Νάρκισσος. Ο ωραιοπαθής νέος της μυθολογίας που ερωτεύθηκε τον εαυτό του,αλλά κι ένα πανέμορφο λουλούδι. Για να δούμε τι μας είπαν οι ποιητές γι'αυτόν!
Νάρκισσος-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Απόψε αγάπησα τα μάτια μου,
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη:
να ’ταν το φως που, μες στην κάμαρα,
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει;
Να ’ταν το ρόδο το απριλιάτικο,
που το ’χα βάλει στη γωνία,
να μην το δω να παραδίνεται
στη βραδινή την αγωνία;
Να ’ταν, αλήθεια, το τριαντάφυλλο,
που ξεψυχούσε στο ποτήρι,
— ή κάποιοι πόθοι που με παίδευαν,
και που είχαν απομείνει στείροι;...
το ρόδο που ’σβηνε, το πάθος μου,
το παραθύρι που δεν κλείνω,
— ή μήπως επειδή σε κοίταξαν
τόσο πολύ, το βράδυ εκείνο;...
Πηγή:Ναπολέων Λαπαθιώτης,Ποιήματα,Αθήνα,Εκδόσεις Ζήτρος,1997
Νάρκισσος-ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
Κανείς δεν ξέρει την αληθινή ιστορία του Νάρκισσου
Ονειρευόταν την ομορφιά
κι έσκυβε πάνω απ’ το νερό
να την γνωρίσει στο πρόσωπό του
Έβλεπε φύλλα κι ανταύγειες
έναν ανάστροφο, υδάτινο ουρανό
σκιές και λάμψεις απατηλές
κι ονειρευόταν πάντα.
Κάποτε τρόμαξε τόσο
Σαν είδε την ανάστροφή του εικόνα
—μέσα σε κύκλο κλειστό
βλέμμα ακίνητο, παγωμένο
στο θάνατο δοσμένο, πρόσωπο
παραμορφωμένο, φαγωμένο από τη σήψη
Τον λύγισε τόσο βαθιά η απελπισία
που πνίγηκε μες στο νερό
Σαν φάνηκε το απελπισμένο πρόσωπό του
στο θάνατο ήτανε πράγματι ωραίο
αλλιώτικα ζωντανό.
Γιατί όπως στα όνειρα και στους μύθους
όλα μπορεί να κρύβουν μια διπλή σημασία
—κι ο θάνατος να σημαίνει ζωή—
Μες στην ψυχή μας, όπως στην ψυχή του κόσμου
όλα καθρεφτίζονται ανάστροφα
καθώς το δέντρο στο ποτάμι.
Πηγή: Ποιιητική Ανθολογία,Εκδόσεις Μάλλιαρη,1975
Ο Νάρκισσος στην έρημο-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ
Τρία πρόσωπα σε ένα μόνο!
Πάρα πολλή άμμος για τον ήλιο
Βάζει φωτιά στην τρέλα
Η σκιά της υγρή απλώνεται
Μια καινούργια ρήξη αναγγέλλεται!
Ο καθρέφτης είναι πολύ κοφτερός
Στην επαφή μαζί του τα μάτια πεθαίνουν από δίψα
Και γυρίζουν από την άλλη
Το χαρτί μένει λευκό ουδέτερο ξερό όπως το διάστημα
Να δίνεις έρεισμα στη ζωή
Ν’ ακολουθείς τη διαδρομή
Να φτιάχνεις ένα ποίημα βίαιο σαν αντικατοπτρισμό
Να πίνεις με αγάπη αυτά τα τρία πρόσωπα σε ένα μόνο
Να βουτάς τα μαλλιά σου στο νερό
Κι ο Νάρκισσος θα έχει ζήσει
(Μεκνές 1939)
Πηγή: Δεκαέξι Γαλλικά Ποίηματα & Αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς,Ύψιλον
Νάρκισσος σε αστικό ρυάκι-Θ.ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Ο προλετάριος ποιητής υπογράφει το ποίημα με κεφαλαία.
Μοιράζει αυτόγραφα κι ευτυχισμένος ναρκισσεύεται.
Σκορπάει λουλούδια και χαρές εκεί που η ποίηση
η σωστή,γυμνώνεται ως το κόκαλό της.
Ώρες πολλές γυαλίζεται πάνω απ'τους στίχους του.
Τάχα ποιος τον εμπαίζει δείχνοντάς του του λαού
το ακέριο φωτισμένο πρόσωπο,για πρόσωπό του;
Λυμφατικοί σύντροφοι έγιναν ντελάληδες
της θαυμαστής υπεραξίας του. Άραγε η μάζα,
η σεμνή,που τόσο νιώθει,συγχωρεί;
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη
Τεχνητά Άνθη- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Δεν θέλω τους αληθινούς ναρκίσσους — μηδέ κρίνοι
μ’ αρέσουν, μηδέ ρόδ’ αληθινά.
Τους τετριμμένους, τους κοινούς κήπους κοσμούν. Με δίνει
η σάρκα των πικρία, κούρασι, κι οδύνη —
τα κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά.
Δώστε με άνθη τεχνητά — οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου —
που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν, με μορφές που δεν γερνούν.
Άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου,
που Θεωρίες, και Ρυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν.
Άνθη αγαπώ από υαλί ή από χρυσό πλασμένα,
της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά•
με χρώματ’ απ’ τα φυσικά πιο εύμορφα βαμμένα,
και με σεντέφι και με σμάλτο δουλευμένα,
με φύλλα και κλωνάρια ιδανικά.
Παίρνουν την χάρι των από σοφή κι αγνότατη Καλαισθησία•
μέσα στα χώματα δεν φύτρωσαν και μες στες λάσπες ρυπαρά.
Εάν δεν έχουν άρωμα, θα χύσουμ’ ευωδία,
θα κάψουμ’ εμπροστά των μύρα αισθηματικά.
Πηγή: Κρυμμένα (1882-1923)
Ω, χίμαιρα το σώμα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Ω, χίμαιρα το σώμα
Τι ακαμψία η ψυχή
Τι φρίκη ο καιρός
Με βότανα καλύπτει
Το κενό του χώρου
Με μάγια ναρκώνει
Την ατμόσφαιρα
Την αλυσίδα του χορού
Το που κεντάει γλέντι
Με νάρκισσους με ώρες
Που την εικόνα μέλπει
Ω, το βέλος, ω, τροφή
Η άγρια συγκίνηση
Επουλώνει τη χαρά
Κι επαίρεται η ανία
Η δόξα του χωρισμού
Η οδύνη
Η φαντασία.
Πηγή: Βικιθήκη
Ο Μάιος-ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
Δρέψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους
Eις του Mαΐου τους φαιδρούς κ' ευώδεις παραδείσους,
Kαι την παρθένον στέψατε, ήτις ως άνθος κλίνει•
Eγώ δεν κόπτω, δι' εμέ απέθανεν Eκείνη!
Δεν κόπτει ο ανέραστος μυρσίνης κλώνα πλέον•
Xλευάζει την οδύνην του το άνθος το ωραίον.
Eκ τάφου μόνον δύναται κυπάρισσον να δρέψη,
Έν άλλο μνήμα με αυτήν, το στήθος του να στέψη...
Eίναι ανθέων εορτή, η πρώτη του Mαΐου,
Tο άσμα της νεότητος, η άνοιξις του βίου.
Φευ• την καρδίαν μου αυτή η εορτή ξεσχίζει,
Kαι άλλην πρώτην εις εμέ Mαΐου ενθυμίζει.―
Tον Mάιόν σας, ερασταί τρισόλβιοι, χαρήτε,
Πριν νέφη φθινοπωρινά ερχόμενα ιδήτε...
Oίμοι, δι' όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος•
Mίαν στιγμήν με έρωτα, και μόνοι αιωνίως!
Mόνοι! αλλ' όχι και χωρίς ανάμνησιν καμμίαν•
Tυφλοί, μ' ενθύμησιν φωτός εις νύκτα αιωνίαν.
Eις μίαν της καρδίας μας γωνίαν επιζώντες,
Ως υπνοβάται βαίνομεν κ' υπάρχομεν απόντες!
K' εγώ ηγάπησα ποτέ, κ' εγώ αντηγαπήθην,
Aλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια, δεν είναι•
Mαραίνονται κ' αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
Kαι η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
Ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!...
Πηγή: Ερώτων Λάψανα,1997
Ο Ανθοπώλης της πρώτης Μαΐου-ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
Φαιδρὸ ἀπ’ τὰ Πατήσια καὶ μ’ ἄνθη φορτωμένο
Ἕνα μικρὸ παιδάκι γυρνοῦσε σὰν τρελλὸ,
Καὶ ἔσχιζε τὸ κόσμο μὲ γέλοια τὸ σκασμένο,
Κ’ ἐφώναζε «Λουλούδια Μαγιάτικα πουλῶ!»
Εἰς τοῦ μικροῦ τὴν θέα γελᾶσαν ᾑ κοπέλαις,
Γελᾶσαν καὶ οἱ γέροι, κ’ οἱ νέοι οἱ τρελλοί.
Τὸ κύκλωσαν ἀμέσως ἐσθῆτες καὶ κορδέλλαις,
Καὶ ἄρχισεν ἐκεῖνο πρὸς ὅλους νὰ πουλῇ.
Ἀπ’ ἕνα κοφηνάκι ναρκίσσους πρῶτα βγάζει,
Ἐγωϊσμοῦ λουλοῦδι, εἰς ὅλους μας γνωστόν.
—Ποιὸς, εἶπε, μετριόφρων ναρκίσσους ἀγοράζει;
—Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην, ἐφώναξαν, αὐτῶν....
—Λησμόνησα, τοὺς εἶπε, λησμόνησα νὰ ζήσω,
Καὶ ἦλθα νὰ πουλήσω σὲ σᾶς ἐγωϊσμόν!
Λοιπὸν μ’ αὐτὰ τὰ κρῖνα θὰ σᾶς εὐχαριστήσω,
Πέντε λεπτὰ τὸ ἕνα καὶ δίχως ἐκπεσμόν.
Ὅποιος τ’ αγοράσῃ, τιμὴ τὸν περιμένει,
Θὰ δοξασθῇ, θὰ γένῃ καὶ Γερουσιαστής.
Δός με τα! κράζει ἕνας μὲ μύτη σηκωμένη,
Καὶ ἔλεγε τὸ πλῆθος «θὰ ἦναι Βουλευτής.»
Ἀπὸ τὸ κοφηνάκι ἄλλα λουλούδια βγάζει.
—Ἐρωτικὴ μυρσίνη, κοπέλαις μου, πουλῶ!
Ὤ, ἔχομεν στὰ στήθη, τοῦ εἶπαν, τί ταιριάζει,
Ἀναίσθηταις μᾶς πῆρες, μικρούτσικο τρελλό;....
—Οἱ ἄνδρες ἂς τὴν πάρουν, ἐφώναξε μιὰ γραῖα.
Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην ἀπὸ αὐτὴν ἡμεῖς!
Ἀναίσθητοι ὡς εἶναι, τοὺς εἶναι ἀναγκαία.
Καὶ ἔκραξαν οἱ νέοι— Μὴ, μῆτερ, θορυβῇς.—
—Ἂς μένῃ, εἶπε, πλέον ἀφοῦ καὶ δὲν ἀξίζει,
Σήμερον ἡ μυρσίνη κατέστη περιττή.
—Τὴν ἄσπρην ἀκακία ποιὰ ἄκακη ὁρίζει;
Καμμιὰ δὲν τὴν ἀξίζει; καμμιὰ δὲν τὴν ζητεῖ;
—Ἐγὼ τὴν ἀγοράζω, μιὰ γαλανὴ φωνάζει,
Κ’ ἐγέλασε κ’ ἡ ἴδια διὰ τὴν ἀγορά.
—Τὰ συμπαθῆ μου ἴα, ποιὰ τώρα ἀγοράζει;
Σεμνότητα ἐμφαίνουν, κορίτσια πονηρά.
—Σεμνότητα; ἂς λείψῃ, ὅση μᾶς μένει σώνει,
Εἶναι, μὰ τὴν ἀλήθεια, κομμάτι πληκτική.
Ἀπ' ὅλαις μιὰ δασκάλα τὴν ἀγοράζει μόνη,
Καὶ τῆς φωνάζουν «Εὖγε, Κυρὰ Γραμματική!»
Μιὰ ὅπου ἡ ματιά της πολέμους ἐζητοῦσε,
Ὁξύθυμη σὰν τίγρις, καὶ σὰν φωτιὰ πυρὴ,
Νὰ πάρῃ ἀκαλήφη πολὺ ἐπιθυμοῦσε,
Διότι (μεταξύ μας αὐτό) ἦτο σκληρή.
—Πῶς, εἶπεν, ἀκαλήφη δὲν ἔχεις ἀνθισμένη,
Ἠξεύρεις πῶς σοῦ βγάζω μικρούτσικο τ' αὐτί;
—Ἀλλὰ ἡ ἀκαλήφη σκληρότητα σημαίνει,
Καὶ βλέπω πῶς σᾶς εἶναι ὀλίγον περιττή.
—Τῆς δάφνης τὸ στεφάνι ποιὸς Κύριος θὰ πάρῃ,
Χωρὶς νὰ χολοσκάνῃ εἰς συναγωνισμόν;
Ἀπό τινος τῷ ὄντι καιροῦ δὲν ἔχει χάρι,
Πλὴν πάντα θὰ τὸ ἔχῃ στὸν τοῖχο στολισμόν.
Τὰ Δειλινά μου διέτε, τὰ ἄνθη τῆς δειλίας,
Ὅπου μισοῦν τὸν ἥλιο, καὶ ὑπὸ τ' ἄστρ' ἀνθοῦν.
Δὲν εἶναι νὰ τὰ πάρῃ κἀνένας τολμητίας,
Πρὶν κλείσουν τὰ καϋμένα καὶ πρὶν νὰ μαρανθοῦν;
Ἑκεῖ, εἷς ξιφηφόρος διέβαινε δρομαῖος.
—Πόσα, μικρὲ, τὰ δίδεις; —Ὤ, εἶπεν εὐθηνά!
Τ' ἀγόρασε πληρώσας τὸν πωλητὴν γενναίως,
Κ' ἐκόσμησε τὴν σπάθην φαιδρὸς μὲ δειλινά.
—Τὸν Βασιλέα τώρα ποιὰ θέλει τῶν ἀνθέων;
Εἶναι ἡ ὡραιότης, Παρθέναις μου, σιγά!
Πῶς! ὅλαι τὸ ζητεῖτε τὸ ῥόδον τὸ ὡραῖον;
Πλὴν μιὰ στιγμὴ νὰ ζῆτε, καὶ ἔχει ἀκριβά..
Σ' ἐσένα τὸ χαρίζω μικρὴ καστανομμάτα.
(Ἐκύτταξα, καὶ ἦτον ἡ κόρη π' ἀγαπῶ! )
Τὸ ῥόδον εἶχε κλίνει 'στὰ στήθη τὰ δροσάτα,
Κ' ἐζήλευσα τὸ ῥόδον χωρὶς νὰ τῆς τὸ 'πῶ.
Πηγή: Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα Πηδήματα, Τεύχος 3,Βικιθήκη
Σπάζουν τα κύματα-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
Στέριωσα μέσα στην ηδυπάθεια
και δεν την απαρνιέμαι.
Στην ακρογιαλιά κι όπως σπάζουν τα κύματα
αυτός ο νάρκισσος και ερωτύλος
που απόμακρος, κλεισμένος στον εαυτό του
σιγοτραγουδάει δίπλα μου, μονοπωλεί το ενδιαφέρον μου.
Γαληνεμένος σιγοτραγουδάει
από κάποιο όραμα ή βίωμα που δεν γνωρίζω.
Άδειασα από κάθε σκέψη
κι όχι μόνο επειδή τον περιεργάζομαι –
ζεστή, περιρρέουσα ηδυπάθεια
κατευνάζει κι εμένα την ψυχή μου.
Πηγή: Παρακαταθήκη ηδυπάθειας, 2000
Υποθέσεις-ΡΩΞΑΝΗ ΠΑΥΛΕΑ
Ψηλά σαν πτηνά του γαλανού ουρανού
μια ελπίδα διαφαίνεται.
Έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια
τη ζωή μου.
Θαρρείς κι είχα πολλές ζωές.
Την έθαψα σε άγνωστους τάφους.
Τώρα μόνη βλέπω την εικόνα μου στο νερό.
Παρακαλώ απλά και όμορφα
το τέλος που σα βέλος έρχεται
να ’ναι πιο ενδιαφέρον απ’ τη ζωή.
Ένας νάρκισσος έχασε μια μέρα τα πέταλά του.
Τι κακός που είναι καμιά φορά ο άνεμος.
Πηγή: Πληγωμένη ροδιά, 1984
Μια άλλη διάσταση-ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Ο δυστυχισμένος νάρκισσος απειλείται από την απώλεια της ομορφιάς, ο πολύπλοκος βρίσκει ανταμοιβή στη γεωμετρία των επιθυμιών, ο ιδιόρρυθμος στα ελαττωματικά πάθη, ο ανήσυχος τολμά βιώνοντας μια σειρά λυτρωτικών πτώσεων, ο ονειροπόλος γοητεύεται από πλανητικές συγκυρίες, ο ερωτύλος πέφτει θύμα μοιραίων έλξεων, ο μοναχικός διασκεδάζει «ταΐζοντας» την υπερτροφική φαντασία του με εικόνες μυστηρίου. Η συνειδητοποίηση της θνητότητας τους οδηγεί στην εκδήλωση παθών, ίσως και λαθών.
Τα καρουζέλ όλων των μικρών πανικών των προσώπων περιστρέφονται αενάως, ο κάθε κύκλος κλείνει για να ανοίξει έναν άλλο κι η τυραννία της ύπαρξης εξακολουθεί να συνοψίζεται στο εναγώνιο ερώτημα
το αιώνιο του προσωρινού
ή το προσωρινό αιώνιο;
Με φόντο τον μεγάλο καθρέφτη του σύμπαντος, κατά πόσο το στιγμιαίο, το ασήμαντο, το τυχαίο μπορούν ν’ αφήσουν ένα ίχνος στην ανελέητη ροή του χρόνου δίνοντας μιαν άλλη διάσταση στο αιώνιο;
Πηγή: Η αιώνια κουτσουλιά ,2007
Η επάνοδος της Περσεφόνης- Γ.Ξ.ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
Ανέβηκε∙
ούτε ένας νάρκισσος, κρύο κι υγρασία πολλή μες στην κάμαρη.
Σαν κάτι να ’χε ξεχάσει κι έψαχνε.
Δυνάμωσε τη φωτιά στο τζάκι για να θυμηθεί.
Σκύβοντας ο ένας μαστός της επρόβαλε ατίθασος
φωτίζοντας μια στιγμή το μυαλό του.
Δέκα χρόνια περίμενα τούτη την άνοιξη
και τα τριαντάφυλλα πέφταν σ’ εκείνο το σκοτεινό πηγάδι
και χάνονταν.
Φίδια φαρμακερά στο βυθό του σαλεύαν
όπως τα βρεγμένα μαλλιά της Μαρίας
όταν την ανέβαζα πνιγμένη.
Με τυραννά στον ύπνο μου ακόμη. Όμως εγώ
προτιμώ τις πορτοκαλάδες στο παραλιακό κέντρο
χαίρομαι τούτον τον πρόσκαιρο ήλιο
γιατί μπορώ να βγάζω τους νεκρούς μου περίπατο.
Έχουν φουσκώσει απ’ τη θαλπωρή της λιακάδας
κι ουρλιάζουν σαν τους ναυαγούς
που αντικρίσαν στεριά.
Πηγή: Αφήγηση ξεναγού, 1979
V 74 Ρουφίνου- ΡΟΥΦΙΝΟΣ
Πέμπω σοι͵ Ροδόκλεια͵ τόδε στέφος͵ ἄνθεσι καλοῖς αὐτὸς ὑφ΄ ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις.
ἔστι κρίνον ῥοδέη τε κάλυξ νοτερή τ΄ ἀνεμώνη καὶ νάρκισσος ὑγρὸς καὶ κυαναυγὲς ἴον.
ταῦτα στεψαμένη͵ λῆξον μεγάλαυχος ἐοῦσα• ἀνθεῖς καὶ λήγεις καὶ σὺ καὶ ὁ στέφανος.
Σού στέλνω αυτό, Ροδόκλεια, τό στεφάνι, μ’ ωραία λουλούδια ο ίδιος τό ’χω πλέξει.
Είν’ από κρίνα καί μπουμπούκια ρόδου καί δροσερή ανεμώνα, κι έχει ακόμα καί νάρκισσο τό λυγερό καί τέλος βιολέττα μέ γαλάζιο σκούρο χρώμα•
Μ’ αυτά στολίσου κι άλλο μή καυχιέσαι. Τι ανθείς τώρα κι εσύ καί τό στεφάνι αλλά κι εσύ κι αυτό θά μαραθείτε.
Πηγή: Παλατινή ανθολογία
Ομιλεί ο νάρκισσος-ΠΟΛ ΒΑΛΕΡΙ
Κρίνοι περίλυποι,αδελφοί,απ'ομορφιά λιγώνω,
Τον εαυτό μου όπως ποθώ μες στη δική μου γύμνια,
Κι ω Νύμφες των πηγών,σε σας,ω νύμφες,νύμφες,νύμφες,
Μέσα στην άμωμη σιωπή προσφέρω μάταια δάκρυα,
Γιατί του ήλιου αποσβήνει η δόξα!...
Είναι νύχτα.
Νιώθω ν'αυξαίνει η χρυσή χλόη μες στη σιωπή την άγια,
Κι υψώνει τον καθρέφτη της η επίβουλη σελήνη
Καθώς η νύχτα τη γυμνή πηγή σιγά τη σβήνει.
Έτσι,στα νεροκάλαμα τ'αρμονικά,ριγμένος
Απ'τη θλιμμένη μου ομορφιάν,ω σάπφειοι,λιγώνω
Σάπφειρε εσύ πανάρχαιε κι εσύ μάγισσα κρήνη
Όπου καιρών αλλοτινών το γέλιο έχω ξεχάσει.
Λύπη μου φέρνει η λάμψη σου η μοιραία και καθάρια
Ω πένθιμη πηγή,για τα δάκρυά μου προορισμένη.
Εκεί,μες στο θανάσιμο γαλάζιο σου,η ματιά μου
Είδε την όψη μου με υγρά στεφανωμένην άνθη.
Γλυκειά είν' η εικόνα κι είναι,ωιμέ! τα δάκρυα αιώνια!
Μέσ'από τα γαλάζινα τα δάση και τους κρίνους
Τους αδελφούς,τρεμίζει λίγο φως ακόμα,μόνος
Αμέθυστος,κι έτσι αμυδρά μαντεύεται ο Μνηστήρας
Μες στου καθρέφτη μου το φως το άθυμο που με θέλγει,
Χλωμός αμέθυστος,καθρέφτη εκστατικών ονείρων!
Να η σάρκα μου,μες στα νερά λουσμένη απ'το φεγγάρι
Κι απ'τη δροσιά,η χλευαστική τη δείχνει, ύπουλη κρήνη.
Να τ'αργυρά τα μπράτσα μου με τις κομψές κινήσεις,
Στο λατρευτό χρυσάφι οκνά τα χέρια μου απαυδήσαν
Αυτόν το σκλάβο να καλούν που οι φυλλωσιές τον ζώνουν,
Και ρίχνω στην ηχώ ικεσίες στους σκοτεινούς θεούς μου.
Αντίο,στα ήρεμα,κλειστά νερά χαμένη ανταύγεια!
Νάρκισσε, η έσχατη ώρα αυτή ένα απαλό είναι μύρο
Στη διψαλέα καρδιά. Σ'αυτό το κενοτάφιο επάνω
Για τους νεκρούς ξεφύλλισε τα επιθανάτια ρόδα.
Ας είσαι ρόδο που μαδά,χείλι μου, τα φιλιά του
Για να κοιμάται το είδωλο γαλήνια στα όνειρά του.
Γιατί μονάχη,απόμακρη,σιγά μιλά η Νύχτα
Στους κάλυκες τους ελαφρούς,χλωμές σκιές γεμάτους.
Μα η σελήνη στα υψηλά τα μύρτα διασκεδάζει.
Ω,αμφίβολη,κάτ' απ'αυτά τα μύρτα,σε λατρεύω!
Σάρκα που για τη μόνωση θλιμμένα έχει ανθίσει
Μες στον καθρέφτη δείχνεται στα κοιμισμένα δάση,
Ω σάρκα μιας πριγκίπισσας κι ενός ωραίου εφήβου!
Η απατηλή ώρα είναι γλυκειά για όνειρα μες στα βρύα
Και σκοτεινή ηδονή μεστό είν'το βαθύ αυτό δάσος.
Νάρκισσε,αντίο! ή πέθανε! Έφθασε το λυκόφως.
Απάνω στο γαλάζιο,ο αυλός,το ενταφιασμένο ψάλλει
Την πίκρια των κοπαδιών με χιουγαχτά που φεύγουν.
Απάνω στα νεκρά νερά,στα ωραία σου χείλη,πάρε
Αυτό το νύχτιο,αβρότατα μοιραίο,το φιλί,
Χάδι που την ελπίδα του το κρύσταλλο αλλοιώνει,
Όμοια η εσπέρα,ευλαβική ομορφιά και σιωπηλή!
Πάρ'το κι αυτό μες στην σκιάν,εξόριστή μου σάρκα,
Και στάλαξε,απόμονέ μου αυλέ,για τη σελήνη
Στάλαξε δάκρυα ατέρμονα μες σ'αργυρές ληκύθους.
Μετάφραση: Φρίξος Ηλιάδης
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος,1995
Νάρκισσος-ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ
Όταν ο Νάρκισσος πέθανε, η λιμνούλα στην οποία καθρεπτιζόταν έβαλε τα κλάματα.
Οι νύμφες Ορειάδες τη συμπόνεσαν.
Είχε δίκιο να κλαίει καθώς έχασε έναν τόσο όμορφο σύντροφο.
-Ήταν όμορφος ο Νάρκισσος; ρώτησε η λιμνούλα.
- Και ποιος άλλος μπορεί να το ξέρει αυτό καλύτερα
από σένα αποκρίθηκαν οι Ορειάδες.
Από μας περνούσε μόνο από μπροστά χωρίς να μας δίνει καθόλου σημασία.
Εσένα αναζητούσε πάντοτε, και ξάπλωνε στην όχθη σου,
και έσκυβε και κοίταζε τα νερά σου
και καθρέπτιζε την ομορφιά του.
Κι η λιμνούλα απάντησε:
-Εγώ όμως τον Νάρκισσο τον αγαπούσα,
όταν έσκυβε από την όχθη μου και καθρεπτιζόταν,
έβλεπα μέσα στα μάτια του την δική μου ομορφιά.
Πηγή:https://mpampis-kiriakidis.blogspot.com/
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος : Αγγελική Καραπάνου