Σήμερα έχω την τιμή και τη χαρά να υποδέχομαι τη λογοτέχνιδα Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου. Η καλεσμένη μου, με σπουδές Φιλολογίας, εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές και δύο βιβλία με πεζά κείμενα. Το έργο της έχει αποσπάσει σημαντικές βραβεύσεις, μεταξύ των οποίων το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και τον Έπαινο της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Σερβίας. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά και στα σερβικά. Θα τη γνωρίσετε καλύτερα μέσα από δέκα εξαιρετικά ποιήματά της!
Η ανορθογραφία του Έρωτα
Όσο αντιγράφει είναι ασφαλής
Η ανορθογραφία του έρωτα τον τρομάζει
Που τη γραφή του θέλει να επινοεί ελεύθερα
Όπως ο ποιητής.
Κτισμένος μέσα στο κελί του ύπνου της
Την μέρα της απόψε μαστορεύει
Γίνεται το γεφύρι
Να περνούν τα ωραία πόδια της
Διαβαίνουν νόστιμες μέρες
Μα πού πηγαίνει κόρη άφοβη
Πάνω από βουερό ποτάμι
Μα πού πηγαίνει η όμορφη
Λουσμένη στα νερά της νύχτας
Μα πού πηγαίνει ο έρωτας
Τώρα που του κατέφαγε τα μέλη
Στη σκοτεινή πλευρά του έρωτα
Κοιμάται το φεγγάρι.
( Αδημοσίευτο)
Το Μέσα Φόρεμα
Καθόλου δεν μου μοιάζει
Αυτή που συναντήσατε προχθές.
Εκείνη έφευγε
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους
Μη μας τρομάζεις, είπατε όλοι σας
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
Από τα χείλη που πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.
Από το ημερολόγιο των ελαχίστων
⃰
Μόλις συνάντησα τον εαυτό μου
Τι κρίμα που του αντιστέκομαι ακόμη
Είμαι κοχύλι στην έρημο της κλειστής καρδιάς σου
Γίνομαι κορυδαλλός στο κλαδάκι της αγάπης σου
⃰⃰
Καλώς!
Δεν ήλθες ούτε σήμερα
Και δεν ήξερα αν ήσουνα ποτέ
το ξέμπαρκο ναυτάκι.
Μην είχες κιόλας άραγε πνιγεί
στης μάνας σου το γάλα.
Ήσουνα χρόνους στο καράβι
με την άγκυρα στο στήθος σου αστέρι.
Στη ράχη ενός κύματος
έφτανες μέσα στην τροχοφόρο κίνηση της λεωφόρου
Καλώς! Δεν ήλθες.
(Το Μέσα Φόρεμα, Αφή, 2011)
Γυναίκα της Μεσογείου
Δεν είμαι άξια να χαιρετώ τον ήλιο
με ρούχα που απλώνω στον καλό καιρό
καθαρά και μυρωδάτα,
πλυμένα σε σκάφη πλυντηρίου καλού;
ή να σας υποδέχομαι με τα λουλούδια που καλλιεργώ
και τα μυριστικά της γλάστρας;
Επιτέλους γυναίκα είμαι κι εγώ της Μεσογείου.
Και πώς συμβαίνει να χαιρετώ το φως
μέσα από λάμψεις και κρότους
σαν παιγνίδι με χάντρες θανάτου
μια μια τις πατώ εξαντλώντας
απώλειες, ωρολογιακές βόμβες,
παγιδεύσεις, πλάνες•
στο τέλος γυμνός τόπος θα μείνει
το πεδίον στη ζώνη ευθύνης μου.
Κι όταν νομίζω κοντά είμαι,
το άλλο βράδυ ονειρεύομαι αμμοθύελλες
στεγνώνει ένα τοπίο από λευκό αλάτι
κι όπου πυκνώνει πήζει τους όγκους των φόβων μου
σε φιγούρες ανθρώπων δικών μου.
Με έχει τρομάξει το θάρρος μου
Κι οι πλάνες μου στη γεωπονική•
δεν φυτεύεται η έρημος,
πόσο μάλλον το αλάτι.
Χοντροπάπουτσα τα θυμάμαι
Χοντροπάπουτσα τα θυμάμαι
ν’ αντέχουν στις δαγκωματιές των φιδιών.
Τα ύποπτα φυτίλια με τις δυσδιάκριτες κλωστές τους
έκοβα και ψαλίδιζα καθάριζα κι έπλενα
ρούχα γερασμένα, νύχια που έγδερναν
και τύλιγα κίτρινα χαρτιά
μετρώντας βήματα, ελαφρά πατώντας, υπολογίζοντας ίχνη
σε μια ήπειρο διάσπαρτη νάρκες
για τρία μέτρα παροπλισμένης ευτυχίας
άοπλη να παραδοθώ.
Συνέβη
Συνέβη.
Μια στιγμή είναι και πέφτει επάνω σου και σε καρφώνει•
ύστερα ο χρόνος απλώνει το δέρμα της στα σύρματα με τα φονικά αγκάθια•
τυλίγονται όλα επάνω σου σαν γάζα
και μπαίνει μέσα σου για πάντα μια στιγμή κι ένα πεθαμένο παιδί.
Όταν πια οι μεγάλες κρίσεις τελειώνουν
σε έχουνε ξεχάσει εκεί με τα πτώματα,
με τα ερείπια, ποια φαντάσματα και πώς παλεύεις
με βόμβες για τις οποίες σου άφησαν οδηγία
να τις ξεφορτωθείς όπως όπως,
γιατί βιάζονται κιόλας,
άντε να πάμε παρακάτω,
ξέχασε, ξέχασε, μήπως είσαι, αδελφέ,
από εκείνους τελικά, που κολλάνε,
κρίμα, σε νόμιζα αλλιώς,
άντε και δεν θα ξημερώσουμε εδώ,
μονάχος σου θα απομείνεις.
Κι είναι αλήθεια πως εγώ κολλάω
μικρό πουλί στην ξόβεργα.
Ήρθε τέλος μια νύχτα μες το ναρκοπέδιο
Ήλθε τέλος μια νύχτα μες το ναρκοπέδιο
ο Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
κι εγώ τον βρήκα εκεί φτάνοντας πολύ πρωί
για να ριχτώ στη μάχη
με το λάλημα των πετεινών
έλαβα θέση στην ορισμένη γεωγραφική μοίρα
στη μοίρα μου
αλλά ήλθε εκείνος, είχε κιόλας σκαλίσει και φυτέψει,
και πριν ρωτήσω, πριν ζητήσω εξηγήσεις
μου είπε, πάρε τις λέξεις σου και φύγε,
να γλυτώσεις
πάρε και μια κούπα ωραίους καρπούς
και άντε στην ευχή μου.
Φύτευε τα κουκούτσια τους
και με τις λέξεις σου χάδευέ τα
άντε να δεις καλό παιδάκι μου
κι εσύ και οι δικοί σου.
-Αμήν!
Ναρκοσυλλέκτρια, Γαβριηλίδης, 2014
Κρανίο Κύκλωπα
Κρανίο Κύκλωπα:
Μη φοβηθείς το μάτι του: αίμα παλιό
κι αποκαΐδια περασμένα
To πληγωμένο μάτι, όταν καεί
Τη νύχτα πυρπολεί κι ανάβει:
Είναι λιβάδια υγρά μες στην καρδιά…
Του ήλιου το λεπίδι σκαλίζει μέσα του
Κάποιος θεός χωρίζει μαύρους όγκους
Είναι λιβάδια υγρά μες στην καρδιά.
…ο άνεμος με τη μελωδία των αμπελιών
…και το λιμάνι το εύορμο κτισμένο μες την επιθυμία
Και στο λαρύγγι μέσα του βαθιά
Ας πέφτει ο θάνατος γλυκοστάλαχτος
Σαν το κρασί που τώρα πίνει ο σιτοφάγος
(Κρανίο Κύκλωπα, Εντευκτήριο, 2019)
Αμφίβιος
του Αντώνη
Αφήνω καμιά φορά την ακροθαλασσιά σου.
Σ’ αφήνω ήσυχο να φεύγεις μες στη σκοτεινή σπηλιά.
Τα μάτια σου πάντα μου φέρνουν μελί το φως,
Μια κατανόηση γλυκό ψωμί που μαλακώνει μες στο δάκρυ.
Τεντώνεις πάντα ένα χέρι στη μάνα που σε γέννησε
– φάε ψωμί, πιες νερό, ζεις τόσο λίγο.
Κι εγώ σε υπακούω, φεύγω,
επιστρέφω χτυπώντας ελαφρά
τις παπαρούνες, κόκκινες μες στα σπαρτά
σαν μάνα της πρωτομαγιάς
και τους λαζάρους μωβ σαν μάνα από επιτάφιο
μήπως ξυπνήσω από όνειρο κακό.
Πώς θα'ναι, αν πάλι δεν σε ξαναβρώ
στο ακρογιάλι σου να δοκιμάζεις:
να ζήσεις ξένος και δικός ή να μην ζήσεις,
αμφίβιο μωρό μου;
Ξηρανθός ΙΙ
Σε ξηρανθούς με ξάπλωσε ο έρωτας που εχάθη.
Ο θρήνος της ερήμου άπλωσε
σε πόλεις που τις πλήγωσε μοίρας τρελής αγκάθι.
Κι έλιωναν τα χρυσάφια τους μες στο κερί της μνήμης.
Καμιά φορά συν δυο συν τρεις τις έβλεπα που ανάβαν
σαν τις γυναίκες που ανάστροφα ένας καθρέφτης σμίγει
-Ελένη- Ανδρομάχη…
Κι άλλες φορές έσβηναν χωριστά η κάθε μια
χλωμές αρχόντισσες σε κάμαρες, μονάχες.
Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Βηρυτός
Αμμόχωστος, Κερύνεια, Λευκωσία.
Σε ξηρανθούς τα σώματά τους ξάπλωσε πικρός
ο έρωτας που εχάθη.
Επάνω τους κεντρίζει άγρια πάθη ο ουρανός
μαύρη σαγήνη το φεγγάρι.
Μα την καινούργια πλάνη ετοιμάζει η άνοιξη
τα μύρα της επάνω από μωρά στην κούνια.
Πόλεις και άλλες πόλεις, που σφάζονταν γι’ αυτές οι άντρες
μα οι γυναίκες μοναχά πιστά τις αγαπούσαν.
(Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός, Βακχικόν, 2020)
Βιογραφικό σημείωμα
Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1955. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Από το 1995 μέχρι το 2003 εργάστηκε στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου ως Συντονίστρια Προγραμμάτων Λειτουργικού Αλφαβητισμού. Από το 2003 μέχρι το 2011 υπηρέτησε στα Σχολεία Ζώνης Εκπαιδευτικής Προτεραιότητάς της εντός των τειχών Λευκωσίας για τον σχεδιασμό και υλοποίηση εκπαιδευτικών και κοινωνικών προγραμμάτων για μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες. Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο της «Ο Νώε στην πόλη», Πλανόδιον, 2012. Ποιητικά έργα της: Οι Μέρες Υφάντρες Οι Νύχτες Γυμνές, … σε έρωτα ή θάνατο θα πάμε, Το Μέσα Φόρεμα, Ο Νώε στην πόλη, Ναρκοσυλλέκτρια, Κρανίο Κύκλωπα, Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός. Πεζά: Χωρίς την Αριάδνη, στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση, Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν και σένα.Ο Νώε στην πόλη, μεταφράστηκε στα ιταλικά και στα σερβικά. Βραβεύτηκε από την Ένωση Μεταφραστών Λογοτεχνίας της Σερβίας. Η Ναρκοσυλλέκτρια επίσης μεταφράστηκε στα σερβικά και τιμήθηκε από την Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών της Σερβίας.