Ο Γιώργος Μπαρμπέρης έχει σπουδάσει Χημεία κι έχει εργαστεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Είναι εξαιρετικός ποιητής και συγγραφέας. Έχει κυκλοφορήσει μια ποιητική συλλογή κι ένα μυθιστόρημα. Πολλά στιχουργήματά του έχουν μελοποιηθεί. Θα τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δέκα ποιήματά του.
Τα χέρια σου
Τα χέρια σου
φτερούγες του σύμπαντος
απολήξεις γαλαξιών
τα χέρια σου
εύθραυστες κορυφές
από εύφορα στάχυα
σάρκινες υδρορροές
αιμοφόρα στρώματα
υπόγειων παραδείσων
τα χέρια σου
αιωρούμενες σπίθες
πανάρχαιων εστιών
φωτεινά μονοπάτια
κλίμακες αισθημάτων
προς το άπειρο
το πέρα
το παντού
το άχρονο.
Νοσταλγία
Να φτάνεις νύχτα
μετά από χρόνια,
μόνος χωρίς αποσκευές,
στην πόλη που γεννήθηκες,
το πατρικό σου σπίτι γκρεμισμένο,
άλλα ονόματα στους δρόμους,
πρόσωπα ξένα,
κι εσύ να ψάχνεις
ένα ξύλινο παγκάκι
στην πλατεία Δημαρχείου,
εκεί που πρωτοφίλησες ένα κορίτσι
με λευκή κορδέλα στα μαλλιά
κι έναν γαλάζιο ουρανό στα μάτια,
που δεν θυμάσαι καν το όνομά της.
Οι μοναχικοί άνθρωποι
Όταν θυμώνει ο καιρός
και πέφτει λησμονιά
στις κρύες κάμαρες
των μοναχικών ανθρώπων
ανοίγουν τα πηγάδια της ψυχής
και βγαίνουνε φαντάσματα.
Λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ,
χειρονομίες άκαιρες,
βλέμματα σκουριασμένα.
Έρωτες ανεπίδοτοι
φιλίες άκαρπες,
βαλσαμωμένα δειλινά.
Θολώνει το ασπράδι του ματιού,
οι φλέβες πλημυρίζουν
ξεβράζουνε πληγές,
φιλιά κομματιασμένα,
ματαιωμένες αγκαλιές,
πνιγμένα «σ’ αγαπώ».
Ένας οικτίρμων ουρανός
ξεσπά σε κλάματα.
Ένα μυρμήγκι ροκανίζει
την παλάμη του θεού.
Θάνατος ακατάδεκτος
χορεύει μεθυσμένος.
Στα γέλια των παιδιών
φυτρώνουν κυπαρίσσια.
Νυχτερινό
Το τελευταίο δρομολόγιο του τραμ
μεταφέρει συνήθως απογοητεύσεις.
Το αχ της αποκλειστικής νοσοκόμας
το ωχ του πλανόδιου μικροπωλητή
το μη της ανέραστης δεσποινίδας
το μα της αλλοδαπής πόρνης
το πώς του παράνομου μετανάστη
το δεν του πολύτεκνου νυχτοφύλακα
το αν του ανώνυμου ναρκομανή.
Παρείσακτος εγώ
με μια μεγάλη φέτα ευτυχίας
στη μέσα τσέπη του σακακιού
φοβάμαι πως θα πνιγώ
στα μάτια τόσων ανθρώπων
όταν τυχαία με κοιτάξουν
και βάλουν ξαφνικά τα κλάματα.
Προσκυνητής
Ήρθα προσκυνητής
στο σώμα σου
γυρεύοντας
αλάτι και κρασί.
Βρήκα
φωτιά και άνεμο.
Εξατμίζομαι
όπως η θάλασσα.
Γίνομαι σύννεφο.
Φυλάξου.
Θα βρέξει
στην καρδιά σου.
Ενός λεπτού κραυγή
Αργοπορούσε η νύχτα στο κάτω δωμάτιο
παρηγορώντας τις σκιές που έκλαιγαν
για την απώλεια των σωμάτων τους·
η μάνα μου είχε πνιγεί στο βήχα.
Ακούστηκε η πομπή των στεναγμών
από κάτι μισοτελειωμένους έρωτες·
ντράπηκαν τα ρολόγια των εκκλησιών
και απέσυραν τους λεπτοδείκτες τους.
Όρθιος εγώ στη σκοτεινή σοφίτα
τακτοποιούσα πρόχειρα στη σκέψη μου
σώματα κοριτσιών και μνήμες από δάκρυα.
Με την πλάτη στον τοίχο η σιγή
έκανε νοήματα στους ψιθύρους.
Τότε άνοιξε το στόμα της η θλίψη
και διέταξε ενός λεπτού κραυγή.
Αδιέξοδα
Ξοδεύομαι σε πολλαπλές αναγνώσεις
της φευγαλέας αίσθησης του φωτός.
Πόθοι σαν κυπαρίσσια αγρυπνούν στα μάτια μου.
Νύχτες ερωτοφόρες ξεγελούν τον θάνατο.
Κορίτσια με κλεψύδρα στην καρδιά
ξυράφια ακονίζουν στου θεού τα γόνατα.
Οι τοίχοι αναβλύζουν δάκρυα.
Διχασμός
Πώς έγειρες να κοιμηθείς ήσυχος;
Άκου, ο αέρας φορτωμένος κραυγές,
σκεπασμένες από τ’ αναφιλητό της σιωπής.
Αφουγκράσου, στο παράθυρο φτεροκοπούν
οι τσακισμένες φτερούγες της αλήθειας.
Σήκω ν’ ανοίξεις! Τι φοβάσαι;
Δε σου πλακώνει την ψυχή η απανθρωπιά;
Δε σε βαραίνει η ασχήμια και το ψέμα;
Έξω οι δρόμοι δε σου φαίνονται στενοί
κι οι πολιτείες βρώμικες και κρύες;
Σήκω λοιπόν! Τι περιμένεις;
Και, κοίτα, μην ανάψεις φως.
Εγώ θα κοιμηθώ λιγάκι ακόμη.
Το ωχρό πρόσωπο του Χειμώνα
Πάντοτε δυσπιστούσα για τον έρωτα
και τα δώρα των Χριστουγέννων·
γι’ αυτό κρυβόμουν στο υπόγειο
κι έκλαιγα ως την επόμενη αυταπάτη.
Ανίατοι πόθοι δυσκολεύουν
τώρα τις νύχτες μου
κι όταν επιστρέφω ξημερώματα
από θυελλώδεις συνεδριάσεις
ανομολόγητων αισθημάτων,
με περιμένει στη σκάλα
ο ένοικος του ισογείου
για να μου πει ότι πέθανε
επειδή δεν άντεχε να βλέπει
το ωχρό πρόσωπο του Χειμώνα
να παριστάνει την Άνοιξη.
Κι αν δεις καμιά φορά στο δρόμο
παιδιά να περπατούν ρακένδυτα,
είναι τα όνειρα που έκανα μικρός
και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους.
Άλογα λόγια
Της αγάπης τα άλογα λόγια
με τη δύση του ήλιου καλπάζουν
σε λιβάδια σπαρμένα με σάρκες,
σε αθώες καρδιές ξεπεζεύουν,
ξεδιψούν σε μισάνοιχτα χείλη,
στη φθορά υποκύπτουν του χρόνου
ξεψυχούν σε ποτάμια δακρύων.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Είναι απόφοιτος του Χημικού τμήματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Σήμερα είναι συνταξιούχος.
Έχει κάνει θεατρικές σπουδές, υπήρξε μέλος της θεατρικής ομάδας ΠΑΡΟΔΟΣ και διετέλεσε υπεύθυνος τμήματος θεατρικής παιδείας της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς.
Έχει παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια διδακτικής και παιδαγωγικών, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών, ολυμπιακής παιδείας, χρήσης και αξιοποίησης των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών στην εκπαίδευση, καθώς και προγραμμάτων σχολικών συνεργασιών στην Ευρώπη.
Έχει εκπαιδευτεί σε ζητήματα βιβλιοθηκονομίας και χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών και ήταν υπεύθυνος της σχολικής βιβλιοθήκης του 3ου ΓΕΛ Ηλιούπολης από την ίδρυσή της το 2000 έως το 2017.
Ποιήματα και διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά.
Από τις εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του με τίτλο «Ηδονικές συναντήσεις» και από τις εκδόσεις ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΝ η ποιητική συλλογή με τίτλο «Ενδοφλέβιες διαδρομές».
Διατηρεί την ψυχοσωματική του ισορροπία ασχολούμενος με το μέγα πάθος του της επιτραπέζιας αντισφαίρισης.