Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τη λογοτέχνιδα Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στο Θύρρειο Αιτωλοακαρνανίας και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και στη συνέχεια ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή. Γράφει διηγήματα και ποιήματα. Έχει εκδώσει δυο συλλογές διηγημάτων, τη μια στα αγγλικά και την άλλη στα ελληνικά. Λατρεύει τις τέχνες κι ασχολείται με τη ζωγραφική, τη φωτογραφία και το θέατρο ,παράλληλα με τη συγγραφή. Η ποίησή της είναι εξομολογητική, λυρική, υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι πολύχρωμος, παραστατικός, διεισδυτικός. Είναι το είδος της γραφής που δρα στον πυρήνα του συναισθήματος ,απελευθερώνει τον δημιουργό και δυνητικά χτίζει συγκινησιακούς κρίκους που τον ενώνουν με τον αναγνώστη. Η πένα της κινητοποιείται από τον έρωτα, τις σχέσεις ζωής, τα διαχρονικά εσωτερικά ερωτήματα. Τα ποιήματά της είναι σαν μικρά θεατρικά έργα, με στέρεη σκηνοθεσία, στιβαρούς χαρακτήρες, αληθοφανείς διαλόγους κι ισχυρά μηνύματα. Θα ταξιδέψουμε μαζί της μέσα από δέκα καταπληκτικά ποιήματά της!
Μπορούμε;
«Μπορούμε;»
Σε ρώτησα.
Μου είπες, «Όλα θα γίνουνε», αλλά
Τα μάτια σου ήταν ένα θολό καστανό
Σαν το κατακάθι του καφέ
Και το πρόσωπό σου τόσο χλωμό,
Που νόμιζα ότι αν τ’ αγγίξω
Θ’ αρχίσει να ξεκολλάει και να τρίβεται,
Σαν ξεραμένος ασβέστης
Πάνω σε παλιό, πέτρινο πεζούλι.
Θα σε βοηθήσω τότε ν’ ανέβουμε ως το πλάτωμα, σου είπα.
Ο ήλιος θα σου 'δινε λίγη πνοή ζωής, λίγο χρώμα, λίγη ελπίδα,
Αναθάρρησα.
Όμως όταν φτάσαμε, έπιασε μπόρα.
Καλύτερα, σκέφτηκα. Θα ξεπλύνει
Το γκρίζο των μαλλιών σου
Θα γυαλίσει τα κουρασμένα μάτια σου.
Αλλά εσύ ξάπλωσες κατάχαμα και μου λες,
«Σκέπασέ με και κάτσε δίπλα μου».
Σε σκέπασα με χλόη και λουλούδια
Και σ’ έβλεπα καθώς μούλιαζες στη βροχή
Κι έλεγα, δεν μπορεί, δεν πάει έτσι,
Όλα θα γίνουνε μου 'χες πει,
Όταν μικρές φύτρες κι ανθάκια
Άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού
Απ’ τους πόρους του μουσκεμένου σώματός σου
Κι εγώ σε χάιδευα, σα να χαϊδεύω χορταριασμένη γη.
Και τώρα ξέρω,
Έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει
Αυτό που ίσως γνώριζες ότι θα γίνει
Κι όχι αυτό που εγώ περίμενα.
Μα, τι σημασία έχει;
Εγώ δεν πάω πουθενά.
Γλίστρησα το δάχτυλό μου
Κατά μήκος μιας ρίζας
Που ξεκινούσε απ’ την πατούσα μου.
Είτε μπόρα, είτε ήλιος
Πάντα θα μπορούμε.
Χώμα και Βροχή
Η μάνα σου χτίζει το παράθυρο του δωματίου σου
Για να μην μπαίνει πια το φως μέσα
Και μαζί μ’ αυτό κι ο ίσκιος του.
Σκούπιζε, ξεσκόνιζε,
Πάσχιζε να διώξει τις σκιές
Που κρύβονταν πίσω απ’ τα έπιπλα
Σωροί αδιαπέραστοι από στάχτες καμένων λιανόκλαδων.
Το σκοτάδι σέρνονταν σα φίδι,
Το δηλητηριώδες σάλιο του
Έκανε τη δουλειά της όλο και πιο δύσκολη.
Έδιωχνε τη σκόνη απ’ το πατζούρι
Για να κάνει δρόμο στο φεγγάρι.
Κράταγε το φως μέσα με το στανιό,
Ενώ αυτό ξεγλιστρούσε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά της.
Ήλπιζε ότι θα το δεις κι εσύ μια μέρα και
Θα πετάξεις μακριά όλα αυτά που πότιζαν τις φλέβες σου
Με ψεύτικη χαρά.
Αλλά δεν πρόλαβε.
Κάθε φορά που βρέχει και νοτίζει
Ο τοίχος του παράθυρού σου,
Το πρόσωπό σου λες κι είναι σμιλεμένο εκεί,
Τα μάτια σου απορημένα
Στάζουν χώμα και βροχή.
Χέρια γροθιές σκουπίζουν τώρα
Τα ξεθωριασμένα της βλέφαρα.
Δεν ξέρει πότε είναι κλειστά και πότε ανοιχτά.
Χώμα και βροχή βροντάνε την πόρτα της.
Λυσσομανάνε.
Την ανοίγει,
Γέρνει και σκουπίζει τα μάτια σου.
Περιμένει τη στιγμή
Που θα κατέβει τα σκαλοπάτια
Να σ’ ανταμώσει, να σε σκεπάσει με το κουκούλι της,
να σε ξεπλύνει με τ’ αμνιακό υγρό της,
να σε ξαναγεννήσει.
Κι όταν πέσεις σα σπόρος ανάμεσα
Απ’ τις ρωγμές στα πλακάκια,
Σαν αγιόκλημα θ’ ανέβεις ψηλά
Και κάτω από βλεφαρίδες φυλλωσιές
Θ’ αντικρίσεις επιτέλους τον ήλιο,
Το πραγματικό φως,
που κάνει τον τοίχο ν’ ανθίσει
Άνθη από χώμα, βροχή και ήλιο.
Έτσι Είναι
Είμαστε στη θάλασσα
Βαθιά, κάτω απ’ το νερό
Οι δυο μας.
Συνήθως το φοβάμαι το νερό,
Αλλά όχι τώρα.
Αναπνέουμε κανονικά, χωρίς μάσκες,
Ένα μωρό στα χέρια μας,
Ηλιοκαμένο, λες κι ήταν ξαπλωμένο στην αμμουδιά
Χρόνια τώρα και μας περίμενε
Να το μάθουμε κολύμπι.
Μαθαίνουμε κι εμείς μαζί του.
Το αγκαλιάζουμε και το σηκώνουμε στην επιφάνεια
Το κεφάλι του λούζεται απ’ το φως του ήλιου.
Το κοιτάζω απορημένη
Καθώς μας χαιρετάει και
Χάνεται στον ορίζοντα.
«Έτσι είναι», μου λες,
«Όταν πάρεις αυτό που θες,
Όταν το ιδεατό γίνει απτό,
Το άγνωστο γνωστό,
Τ’ αθάνατο θνητό,
Τότε φεύγεις.
«Εγώ νόμιζα τ’ αντίθετο», σου λέω,
Αλλά εσύ κολυμπάς ήδη προς την ακτή
Τινάζεις τα νερά απ’ τα ρούχα σου,
Φοράς τα σκούρα γυαλιά ηλίου
Και στρίβεις στη γωνία ενός ερειπωμένου σπιτιού.
Εκεί ήταν μια τριανταφυλλιά παλιά.
Ποιος να την έκοψε άραγε;
Ή μήπως ήταν η σκιά ενός κυπαρισσιού
Καθώς έπεφτε πάνω στον τοίχο
Του αρχέγονου αυτού σπιτιού;
Πώς να σε πείσω;
Στο δρόμο μας για το χωριό, στην Εθνική,
Σου δείχνω ένα γυάλινο, ψηλό κτίριο,
Πώς τα τζάμια σχηματίζουνε περίτεχνα
Σχέδια και γωνίες, πώς λαμποκοπάνε.
Μου λες ότι αυτό που βλέπεις είναι λευκά περιστέρια
παγιδευμένα εκεί.
Σου δείχνω σμήνη πουλιών,
Πώς σχηματίζουνε φιγούρες,
Πώς γνωρίζουνε όλα πού να πάνε
Ταυτόχρονα, πόσο αρμονικά πετάνε,
Σα να κολυμπάνε.
Απεγνωσμένα πλήθη, λες,
Κυνηγημένα από υψηλής τεχνολογίας όπλα,
Σφαίρες και δηλητηριώδη χημικά αέρια.
Όταν φτάνουμε στο χωριό
Σου φτιάχνω δαχτυλίδια από μαργαρίτες.
«Τόσα πέταλα μαζί, τόσοι κύκλοι», μου λες
«Πώς πνίγουν το λιγνό τους μίσχο.
Ούτως ή άλλως, ποιο το νόημα
Να πλέκεις λουλούδια που
Θα μαραθούν τόσο σύντομα και
Σαν το ζυμάρι που περισσεύει απ’ το ταψί
Θα πέσουν χάμω;»
Σου φέρνω παπαρούνες.
Τις κοιτάζεις καχύποπτα.
«Από πού πήραν τόσο κόκκινο;» ρωτάς.
«Είναι σαν κάποιος να 'σταξε αίμα πάνω τους.
Πέταλα που μαδάνε στον αέρα,
Σα φλογισμένα αποκαΐδια που
Ματώνουν τη νύχτα.
Ιεροσυλία!» λες.
«Μόνο τ’ αστέρια μπορούν να το κάνουν αυτό.
Όσο και ν’ απλώνεις τα χέρια σου,
Ποτέ δεν τα φτάνεις και
Παρ’ όλα αυτά σου καψαλίζουν
Τα τεντωμένα σου δάχτυλα».
Σου δείχνω τα σύννεφα,
Τα σχήματα, τις παραστάσεις.
«Καπνοί από εκρήξεις που θα καταπιούν το χωριό», λες,
«Είναι υπεροπτικά τα σύννεφα,
Επειδή είναι ψηλά και τα βλέπουν όλα
Μας χλευάζουν, μας απειλούν κι όποτε θέλουν μας καταπνίγουν».
Η μαμά σου διάβαζε το μέλλον σ’ αυτά,
Δεν είδε όμως τα δύο της παιδιά,
Τ’ αδέρφια σου,
Που πνίγηκαν στη θάλασσα,
Γιατί το φουσκωτό δεν τους χωρούσε,
Γιατί τα σωσίβια ήταν ακατάλληλα, ανεπαρκή.
Παρ’ όλο που έβλεπε τους κεραυνούς
Να κάνουν τον ουρανό σμπαράλια κι
Άκουγε τον ορυμαγδό.
Νόμιζε ότι ήταν μακριά
Και δεν θα τους έφτανε.
«Έχεις ακούσει ουρλιαχτό μάνας;» με ρωτάς.
«Χειρότερο κι από εκατό κεραυνούς μαζί».
Τι μπορώ να σου δείξω μετά απ’ αυτό,
Που δεν έχεις δει με το σκούρο των ματιών σου;
Και πώς να σε πείσω να βλέπεις με το
Λίγο άσπρο που σου ‘χει απομείνει;
Μην ξεγελιέσαι
Μην ξεγελιέσαι,
Τα χιόνια στόλισαν τις βουνοκορφές
Μόνο και μόνο για να δεις πόσο απάτητες είναι.
Στη ματιά σου μόνο επιτρέπεται να τις ακουμπάει
Για να παγώνει μετά την ψυχή σου.
Μην ξεγελιέσαι,
Δεν είν’ εδώ το σπίτι σου,
Τα κάγκελα στο μπαλκόνι αντανακλούν τον ήλιο
Για να σε θαμπώνουν και να μη βλέπεις
Τι βρίσκεται ανάμεσά τους και πέρα απ’ αυτά,
Κάγκελα βρεφικής κούνιας.
Τα δένδρα στον κήπο δε στολίστηκαν
με στάλες βροχής-διαμαντάκια.
Faux bijoux είναι,
Πεσμένα δάκρυα που
Με το παραμικρό αεράκι
Γίνονται βορά στο χώμα,
Χαμένα όνειρα με προδιαγεγραμμένη
Αρχή, πορεία και τέλος.
Μην ξεγελιέσαι,
Οι νάρκισσοι δεν άνθισαν για σένα
Αλλά από τη συνήθη ανάγκη τους
Να θαυμάσουν μια ακόμη φορά τον εαυτό τους,
Δεν επιθυμούν κάτι άλλο,
Δεν ψάχνουν ταίρι, δε συμπονούν κανέναν,
Στο τέλος χωνεύονται μέσα στους υπομονετικούς βολβούς
Που κυοφορούν τα σκούρα μυστικά της άνοιξης,
Θάβουν τα συννεφιασμένα μυστικά της ζωής σου όλης.
Μην ξεγελιέσαι,
Τα χελιδόνια δεν κελαηδούν για σένα
Δε φέρνουν αργοπορημένα μηνύματα μετάνοιας ή στοργής
Από παλιούς αγαπημένους.
Μεταξύ τους μιλάνε γρήγορα για να προλάβουν
Στη σύντομη ζωή τους να πουν αυτά που
Προσπαθείς εσύ να πεις
Με άλαλες λέξεις και σιωπές
Χρόνια τώρα.
Ο θάνατος είναι η αδερφή ψυχή σου
Ολάκερη τη γη κι αν ψάξεις
Αυτόν θα βρεις να σε περιμένει μοναχά,
Αυτός θα σ’ αγκαλιάσει και
Θα σε πάει στην πραγματική ζωή,
Εκεί που δεν θα φοβάσαι πια τις παλάμες
Που κλείνουν το στόμα σου
Και σπρώχνουν τα σύννεφα,
Παραπέτασμα στα μάτια σου,
Που σκορπίζουν τ’ απωθημένα σου
Πουλιά τρομαγμένα από πυροβολισμούς
Αμείλικτου κυνηγού,
Άδολες πινελιές μικρού παιδιού
Σε χασαπόχαρτο.
Οι Ραφές
Σε είδα στο κέντρο Σεπτέμβρη μήνα
Πήγαινα στη Ζήνωνος για το λεωφορείο
Η φωνή σου σκούπιζε στάλες βενζίνης,
Πίσσας και σκόνης απ’ το μέτωπό μου.
«Το κεφάλι πάντα ψηλά, κορίτσι μου», είπες.
«Λίγο να σε δουν να χαμηλώσεις το βλέμμα,
Λίγο, τόσο δα, και θα σε κολλήσουν στην άσφαλτο
Σα χιλιοπατημένη δεκάρα που
Κανείς δεν καταδέχεται να σκύψει
Να σηκώσει.
Θα δεις πολλές απ’ αυτές,
Εσύ ποτέ μην τις πατήσεις,
Ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνεις κουτσό
Στα χαραγμένα με καρφιά
Πλακάκια στο δρόμο σου».
Σε είδα και μια άλλη φορά μαζί με τη γιαγιά,
Δυo φωτεινές απλίκες τοίχου,
Η μια συμπλήρωμα της άλλης.
Εκείνη φορούσε ένα πολύχρωμο,
Λουλουδάτο φόρεμα και χαμογελούσε.
Μοσχοβολούσε χαρά.
«Να 'ρθω κι εγώ;» σας είπα.
«Όχι ακόμα», είπες. «Έχεις δουλειά εκεί».
Η γιαγιά στάθηκε μπροστά μου
Και με το βελονάκι κεντήματος
Σιγά σιγά ξήλωνε τις ραφές,
Τη σταυροβελονιά που σφράγιζε τα χείλη μου.
«Θα τις ξανακάνουν. Δεν έχει νόημα», είπα.
«Εσύ τους δίνεις τη βελόνα, εσύ και την κλωστή», είπε.
«Όταν θα το καταλάβεις, θα δεις τις λέξεις
Σα σποράκια θαμμένα από καιρό
Να ξεπηδούν άγρια κλαδιά μέσα απ’ το στόμα σου,
Φράχτης ενάντια στις παλάμες τους,
Όσο και να χτυπάνε, μην ανοίξεις,
Φύγε μακριά.
Ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνεις κουτσό
Στην καυτή άσφαλτο
Στα πλακάκια που εσύ η ίδια
Θα έχεις χαράξει
Με ματωμένη κιμωλία.»
Τα Σύμφωνά σου
Πώς με νανούριζαν τα σύμφωνά σου
Έτσι προσεκτικά και σιγανά που ξεμύτιζαν
Ανάμεσα απ’ τα δόντια σου.
Τα φανταζόμουν ξαπλωμένες, έγκυες λέξεις
Πάνω στη γλώσσα σου
Να λιάζονται μέσα στο λιοπύρι
Της ζεστής σου ανάσας,
Λουλούδια στον πρωινό ήλιο,
Μπουμπούκια που ανυπόμονα περίμενα
Ν’ ανοίξουν σε πολύχρωμα φωνήεντα,
Μαργαρίτες να μαζέψω
Και ν’ αρχίσω το μέτρημα,
Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά.
Αλλά τα λίγα φωνήεντα που ξέφευγαν
Μύριζαν αίμα πληγωμένου ζώου,
Ακούγονταν σα σπασμένες χορδές βιολιού,
Ασφυκτιούσαν απ’ την κακοφορμισμένη
Μυρωδιά κάποιου παλιού ταγκό,
Παραπατούσαν.
Και τότε τα κατάπινες τρομαγμένος,
Βιαστικά αυτά στριμώχνονταν πίσω απ’ τα δόντια σου
Σαν παιδιά που παίζανε κρυφτό
Πίσω από ξεφλουδισμένα πεζούλια
Σκουπίζοντας τις σταγόνες αίμα με το σάλιο σου
Για να μην αφήσουν ίχνη,
Όλα μαζί, φωνήεντα και σύμφωνα
Ταραγμένες λέξεις
Λιβάνι αναμμένο
Στο στόμα σου,
Θυμίαμα στο δικό σου άναρθρο θεό.
Ποιoς έπρεπε να τον κατανοήσει, να τον αγαπήσει
Πιο πολύ άραγε;
Εγώ ή εσύ;
Πινακίδα Προορισμού
Μην μου ξαναπείς να έρθω στα όνειρά σου
Ξέρω απ’ την αρχή πώς τελειώνουν.
Τρως αμίλητος στο τραπέζι απέναντί μου
Και πάντα κοιτάς τη σκιά μου στον τοίχο
Πίσω απ’ την πλάτη μου,
Ποτέ τα μάτια μου.
«Εσύ φταις,» μου λες και σηκώνεσαι.
Τραβάς το τραπεζομάντιλο, αγνοώντας τον κρότο,
Το ρίχνεις μακριά μαντήλα στο κεφάλι σου,
Να προστατευτείς απ’ τη χτεσινή βροχή,
Τα μαλλιά σου πέφτουν σαν πευκοβελόνες,
Βιάζεσαι να φύγεις.
Σ’ ακολουθώ.
Ανεβαίνουμε σ’ αυτό το παγωμένο λεωφορείο.
Ποτέ δεν κατάφερα να διαβάσω
Τι γράφει η πινακίδα προορισμού του.
Εσύ κάθεσαι μπροστά
Κι εγώ στα πίσω καθίσματα.
Χαζεύω το τραπεζομάντιλο
Τα ζωγραφισμένα κλαδιά καθώς
Απλώνονται, τυλίγονται
Γύρω απ’ το κάθισμά σου
Σε στηρίζουν, σα συκιά στο καταχείμωνο.
Ανάμεσά μας ένα βρεγμένο τζάμι.
Υδρατμοί και στάλες έχουν φτιάξει έναν χάρτη εκεί.
Σηκώνεσαι, ενώνεις με το δείκτη σου τις σταγόνες και
Σχηματίζεις το συντομότερο δρόμο
Προς την πόρτα εξόδου.
Κατεβαίνεις στην επόμενη στάση.
Δεν κοιτάς πίσω.
Πάντα σ’ άρεσε να γλιστράς
Το δάχτυλό σου στο δακρυσμένο μου πρόσωπο.
Στην αρχή νόμιζα ότι ήθελες να με σκουπίσεις,
Ίσως να νόμιζες κι εσύ το ίδιο,
Αλλά μετά κατάλαβα ότι
Το μόνο που ήθελες ήταν να χαράξεις
Δρόμους ατελεύτητους
Πόσο ατρόμητος εξερευνητής θα ένιωθες
Συλλέκτης σταγόνων καρδιάς.
Ή μήπως έτρεμες μήπως κάποιος απ’ αυτούς
Βρει τον προορισμό του;
Στο κάτω κάτω το μόνο που είχες να κάνεις
Ήταν να σκουπίσεις το δείκτη σου στην κωλότσεπη
Την απεχθανόσουν τη βροχή
Και που την άγγιζες, χάρη της έκανες.
Ο Χρόνος
Ο χρόνος σκόνη στα μπαλκόνια και στα κάγκελα,
Πάνω τους γράφουν τα ιερογλυφικά τους
Τα περιστέρια.
Ο χρόνος πάχνη, χιόνι στις σκεπές,
Μάταια τα χελιδόνια προσπαθούν
Να φτιάξουν φωλιές γύρω απ’ τους
Κρεμάμενους απ’ τα δοκάρια κρυστάλλους,
Ξερόκλαδα και φύλλα γλιστρούν,
Πέφτουν στο έδαφος.
Γιατί να προϋπαντήσουν την άνοιξη;
Σάμπως θα φέρει και τίποτα καινούριο;
Ο χειμώνας ακόμα σέρνει
Τα κοκαλιασμένα μέλη του
Και το καλοκαίρι που ακολουθεί
Λάβα που κατακαίει τα πάντα
Ενώ το φθινόπωρο
Τα κάνει λάσπη.
Πάντα ο ίδιος κύκλος-δορυφόρος
Σ’ έναν κόσμο ζαλισμένο
Απ’ την ταχύτητα περιστροφής
Γύρω απ’ τον εαυτό του,
Γύρω απ’ τους άλλους.
Όλα μυρίζουν φθορά
Κι αποσύνθεση.
Φύλλα πολυάσχολα,
Λικνίζουν την ύπαρξή τους,
Δεν προλαβαίνουν καν να ξαφνιαστούν
Όταν ο αέρας τα χαστουκίζει και
Τα στρώνει στο χώμα σα μαδημένα πτηνά,
Πατημένα απ’ το αυτοκίνητο του χρόνου
Που τρέχει δίχως φρένα
Με παράθυρα κλειστά και θολά
Και πλάνους καθρέφτες-αντικατοπτρισμούς,
Χιλιάδες ψηφίδες
Κολλημένες αδέξια σ’ ένα
Πολύπλοκο παζλ,
Παραμύθι ατελεύτητο,
Αφού πάντα θα λείπει το τελευταίο κομμάτι,
Γιατί απλούστατα δεν υπάρχει.
Οι εκκρεμότητες και τ’ απωθημένα
Στάζουν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα,
Κόλλα που δεν ανήκει,
Ξεραίνεται, γίνεται σκόνη
Στο χωματόδρομο που
Οι υπερτιμημένες διαχωριστικές γραμμές
Όλο και ξεθωριάζουν
Ώσπου εξαφανίζονται,
Γίνονται ένα με το χώμα,
Σηκώνουν σκόνη
Που κατακάθεται κι αυτή,
Ως το επόμενο δρομολόγιο.
Εκτρώματα Ψυχής
Τα μυστικά μου θα τα πάρω μαζί μου
Στον τάφο μου, σου λέω.
Μεταλλικές μπάλες που σέρνουν
Οι κρατούμενοι με αλυσίδες,
Ασήκωτες.
Γελάς. Αυτό θες κι εσύ.
Δε θες να ξέρεις.
Θα ραγίζανε τον καθρέφτη σου,
Θα θρυμματίζανε τον φακό που
Οι άλλοι μας βλέπουν.
Όχι. Όλα θαμμένα. Κι αυτά, κι εγώ.
Κι εσύ ο κυρίαρχος των πάντων,
Όλα υπό έλεγχο.
Ενδόμυχες σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες.
Αηδίες.
Η αλυσίδα θα συνεχίσει να κατατρώει τα χέρια μου
Ενώ τα σκουλήκια θα κατασπαράζουν το σώμα μου.
Μόνο αυτά θα ξέρουν, αλλά
Αυτά είναι ακίνδυνα
Ό,τι και να γίνει,
Δεν θα μπορέσουν ποτέ
Να μιλήσουν, να πετάξουν.
Πόσο μου μοιάζουν.
Θα νομίζουν ότι είναι σε θέση υπεροχής
Βόες που τυλίγονται σε ομόκεντρους κύκλους
Και καταπνίγουν την αλήθεια.
Πόσο σου μοιάζουν.
Αλλά, κι αυτά κάποια μέρα θα φαγωθούν
Από άλλα μεγαλύτερα, κι άλλα, κι άλλα και
Η αλήθεια θα γραφτεί με τ’ απομεινάρια
Απ’ τα αποδεκατισμένα κορμιά τους
Κι απ’ τη σκουριά του χρόνου πάνω στις μπάλες.
Ιστορίες εσαεί επαναλαμβανόμενες
Μακάβρια ιερογλυφικά,
Ομόκεντροι κύκλοι,
Για πάντα θαμμένες, αδιάβαστες.
Ανεπιθύμητα εκτρώματα ψυχής.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκα στο Θύρρειο Αιτωλοακαρνανίας αλλά ζω στην Αθήνα. Έχω σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και έχω κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή. Γράφω διηγήματα και κάποια ποιήματα. Έχω εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων, μια στην Αγγλική και μια στην Ελληνική. Το να εκφράζομαι μέσω κάθε μορφής τέχνης, είτε είναι ζωγραφική, είτε φωτογραφία, θέατρο ή δημιουργική γραφή, είναι μέγιστη ανάγκη αλλά και ευτυχία για μένα. Το να ξυπνάω συναισθήματα και σκέψεις σε συνανθρώπους μου, όταν αυτό γίνεται, είναι μεγάλη ικανοποίηση. Έτσι βρίσκουμε κοινά σημεία στο χάρτη ζωής, στην πορεία εμπειριών, συναισθημάτων και σκέψεων που χαράσσει ο καθένας μας, ακούει ο ένας την καρδιά του άλλου, παίρνουμε κοινές ανάσες. Γιατί ο άνθρωπος τότε μόνο υπάρχει, όταν συνυπάρχει.