26 Ιουνίου. Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών και της Παράνομης Διακίνησής τους. Θα θυμηθούμε τρία εμβληματικά τραγούδια για το βάσανο και την κατάρα των ναρκωτικών...
Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
Ποίηση: ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
Ερμηνεία: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε
Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει
Μου 'λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιει
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ’ Άντεν μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει
Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια
Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε
Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει
Μου 'λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιει
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ’ Άντεν μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει
Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια
Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη
Η
Στίχοι: ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσική: ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Είναι μέρες που πατάω γερά
είναι μέρες που το νιώθω πως πεθαίνω
δεν ξέρω αν είναι πριν ή τώρα ή μετά
μα μέσα σε είκοσι λεπτά
σ’ είδα να με μισείς,
σ’ είδα να μ’ αγαπάς και περιμένω
Φωνή του φίλου κατάντησε φτηνή
στην κρίση σου αλύπητα αφημένη
και κάπου υπάρχει μια αιώνια απειλή
σε σένανε μονάχα αφοσιωμένη
Είμαστε μόνοι εγώ και συ
κι ανάμεσά μας μια φωνή απελπισμένη
σ’ ό,τι μισώ σ’ ό,τι αγαπώ
είμαι εγώ, μα πίσω μου εσύ είσαι κρυμμένη
Του εγώ μου φίλε τα όσα στεγανά
διαλύθηκαν σε κάποια μαύρη φλέβα
σ’ ένα μονόδρομο αγωνίας αλήθεια και ψευτιά
το ίδιο πρόσωπο σκοτάδι με τη μέρα
Παραμονεύει στη σκιά, με μια καρδιά και μια παντιέρα
είν’ η ηρωίνη φίλε και ίσως να ξεχαστείς
μας λες πως την ελέγχεις
πως ξέρεις τι ζητάς και το γιατί
Θέλει χρυσάφι και κάποια υποταγή
αγάπη μεταχείριση στα μέτρα τα δικά της
είν’ επικίνδυνη και θέλει προσοχή
θανάτου άγγελος σωματοφύλακάς της
Μα είναι γλυκιά, πολύ γλυκιά
μα είναι κλειστά τα περιθώριά της
και είναι αυτή, μονάχα αυτή
και δεν μπορεί κανένας, μα κανείς να την χορτάσει
Ένα φιξάκι φίλε δεν είναι παρά μια στιγμή
κι όμως μπορεί να γίνει μια ολόκληρη ζωή
είναι μέρες που το νιώθω πως πεθαίνω
δεν ξέρω αν είναι πριν ή τώρα ή μετά
μα μέσα σε είκοσι λεπτά
σ’ είδα να με μισείς,
σ’ είδα να μ’ αγαπάς και περιμένω
Φωνή του φίλου κατάντησε φτηνή
στην κρίση σου αλύπητα αφημένη
και κάπου υπάρχει μια αιώνια απειλή
σε σένανε μονάχα αφοσιωμένη
Είμαστε μόνοι εγώ και συ
κι ανάμεσά μας μια φωνή απελπισμένη
σ’ ό,τι μισώ σ’ ό,τι αγαπώ
είμαι εγώ, μα πίσω μου εσύ είσαι κρυμμένη
Του εγώ μου φίλε τα όσα στεγανά
διαλύθηκαν σε κάποια μαύρη φλέβα
σ’ ένα μονόδρομο αγωνίας αλήθεια και ψευτιά
το ίδιο πρόσωπο σκοτάδι με τη μέρα
Παραμονεύει στη σκιά, με μια καρδιά και μια παντιέρα
είν’ η ηρωίνη φίλε και ίσως να ξεχαστείς
μας λες πως την ελέγχεις
πως ξέρεις τι ζητάς και το γιατί
Θέλει χρυσάφι και κάποια υποταγή
αγάπη μεταχείριση στα μέτρα τα δικά της
είν’ επικίνδυνη και θέλει προσοχή
θανάτου άγγελος σωματοφύλακάς της
Μα είναι γλυκιά, πολύ γλυκιά
μα είναι κλειστά τα περιθώριά της
και είναι αυτή, μονάχα αυτή
και δεν μπορεί κανένας, μα κανείς να την χορτάσει
Ένα φιξάκι φίλε δεν είναι παρά μια στιγμή
κι όμως μπορεί να γίνει μια ολόκληρη ζωή
Φάνης
Στίχοι: ΠΑΝΟΣ & ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Μουσική: ΠΑΝΟΣ & ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Ερμηνεία: ΠΑΝΟΣ & ΧΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να 'τανε γιορτή
Δεν ήσουνα φαντάρος για να σου πω καλός πολίτης
Μα ούτε και που γιόρταζες για να σου πω χρονιά πολλά
Τρελάδικο και φυλακή δυο χρόνια κι έξι μήνες
Ήπια το ούζο κι είπα γεια χαρά
Το ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια δυο αφεντικά
Κι όλοι ζητούσανε να δουν συστάσεις, προϋπηρεσία
Μα μόλις είδανε κι αυτοί πως είχες κίτρινο χαρτί
Σε διώξανε σαν το σκυλί κι ούτε σ’ αφήσανε να πεις
Μια δικαιολογία
Και είπες στην αρχή καλά κι αλλού εζήτησες δουλειά
Κι αλλού ξανά κι αλλού τα ίδια και τα ίδια
Μα ήσουν άτυχος πολύ γιατί έπεσες και σ’ εποχή
Που όλοι σφίγγαν το λουρί κι εσύ είχες κίτρινο χαρτί
Κι αυτό το χρώμα ξέρεις φέρνει αλλεργία
Κι ερχότανε κι ο πυρετός κάθε που νύχτωνε
Σε τυρρανούσε καλοκαίρι και χειμώνα
Κι είναι μαρτύριο τρομερό το βίτσιο αυτό το βρομερό
Που σου 'μαθε στη φυλακή
εκείνος ο ψηλός απ’ τη Δραπετσώνα
σου λείπει η σκόνη η λευκή, το ξέρεις πως δε φταις εσύ
φωτιές σου καίνε το κορμί,
κουτάλι και βελόνα
Και έκανες υπομονή γιατί φοβόσουν το κελί
Καλόπιανες τη μοναξιά και τον ασβέστη που 'πεφτε
Σαν χιόνι απ’ το ταβάνι
Και μέχρι να σου βγει η ψυχή δε θα ξεχάσεις μια στιγμή
Κάποια βραδιά στη φυλακή φωνές και κλάματα
Κι είπανε τ’ αλλο το πρωί στο δεκαπέντε το κελί
Ότι βιάσαν οι παλιοί τον έφηβο το Φάνη
Κι όταν σε βρήκαν παγωμένο στο κελί σου
Είπαν αυτός είναι απ’ ώρα πια νεκρός
Και κάποιος έτρεξε τηλέφωνο να πάρει
Πέντε βδομάδες τώρα υπόφερες το ξέρω
Το ξέρω σου 'λειψε η σκόνη η λευκή
Και μου 'λεγες εκεί ξανά δε θα γυρίσω
σιχάθηκα τις νύχτες τις λευκές
Σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω
Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να 'τανε γιορτή
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να 'τανε γιορτή
Δεν ήσουνα φαντάρος για να σου πω καλός πολίτης
Μα ούτε και που γιόρταζες για να σου πω χρονιά πολλά
Τρελάδικο και φυλακή δυο χρόνια κι έξι μήνες
Ήπια το ούζο κι είπα γεια χαρά
Το ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια δυο αφεντικά
Κι όλοι ζητούσανε να δουν συστάσεις, προϋπηρεσία
Μα μόλις είδανε κι αυτοί πως είχες κίτρινο χαρτί
Σε διώξανε σαν το σκυλί κι ούτε σ’ αφήσανε να πεις
Μια δικαιολογία
Και είπες στην αρχή καλά κι αλλού εζήτησες δουλειά
Κι αλλού ξανά κι αλλού τα ίδια και τα ίδια
Μα ήσουν άτυχος πολύ γιατί έπεσες και σ’ εποχή
Που όλοι σφίγγαν το λουρί κι εσύ είχες κίτρινο χαρτί
Κι αυτό το χρώμα ξέρεις φέρνει αλλεργία
Κι ερχότανε κι ο πυρετός κάθε που νύχτωνε
Σε τυρρανούσε καλοκαίρι και χειμώνα
Κι είναι μαρτύριο τρομερό το βίτσιο αυτό το βρομερό
Που σου 'μαθε στη φυλακή
εκείνος ο ψηλός απ’ τη Δραπετσώνα
σου λείπει η σκόνη η λευκή, το ξέρεις πως δε φταις εσύ
φωτιές σου καίνε το κορμί,
κουτάλι και βελόνα
Και έκανες υπομονή γιατί φοβόσουν το κελί
Καλόπιανες τη μοναξιά και τον ασβέστη που 'πεφτε
Σαν χιόνι απ’ το ταβάνι
Και μέχρι να σου βγει η ψυχή δε θα ξεχάσεις μια στιγμή
Κάποια βραδιά στη φυλακή φωνές και κλάματα
Κι είπανε τ’ αλλο το πρωί στο δεκαπέντε το κελί
Ότι βιάσαν οι παλιοί τον έφηβο το Φάνη
Κι όταν σε βρήκαν παγωμένο στο κελί σου
Είπαν αυτός είναι απ’ ώρα πια νεκρός
Και κάποιος έτρεξε τηλέφωνο να πάρει
Πέντε βδομάδες τώρα υπόφερες το ξέρω
Το ξέρω σου 'λειψε η σκόνη η λευκή
Και μου 'λεγες εκεί ξανά δε θα γυρίσω
σιχάθηκα τις νύχτες τις λευκές
Σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω
Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να 'τανε γιορτή