Έντεκα ποιήματα της Δήμητρας Κουβάτα

Έντεκα ποιήματα της Δήμητρας Κουβάτα

Σήμερα στη στήλη μου "Στα βαθιά," έχω τη χαρά να υποδέχομαι την ποιήτρια Δήμητρα Κουβάτα. Είναι καθηγήτρια στη Μέση εκπαίδευση κι έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και τα ιταλικά. Λατρεύω τη γραφή της κι αν σκεφτώ μια αιτία, είναι επειδή συνομιλεί με το απόλυτο. Συναισθήματα ηχηρά, αλήθειες διάφανες, εικόνες χτυπητές, λόγος στακάτος. Θ'απολαύσουμε έντεκα ποιήματά της!

ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΘΥΜΙΖΕΙΣ

Θα έρθεις
και θα κρεμάσεις στο καρφί
το άσπρο σου πουκάμισο: όπως πάντα.
Στον ύπνο σου θα σε κοιτώ,
όπως γυναίκα μοναχή κοιτάζει απ’ το παράθυρο
απέναντι το Πήλιο.

Θα ξαναγίνεις όπως σ’ ήθελα. Όπως
σε διάλεξα, θα ξαναγίνεις:
Πίνδος
που γάνιασα για να σε περπατήσω.
Από την Πρέβεζα στη Λάρισα,
από τον Παγασητικό στο Μεσολόγγι.
Θα στάζουνε τον ίδρωτα οι λιμνοθάλασσες.
Και γύρω, να στολίζουν το Αιγαίο σου
τα φώτα μου,
φώτα βυθού που ανέσυρα για σένα.

Δεν θέλω ως και στον ύπνο σου
το κάθαρμα που είσαι
να θυμίζεις.

ΟΣΜΑΝΤΑΚΑ ΛΑΖΑΡΟΣ

Και τάχα γλίστρησαν μέσα στον θάλαμο
από τους τοίχους
τα όργανα.

Και παραμέρισες, λέει, τον βράχο
με τις διαγνώσεις, τα καλώδια.
Κι αργά-αργά σηκώθηκες
να δείξεις τα πατήματα
χάριν της λεβεντιάς
της αξιοπρέπειας ένεκα.

Και να μυρίζει κρύο αέρα κι έλατο.
Και να βαράει ο γύφτος το βιολί
μα κουρνιαχτός να μη σηκώνεται.

Και να κερνάς, λέει, τα όργανα
και όπα κι έστα στο διηνεκές
σε όλα τα πλάτη και τα μήκη
του περασμένου χρόνου.

Μετά, έβαλες πάλι το αριστερό
πλάι στο δεξί σκαρπίνι
ξάπλωσες λέει, στην εντατική
για τον υπόλοιπο επιθανάτιο ρόγχο.

ΒΡΑΧΝΟ ΠΟΥΛΙ

Αν εξαιρέσεις τα κεντητά τραπεζομάντηλα
και τ’ αρραβώνα όσα χρυσαφικά
τίποτε άλλο,
μάνα,
δε σου αξιώθηκα.

Τις μάνες ο κόσμος αποχαιρετά
με κοπετούς και βόγγους.
Με τα σανδάλια τα εξώφτερνα εγώ,
μάνα,
βουβή
σε κήδεψα.
Βραχνό πουλί, πάντα σε λάθος τόνο.

Όπως τα έλεγες
μάνα μου,
αποδείχτηκα.
Κοινωνικής μαθήσεως ανεπίδεκτη.

Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα.

ΣΕ TΑΤΟΥΑΖ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙ

Ένα ρώσικο θα σου πάρω μαντήλι
σαν αυτό που φοράνε οι μπάμπουσκες.
Θα λουλουδιάσουν οι ώμοι σου,
να στολίσεις τα στήθη σου
-συγγνώμη, το στήθος σου θέλω να πω.
Μην κλαις.
Ξέρω πως εκεί όπου συνήθως η καρδιά κατοικεί
τώρα εσύ ζεις μ΄ ένα κοτσύφι.
Και ρόζος σ΄ ερωτευμένη παλάμη
να τον κόψεις, σκλήθρο να το πετάξεις πέρα,
δεν είναι. Μην κλαις.

Όχι, μην πεις με σφαγμένο το στήθος
γοργόνα πώς γίνεται.
Απέναντι κοίταξε -
δικά σου ή δικά τους μωρά αγκαλιά
οι γυναίκες κερνώντας
μ΄ όλα σου τα χαρούμενα ονόματα
-σε φωνάζουν. Με τατουάζ τριανταφυλλί
αν στολίσεις το στέρνο σου
θα στρέψεις απαλά το δοιάκι.

Μην κλαις, ρε γοργόνα. 

MΕΔΟΜΑΙ ΛΕΝΕ ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ

Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ’ αγόρασε
όταν απ΄ την Κολχίδα δραπετεύαμε
και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.
Ερχόμουν κι ήθελα μονάχα
τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά,
πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.
Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά,
το μπράτσο σημαδεύει.
Του γέννησα δύο παιδιά και έκτοτε
ρίχνω στη μήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι,
για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη
προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.
Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι.
Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά
με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου
και σκέφτομαι στης Αμπχαζίας τα βουνά
άραγε θυμούνται το όνομά μου;
Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου.
Σαν να 'μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου,
μ’ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ΄μουν σκλάβα του,
με μάρκαρε.
Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι από τη μια
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη.
Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό.

Λείπεις πολύ, Ιάσονα, στα ξένα τα κρεβάτια.
Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.

«ΚΑΘΑΡΟ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ», εκδ. Μανδραγόρας, 2020

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Η μάνα μου
είναι ένα σπασμένο λαγήνι που στάζει
και λιγοστεύει διαρκώς.

Η μάνα μου ολοένα
μαδάει ένα ερωτηματικό.
Αναρωτιέται για τους λεμονανθούς.
Του γάμου μου ή του γάμου της;
Μπερδεύεται με το κουτάλι.
Να με ταΐσει ή να φάει;
Στις τσέπες της βρίσκω συχνά
μαντήλια αποχαιρετισμού.

Η μάνα μου
είναι ένα πληγωμένο ωδικό πουλί.
Κοιτάζει ώρες έξω από το παράθυρο.
Μιλά και πέφτουνε στο πάτωμα
ρινίσματα, ξέφτια και ροκανίδια.

Σκύβω και τα μαζεύω.
Άλλα τα βάζω στο συρτάρι μου
και άλλα κάτω απ’ το μαξιλάρι
μαζί με τ’ αναθήματα και όλα τα τιμαλφή
που έχω φυλαγμένα.

Τα φωτεινά απογεύματα
μ’ ένα καλειδοσκόπιο ονοματίζουμε τα χρώματα
ξανά, μαζί, από την αρχή.
Αυτό, μάνα, είναι το κόκκινο, το πράσινο,
Αυτό της αγκαλιάς, αυτό του χωρισμού
Αυτό της ξενιτιάς.
Άστο, μάνα, αυτό, είναι της λήθης.

Θέλω
να είναι πάντα εκεί
η μάνα μου
ένα λεπτόφλουδο, μα υπέρχειλο
δροσιστικό λαγήνι.

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΓΕΝΕΙΑ

Θερμά παρακαλώ

να βγάλεις τα παπούτσια σου
στο ξύλινο πάτωμά μου.

Τρίζουν τα μέσα μου
όταν έρχεσαι.

COMME IL FAUT

Τη μασχάλη σου
δεν θα την πω στιλπνή,
σαν την ανάστροφη πλευρά ενός κοχυλιού.
Αυτά είναι για τους πουριτανούς.

Θα την πω βαθιά,
σαν μια φραντζόλα ζεστό ψωμί
που παραμάσχαλα την πηγαίνω στη μάνα μου
και καθ’ οδόν την έχω σκάψει με τα χέρια μου
καταβροχθίζοντας όλη την ψίχα.

ΑΛΥΣΟΔΕΣΗ

Τώρα που γκρεμίστηκες,

μακριά από τη σκιά
μακριά από τον έρωτα
σε γδέρνω και σε ποδοπατώ.

Εκεί,
κάτω απ’ το δέντρο
που με ήθελες
δεμένο σκυλί

έγινα ζώο άγριο και παμφάγο.

ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ

Σε ψηλόλαιμα μπουκάλια κλειστές
φωλιάζουν οι επιθυμίες μου
σκεπασμένες με ζάχαρη.
Στη ζύμωση του ήλιου
εκτίθενται στο περβάζι μου
χρόνια τώρα.

Γι’ αυτές
πρέπει να γίνω πουλί
και αψήφιστα να στριμώξω στο στόμιο
το πελαργίσιο ράμφος μου.
Πρέπει να τις περάσω γυμνές από τη στενωπό
των αναγκών και της καθημερινής λάτρας.

Έτσι μετά από τόσο κόπο
εγώ θα πετώ
με μια παλλόμενη επιθυμία
δεμένη σφιχτά στο ράμφος μου.
Με ένα φτερό κουτσό
και με ένα μάτι καρφωμένο στην πλάτη.
Γιατί
καθώς εγώ θα ίπταμαι, θα με κυνηγά,
όσο και αν απομακρύνομαι,
η αγωνία του δραπέτη
του καταδικασμένου
να κοιτάζει ισόβια πίσω.

Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω,
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση.

H ΤΕΛΕΙΑ

Η τελεία.
Σημείο στίξης, βασικό.
Το απολύτως απαραίτητο.
Γιατί,
πώς θα στέριωνε χωρίς μια τελεία
της απορίας το άροτρο,
το ερωτηματικό μας,
όταν βουτά ορμητικό
απ΄ της γραμμής το ρείθρο;
Χωρίς τελεία
πώς θα σήκωνε υπεροπτικά
το φρύδι ακκιζόμενη
η άνω η τελεία;
Γιατί,
τι μέλλον θα είχε το θαυμαστικό
δίχως μια τελεία,
καθώς αναρριχάται
εκστατικό
στην σκαλωσιά του κόσμου;
Τελεία.
Μερικές φορές, καταπακτή
μαζί με μια παύλα.
Άλλες φορές,
επίλογος,
με χείλη δαγκωμένα.
Ενίοτε, τελείες,
πολλές μαζί
μαύρα πουλιά στο σύρμα.
Να αποσιωπούν
το άρρητο,
το ανείπωτο,
το τραύμα.
Α, όχι.
Θα έπρεπε το ζητούμενο
να είναι η τελεία.
Άρτια κι ολοστρόγγυλη,
χωρίς αφαίρεση
ή πρόσθεση στο τέλειο,
στο όλον.
Αν, όμως,
τα ερωτηματικά
περιπλανιόνται αδέσποτα
όλα απαντημένα,
αν τα ψηλόλιγνα θαυμαστικά
επαίρονται γελοία,
τότε είναι σοφότερο
να αλλάζει η σελίδα.
Με την τελεία
στο απαραίτητο κενό.

«Σκυλί δεμένο», εκδ. Μανδραγόρας, 2017

Βιογραφικό σημείωμα

Η Δήμητρα Κουβάτα (Βελεστίνο, 1970) σπούδασε Φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Κυκλοφορούν δύο ποιητικές της συλλογές: «Σκυλί δεμένο» (στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη 2018 της Εταιρείας Συγγραφέων) και «Καθαρό Οινόπνευμα» από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ μερικά μεταφράστηκαν στα Ιταλικά και Ισπανικά.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;