Φιλοξενούμενός μου σήμερα είναι ο ποιητής Γεώργιος-Κάρολος Τσιλεδάκης. Διδάκτορας της Πυρηνικής Φυσικής κατοικεί μόνιμα στο Παρίσι, όπου εργάζεται ως ερευνητής. Το 2014 κυκλοφόρησε την ποιητική του συλλογή "Όρνια-Λάμιες". Ποίηση κοινωνική και φιλοσοφική, με αναφορές στην αρχαιοελληνική μυθολογία. Θα δούμε δέκα ποιήματα απ'αυτή τη δουλειά!
ΠΡΟΤΟΜΗ ΑΠΟ ΧΑΡΤΙ
Εις ανάμνησιν της Marie, της συντρόφου…
Απ’ το χώμα ξεριζώθηκε
για μακρινό ταξίδι
μια προτομή από χαρτί
στην ωρυγή του ανέμου
Από της πόρτας την σχισμή
στην κάμαρά μου μπαίνει
πνοή αγέρα σύμμαχου
την φέρνει έμπροσθεν μου
Βλέφαρα θρηνητικές
στα μάτια μου ασπίδες
στα όνειρα είστε τρωτά
με θύμισες σας μεθάει
Μα σαν ανοίξετε δειλά
θα έχει μαρμαρώσει
οι χωματένιες ρίζες της
την έχουν φυλακίσει
Ώσπου το βράδυ ο άνεμος
να σπάσει τα δεσμά της
κι η πέτρα που ‘γινε χαρτί
μαζί μου ξανασμίξει΄
ΔΥΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ
Δυο κοστούμια κείτονταν
το ένα δίπλα στ’ άλλο
στην ίδια ντουλάπα αντικριστά
για τελευταίο βράδυ
το ‘να λευκό και γιορτινό
στο πέτο έχει σημάδι
κρασιού σταγόνα κόκκινη
ραμφιά από παπαγάλο
Με ναφθαλίνες φύλακες
στο βάθος ξεχασμένο
το γλέντι αναπόλησε
και δάκρυσε με πόνο
τ’ αφεντικό του του ‘λεγε
αφήνοντας το μόνο
τιμή μεγάλη που ήσουνα
σε γάμο φορεμένο
Ένα μαντήλι κόκκινο
στην τσέπη καρφωμένο
παραφωνία έμοιαζε
σαν αίμα μες στο χιόνι
κι ο παπαγάλος έκραξε
στο άσπρο το σεντόνι
μαύρο κοστούμι αφόρετο
να ‘σαι καταραμένο
Τ’ αφεντικό μας πέθανε
σειρά μου να το ντύσω
τζόβενο θα ‘ναι άρχοντας
θα λάμπει μες στο μνήμα
στο τελευταίο του αντίο
με το μαύρο μου το νήμα
την σιτεμένη σάρκα του
για πάντα ας φυλακίσω
Μαύρο εσύ άσπρο εγώ
ποια η διαφορά μας;
Εσύ σε τάφο σκοτεινό
οι κάμπιες θα σε φάνε
κι εγώ σε κάδο βρομερό
μπεκρήδες θα ξερνάνε
ίδιο το τέλος και για τα δυο
κοινή η συμφορά μας
Κοστούμια μην μαλώνετε
δίκιο δεν θα ζητήσω
πανώριος που στεκότανε
λευκοντυμένος ως γαμπρός
τι πένθιμα τώρα ξεπροβάλλει
μαυροντυμένος ως νεκρός
πότε ήταν πιο κομψός;
Δύσκολα ν’ απαντήσω
ΔΡΕΠΑΝΗΦΟΡΟΣ ΧΑΡΟΣ
Ήξερα πως θα μ’ εύρεις Θάνατε
δεν γνώριζα το πότε
λογάριαζα ερήμην σου
και τώρα που το πέπλο σου
ζυγώνει στο κατώφλι
το ιδρωμένο
από της ζωής την κάψα
γενναίος πρέπει να σταθώ
οίκτο μην σου ζητήσω
(Στου Αχέροντα τα ύδατα
θα κείτομαι σε λίγο
περήφανα από ρόδα
στέφανα θα με ντύνουν
με τα αγκάθια μέσα μου
και τα λουλούδια απ’ έξω
μέχρι κι αυτά να μαραθούν
και στο νερό σκορπίσουν)
Μα όσο τα μάτια έχω ανοιχτά
κι όχι πισώπλατα δειλά
έλα αντρίκια
και την πνοή μου πάρε
μεγάλε και τρανέ πολεμιστή
δρεπανηφόρε Χάρε
ΜΕΛΑΝΙ ΑΠΟ ΠΟΡΦΥΡΑ
Κάνε τον καγχασμό σου μια ωδή
Θρηνητικό εμβατήριο
τ’ αυτιά σου να χαϊδέψει
Και σε μελάνι πορφυρό
βούτα το πινέλο
Χρωμάτισε την θλίψη σου
το γκρίζο βάφοντας το
Κι αν η μαυροντυμένη μοίρα σου
καλέσει καταιγίδα
Με δάκρυα να σ’ εξαγνίσει
σκουπίζοντας τους ρύπους
Το χρώμα το νωπό
να που ξεθωριάζει
Και πάλι γκρίζο γίνεται
μα μην το ξαναβάψεις
Μελάνι ήταν το αίμα σου
Σιγά-σιγά τελειώνει
ΠΛΑΣΤΟΣ ΤΙΤΑΝΑΣ
Γυαλιά φορούσα για καιρό
με τους φακούς αγκίστρια
τα μάτια μου ορθάνοιχτα
στην όψη σου στραμμένα
Με ομορφιά ημίθεου
παράστημα τιτάνα
με πανοπλία χρυσαφιά
σμαράγδια στην ασπίδα
Κι όταν μια μύγα πέταξε
και έφτυσε μια πέτρα
χολής πικρής το έκτρωμα
μου ράγισε τις κόγχες
Τα χέρια σήκωσα ψηλά
πέταξα τα γυαλιά μου
μαγεία ήταν κι έφυγε
τα πάντα καθαρίσαν
Ας είναι η μύγα αυτή καλά
που μ’ άνοιξε τα μάτια
κι ο θαυμασμός μου έδωσε
την θέση του στον οίκτο
Νάνος ήσουν πάντοτε
που σέρνονταν σαν φίδι
σκιάχτρο γεμάτο με σπυριά
ανθρώπινο σκουπίδι
ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ
Λεπίδι κατάστηθα
βρήκε την Περηφάνια
δεν ήτανε πισώπλατα
φορούσε παρωπίδες
δεν έβλεπε το μέταλλο
που ‘ταν φιδοντυμένο
Γεια χωρίς αντίκρισμα
νεύμα που δεν ζευγάρωσε
πρόσκληση που δεν ήρθε
έτσι εκτιμήθηκε
μι’ αγάπη άνευ όρων
που πνίγηκε σε τέλμα
με πράσινα νερά
Μα να που το σωσίβιο
Ευγένεια το λέγαν
πλέει εκεί μακριά
μια σημαδούρα
που αμυδρά
για πάντα θα θυμίζει
το ράγισμα του κρύσταλλου
με τ’ όνομα Φιλία
Με τα θεμέλια σαθρά
δεν μπόρεσε ν’ αντέξει
στο βάρος αυτό του χλευασμού
που με ξίφος το συμφέρον
την πιο όμορφη γονάτισε
στα δυο την αμαζόνα
«Περηφάνια» την λέγαν
ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Βάλτοι κατάξεροι
τα μάτια μου γκρεμισμένα
της λαβωμένης σου λάμψης
κάτοπτρα ραγισμένα
Κάκτου ρίζα θανατοφόρα
ανάηχα τα σωθικά λογχίζει
που το δάκρυ σου κροκοδείλιο
με ξίδι και χολή ραντίζει
Τα μάτια σου νιώθω γυμνά
χωρίς το μπλε τ’ ουρανού το αίμα
τάχα μου ρασοφόρα
συντροφιασμένα με το ψέμα
Μα να που ο πόθος
σε λησμονιάς λίμνη βουλιάζει
κροταλιστά δονείται
και με ρόγχο επιθανάτιο κραυγάζει
Μικρός θάνατος κι αργός
ο πικρός σας χωρισμός
απ’ τον σαδομαζοχισμό
μιας αμφίδουλης συνήθειας εθισμό
Σαν κόψαν σαν τραγιά
για της Πάνδημου Αφροδίτης τον υιό
του σήψαιμου Έρωτα σφαγιά
πάνω στον ανηλεή βωμό
ΜΟΙΡΑ
Μοίρα εσύ
Δεν βαρέθηκες πια να με χλευάζεις;
Σε προκαλώ σε μάχη
Βγες έξω
Άσχημη εσύ
Σαν χαμόγελο γριάς ξεδοντιασμένης πόρνης
Ως πότε θα υλοτομείς το δάσος των ονείρων μου;
Ως πότε θα ρυτιδιάζεις το δέρμα της ψυχής μου;
Σιχαμερή ύαινα εσύ
χορτάτη απ΄ τα κουφάρια των ελπίδων μου
παράσιτο της φαντασίας μου
έφτασε η ώρα σου
φυλάξου
Καθρέφτη κραδαίνω μαγικό
και θα σου καταφέρω πλήγμα θανατερό
σαν δεις την ασχήμια σου
Λογχίζω μ’ αυτόν το κορμί σου το λεπρό
που στάζει αίμα πράσινο
μα δεν γελώ
πράσινο και το δάκρυ μου
μια και του καθρέφτη η όψη η δεύτερη
εμένα δείχνει
Με νίκησες
Τώρα πλέον μόνο να σ’ εκλιπαρώ
ταπεινωμένος μπορώ
άσε με για λίγο ακόμη να ονειρευτώ
σε πάλεψα
κι ας γνώριζα
πως πάντα εσύ θα νικάς
ΝΙΟΤΗ
Την ομορφιά σου ατένιζα
την δαφνοστολισμένη
με δάκρυα παράσημα
αυτών που σου υποκλίθηκαν
μα φύγαν ηττημένοι
Με πέτρινο χαμόγελο
φτιαγμένο να πλανεύει
στον όλεθρο οδήγησες
βάζοντας παρωπίδες
σ’ αδύναμους ρομαντικούς
με χάρτινες ασπίδες
Στεκόσουνα αγέρωχη
στον Χρόνο παγωμένη
κι η μνήμη μου συνένοχη
σαρακοφαγωμένη
Και τώρα που το δάκρυ μου
ποτίζει το κορμί σου
σαν όξινη βροχή
σαπίζει τα καρφιά σου
Της μάσκας του τ’ αγκίστρια
κακά στερεωμένα
στο φορεμένο γέλιο σου
τα χείλη ξεπετσώνουν
Πτύελα πυώδη
ξεχύνονται με μιας
κι απ’ τα σπλάχνα σου
τα συφιλιδικά
δύει ο ίσκιος μονομιάς
χαρίζοντας λάμψη μπακιρένια
στα μούτρα σου τα σταφιδικά
τα κάποτε νεραϊδένια
Μια όμορφη εικόνα
με την μορφή σου χαραγμένη
χωρίς την ψεύτικη μπογιά
αίγλη θολή ξεθωριασμένη
Της λάβρας νιότης δήμιος
ο Χρόνος ο ανίκητος
ΛΗΘΗ-ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ
Η Λήθη κι η Μνημοσύνη
αδιάκοπα παλεύουν
δυο φιδοτόμαρα αγκαθωτά
στα σπλάχνα σου τυλιγμένα
Σβήνει η μια στους τάφους
τα μαρμάρινα γραμμένα
μα τα κοράκια της άλλης
πάλι τα σμιλεύουν
Διαταγές των σκοτωμένων
σε περιστέρια ρασοφόρα
τα περασμένα φέρνουνε μπροστά
μοίρας βουβής μαντατοφόρα
Θύμισες ανώφελες
πλανιούνται και σε δαπανάνε
Ερινύες που μαστίγια φιδοφορούν
σε κυνηγάνε
Βάκχες του Άδη σφαγερές
της Μνημοσύνης είστε κόρες
ασπιδοφόρα η Λήθη σας ρουφά
σβήνοντας ώρες μυροφόρες
Μια κούκλα χλωμή από κρύσταλλο
πάντα ντυμένη στα λευκά
χρώμα του πένθους τρομερό
που όλα τα ‘χει
κι όλα τ’ απορροφά
Λήθη είναι ο Θάνατος
και σου χαμογελά
καλώντας σε να πέσεις
στην δική του αγκαλιά
Φοβίζει σαγηνεύει
μ’ από την κρούση αυτή δεν σπάει
εσένα κονιορτοποιεί
και η συνείδηση σου ψυχομαχάει
Κι η μάχη λήγει πάντοτε
με τροπαιούχο την Λησμοσύνη
«Συνείδηση» δεν βαφτίσαν κάποτε
την νοσταλγούσα Μνημοσύνη;
Βιογραφικό σημείωμα
Ο ∆ρ. Γεώργιος-Κάρολος Μ. Τσιλεδάκης γεννήθηκε στην Μπολόνια της Ιταλίας. Σπούδασε στο Τµήµα Φυσικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήµιου Θεσσαλονίκης. Απέκτησε διδακτορικό τίτλο στην Πυρηνική Φυσική από το Πολυτεχνείο του Ντάρµσταντ στη Γερµανία και συνέχισε µε µεταδιδακτορικά σε Χαϊδελβέργη και Παρίσι, όπου σήµερα ζει και εργάζεται ως ερευνητής. Έχει εκπληρώσει το στρατιωτικό του καθήκον ως Εύζωνας στην Προεδρική Φρουρά. Η ποιητική του συλλογή «Όρνια-Λάµιες» ζωγραφίζει τραγικά και µε µελανά χρώµατα την αδυναµία ενός προδοµένου από Εφιάλτες αξιοπρεπή ανθρώπου να υπερβεί µόνος του τα σηµερινά υπαρξιακά αδιέξοδα, όντας θύµα ενός αναπόφευκτου πεπρωµένου.