Στη στήλη "Στα βαθιά" φιλοξενώ σήμερα τον λογοτέχνη Νικόλα Κακατσάκη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στα Χανιά. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Αθήνα και το Παρίσι κι εδώ και πολλά χρόνια επέστρεψε στη γενέθλια πόλη. Ο δημιουργός εκφράζεται μέσα από την ποίηση, το διήγημα, το μικροδιήγημα και τα εικαστικά. Ασχολείται με την αρθρογραφία και διατηρεί προσωπικά ιστολόγια. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο με ποιήματα και μικροδιηγήματα, δύο με μικροδιηγήματα και μια ποιητική συλλογή. Έργα του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, λυρική, ενίοτε βιωματική. Ο λόγος του είναι λαξεμένος, μεστός, ζωηρός, βαθύς. Χρησιμοποιεί συχνά το πρώτο ενικό πρόσωπο δίνοντας στη γραφή του έναν εξομολογητικό τόνο. Εμπνέεται από σκηνές της καθημερινότητας,επιθυμίες,φανταστικές αναπαραστάσεις. Θα δούμε δέκα ξεχωριστά ποιήματά του!
[άτιτλο]
Στην δύση του φεγγαριού
Όσο είναι ολόγιομο
Του χειμώνα πίνω
Το νερό
Που της βροχής ήταν το χθεσινό
Δώρο
Και πατώ τα πόδια
Δυνατά εδώ
Μην κι ο αγέρας
Που τα μάγουλα ραπίζει
Κλέψει απ’ την ψυχή λόγια.
Πάνω στην γραμμή των οριζόντων
Κρατιέμαι και σβήνω ένα-ένα
Τα φώτα στα σπίτια
Να κρύψω τα μυστικά τους.
[μίμηση]
Με πάθος ο ποιητής
Μιμείται το ποίημα
Νους ευανάγνωστος
Από τις λέξεις
Θα τις προφέρει αργά
Όπως «τον τρώει το σαράκι».
[Τριλογία των Χριστουγέννων]
(Τα στολίδια)
Με πιάνει τρόμος με τα στολίδια
Των Χριστουγέννων έντεκα μήνες
Αιχμάλωτα του ημερολογίου,
Κλεισμένα σε σακούλες
Τυλιγμένα με φύλλα εφημερίδας,
Στο ψηλό φύλλο στην ντουλάπα
Του δωματίου, που θέλω άδειο
Να κρύβεται εκεί μόνο το πνεύμα
Της γιορτής.
(Τ’ αστέρι)
Τα πέταξα εκείνο τον Αύγουστο τα στολίδια
Γιατί τα Χριστούγεννα είχα καθυβρίσει.
Κράτησα μόνο το κόκκινο
Αστέρι του Κρεμλίνου
Από σκληρό τεχνητό ρουμπίνι
Το δρόμο να δείχνει
Να δω τον δημοτικό στολισμό της πόλης
Να ψάξω να βρω τον ταχυδρόμο
Μια ευχετήρια κάρτα να μου επιδώσει
Κι όχι πακέτο e-Commerce
(Φάτνη)
Μονοπωλεί η Αγία Οικογένεια.
Η Μαρία και το θείο βρέφος
Το δωδεκαήμερο.
Σχεδόν αγνοεί πως ο θεός
Ντύθηκε φόρμα ηλεκτρολόγου
Και με το κατσαβίδι και κόφτη
Έφτιαξε τα φώτα
Της φάτνης την θερμάστρα
Και τον φούρνο για το γουρουνάκι με πατάτες
Και την γεμιστή κότα.
[ραντεβού] [απούσα ψυχή]
Ήρθες στο ραντεβού κορμί άδειο
Που κοιτούσε την ώρα στο κινητό
Θυμάμαι την απούσα ψυχή
Να περπατάει στο πλάι
Να μιλάει για τα βιβλία που θα διάβαζε
Και για το δικό μου κλεψίτυπο.
[ΖΑΚ]
Αδερφέ Ζακ κοιμάστε;
Ποιος χτύπησε του πρωινού την καμπάνα;
Αδερφέ Ζακ ξυπνήσατε;
Τόσες δουλειές περιμένουν στην μονή.
Αδερφέ Ζακ την πρωινή εφημερίδα διαβάζετε;
Ακούω το ραδιόφωνο να παίζει δυνατά απ’ το κελί
Αδερφέ Ζακ, τόσες δουλειές περιμένουν στην μονή.
Αδερφέ Ζακ μόνος λατρεύετε τον θεό;
Κανένας δεν περιμένει σήμερα στον ναό.
Μην κινήσεις για την Αγορά
Τώρα είν’ όλα κλειστά.
Οι μαθητές σου απ’ την τάξη είναι μακριά!
Αδερφέ Ζακ έκατσες κιόλας στον υπολογιστή;
Τόσες δουλειές περιμένουν στην μονή.
Πότισες τα ζώα, το μποστάνι, τα δεντρά;
Έφερες τα ξύλα για την φωτιά;
Αδερφέ Ζακ δεν λατρεύεις μόνος τον θεό.
Ένας περιμένει τώρα στον ναό.
[το τελευταίο χιόνι που είδα]
Χιόνι λευκό, στα κλαδιά
Στα μπαλκόνια, στα κεραμίδια.
Χιόνι ζαρντινιέρας και χιονάνθρωποι
Δανεικοί απ’ το βουνό.
Χιόνι σε δόσεις δεκαετείς
Απ’ αυτό που προτιμά το lifestyle.
Αλλά εγώ μιλάω για το άλλο χιόνι
Που ‘χει χρώμα κοκκινωπό, το πατημένο
Απ’ τους μεγάλους τροχούς των τρακτέρ,
Το ανακατεμένο με χώμα,
Πεταμένο στην άκρη των δρόμων
Απ’ τον εκχιονιστήρα,
Χιόνι με τα σημάδια
Της πλατείας, των πεζοδρομίων, βρώμικο.
Των βημάτων με τα χοντρόσολα παπούτσια
Όσων σηκώνουν φορτίο.
Να βρω ψάχνω μια λέξη δανεική
Από τις γλώσσες του βορρά
Γι’ αυτό το χιόνι.
[Φλεβάρης]
Φταις Φεβρουάριε που λείπουν μέρες
Απ’ τον χειμώνα
Και προλαβαίνουν κι ανθίζουν
Οι αμυγδαλιές.
Μικρέ μήνα, μήνα λειψέ,
Φλεβάρη κουτσέ
Ανώμαλε του ημερολογίου,
Η μια περίσσια σου μέρα
Κακοτυχία του έτους.
Σκοντάφτεις
Και σε νικά στο νήμα
Ο γεμάτος άνοιξη Μάρτης.
[νοσηλεία]
Πρωί στην κλινική
"νοσηλεία" φωνάζουν κι ανάβουν τα δυνατά φώτα του θαλάμου
Οι νοσοκόμες και ρίχνουν φαρμάκι στις ανοιχτές φλέβες και τους καθετήρες
Ήμασταν κι οι τέσσερις απύρετοι
Και μπήκες εσύ κι είπες Ν’ ανοίξουν το παράθυρο να μπει αέρας
Κι είδαμε το ουράνιο τόξο
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Νικόλας Κακατσάκης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1970 στα Χανιά όπου ζει μόνιμα από το 2004 ύστερα από σπουδές και εργασία στην αρχιτεκτονική σε Παρίσι και Αθήνα. Ασχολείται ταυτόχρονα με τα εικαστικά, την ποίηση και την πρόζα πειραματιζόμενος με διάφορους τρόπους έκφρασης μεταξύ των οποίων και τα μικροδιηγήματα. Έχει αρθρογραφήσει για θέματα της πόλης, της τέχνης και της καθημερινότητας στον τοπικό ημερήσιο και περιοδικό τύπο και διατηρεί ιστολόγια. Τον Μάρτιο του 2018 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του “Αρχιτέκτονας Αυτοβιογραφείται” με ποιήματα και μικροδιηγήματα και τον Ιανουάριο του 2019 οι “8 Μικρές Ιστορίες” με μικροδιηγήματα. Ακολούθησαν τον Νοέμβριο του ίδιου έτους οι “8 Μικρές Ιστορίες 2” και τον Ιούνη του 2020 η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή του από τις εκδόσεις ΣΜΙΛΗ με τίτλο “Συνθλιπτήρες”. Έχει συμμετάσχει σε μεγάλο αριθμό συλλογικών τόμων με ποιήματα, διηγήματα και μικροδιηγήματα.