Το γαρίφαλο στην ποίηση (Ποιήματα)

Το γαρίφαλο στην ποίηση (Ποιήματα)

Γαρίφαλο! Ένα μεθυστικό αρωματικό λουλούδι,μα και σύμβολο επανάστασης. Οι ποιητές το άφησαν ν'ανθίσει στα λόγια τους!

Γαρούφαλα- ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!
Κι ο ψαράς μελαψός, και μελαψή και η χώρα
από την άρμη, απ’ τη νοτιά κι από τον ήλιο,
και γύρω στο λαιμό της μελαψής τής χώρας
σαν κύκλοι κοραλλένιοι τα γαρούφαλα είναι.
Γαρούφαλα των κήπων και των παραθύρων,
γαρούφαλα σα στέμματα και σαν αστέρια,
δώρα κάθε χεριού, καμάρια κάθε στήθους,
ω εσείς, που αραδαριά στα σκαλοπάτια ώς πέρα
το πέρασμα μυρώνετε του κάθε ανθρώπου,
και κάποτε το φόρεμα σας συνεπαίρνει,
σαν αγέρι, της νιας που ανεβοκατεβαίνει·
γαρούφαλα μεστά, γαρούφαλ’ άπλερα, άνθια
που δε λιγώνετε καθώς τα ρόδα, και, όπως
τα γιούλια, δε δροσολογάτε και τη σάρκα
και την ψυχή, και κρύβετε στην ευωδιά σας
κάτι απ’ της λιμνοθάλασσας τ’ αψύ το χνότο,
κι όταν είστε χλωμά σα λιγοθυμισμένες
παρθένες, κι όταν μια φωτιά κοσμοχαλάστρα
τα φύλλα σας φλογίζει, δίχως να τα καίει.
Γαρούφαλα, που πότε δείχνετε τη γύμνια
του κορμιού του παιδιάτικου φρεσκολουσμένου,
πότε τα παρδαλά νάνων τρελών στολίδια,
και πότε την πορφύρα των αυτοκρατόρων,
όλη η μεθύστρα η μουσική της κοκκινάδας
σαν απ’ ορχήστρα πολυόργανη βγαλμένη,
σκορπιέται από τα σπλάχνα σας και δε σωπαίνει,
και για τα μάτια μου αρμονίες όλο και παίζει.
Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!

Πηγή: Ασάλευτη Ζωή

Ο μεθυσμένος με το γαρούφαλο-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Κατέβαινα με ανάρριχτο στις πλάτες το σακάκι μου
κ'είχα στ'αυτί ένα κόκκινο γαρούφαλο,
μα όπως ερχόμουν να σε βρω,ξέρεις,καθώς βελούδιζε
πάνω στον ουρανό η αυγή,φύσαε το φως και μου'πεσε!
Δω να το βρω,κει να το βρω,πήρε φωτιά-κι είναι άνοιξη!
Κι άνοιξαν όλα κ'οι πηγές λύθηκαν κ'η καρδιά μου
κ'η γλώσσα μου! Τα λόγια μου αναβλύζουν
κι όπως τα λέω, μπερδεύονται,αγάπη μου με το φως,
ένα φωνή,τέσσερα φως και χρώμα κι ανοιξιάτικο
φύσημα και-
μπερδεύονται!

Όπως ερχόμουν να σε βρω,ξέρεις,με συγχωρείς,
στάθηκα στο παλιό γνωστό μας καπηλειό,
εκεί που συναντιώνται οι διάττοντες-μηνύματα,
απ'το παρόν,από το μέλλον,απ'την αιωνιότητα!
Κ'εκεί με καλωσόρισαν φίλοι και φίλοι,κι άλλοι
φίλοι και χέρια και φωνές και γέλια.
Το παράκανα!

Κατέβασα τρεις κούπες ήλιου,λεμονάνθι μου,
τα παράπια με τους αγγέλους,λαμπάδιασα!
Τώρα τρεκλίζω μεθυσμένος.
Και-
ξέρεις αγάπη μου,ο θάνατος είναι ένα αστέρι
που μας στεφανώνει τα μαλλιά.

Πηγή:Παραλειπόμενα

Γαρούφαλλα-ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Μέσα στον κήπο τα λουλούδια τ'ανοιγμένα,
γύρω απ'αγάλματα άψυχα,βαριά,
τ'άλικα μοιάζουν σα βγαλμέν'απ'τη φωτιά,
και τ'άλλα με το χρώμα του λάμπει καθένα.

Λίγα γαρούφαλλα και να'κοβα για σένα,
να σου τα βάλω,μια,πεισματικά,
στα στήθια σου,πούν'απ'τα κρίνα πιο λευκά,
κι'από τα κρύα τα μάρμαρα πιο παγωμένα.

Πηγή: Ερωτική ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Λειψία

Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΣΗΜΕΡΑ το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.

Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑΝ. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ’ το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
Ο Πέτρος που ξυρίζονταν στην αυλή μπρος σ’ ένα καθρεφτάκι της τσέπης απόμεινε με
το χέρι στον αέρα κρατώντας την ξυριστική του μηχανή σα να κρατούσε με τα δύο του
δάχτυλα το χέρι του κόσμου και να μετρούσε το σφυγμό του.

Ο Βαγγέλης που ’πινε το πρωινό του τσάι
απόμεινε με τη μπουκιά στο στόμα
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του μια πέτρα.

Είταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο –
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να ’ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που ’ναι το μαύρο χρώμα
σα να ’δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.

Μπορεί και να ’ταν ο τροχός της ιστορίας. Τους σκότωσαν.
Σάλεψε ή γη. Σάλεψαν τ’ αγκωνάρια του ουρανού.
Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού. Σάλεψε ή κρεμασμένη λάμπα
όπως σαλεύει το καρύδι στο λαιμό του ανθρώπου που καταπίνει το λυγμό του.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Κι είταν παράξενο να βλέπεις που δε σαλέψανε καθόλου οι αγελάδες και τ' αρνάκια στην ταμπέλα του χασάπικου,
μόνο σα να ’σκυψαν λιγάκι τα κεφάλια τους
και ν’ αφουγκράζονταν κάτου απ’ της γης ένα βαθύ-βαθύ ποτάμι.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.

ΛΟΓΑΡΙΑΖΑΜΕ στα δάχτυλα: μεθαύριο,
μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της άνοιξης
πολλές χρυσές βελόνες, πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες
να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας
να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι, ένα σπασμένο κρανίο — λέγαμε.

Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο,
απ’ τη μια το ψωμί και το φιλί
απ’ την άλλη το χρέος — θα σμίξει, λέγαμε,
μεθαύριο Απρίλης. Κάτου απ’ τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι μες απ’ τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές — γραμμές
σαν τις αχτίνες του ήλιου που χαράζουν τα παιδιά στον άμμο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι.
Τους σκότωσαν.

ΤΟΥΤΑ τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να ’ναι; Τι ώρα να ’ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια;
Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να ’ναι;
Ποιος έκοψε στα δυο την ελπίδα; Τι ώρα να ’ναι; Πέστε μου λοιπόν.

Η κυρα-Λένη γύρισε απ’ την αγορά μ’ άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Όπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.

Ο Αλέκος δε μιλάει. Μες απ’ την τρύπια κάλτσα του
τα δάχτυλά του παίζουν νευρικά. Τίποτ’ άλλο δε φαίνεται. Σιωπή.
Οι άνθρωποι στέκονται βουβοί μες στον αγέρα
με δυο χοντρές γροθιές σφιγμένες μες στις τσέπες τους.
Δεν ακούς τίποτα. Μόνο που τρίζουνε οι αρμοί στα δάχτυλά τους
καθώς σφίγγουν στη φούχτα τους τον πόνο.

Τι ώρα να ’ναι λοιπόν; Τι ώρα να ’ναι;
Σιωπή. Σιωπή. Παιδί μου να θυμάσαι.

Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

Όχι δε σου ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος
τούτες οι μαύρες κορδέλες άκρη άκρη στο φουστάνι της άνοιξης
τούτο το πράσινο σαπούνι που λιώνει ξεχασμένο στη σκάφη θολώνοντας το νερό.

Για σένανε είναι οι μεγάλες σάλπιγγες, τα μεγάλα τύμπανα,
οι μεγάλες καμπάνες και οι μεγάλες παρελάσεις,
ο μεγάλος όρκος των λαών πάνω στο φέρετρό σου
η μεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη
που μπαίνει στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης.

ΤΟΥΤΑ τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να ’ναι σήμερα; Τι ώρα να ’ναι αύριο;
Τί ώρα να ’ναι του χρόνου;

Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες.
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ’ τα μάτια μας.
Να φύγει τ’ άδικο απ’ τον κόσμο.
Οι δείχτες τρέχουν στον ορίζοντα
τρέχει το φως στα πρόσωπα. Εσύ κούρντισες το ρολόι του ήλιου
ως ν’ ανταμώσουν οι δυο δείχτες στην ειρήνη
ως ν’ ανταμώσει όλος ό κόσμος στην αγάπη.

Τώρα ας βροντήσουνε της Λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.

ΝΙΚΟ, είχες μια καρδιά γεμάτη απ’ το αίμα του ήλιου.
Οταν περπατούσες στα ερείπια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας,
γι’ αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.

Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ’ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ’ τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.

Έπεσες, Νίκο, με τ’ αφτί σου κολλημένο στην καρδιά του κόσμου,
ν’ ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον,
ν’ ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες
πάνω απ’ το γέλιο των παιδιών και των κήπων.
Να κιόλας βλέπουμε τη νύχτα ετούτη
ανάμεσα στο άνοιγμα της σιωπής
να κρέμεται απ’ τούς κρίκους δυο μεγάλων άστρων
το λουκέτο της οικουμένης ξεκλείδωτο.

ΠΕΡΑΣΕ η μέρα. Ήρθε κι η νύχτα με το σπασμένο σταμνί της.
Μη μου πείτε τίποτα για τη λύπη της. Μη σκύφτε τα μέτωπα. Ακούστε:
Ένας κουτσός περνάει• το μονό βήμα του στο πεζοδρόμιο –
Ορκιστείτε στ’ όνομα του Μπελογιάννη: να ’ναι τα βήματα ζυγά.
Ένας τρελλός φωνάζει κυνηγώντας τον άνεμο:
Ποιός μου πήρε το κόκκινο άλογό μου, κλέφτες, κλέφτες –
δέστε τα χέρια γύρω στο λαιμό του.

Ορκιστείτε στ’ όνομα του Μπελογιάννη να βρούμε το άλογό του.

Η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ’ όνειρο.
Ένα δέντρο κάνει φτερά. Ένα παιδί μεγαλώνει.
Ορκιστείτε να ’χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ’ αγαπώ,
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ’ ένα ανθισμένο περιβόλι. –

Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου,
η λευτεριά και η ομορφιά του κόσμου. Ορκιστείτε.

Ο Μπελογιάννης κλαίει όπου σκοντάφτουμε. Ορκιστείτε
να ’ναι γερές οι ρόδες πού κυλάνε τη μέρα
να ’ναι η φωνή του κουλουρτζή μπροστά στις πρωινές πόρτες
σαν τη σιγουριά: θα πάρουμε καινούργια παπούτσια,
θα φτιάξουμε ένα σπίτι με τρία κάτασπρα δωμάτια,
με ηλεκτρική κουζίνα, ηλεκτρικό σίδερο,
να σιδερώνουμε τ’ αλατζαδένια πουκάμισα του Απρίλη
να διαβάζουμε ποιήματα κάτου απ’ την πασχαλιά.

Θα ξεπεράσουμε το πλάνο μας• – κάθε ώρα, κάθε στιγμή,
λίγο πιότερη λευτεριά, λίγο πιότερη αγάπη• – το καινούργιο εργοστάσιο
η καινούργια εργατική συνοικία• – παράξενη που ’ναι η χαρά μας.
Κι όταν πεθαίνουμε – παράξενη που ’ναι ή χαρά μας,
να κοιτάζουμε τις μέρες που ’ρχονται
χαρούμενες στην καμπύλη του ορίζοντα
όπως κοιτάζουμε τα βαγόνια της εναέριας σιδηροδρομικής γραμμής στην καινούργια σοσιαλιστική πολιτεία μας
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΙΓΚΡΑΝΤ.
Ορκιστείτε.

ΑΥΡΙΟ ΜΕΘΑΥΡΙΟ θα επιστρέψουμε απ’ το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα ’μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη –
θαν τη σηκώσουμε στους ώμους μας.

Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο –
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.

Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.

Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.

Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.

Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.

Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.

Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.

Τώρα, ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.

Καλημέρα Μπελογιάννη.

ΑΚΟΜΗ μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα,
η ψάθινη πολυθρόνα του περιβολιού, το πράσινο τραπεζάκι,
η σιγουριά απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού τις νύχτες – πόσο μικρά
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά του κόσμου.

Εσύ απόδειξες
πόσο μικρή είναι η λευτεριά να φιλάς ένα στόμα
να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι της βραδιάς
δίχως να δίνεις λόγο που κοιτάζουν τα μάτια σου,
να βάζεις κάτου άπ’ τήν καρδιά σου δυο ζεστά αστρουλάκια
όπως βάζεις πριν κοιμηθείς, κάτου απ’ το προσκέφαλό σου,
το κλειδί του σπιτιού σου και το ρολόι σου.

Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ’ τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.

Α, ναι, πονάμε απ’ τη χαρά να ’μαστε οι άνθρωποι,
κρατώντας τη βάρδια μας μερόνυχτα σε μια κορφή του κόσμου,
βόσκοντας το κοπάδι των άστρων πάνω απ’ τα ερείπια,
βράζοντας στο μεγάλο καζάνι της νύχτας
το πηχτό γάλα της χαράς για τα παιδιά που αύριο θα γεννηθούνε.
Νίκο, πονάμε καθώς πόνεσες και συ, απ’ τη χαρά να ’μαστε οι άνθρωποι.

Καλημέρα ανθρώποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.

Πηγή: Ο άνθρωπος και το γαρύφαλλο

Γαρύφαλλα στην άσφαλτο-ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ

Φυτρώσανε γαρύφαλλα στην άσφαλτο.
Φρένο απότομο. Μην τα πατήσει.
Βγήκε στο δρόμο βιαστικός.
Στην Εθνική, στην Αττική, στη λεωφόρο Πλάνης.
Στάθηκε όρθιος μπροστά στην ουτοπία
με το σακάκι του αυτόνομη σημαία
να διασώσει λίγο άρωμα ελπίδας.

Ισοπεδώνει όνειρα ο δρόμος
στο διάβα του πεθαίνουν τα λουλούδια.
Έσβησε σαν μικρό παιδί, διαφανής
σχεδόν ανάερος, με μια σπασμένη φράση.
Αυτό το τέλος μου αρκεί
ή κάτι συναφές.
Ατάραχος, μέσα στο τόση κίνηση.
Αλώβητος, μέσα σε τόση λάβα.

Πηγή: Η διαθήκη,Μανδραγόρας,2015

Πέντε γαρύφαλλα- ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΔΟΥΛΙΔΗΣ

Πάτρα,21.09.2018

Του είχαν απομείνει
πέντε γαρύφαλλα να πουλήσει
και ήταν μεσάνυχτα.
Αποκαμωμένος κι αρρύθμιστος να αντέχει
το συγκεκριμένο ωράριο εργασίας
κάθισε στο τραπέζι μιας νεανικής παρέας
που τον καλοδέχτηκε. Έπαιζαν μαζί του
σαν να ήταν εκείνο το εξελιγμένο είδος της κούκλας
που μπορούσε να ανταποκριθεί
χωρίς τις μπαταρίες της.
Εμείς πίναμε μπίρες
βαθιά μέσα στη φουσκωμένη πόλη.
Οι κλασικές ερωτήσεις:
-Οι γονείς σου;
-Σπίτι...
-Τόσο μικρός και πουλάς λουλούδια κατάνυχτα;
Καμία απάντηση
-Θες να κοιμηθείς;
-Ναι.
-Πόσο κάνουν και τα πέντε;
-Τρία ευρώ.
-Αν τα αγοράσουμε θα πας σπίτι;
-Ναι.
-Ο κλασικός επίλογος:
-Το γαμημένο κράτος...
Οι υπηρεσίες...
Δεν υπάρχει τίποτα...
κανονικά θα έπρεπε να...
φυσικά,είναι εντελώς απαράδεκτο...

Σήκωσε στάχτες εκείνη τη νύχτα
κι ύστερα τα σπλάχνα της πόλης
πετάχτηκαν έξω.

Πηγή: Μυστικοί άνθρωποι,Εκδόσεις κύμα,2019

Ένα γαρύφαλλο στο μπαλόνι-ΣΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ

Κάποτε έλεγα
θα ζωγραφίζεις την θάλασσα
πεινασμένη από φως
στον καθρέπτη θα βλέπεις τις μέρες που χάθηκαν
κυνηγώντας λεφτά θα μολύνεις τα όνειρα
μα γελούσαν τα μάτια σου
την άνοιξη κοίταζαν να περνά τα παράθυρα
μα δεν την έβλεπαν λερωμένη από τις μηχανές
Σήμερα θα κοιτάς
το γαρύφαλλο στο μπαλκόνι
θα μιλάς δυνατά στα λίγα του δρόμου αυτοκίνητα
στα δωμάτια σαν αράχνη θα τρέχεις
αποκλεισμένη μέσα στο λίγο φως
στον λαβύρινθο του ονείρου
όμως το λίγο φως
είναι ο αόρατος εχθρός μας
Κάποτε έλεγα
θα τρυπήσω ένα σύννεφο
να πλυθεί ξανά η ψυχή μου να αντέχει
μολυσμένες φωνές, χαλασμένα μάτια
μα απαντούσες πως σήμερα
εργοστάσια φτιάχνουνε χιόνι
και σε λίγο θα αγοράζουμε καλοκαίρι
τα χρήματα μόνο αυτά το μπορούν
Σήμερα θα μιλάς
στον καθρέφτη για τον ήλιο στο όνειρο
θα γυρίζεις τον δρόμο στην θάλασσα
το κορμί θα πονάει κλειδωμένο στους τοίχους
σήμερα που τα ρολόγια δεν μετράνε τον χρόνο
ίσως να καταλάβεις, χωρίς αγάπη
χωρίς τους στίχους των ποιητών
στο λίγο φως ο αόρατος εχθρός
θα μεγαλώνει μέσα σου

Πηγή:"Η βροχή χορεύει στα κεραμίδια",Ανοικτή βιβλιοθήκη

Ρουκέτα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Δεν είναι ούτε η θάλασσα
δεν είναι ούτε ο κόσμος
το γαλάζιο αυτό φως
στα δάχτυλά μας

κάτω από τα βλέφαρα
χίλιες αντένες
ψάχνουν ζαλισμένες
τον ουρανό

κόκκινο γαρούφαλο
μοναχό στη γλάστρα
στάθηκες σαν έγραφα
μπρος μου σαν αγάπη

ήταν μια ελαφίνα
κίτρινη σα θειάφι
κι ήταν ένας πύργος
από χρυσάφι

μέτρησαν τα χρόνια τους
πέντε κοράκια
μάλωσαν και σκόρπισαν
σαν πεντάλφα
τα μαλλιά της όμορφης
τ’ άσπρισαν τα κρίνα
στο κορμί της όμορφης
έγραψα βιβλία.

Δεν μπορώ να ζω
όλο με παγόνια
μήτε να ταξιδεύω μερόνυχτα
μέσα στα μάτια της γοργόνας.

Πηγή: Στροφή, 1931

Μ’ άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή-ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Στου καφενείου τα τζάμια
που έγλειφε η βροχή
σ’ αναπολούσε η ψυχή μου
περιμένοντας:

Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
έτσι σαν ανοιξιάτικο γαρίφαλο.

Έλα,
και τα τσιγάρα ένα ένα τέλειωσαν,
κι η ώρα πέρασε πολύ μαζί με τη βροχή.
Του κόσμου τούτου η ερημιά,
που εσένα δε σ’ αγγίζει,
έρχεται.

Κι απόψε δε θα κοιμηθώ,
κι όπως θα μυρμηγκιάζουνε
τ’ άπειρα δευτερόλεφτα
πότε η βροχή θα με κυκλώνει
και πότε απ’ την καρδιά
το είδωλό του θα ξανάρχεται.

Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
λευκό ανοιξιάτικο γαρίφαλο.

Πηγή: Ηλιοτρόπια, 1954

Και η έπαρση του κόκορα σημαίνει καλοκαίρι...-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ

Και η έπαρση του κόκορα σημαίνει καλοκαίρι
αυγινές ώρες λατρεμένες παρότι ντουφεκίζουν και καρατομούν
με γαρίφαλο και καρναφίλι έχε γεια ρομαντικέ μου Μάη!

Να πάμε πιο κάτω θέρος είναι το φως χρυσό
κεράσι ρούπκο δόξα της ρεματιάς και μπλάβο αηδόνι
θάμνοι που χαμογελούν αδιάφοροι στο μελισσολόι της ροδακινιάς
χνούδι τρυφερό μικρό πουλάκι κρέμεται στη φωλιά τρομαγμένο, θα πέσει;
καμπάνες της αγριαπιδιάς στη μάνα επείγον μήνυμα
γιατί κάτω δόντι οχιάς φαρμακωμένο

σιωπηλά στάχυα ώριμος καρπός και τσαντίρια θημωνιάς γεμάτα στάρι
βερίκοκα δαμάσκηνα πεπόνι
ευλογημένη ποδιά καλοκαιριού

Πηγή:Τα φαντάσματα της ελευθερίας, 1979

Σύμπλεγμα ανάγλυφο-ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ

Σύμπλεγμα ανάγλυφο σε μάρμαρο
κοιμάσαι τώρα με τον έρωτα
στη μυστική της σιωπής παστάδα.
Έσπασε το φράγμα και πέρασες
με το φιλί το φλογερό του κεραυνού,
αίμα από κόκκινο γαρύφαλλο,
σε χείλη διπλοσφραγισμένα.

Κοιμήσου και σου τραγουδώ.
Οι θύμησες πλανήθηκαν σε μακρινούς
ασφοδελούς λειμώνες κι ευώδιασαν
της ομορφιάς τη θλίψη.

Γαλήνια η νύχτα κι αγρυπνώ.
Φυλάω το φεγγαρόφωτο μην έρθει
στον πέτρινο κοιτώνα και ξυπνήσεις.
Κρατάω τ’ αστέρια πάνω από τη στέγη
μη λιώσουν τ’ αναμμένα τους κεριά,
στάλα τη στάλα καυτό δάκρυ,
πάνω στης πλάκας την καρδιά
κι η πονεμένη αμαρτωλή αγνότητα,
έτσι γυμνή και πάλλευκη λεκιάσει.

Πηγή:Συνέπεια, 1982

Πολλά ακόμη-ΓΙΩΡΓΟΣ Λ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Ένα γαρίφαλο
στα χέρια του Μπελογιάννη
ο τελευταίος σπασμός
στο κορμί
του «δράκου του Σέιχ-Σου»
του Αριστείδη Παγκρατίδη

μια ακόμα ανάσα
πριν να σωπάσουν
όσοι πέθαναν για την πατρίδα

φιλί ζωής
για όσους δεν είχαν την
τύχη ν’ αγαπηθούν
και ν’ αγαπήσουν

πολλά ακόμα μπορώ
να γίνω
μέσα σ’ αυτό το ποίημα
μα νύσταξα και συχωράτε με
που σαν μωρό
προτιμώ να κοιμηθώ
παρά να γράφω ποιήματα.

Πηγή:για το Άλφα της στέρησης, 2019

τα κορίτσια-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ.ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν εκχωρείται η αθωότητα,
ούτε και η μακρινή μας – πλέον- εφηβεία εκχωρείται,
τα στριμωξίδια γύρω απ’ τα κορίτσια
των μεθυσμένων μας λυγμών
ή οι άσφαιρες βόλτες έξω από τα σπίτια τους,
για εμάς τους ξελιγωμένους κορμοράνους
όσα τσιτάτα αποστηθίζαμε,
από καταραμένους ποιητές
κι ακόμη κι αυτά τα ίδια τ’ όνοματά τους,
με τα τρυφερά τους σύμφωνα,
που τώρα μου διαφεύγουν
λεπτομερώς,
μα υπήρξε ένας καιρός που τα απήγγειλα με ευλάβεια,
δεν εκχωρούνται επίσης
κι ενώ τα κεριά μας λιγοστεύουν σταθερά προς
την απογευματινή τους
αγρανάπαυση,
ένας μολυβένιος ουρανός που απομακρύνεται ενοχικά
από τις πρώτες μας αρνήσεις,
έρχεται πια συχνά και ξαναγεύεται,
μια τζούρα από τσιγάρο Όσκαρ στο χρυσοπόρφυρο πακέτο
ή
το μελένιο πάνω χείλος της,
στο πίσω υπόστεγο
με τη βροχή,
όπου μεγάλωνε στη λάσπη εκείνο το μοναχικό γαρύφαλλο,
και τα φαντάσματα των πωλητών της λαϊκής,
άλλαζαν ρούχα πριν αντικρύσουν τη νύχτα της Δευτέρας.

Πηγή:https://loukopk.wordpress.com

Το παλτό-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

Ο παππούς είχε φύγει για τα ψηλά•
εγώ χωνόμουν κρυφά στην ντουλάπα
φορούσα το παλτό που μύριζε λεβάντα
και είχε στην αριστερή τσέπη ένα κόκκινο γαρύφαλλο
μέχρι που μια μέρα χτύπησε το κουδούνι.
Όταν άνοιξα, δεν είδα να στέκεται κανείς.
Από τότε η γιαγιά κλείδωσε την ντουλάπα
και ένας που δεν τον είδα ποτέ
κάθε Μάρτιο παίζει από τον δρόμο το Ακορντεόν.

Πηγή:Ο ήλιος χαμηλά, Άνω Τελεία, 2020

Γαρυφαλλιάς γαρύφαλλο (Παραδοσιακό)

"Γαρυφαλλιάς γαρύφαλλο και κανελιάς κανέλα,
τσ’ αγκάλες έχω ανοιχτές κι'όντε σ’ αρέσει έλα.

Λιγνό κυπαρισσάκι μου σείσου να βγάλει αέρα,
να κελαηδήσουν τα πουλιά να ξημερώσει η μέρα.

Εσύ σαι τ’ άνθος των ανθών και τση μηλιάς το μήλο,
εσύ σαι που γεννήθηκες αντάμα με τον ήλιο.

Πρόβαλε φέξη τ’ ουρανού και στόλισμα του κόσμου,
το νου μου και τον λογισμό απού μου πήρες δώσ’ μου."

Πηγή: stixoi/info

Στης Πάργας τον ανήφορο (Παραδοσιακό)

Αχ στης Πάργας τον ανήφορο κανέλα και γαρύφαλλο
Αχ με γέλασαν δυο παργανιές κοντούλες και μελαχρινές

Αχ με γέλασε και μια μικρή κοντούλα και μελαχρινή
Αχ έλα μικρή, δεν έρχομαι, μεγάλωσα και ντρέπομαι

Φέρε μας κρασί να πιούμε εγώ κι εσύ
να πιούμε εγώ κι εσύ αγάπη μου χρυσή

Αχ με γέρασαν δυο πράγματα, σεβντάδες και γεράματα
Αχ με γέλασε και μια μικρή κοντούλα και μελαχρινή

Πηγή:https://www.artsandthecity.gr/

Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο-ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Απάνω στο τραπέζι μου έχω
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το λευκό γαρίφαλο-
που τον τουφέκισαν
πριν από την αυγή
μέσα στο ημίφως
κάτω απ'των προβολέων το φως.

Κρατάει μες στο δεξί του χέρι
ένα γαρίφαλο
που'ναι ως μια φούχτα φως
απ'την ελληνική θάλασσα.
Τα τολμηρά,τα παιδικά του μάτια
κοιτάζουν άδολα
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.
Τόσο άδολα
όπως οι κομμουνιστές δίνουν
τον όρκο τους.
Τα δόντια του είναι
κατάλευκα:
γελά
ο Μπελογιάννης
Και το γαρίφαλο στο χέρι του είναι
όπως ο λόγος που'πε στους ανθρώπους
τη μέρα
της ανδρείας
και της ντροπής.
Αυτή η φωτογραφία
βγήκε
στο δικαστήριο:
μετά από τη θανατική του καταδίκη.

Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος,1995

Δυο πατρίδες-ΧΟΣΕ ΜΑΡΤΙ

Δύο πατρίδες έχω: την Κούβα και τη νύχτα.
Μήπως οι δύο είναι μία; Σαν υποχωρεί
ο Μεγαλειότατος ήλιος, με μακρά πέπλα
και ένα γαρύφαλλο στο χέρι, αθόρυβα
η Κούβα σαν θλιμμένη χήρα εμφανίζεται.
Ξέρω ποιο είναι εκείνο το ματωμένο γαρύφαλλο
τρεμάμενο στο χέρι της! Άδειο είναι
όπου ήταν η καρδιά. Ήρθε η στιγμή
να πεθάνει κανείς. Η νύχτα είναι καλή
για τον αποχαιρετισμό. Το φως εμποδίζει
και τον ανθρώπινο λόγο. Το Σύμπαν
μιλάει καλύτερα από τον άνθρωπο.
Σαν σημαία
που καλεί στη μάχη, η μικρή φλόγα
του κεριού κυματίζει. Τα παράθυρα
ανοίγω. Πνίγομαι. Μουγκή, σπάζοντας
του γαρύφαλλου τα φύλλα, σαν νέφος
που θαμπώνει τον ουρανό, χήρα περνάει η Κούβα…

Ελεύθεροι στίχοι, 1882
Πηγή:  https://solidariagriega.wordpress.com

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;