Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά " υποδέχομαι τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα. Ο καλεσμένος μου εκτός από την ποίηση ασχολείται με την κριτική και τη μετάφραση. Έχει εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές κι έχει μεταφράσει πολλά σύγχρονα, κλασικά και αρχαία έργα. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Περιοδικού Διαβάζω, με τον Έπαινο Κάρολου Κουν και με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, προσωποκεντρική, στοχαστική. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, ζωντανός, γλαφυρός. Εμπνέεται συχνά από την Ιστορία, τη Βίβλο, το θέατρο, τη λογοτεχνία , δίνοντας στους ήρωες και στις ζωές τους μια νέα πνοή. Θα ταξιδέψουμε με δέκα θαυμάσια ποιήματά του!
Ο ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ
ΕΝΩ Η ΜΑΡΙΑ ΘΗΛΑΖΕΙ ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ
Τόσο χιόνι, τόσο απίστευτο χιόνι,
κάτω απ’ αυτόν τον ανοιξιάτικο ουρανό,
Δεκέμβρη μήνα – τόσο απίστευτα Δεκέμβρη μήνα.
Αν προσπαθείς να με φοβίσεις
δεν είναι αυτός τρόπος Θεού.
Αν προσπαθείς να με παρηγορήσεις,
θ’ αρκούσαν μερικά ξερόκλαδα ν’ ανάψω
λίγη φωτιά. Είναι σκληρό –και ίσως άδικο – το ξέρω·
μα θα το πω: Η Ναζαρέτ είναι γεμάτη
προφήτες που απειλούν μ’ ένα κλαδί
την πέτρα και την σκόνη ν’ αναβλύσουν
νερό - κι αναβλύζουν. Θα μου πεις:
με την δική σου μεσολάβηση. Σωστά, αλλά γιατί
πρέπει να βάζεις πάντα κάποιον άλλον
να κάνει την δουλειά σου;
Παίζεις με τον άνθρωπο ή παίζεις
τον άνθρωπο; Τι σου συμβαίνει; Σε ρωτάω
και νιώθω πως το πιο σκληρό
απ’ όλα είναι πως μ’ έπλασες
να μπορώ να σε ρωτάω – παρόλο
που ξέρω πως εγώ πρέπει να δώσω
στο τέλος την απάντηση. Φταίω αν νιώθω
τόσο μόνος; Εμπρός, Ιωσήφ· απάντησε: φταίει
ο Ιωσήφ αν νιώθει πως είναι τόσο μόνος;
Σωπαίνεις πάλι – το χειρότερο: εντός μου,
τόσο βαθιά εντός μου. Πάει καλά.
Τώρα θα πάω μέσα. Εννοείται πως θα κάνω
το χρέος μου – θα πάρω
στα γόνατά μου εκείνο τ’ ορφανό,
θα πω στην δύστυχη Μαρία:
ὡς ἄμπελος, γύναι, εὐθηνοῦσα
ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας μου,
και θα τυλίξω την σάρκα εκ της σαρκός της
στην πουκαμίσα μου. Απλά· σαν άνθρωπος. Εξάλλου
κάθε φοβούμενος τὸν Κύριον υἱὸς τοῦ Ἀδὰμ
μπορεί να ελπίζει πως ο γιος του θα είναι ο Μεσσίας·
κι αυτό αφήνει μιαν απίστευτα πικρή
–οπωσδήποτε απίστευτα πικρή,
αν και όχι εντελώς απογοητευτική-
γεύση στο τέλος των ημερών μας: ένα είδος
άνεσης μέσα στον κόσμο, μετά από τόσες
διαψεύσεις. Άλλη μια παραξενιά σου αυτό:
να πρέπει διαρκώς να σε επινοούμε,
για να μας επινοήσεις,
με την σοφία ενός δένδρου
πλάι στην πηγή, ενός μικρού ελαφιού
ανάμεσα στα δυνατά πόδια του πατέρα του.
Κι ύστερα τόσο χιόνι, τόσο υπέροχο, κατάλευκο χιόνι,
κάτω από έναν τόσο ανοιξιάτικο ουρανό...
Συγχώρεσέ με· αλλά εσύ απέκτησες απόψε έναν γιο
κι εγώ από λίγο να χάσω έναν πατέρα.
Η ΜΑΡΙΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΕΝΩ ΘΗΛΑΖΕΙ ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ
Όταν σε γέννησα, έμεινα ορφανή.
Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, αλλά με φέρνει
σε μια ερημιά - μιαν ερημιά!
Στέκεσαι εκεί: στάζει η σιωπή
απ’ τα μαλλιά σου κόκκινη
σαν αίμα και ποτίζει
το στήθος σου. Σωπαίνεις, κάτι ανθίζει
στα χέρια σου: πληγές ή ανεμώνες;
«Τι έπαθες, παιδί μου;» σου φωνάζω.
Δεν με ακούς, δεν με ακούς· νυχτώνει.
Φυσάει χιονιάς· νιώθω καρφιά στα χέρια το σκοτάδι.
Το χιόνι κάνει σαν τρελό γύρω σου· δεν σ’ αγγίζει
- ούτε την γη. Δεν είναι χιόνι -δες εκεί!-
είναι μικρά, λευκά πουλιά
ή -μα για δες!- θεόρατα, κατάμαυρα πουλιά
κι εγώ πολύ, πολύ μακριά.
Μπροστά μου τώρα μια πηγή:
καταμεσήμερο το φως κι εσύ με χείλη μια πληγή
από την δίψα. «Πού ήσουνα, παιδί μου», σου φωνάζω.
Ψυχορραγούν στο στόμα σου
οι λέξεις: «Πείνασα, δίψασα, μητέρα,
την πείνα και την δίψα του πατέρα».
«Τι λες παιδί μου; Τι παιχνίδια είναι αυτά;
Έλα κοντά μου να σε πλύνω, να φας, να σε κοιμίσω».
Δεν ακούγομαι. Ακούω την φωνή σου:
«Αν είναι η ζωή, μητέρα μου, παιχνίδι,
έπαιξα κι έχασα για να κερδίσω».
Τι έκανες, αγόρι μου, κι έμεινα ορφανή;
ΚΑΣΣΙΑΝΗ: ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ
Έρχεται πάλι, Κύριε: σκοτάδι τρυφερό
στα βλέφαρά μου· ψίθυρος
ανήκουστος στα χείλη μου· λαχάνιασμα γλυκό
στο στήθος μου· αναπόδραστος
γκρεμός στα μέλη μου. Ανοίγω
τα μάτια κι είναι εκεί· με κοιτάζει
μ’ ένα βλέμμα αβάσταχτα δικό μου.
Αν είναι το φίδι, Κύριε, σύντριψέ το.
Αν είσαι εσύ, σύντριψέ με.
ΑΜΛΕΤ
Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα.
Μεγάλωσες• κάθε σου λέξη τώρα
σωπαίνει χίλιες λέξεις.
Μάταια σκέφτεσαι, μάταια ψάχνεις
τα λόγια σου στα λόγια σου. Ο κόσμος
δεν είναι πια αντικείμενο μελέτης•
είναι αποτέλεσμα μελέτης.
Δεν ξεχωρίζεις το σκοτάδι απ’ τον φονιά
ούτε το φως απ’ το μαχαίρι.
Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα.
Μεγάλωσες• κάθε σιωπή σου τώρα
χίλιες σιωπές φωνάζει.
Μάταια σωπαίνεις, μάταια κρύβεις
τα λόγια σου στα λόγια σου. Η ζωή
δεν είναι πια σπουδή θανάτου•
είναι πτυχίο θανάτου.
Δεν ξεχωρίζεις τον άνθρωπο απ’ το κάθαρμα
ούτε το σώμα από το πτώμα.
Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα.
Μεγάλωσες, προόδευσες. Η νύχτα έχει γεμίσει
παλιάτσους που υποδύονται τον πρίγκιπα, κρατώντας
το καύκαλό σου και την μέρα περισσεύεις.
Ο ΣΑΙΝ ΖΥΣΤ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟ
Τι βλέπω; Όλος ο καλός και φιλοπρόοδος λαός
στην ώρα του· πάντα στην ώρα του·
πάντα εδώ και τώρα, έτοιμος να διεκδικήσει
την ευτυχία του - αν λέει κάτι αυτή η λέξη,
αν δεν είναι άλλη μια λέξη για την κόλαση.
Κι εγώ που έλεγα πως μετά τους Ρωμαίους
ο κόσμος άδειασε από βαρβάρους. Ο Σπινόζα
παραήταν αισιόδοξος -αν και όχι
δίχως κάποια δόση φιλοσοφικής μελαγχολίας-
όταν χαρακτήριζε -αν και όχι δίχως κάποια δόση
αφιλοσόφητης απελπισίας- το δυσαρεστημένο πλήθος
τελευταίους των βαρβάρων.
Εγώ απλά
δεν μπορώ να πιστέψω πως υπήρξατε ποτέ ζωντανοί,
με σάρκα και αίμα και το απαραίτητο σκοτάδι
για την επιβίωση αυτού του ενοχλητικού κατοικίδιου,
που φωνάζουμε ψυχή, όταν γαυγίζει μες στην νύχτα.
Μάλλον μου φαίνεστε κάποιο είδος
σκιών, που τρέχουν πίσω απ’ την Εκάτη,
επιμένοντας πως η λύση στο μαρτύριο της ζωής
είναι πάντα το μαρτύριο της ζωής,
επειδή τάχα το σύμπαν ξέρει τι κάνει,
Πλάτωνος θέλοντος και θεού επιτρέποντος.
Ξέρει; Ρητορικό είναι το ερώτημα.
Μην δίνετε σημασία. Τι άλλο θα μπορούσε
να κάνει ένας απόμαχος -μέχρι θανάτου- επαναστάτης
από φιλοσοφία; Παρεμπιπτόντως, δεν θ’ απορούσα
αν στο μέλλον όλοι οι επαναστάτες
άρχιζαν την καριέρα τους φιλοσοφώντας.
Ένα κεφάλι πέφτει δυσκολότερα όταν είναι γεμάτο
ασαφή επιχειρήματα. Μέχρι να βρει τον δρόμο του
ο φιλοπρόοδος λαός, ανάμεσα στην ψεύτικη αλήθεια
και το αληθινό ψέμα, ο τύραννος έχει διαφθείρει
την παρθένα -κάθε φορά απ’ την αρχή- Ιστορία.
Τις περισσότερες φορές πεθαίνει γεμάτη αλκοόλ
και αφροδίσια νοσήματα σε κάποιο καταγώγιο
γι’ ανέργους και πόρνες. Πώς εμφανίζεται πάλι
διεκδικώντας την αθωότητά της
σε μια υποβαθμισμένη συνοικία του σύμπαντος,
γεμάτη βιαστές, διαφθορείς
και άλλους ευυπόληπτους πολίτες,
πραγματικά δεν το καταλαβαίνω.
Σας ζάλισα με την φιλοσοφία, αλλά...
αυτοί -οι εραστές της διαύγειας-
είναι ικανοί να πετούν ανέργους
στις διερχόμενες άμαξες, για ν’ αποδείξουν
πως μόνον ο άνθρωπος μπορεί να είναι εδωνά, Dasein -
σαν κραυγή Πρώσου μισθοφόρου δεν ακούγεται;
Κρίμα το άλογο! Ο αμαξάς; Ποιος νοιάζεται! Η κοινωνική
τάξη βρίσκεται στην φύση των πραγμάτων,
-κάτι σαν αίμα ή νερό ή λήμματα-
και δεν δανείζεται από το ανθρώπινο πνεύμα
παρά την μέριμνα να μπουν τα διάφορα υλικά
στην θέση τους, όπως έγραψα κάπου...
Ειρήσθω εν παρόδω,
θα είχατε περισσότερες πιθανότητες
να σταθείτε ειλικρινείς απέναντι στο ζώο σας
και τα ενοχλητικά όνειρά του,
αν με καταδικάζατε για την μανία μου να γράφω.
Θέλω να πω... Αφήστε το· δεν βγάζεις άκρη
με τις λέξεις. Του κεφαλιού τους κάνουν,
έτσι κι αλλιώς. Μόνο που δεν κινδυνεύουν να το χάσουν,
όσα κεφάλια κι αν χαθούν, προσπαθώντας
να διασχίσουν τον έρημο, στεγνό,
υπόκωφο, αρχαίο, τόπο των ονομάτων.
«Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα», σας έλεγα.
«Όχι εμένα», λέγατε. «Εγώ δεν είμαι εχθρός
της επανάστασης. Είμαι...»
και η ακατοίκητη εκείνη αμηχανία
έπεφτε σαν λεπίδα στον λαιμό σας.
Εν πάση περιπτώσει· κάθε σιωπή
-αμήχανη ή πολυμήχανη- ματώνει·
με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ιδίως
όταν οι καιροί απαιτούν κραυγές.
Ιδού, λοιπόν, πώς φτάσαμε ως εδώ.
Πάει καλά. Ελπίζω ο κέρβερος να έχει βρει
μια καλύτερη δουλειά -καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας
σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο,
ή έμμισθος εθελοντής σε οποιαδήποτε
οργάνωση υπεράσπισης της διαφορετικότητας-
αλλιώς πάλι μπροστά σας θα με δείτε
και πάλι εδώ θα κριθεί η περιβόητη λεπίδα της Ιστορίας.
Κοίταξε γύρω σας: πώς θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει
τον επαναστάτη από τον πρώτο τυχόντα διαφθορέα;
Έχουν κι οι δυο την συνήθεια να κοιτάζουν μπροστά:
φιλανθρωπία ή δίψα για κερδοφορία, το ίδιο κάνει.
Τώρα ή έπειτα, σήμερα ή αύριο οι ιδέες εξαπατούν:
η ρυπαρή προσπάθεια του Λόγου να κρύψει
τα ελατήριά του. Υπάρχει μόνο ένα είδος
ειλικρινούς φιλοσόφου μετά τον Διογένη: ο παλιάτσος -
έγραψα μάλιστα κι ένα μικρό θεατρικό γι’ αυτό.
Ποιο τ’ όφελος; Ο Μολιέρος είχε δίκιο τελικά:
οι άνθρωποι προτιμούν να είναι κακεντρεχείς παρά γελοίοι.
Κι έτσι, έξω από το θέατρο: το θέατρο!
Εμπρός, ας τελειώνουμε. Έχω δουλειά -
εκεί κάτω ή εδώ πάνω, το ίδιο κάνει.
Ο ΚΟΤΣΥΦΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Τι όμορφα που είναι όταν ξυπνάς πριν ξημερώσει
κι ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φτερουγίζοντας,
όλο φωτάκια και δροσιές, ο κότσυφας του σύμπαντος
και λέει: «Επιθυμώ τη δύναμή σου για να φέρω
σε πέρας το άγαλμα της μέρας».
Πραγματικά, καλλίπυγος κι εύζωνος και γλυκιά
η μέρα προμηνύεται και κάνει
χαρές βαθιά η καρδιά και παροτρύνει
το στήθος να συλλάβει στον αέρα
βέλη και δόρατα μεγάλων έργων.
Κρίμα!
Τρυπώνει ο ήλιος πεινασμένο ερπετό
στη βρώμικη φωλιά της πόλης και αρχίζει
να κομματιάζει τα ημερόπουλα: αίμα, σάρκα
μυρίζει και ο κότσυφας του σύμπαντος γυρίζει –
ποιος ξέρει πού. Πολύ φοβάμαι...
ΤΕΛΟΣ
Επειδή άκουγα φωνές
μέσα στη νύχτα, από παιδί,
πιστεύω πως ο άνεμος
ξέρει πώς θα τελειώσουμε
πάνω σ’ αυτήν την πέτρα.
Μα δεν μιλάει σ’ αυτούς
που δεν ακούν φωνές
μέσα στη νύχτα
κι εγώ είμαι πια ένα γέρικο
πεύκο στην άκρη του γκρεμού:
ερείπιο της σιωπής
εκείνου του παιδιού
που άκουγε φωνές
μέσα στη νύχτα.
Ο ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
ΥΠΟΚΥΠΤΕΙ ΣΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ
Ανάμεσα στα χόρτα ένα σκαθάρι
έπαιζε τη σονάτα για βιολί
αρ. 7 του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Η μελαχρινή του νύφη
το κοίταζε με πάθος.
«Ω, τι βλέπω;
Θα έχουμε γεννητούρια»,
ψιθύρισε ο Φεδερίκο
Γκαρθία Λόρκα.
«Σε δουλειά
να βρίσκεται ο θάνατος».
Αυλαία!
ΑΛΛΗ ΖΩΗ
Αυτός που έζησε ενός άλλου τη ζωή,
δεν έζησε καμιά ζωή·
ονειρεύτηκε τα πάντα:
το δέντρο, το ποτάμι,
το ελάφι, την πληγή.
Ο ΓΚΡΕΜΟΣ
Του λέει το κύμα: Θα σε πάρω στον βυθό μου·
κι αυτός ανοίγει το πανί
και λέει: Δεν έχω φοβηθεί
άλλον ποτέ από τον ίδιο τον εαυτό μου!
Του λέει η γη: Δεν θα σου δώσω τον καρπό μου·
κι αυτός αρπάζει το υνί
και λέει: Δεν έχω φοβηθεί
άλλον ποτέ από το ίδιο το μυαλό μου!
Του λέει η φωτιά: Δεν θα σου δώσω την καρδιά μου·
κι αυτός φουρνίζει το ψωμί
και λέει: Δεν έχω φοβηθεί
άλλον ποτέ από τα ίδια τα όνειρά μου!
Του λέει ο κόσμος: Θα χαθείς στην άβυσσό μου!
κι αυτός αρπάζει ένα κλαδί
και λέει: Δεν έχω φοβηθεί
άλλον ποτέ από τον ίδιο τον γκρεμό μου!
Βιογραφικό σημείωμα
Γιώργος Μπλάνας [Αθήνα 1959 - ]
Ποιητής, κριτικός και μεταφραστής. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1987 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής: Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν την σφαγή. Έκτοτε εξέδωσε 11 ποιητικά βιβλία: * Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου * Νύχτα * Παράφορο * Η απάντησή του * Επεισόδιο * Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα * Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη *Στασιωτικά [1-50] *Στασιωτικά [51-100] * Τερατούργημα *Ο Κότσυφας του Σύμπαντος. Μετέφρασε πλήθος σύγχρονων, κλασικών και αρχαίων έργων. Οι εργασίες του έχουν επανειλημμένα βραβευθεί: Βραβείο Περιοδικού Διαβάζω (Στασιωτικά [1-50]), Έπαινος Κάρολος Κουν (Ευριπίδης: Ηρακλής Μαινόμενος), Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης (Βασίλι Γκρόσμαν: Ζωή και Πεπρωμένο).