτηκαν σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.Εργάζεται ως διευθυντής στο 23ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας.