Ο σημερινός μου φιλοξενούμενος στη στήλη "Στα βαθιά" είναι ο ποιητής Βασίλης Τσακίρογλου. Ο καλεσμένος μου,πτυχιούχος εκτελωνιστής, εργάστηκε στην ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ως σύμβουλος επί τελωνειακών θεμάτων. Έχει ασχοληθεί με την οργάνωση και παρουσίαση επί σκηνής αφιερωμάτων σε μεγάλους Έλληνες συνθέτες. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας των «Φίλων του Λόγου» που εμπνεύστηκαν την έκδοση του περιοδικού « ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ ». Έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές. Η μία αναφέρεται στην τραγωδία του Διστόμου. Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε γνωστά περιοδικά, έχουν μεταφραστεί στα Πολωνικά κι έχουν μελοποιηθεί. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, υπαρξιακή, αλτρουιστική. Ο λόγος του είναι αριστοτεχνικός, αρμονικός, άμεσος, με πλαστικές εικόνες κι ευφάνταστα σχήματα. Την πένα του απασχολούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι κοινωνικές πληγές, ο έρωτας, η συνομιλία με τη φύση. Θα βαδίσουμε στα μονοπάτια της σκέψης του μέσα από δέκα θαυμάσια ποιήματά του!
ΑΓΑΠΗ ΕΣΤΙ……
Στου Γολγοθά το μονοπάτι το στενό
Θεός ανηφορίζει προδομένος,
σταυρό βαρύ στους ώμους φορτωμένος
και θλίψη στην καρδιά του ένα βουνό.
Πλάι στον ληστή πίνει το ξύδι το πικρό.
-Aγάπη, φώναζε παντού και τίποτ’ άλλο-
και είναι το λάθος Του τόσο μεγάλο
που τον πληρώνει ο Νόμος με σταυρό.
Μη δάκρυα χύνετε για τον Χριστό οχιές
σαν δεν γνωρίσατε αγάπης χάρη.
Είναι η καρδιά σας άδεια σαν κουφάρι
και η ψυχή σας τύψεις και ενοχές.
Δεν είναι δικός σας Τούτος ο νεκρός
που απ’ τον σταυρό επάνω, Αγάπη, κράζει.
Για σας χωρίς αγάπη το μαράζι
και είναι ο θεός σας σαν και σας μικρός.
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Σαν έφτασε εκείνη η νύχτα του Φλεβάρη
κι άκουσε ακόμα μια φορά
τον καλπασμό του χρόνου που φεύγει,
πήρε με τα χέρια της από την ποδιά του φεγγαριού
το κουτί με τα ανομολόγητα πάθη της
και την τούρτα των γενεθλίων της.
Στο σπίτι που εκείνος δεν έμαθε ποτέ
το δρόμο για να τη βρίσκει,
τρελαμένα νυχτοπούλια μπαινόβγαιναν
από το ανοιχτό της παράθυρο.
Ένας αγέρας στεγνός από κρασί και έρωτα
έσβησε τα κεράκια
και σφάλισε τα πικραμένα της χείλη.
Στο μισοσκόταδο σαν είδε τη σκιά του
στον απέναντι τοίχο,
τον έσφιξε πυρωμένη πάνω της,
τόσο που η αγκαλιά της έχασε το σχήμα του.
Όταν η νύχτα βούλιαξε για τα καλά
και οι ξωθιές σταμάτησαν το χορό στην κρήνη,
τον έβλεπε ακόμα να συλλαβίζει την ευτυχία του
στο ακρογιάλι των ματιών της.
Έβγαλε τότε τα ρούχα της γεμάτα υγρασία
και με τα κατάλευκα, σαν κύκνου φτερά, χέρια της,
σκαρφάλωσε στο σαστισμένο ουρανό
να κόψει φλούδες από το φεγγάρι
για να μπαλώσει τις ρωγμές που είχαν ανοίξει μέσα της.
ΕΝΑ ΜΟΝΑΧΑ
Θέλω για σένα ένα ποίημα να γράψω….
Όμως ν’ αρχίσω δεν μπορώ.
Κοιτώ κατάματα το φεγγάρι
μήπως και μου μιλήσει… τίποτα!
Μόνο τα κίτρινα μάτια του τα άνυδρα μου δείχνει.
Είναι γιατί δεν ξέρει πότε αρχίσαμε.
Έστω, όμως κι αν δεν υπήρξε αρχή κι αν ήρθε το τέλος…
Εσύ πιάσε τον πηλό. Τι κι αν ξεράθηκε.
Αν τον μουσκέψουμε με δάκρυα ξαναπλάθεται!
Εγώ έφτιαξα ήδη ένα εκμαγείο με το πρόσωπό σου
και φτιάχνω χαμόγελα να ξεγελούν τις εχθρικές νύχτες μου.
Χαμογέλα λοιπόν…. χαμογέλα να τρελάνεις τα τριζόνια,
να γίνει το γαρύφαλλο πάλι κόκκινο!
Να ανοίξει η αυγή τα μάτια της κι ας είναι τα δικά μου κλειστά.
Ένα στίχο θέλω να γράψω,
όχι για τον διάπλατο ουρανό, μα για ένα μόνο αστερισμό του.
Γιατί ο Υδροχόος πριν αλέκτωρ λαλήσει
θα χαθεί παίρνοντας μαζί του, χωρίς να το ξέρει,
το τελευταίο ξεροκόμματο αγάπης
από τα χέρια του ζητιάνου.
Να θυμάσαι πως έγινες συνεργός στην ευτυχία μου.
Πως το πρωί που ξυπνώ ντύνομαι το χαμόγελό σου.
Πως το βράδυ πριν κλείσω τα μάτια μου φιλώ τα δικά σου.
Είσαι αυτή που όποιο πόνο και αν μου χαρίσεις
θα τον τραγουδήσω.
Εκθαμπωτικός αστερισμός στην ολοσκότεινη νύχτα μου είσαι….
Είσαι, είσαι, είσαι τόσα πολλά!!!
Ένα μονάχα δεν είσαι…. Δεν είσαι εδώ!
ΘΑΛΑΣΣΑ
Ακόμα κι έτσι σε λατρεύω θάλασσά μου!
Μέσα στο καταχείμωνο να καθρεφτίζεις
τα μαύρα της ψυχής μου σύννεφα
που σα λιωμένο μολύβι απλώνονται
μέχρι τις ξέρες των μαρτύρων
που πίστεψαν στο ξημέρωμα.
Αφρισμένη να σε βλέπω,
θαρραλέα και απειλητική
να υψώνεσαι
πάνω από μανταλωμένες πόρτες
και αβυσσαλέες σιωπές.
Ατίθασα άλογα της αποκάλυψης
τα κύματά σου,
αμόλυντα και οργισμένα,
με τις οπλές τους
να συντρίβουν τις συμπληγάδες!
Να περνούν επί τέλους σώα τα καράβια.
Μελαχρινή χειμωνιάτική μου θάλασσα
που το χρώμα σου πήρες
από τα μωλωπισμένα μου όνειρα
και το σκοτωμένο αίμα
των προγονικών μύθων.
Στο σκούρο Γεναριάτικο δειλινό
μιγάδα εσύ, με κάτασπρα πέπλα
να χορεύεις μανιασμένη το χορό της Σαλώμης
απειλώντας με αφανισμό τον Πολυμήχανο
γιατί με δόλο κούρσεψε την ιερή Τροία.
ΚΑΝΩ ΣΗΜΑΤΑ
Επειδή ελπίζω ακόμα στην ειρήνη
είμαι και πάλι αναγκασμένος
να κατέβω μια νύχτα
στο σταθμό του τρένου μόνος,
όπως κάναμε τότε στις μυστικές αποστολές.
Να μπερδέψω τα κλειδιά των σιδηροτροχιών,
να μην περάσει κανένας συρμός
φορτωμένος αποστεωμένες υποσχέσεις.
Κάτω απ’ το ρολόι
με τους σταυρωμένους λεπτοδείκτες
σήματα θα στέλνω στους μηχανοδηγούς
να ακυρώσουν
τα πλαστογραφημένα δρομολόγια της Ιστορίας.
Τα τρένα της ανύποπτης λεηλασίας,
που κουβαλούσαν
ξεφτισμένες εντολές ελεεινολόγων
θα κλειδώσω στα αμαξοστάσια της προδοσίας.
Τους κλειδούχους των γραμμών
θα αφήσω ασάλευτους
στη σίγουρη διαδρομή του κόσμου που έρχεται.
Μόνο εκείνο το φανάρι του σταθμάρχη
θα κρατήσω
στο λυπημένο πρόσωπο της νύχτας,
να κάνω σήματα και κινήσεις
στους συντρόφους που έπεσαν.
Να σηκωθούν,
γιατί χρειαζόμαστε χέρια.
Πολλά χέρια για την αυριανή μέρα.
Ο ΠΑΝΑΓΗΣ
Σαν έπαιζε ο Παναγής κλαρίνο, όλα ανθίζαν,
ξερόκλαδα κι αγριελιές, πέρδικες φτερουγίζαν.
Μάτια γαλαζορόδινα σαν τ’ ουρανού την άκρη
κι ούτε τολμούσε του καημού να τα θαμπώσει δάκρυ.
Έπαιζε το κλαρίνο του κι αχνά χαμογελούσε,
δεν τον τρομάζαν οι ναζί, το θάνατο αψηφούσε.
Κρατούσε το κλαρίνο του σφιγμένο στο σαγόνι
και έπαιζε σαν άγγελος, γκιώνης μαζί κι αηδόνι.
Βιγλάτορας του Δίστομου, μα ποιος του το ‘χε γράψει
πως το κλαρίνο του κι αυτός, με μια ριπή θα πάψει.
Γιατί ως ήταν στην πλαγιά που η φάλαγγα περνούσε
κι αυτός με το κλαρίνο του αηδονολαλούσε,
στόχο τον κάμαν οι οχτροί και τον πυροβολούσαν
κι ως το κλαρίνο έσβηνε αυτοί χασκογελούσαν.
Δεν παίζει πια ο Παναγής γλυκόλαλα τραγούδια,
στα δάχτυλά του τ’ απαλά φυτρώσανε λουλούδια.
Μα ως τα μάτια του άνοιξε, εκεί στον άλλο κόσμο,
στόλισε το κλαρίνο του μ’ ένα κλωνάρι δυόσμο.
Από το ποιητικό μου έργο για το ολοκαύτωμα του Διστόμου «Δίστομο Καντάτα»
ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Όσο θα υπάρχει πάνω στη γη
κι ένα μονάχα παιδί που κρυώνει,
εγώ γυμνός θα στέκομαι φράχτης στον χιονιά
κι ας κρυσταλλώνει το μεδούλι μου
από τον παγετώνα της ψυχής σας.
Όσο θα υπάρχει επάνω στη γη
κι ένα μονάχα παιδί χωρίς παπούτσια,
εγώ ξυπόλητος θα ξεσκίζω με τα πέλματά μου
τα αγκάθια της αδιαφορίας σας.
Όσο θα υπάρχει επάνω στη γη
κι ένα μονάχα παιδί που με τα μάτια του
θα σκάβει το άδειο του πιάτο,
εγώ, οχιές θα απλώνω
στα άσπρα τραπεζομάντηλα του δείπνου σας.
Όσο θα υπάρχει επάνω στη γη
κι ένα μονάχα παιδί χωρίς μολύβι και χαρτί,
εγώ με τα δόντια θα ξηλώνω
το συρματόπλεγμα που βάλατε
για να φράζει τον ουρανό του.
Ισοβίτης είμαι
με τους κυνηγημένους της απληστίας σας
και συνοδοιπόρος με τα παιδιά του κόσμου.
ΤΡΑΥΜΑ ΔΙΑΜΠΕΡΕΣ
Ήταν φανερό.
Δεν μπορούσε να περπατήσει
τους δικούς της επαναστατικούς δρόμους.
Δεν μπορούσε να απλώσει στον ήλιο
τις μουσκεμένες από δάκρυ Κυριακές της.
Δεν άντεχε
να μεγαλώνει ο ίσκιος του πιο πολύ
απ’ τη θλίψη και τις προσδοκίες της.
Τις νύχτες μακριά από τα μάτια της
μίκραινε ακόμα πιο πολύ.
Καρφωμένος στις παλιές του αμαρτίες
και στον αστερισμό του Ωρίωνα,
έλειπε πάντα από τις εποχές της.
Κάποιες φορές την φανταζόταν
μ’ ένα μαχαίρι καρφωμένο κατάστηθα
να στάζει τον πόνο της
σε ένα άδειο από γιορτές ημερολόγιο.
Αργά το κατάλαβε
πως όσο και αν ραμφίζεται
από έναν έρωτα αφηνιασμένο,
άτακτο και αταξινόμητο,
θα είναι πάντα για εκείνη
ένα τραύμα διαμπερές
σε απόσταση οσμής από τον θάνατο.
ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΒΑΤΕΣ
Κάθισε στο παγκάκι του σταθμού
και ιχνογραφούσε τη μορφή της
στο παράθυρο του τρένου που θα 'ρχόταν.
Σκοτείνιασε και δεν είχε ακόμα αποκρυπτογραφήσει
την ατέρμονη σιωπή των σιδηροτροχιών.
Ρώτησε τον Σταθμάρχη
γιατί αργούν να περάσουν τα τρένα.
-Μα κύριε χωρίς επιβάτες δεν υπάρχουν δρομολόγια.
Η επιβάτης που περιμένετε
δεν ντύνεται πια, δεν βγαίνει περίπατο,
δεν προσέρχεται στους εσπερινούς.
Μάζεψε τα χαρτιά και τη θλίψη του,
πήρε στα μάτια του
το τελευταίο κομμάτι του ουρανού κι έφυγε.
Είχε τραβήξει δυο μολυβιές στο χαρτί.
Ένα μέτωπο με βαθιές ραβδώσεις, δυο χείλη στεγνά
και δυο ημικύκλια για μάτια.
Τα χρώματα τα φύλαξε για τον έρωτα-αν ποτέ ερχόταν-
όταν θα ακούσει πάλι τις ρόδες του τρένου
να στριγκλίζουν πάνω στις σκουριασμένες ράγες.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΘΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΝ
Ραντίστε τους τοίχους με ποιήματα.
Κρεμάστε στα συρματοπλέγματα ποιήματα.
Στα καπνογόνα τους ρίξτε ποιήματα.
Κάντε τη νύχτα να χτυπάει την πόρτα τους.
Αλλάξτε τα συναξάρια με ποιήματα.
Ανάψτε φωτιές στα υψώματα με ποιήματα.
Ρίξτε στις κάλπες των εκλογών ποιήματα.
Κάντε τα όνειρά τους να τρίζουν.
Καταθέστε στις τράπεζες ποιήματα.
Την Εφορία, πληρώστε με ποιήματα.
Στήστε πάγκους στις λαϊκές με ποιήματα.
Τρομοκρατήστε τους με τα γαμψά νύχια
του θεού του απρόβλεπτου.
Όταν κάποτε ηχήσουν οι σάλπιγγες
και ξεδιπλωθούν οι σημαίες,
αφήστε τα ποιήματα να προτάξουν τα στήθη τους.
Τα ποιήματα θα κρατήσουν το λυχνάρι ακοίμητο.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Βασίλης Τσακίρογλου γεννήθηκε στο Κερατσίνι του Πειραιά από γονείς πρόσφυγες από τη Σμύρνη και το Αϊδίνιο. Πτυχιούχος εκτελωνιστής, εργάστηκε στην ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ως σύμβουλος επί τελωνειακών θεμάτων. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Έχει παρουσιάσει από σκηνής μεγάλους Συνθέτες,όπως τους Μίμη Πλέσσα, Σταύρο Κουγιουμτζή, Μάριο Τόκα, Νότη Μαυρουδή, Ηλία Ανδριόπουλο κ.α.Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας των «Φίλων του Λόγου» που γέννησε την ιδέα για την έκδοση του περιοδικού « ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ ».Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές (η μια είναι καντάτα για το ολοκαύτωμα του Διστόμου). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά όπως ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ,3η ΧΙΛΙΕΤΙΑ, ΝΟΥΜΑΣ, κ.α. Επίσης κάποια έχουν μεταφραστεί στα Πολωνικά και άλλα έχουν μελοποιηθεί.