Με ένα καΐκι απόψε θα περιηγηθούμε στην απέραντη θάλασσα της ποίησης! Και θα θυμηθούμε μερικά υπέροχα ποιήματα!
Το καΐκι-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Σταχτής χειμώνας. Το σταχτί δεσπόζει
έξω και μέσα στο τοπίο.Σταχτιά σπίτια,οι δρόμοι,
τα βουνά σταχτιά,τα λίγα δέντρα. Ετούτο το καΐκι
αποριγμένο στη στεριά-το θυμάμαι από πρόπερσι.
Κάποιος αδέξιος παραθεριστής είχε καθίσει στο ένδοξο λιοπύρι
και το ζωγράφιζε-έτσι ξεχασμένο και παράταιρο
στο τότε φως και στα γέλια των λουομένων. Τώρα
βρήκε τη θέση του,βολεύτηκε,κι ας έσπασαν
οι ανέμοι τα κατάρτια του,
μες στη σταχτιά ερημιά,στην άφωνη βουή της θάλασσας,
που έτσι με το να λέει,να λέει,κανείς δεν την προσέχει πια
-τη συνήθισαν...βολεύτηκε
δίπλα σ'αυτά τα σπίτια της ακρογιαλιάς,
γδαρμένα απ'τα νύχια του χρόνου και του ανέμου,
της σιωπής και του πόνου,δίπλα σ'αυτά
τα εγκαταλελειμμένα καταστήματα με τις δυσκολοδιάβαστες
επιγραφές,"Γενικόν Εμπόριον" και "Καφενείον η Ρέμβη".
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Ανατολή-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (απόσπασμα)
Στο γιαλό που του φύγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ' όνειρο του πελάου και τ' ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κ' έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου
πηγή: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος 5
Τα καΐκια-ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ.ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Όπως ήρθαν βράδυ-βράδυ
μ'ανοιγμένα τα πανιά
έτσι φύγανε μια νύχτα με τ'αστέρια
τα καΐκια που αραγμένα
σε μια απάνεμη γωνιά
μοιάζαν άσπρα περιστέρια.
Ποιος τα φέρνει; Ποιος τα παίρνει;
με βοριά και με νοτιά;
Μια Νεράιδα τα προστάζει ,λένε,Μοίρα
τα καϊκάκια,την καρδιά τους
που καίει η μαύρη ξενιτιά
τα κορμιά τους τρώει η αρμύρα.
Σαν τραγούδι αλαγερμένο
με τ'αγέρι,σιγαλό,
το λιμάνι,βράδυ-βράδυ αναταράξαν.
Τα καϊκάκια που μια νύχτα
ξαναπήγαν στο καλό
και ποιος ξέρει που ν'αράξαν!
Πηγή: Αιγινίτικα ακρογιάλια
Στο καΐκι-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΡΤΙΩΤΗΣ
Ασημένιο αυλάκι άνοιγε στο κύμα.
Και στην κουπαστή απαλά γερμένοι
παίζαμε στα χείλη ερωτικό ένα ποίημα
-ω αγαπημένη...
Κι όλο ο ήλιος έγερνε-έγερνε στη δύση.
Κι αχ! όλο ζυγώναμε το λευκό χωριό σου.
-Τάχα με θυμάσαι; Τάχα να'χει σβήσει
κείνο τ'όνειρό σου;
Χόρευε στους φλόκους χαρωπό τ'αγέρι,
μα η καρδιά είχε πάρει άλλα μονοπάτια.
-Ω κείνο το φίλημα στο κρινένιο χέρι,
στα φλογάτα μάτια.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία, Δωδέκατη ώρα,Αθήνα
Καΐκι στη φουρτούνα-ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΙΚΕΛΗΣ
Βουνό το κύμα υψώνεται και η φουρτούν' αγριεύει,
κι ένα καΐκι στα βαθιά
για να σωθεί γυρεύει.
Υψώνεται σαν το θεριό και σαν αγριεύει,αφρίζει,
σαν ο Βοριάς ο τρομερός
καράβια φοβερίζει.
Βαριά φουρτούνα πλάκωσε,το πέλαγος αφρίζει,
τα πάντα κατακλύζονται
και το τιμόνι τρίζει.
Και κάθε κύμα π'έρχεται σκεπάζει με μανία,
όλο το κατάστρωμα,
Θεέ,τι τυραννία,
Στο πρώτο κύμα κόβονται με μιας όλα τα ξάρτια,
μα τ'άλλο φέρνει όλεθρο
και σπάζει τα κατάρτια.
Ο ναύτης και ο πλοίαρχος και ο σκληρός λοστρόμος,
ανοίγεται για όλους τους
προς τον βυθό ο δρόμος.
Κι αν κάποτε αμάρτησαν μες στην πικρή ζωή τους,
συγχώρεσέ τους Παναγιά
και δέξου την πνοή τους.
Πηγή: Αντώνης Μικέλης,360 Θαλασσινές πορείες, Αθήνα 2018
[Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι]-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
VII
Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων
Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι
που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί
ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό
να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια
κατά τον Όλυμπο και τις ακτές της Κατερίνης.
Ο καλύτερός μου φίλος θα με προδώσει.
Πηγή: Στον ίσκιο της γης ,1986
Σφήκες -ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
Κουκκίδα καϊκιού ταλαντεύεται πάνω στη γραμμή του ορίζοντα φορτωμένο ψάρια και καρπούζια
μα είναι δυνατόν αλλού και την ίδια ώρα τα χώματα με τις πετζεμένιες σκιές και τις πυκνές νωθρότητες της ομίχλης να στολίζονται πάντα με τα κυκλάμινά τους αυτό τώρα που ο ήλιος πλένει το κατάστρωμα με μεγάλους κουβάδες αντηλιάς και που μονάχα δυο σφήκες βουίζουνε ακόμα
κι είναι οι σφήκες τα μάτια σου για μένα που πετάνε και ζυγιάζονται πάνω στις λέξεις γραμμή του ορίζοντα τα δυο σου μάτια που πιάνουνται και μπερδεύουνται μες στα μαλλιά μου προτού σιμώσουνε εκείνο το καΐκι το φορτωμένο ψάρια και καρπούζια και τούτες οι σφήκες τα μάτια σου στριφογυρίζουνε στους ακραίους δεσμούς μας χαρακώνουνε φλέβες άλλου αίματος τα μάτια σου βέλη και καμάκια τα μάτια σου βάρκα πάνω στη θάλασσα όπου ορθώνεται ένα πρόσωπο πολύ μελαχρινό
Πηγή: Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985 ,εκδόσεις Ίκαρος, 1989
Οι στιγμές-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗΣ
Στιγμή πρώτη. Η θάλασσα.
Στο καΐκι που αργά
την οργή του νερού αναδεύει
το κορίτσι με τα δάχτυλα
στο μαύρο το δίχτυ τα μπλέκει
Μοιάζουν έτσι αυτά
μ’ εκείνες τις μοιραίες καρφίτσες
που πάνω τους τη ζωή μας καρφώνουν
Μοιάζουν έτσι αυτά
μ’ εκείνες τις λευκές μαργαρίτες
που τη νύχτα το μυαλό μας στοιχειώνουν
Στιγμή δεύτερη. Ο δρόμος.
Φορτωμένο παλιά πανωφόρια
ένα άλογο το δρόμο αυτόν ανεβαίνει.
Γυμνή δίχως ρούχα
η μικρή Φωτεινή
κατεβαίνει
Κι η οπλή του αλόγου
η σκυφτή
μες στη σκόνη την τύφλα
τη μικρή Φωτεινή
τελειώνει
δίχως μια κραυγή τόση δα ν’ ακουστεί.
Στιγμή τρίτη. Ο ύπνος.
Στο λευκό το μπαλκόνι που γέρνει
κόβει βόλτες
μια τσίτινη μπλούζα
Το κενό της το μάτι σαλεύει
Ψάχνει
να βρει
Ψάχνει
νέα μια φύτρα
Μα
της Δήμητρας
η ποδιά
είναι άδεια
Δεν έχει πια άλλα μύρτα
Πηγή: Το αίμα των ονείρων ,2010
Ιούνιος 1988-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ
Θυμάσαι;
Ένα βράδυ ταξιδέψαμε
μ’ ένα μικρό καΐκι στο βάθος των ματιών μας.
Δεν είχε πλοία εκείνη η θάλασσα
δεν είχε παραλλήλους
παρά μονάχα σκοτωμένους γλάρους στον ορίζοντα
ζεστούς ανέμους που γυρίζαν τις πυξίδες
και παραλίες που θρυμματίζονταν στο βλέμμα μας.
Γράφω
για να κρατήσω τον καιρό
για να κρατήσω την ομίχλη
πάνω από τη θάλασσα
όπως τα βλέφαρα πάνω απ’ τον ύπνο
μην τύχει και ξυπνήσουν οι πνιγμένοι
που κατοικούνε κάτω απ’ το νερό.
Πηγή: Πανσέληνος στην οδό Φράγκων ,1990
Χαϊκού - ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ
Γλάροι καΐκια
τοῦ Αἰγαίου θάλασσα
λίκνισμα βάρκας.
Πηγή: «Χάι Κου και Τάνκα», Λευκωσία 2010
Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου