Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Ζωή Χατζηγεωργίου. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε και κατοικεί στην Καβάλα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία κι εργάστηκε ως τραπεζοϋπάλληλος. Ασχολείται με την ποίηση και τη μικρή φόρμα. Κείμενά της έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Έργα της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις. Έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Τον Δεκέμβριο του 2022 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή ΄΄ Απόντες του Μεθοδευμένου ΄΄ από τις εκδόσεις Άνω Τελεία. Η ποίησή της είναι υπαρξιακή, προσωποκεντρική, συχνά εξομολογητική. Ο λόγος της είναι σμιλεμένος, συναισθηματικά φορτισμένος, καίριος. Το ατομικό βίωμα διαπερνά τη γραφή της, με έναν τρόπο όμως που να μας αφορά όλους, αφού αγγίζει τα καθημερινά κι ανθρώπινα. Την πένα της απασχολούν οι σχέσεις, η αγάπη, η απώλεια, τα εσωτερικά ερωτήματα. Θ' απολαύσουμε δέκα ποιήματά της από την ποιητική της συλλογή "Απόντες του Μεθοδευμένου"!
ΛΟΓΟΣ Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ
Μάθετε τα παιδιά
ν' αγαπάνε τις λέξεις.
Μόνο ό,τι ονοματίζουμε υπάρχει.
Και να παίζουν μ' αυτές•
είναι τα χρώματα των σκέψεων.
Σημαντικά, δεν λέω, τα πονοκεφαλιαστικά [ι]
και η διάκριση των [ο]
μα όχι σαν τη διάκριση
των λεκτικών αποχρώσεων.
Και ιστορίες να τους λέτε, πολλές ιστορίες,
και να ακούτε τις δικές τους.
Γιατί αυτές είναι
ο φυσικός χώρος των λέξεων.
Να ξέρουν πως δεν υπάρχει έκφραση
με πρόχειρα συρραμμένα λόγια.
Κι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη
τη δημιουργία, λιγότερο τη διεκπεραίωση.
Μη συνοφρυώνεστε στους νεολογισμούς,
μην αντιδράτε στα ξένα λόγια, τα δανεικά.
Είναι οι ζωντανοί που εξελίσσονται
κι οι ακμαίοι που ισορροπούν
ρίζες και επιρροές.
Μόνο μάθετε στα παιδιά
πως οι λέξεις δεν είναι πιάτο
ούτε ποτήρι ή νόμισμα.
Να τις σέβονται.
ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ
Ξέρω πως είναι αναπότρεπτος ο θάνατος.
Γιατί αλλιώς, ποτέ δεν θα μ' άφηνες.
Μα μη φοβάσαι για μένα.
Έχω το στέρεο βήμα
των ανθρώπων που πολύ αγαπήθηκαν.
Κι ούτε που κλαίω συχνά.
Από κουράγιο κι από απελπισία
σπάνια κυλούν δάκρυα από τα μάτια μου.
Τα λόγια πάλι, αβίαστα.
Γιατί ποιος άλλος να μιλήσει για σένα, Αγάπη μου;
Κι αν δεν μιλήσω για σένα, τι άλλο να πω;
Κι ούτε που ψέλνω μόνο μοιρολόγια.
Από κουράγιο κι από θαυμασμό,
διηγούμαι ένα σωρό από τις χαρούμενες ιστορίες
που ζήσαμε στις μέρες μας.
Ακόμα και μέρες που έβρεχε φωτιά.
Ξέρω πως είναι αναπόδραστη η τύχη,
γιατί αλλιώς θα είχα προλάβει.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΙΛΙΓΓΟΥ
Εδώ και δύο χρόνια είμαι πια μεγαλύτερη.
Όχι ότι θα γερνούσες ποτέ.
Οι ψυχές-κουράγιο δαμάζουν τον χρόνο,
να μην αγγίζει τη σκέψη.
Μα είναι περίεργο που τελευταία έρχεσαι πιο νέος.
Όπως στις αρχές.
Με τα φθαρμένα, κακόγουστα ρούχα σου,
με τα μυτερά ταλαιπωρημένα σου παπούτσια.
Χωρίς γυαλιά.
-Αλήθεια, πως παλεύονται τέσσερις βαθμοί μυωπία;-
Ίσως θέλεις να με πειράξεις
που μπορείς να καβαλάς το πρωθύστερο.
Ίσως να με παρηγορήσεις πως μόνο σ' αυτή τη ζωή
ευδοκιμεί η ιτιούλα της Γώγου.
Δεν το σκέφτομαι.
Θα 'ναι το μυαλό μου που φτιάχνει επίπεδα ύπαρξης,
να ανατρέπει τη χαοτική σιωπή.
ΑΛΗΘΩΣ ΣΟΙ ΛΕΓΩ
Είναι καιρός που τα βράδια ανεβαίνω
μια κλίμακα αγκομαχώντας
και μόνο στο κεφαλόσκαλο βυθίζομαι
στου ύπνου το κενό.
Αχάραγα πάλι, σκάω στο χειροπιαστό
με τόση απόγνωση που λέω:
θαύμα το ότι έζησα.
Μια μέρα ωστόσο όσα με το μυαλό μου πρόβαρα
θα έρθουν να με ντύσουν
στερνή φορά και τελεσίδικη.
Κι είναι που και να μάθω,
αδύνατο θα είναι να πω
αν περνούν καμήλες από το μάτι βελόνας
κι άμα ληστές αμετανόητοι
σαπίζουν στους σταυρούς.
Άχρηστη η πληροφορία της αιωνιότητας.
Της άμοιρης ζωής το πλιάτσικο
έτσι κι αλλιώς δεν αναιρείται.
ΒΡΑΔΙΝΗ ΡΟΥΤΙΝΑ
Έφερνε βόλτες η μοναξιά στο δωμάτιο.
Χτυπιόταν από τοίχο σε τοίχο
ελπίζοντας το ασφάλιστο.
Παραζαλισμένη πια την έπαιρνε το παράπονο.
Απαλά, σχεδόν με αγάπη,
την μπάνιαρε σε δάκρινο νερό
και την απίθωνε
στο αποκαμωμένο προσκεφάλι.
– Αύριο πάλι! Καληνύχτα.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ
Νομίζω πως όλα ξεκίνησαν
όταν χτύπησα πρώτη φορά το γόνατό μου.
Δεν με παρηγόρησαν
που το αίμα μεγέθυνε το φόβο
κι αυτός τον πόνο έκανε αβάσταχτο.
Με ρώτησαν μονάχα:
– Πού τα είχες τα μάτια σου;
Στο αφήγημα της χειραγώγησης
ποτέ δεν κλωτσούν την ανέμη.
Αρχή του παραμυθιού• καλημέρα σας!
ΜΑΤΑΙΩΣ
Καθόλου λοιπόν δεν βοήθησαν τα φυλαχτά
που γέμιζε με σταυρολούλουδα η μάνα μας.
Ούτε το φανελάκι που 'λεγε πάντοτε
ανάποδα να φοράμε.
Καμιά προστασία τα κυματοπερασμένα δίχτυα
δεν πρόσφεραν
κι ας τα 'κρυβε κομμάτι-κομμάτι στις τσέπες μας.
Δεν αλλάζει δρόμο η συμφορά.
Ούτε και παραλήπτη.
Σαν έρθει η ώρα, χάρες δεν γίνονται.
Μα είναι στη φύση των θνητών
το γραφτό ή το τυχαίο -πες το όπως θες-
να προσπαθούν να το ελέγξουν.
ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΑΒΛΟΒΑ
Τα αρτιμελή χρόνια μας ως το γυμνάσιο
συντρόφεψε η Νεφέλη.
Εκείνο το μικροσκοπικό κορίτσι
με τα φλεγόμενα μάτια και το λοξό βάδισμα.
Έπειτα έγινε βροχή
και κύλησε σε μάρμαρο αμνήμον.
Κι ούτε ποτέ την αναφέραμε ξανά
στις εκδρομές ή την αποφοίτηση
–καθόλου βέβαια στα ριγιούνιον.
Κι αν τις παιδικές φωτογραφίες μου δεν σκάλιζα
και δεν σταμάταγα σ'αυτές των γενεθλίων
(που τα κεράκια λες βαλσάμωσαν
κι ας αγνοείται ακόμη η τύχη των ευχών),
μπορεί να μη θυμόμουνα
πως πάντα έφτανε
ντυμένη μπαλαρίνα.
Παραμονές Χριστούγεννα,
στα πάρτυ μιας τοξότριας,
οι τούτου κι οι πουέντ
αποζητούσαν θαύμα.
Υπέρβαση γερή, πολύχρονη,
χορευταράδικη προπάντων,
του προδιαγεγραμμένου.
ΤΟ ΑΠΟΤΣΙΓΑΡΟ
Ήταν ωραίο το σπίτι στη θάλασσα.
Διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο οικοδομής,
έπλεε με την κρυφή του σοφίτα
και τις κοραλλί κουρτίνες φουσκωμένες στα παράθυρα.
Εκεί πρωτοπήγαμε το παιδί μας λεχούδι.
Καθόμασταν στο μπαλκόνι
μετρώντας καθρεφτάκια στη θάλασσα
κι όλο διηγούμασταν ταξίδια που θα κάναμε
σα λίγο μεγάλωνε.
Απόλυτα ευγνώμονες και αυτάρκεις.
Το καλοκαίρι μετά το χαμό σου,
άνοιξα την πόρτα του
γυρίζοντας δύο φορές το κουράγιο μου.
Η ποτισμένη σου μυρωδιά με προϋπάντησε.
Όρμησε το φως σου απ'τα κλειστά παράθυρα.
Η γόπα σου,
παρατημένη στο πράσινο τασάκι μας,
κατέκαψε την εναπομένουσα καρδιά μου.
ΛΙΒΑΝΙ
Αποφεύγω πια τα άτομα
που μιλάνε πολύ για να πούνε τίποτα.
Και τα άλλα που βαφτίζουνε ειλικρίνεια
την κακεντρεχή τους αγένεια.
Τους δηκτικούς, τους κομπορρήμονες,
πιο πολύ τους ξερόλες.
Μ' ενοχλούν οι ηθικολόγοι.
Τρέμω τους ευφυείς ανήθικους
κι όσους ζέχνουν βία
αλλά καμώνονται πως κανέναν δεν άγγιξαν
αφού μύτη δεν άνοιξε.
Είμαι επιφυλακτική στους δημοφιλείς,
καχύποπτη στους αψεγάδιαστους
και βούτυρο στους αθώους.
Αυτούς τους θρηνώ τα βράδια.
Κι από ποιήματα, προτιμώ αυτά
με τις καρφωμένες λέξεις.
Βιογραφικό σημείωμα
Ονομάζομαι Ζωή Χατζηγεωργίου , γεννήθηκα και κατοικώ στην Καβάλα . Τελείωσα ελληνική φιλολογία στο ΑΠΘ και εργάστηκα ως τραπεζοϋπάλληλος. Ασχολούμαι με την ποίηση και την μικρή φόρμα. Κείμενά μου δημοσιεύτηκαν σε έντυπα και σελίδες. Συμμετείχα σε συλλογικές εκδόσεις (π.χ. « Σαν βγω απ’ αυτή την φυλακή», εκδόσεις Γραφή , « Μικρά Ασία σε θυμάμαι », εκδόσεις Αποστακτήριο κ.α . Έχω διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς ( Κούρος Ευρωπού β΄βραβείο 2021, Κούρος Ευρωπού α΄βραβείο 2022 , β΄Βραβείο διηγήματος Ε.Π.Ο.Κ 2022, Διάκριση χαΪκού Room fot art , κ.α.) ενώ πρόσφατα διακρίθηκα με το β΄ βραβείο στην κατηγορία του χαϊκού και το β΄ βραβείο της ποίησης σε ελεύθερο στίχο στον Ε΄ λογοτεχνικό διαγωνισμό που οργάνωσαν οι «Πνευματικοί ορίζοντες Λεμεσού, Εφαλτήριο Λόγου, Τέχνης και Πολιτισμού». Τον Δεκέμβριο του 2022 κυκλοφόρησε η ποιητική μου συλλογή ΄΄ Απόντες του Μεθοδευμένου ΄΄ από τις εκδόσεις Άνω Τελεία.