Στην αδυσώπητη ζέστη του καλοκαιριού όλοι κατασκηνώνουμε στο μπαλκόνι. Για να δούμε τι έγραψαν γι'αυτό οι ποιητές!
Στ'αντικρινό μου το μπαλκόνι...-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
Εκεί,στ'αντικρινό μου το μπαλκόνι
αντρόγυνο καινούργιο ζαχαρώνει.
Νομίζουν πως κανένας δεν τους βλέπει
και κάνουν ό,τι πρέπει και δεν πρέπει.
Αλλά ενώ τα χάδια των κοιτάζω,
δεν ξέρω τι μου μπαίνει στο μυαλό,
και τέλος την γυναίκα μου φωνάζω,
κι ευθύς το παραθύρι μου σφαλώ.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,Ελληνικά Γράμματα,1979
[Μεσόκοπη κυρία στο μπαλκόνι αδιάφορη τάχα...]-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
XII
Μεσόκοπη κυρία στο μπαλκόνι αδιάφορη τάχα για τον κόσμο
που διάβαινε τον δρόμο. Στα πόδια της κάποιο παιδί με γέλια
κι άνθη τσακίζοντας από τις γλάστρες — ένα φορτηγό δεύτερο
τρίτο. Σαν τα πουλιά που φεύγουνε στον ουρανό απόγευμα.
Η κυρία στο μπαλκόνι γνώριζε τον θάνατο∙ μα δεν μιλούσε.
Πηγή: " Τα ισόβια ποιήματα", Εκδόσεις Σημειώσεις,1977
Το μπαλκόνι-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
Πέταξε τη ρόμπα που φορούσε
κι έβγαλε το φόρεμα απ’ την ντουλάπα,
βρήκε τη χτένα, τα στολίδια
που της ταίριαζαν
κι ετοιμάστηκε χαρούμενη,
συμφιλιωμένη με το ευέλικτο κορμί της,
συμφιλιωμένη με τη σκληρή μέρα
που τελείωνε,
έπειτα φρόντισε τη διακόσμηση,
έβαλε αναψυκτικά στη σειρά,
το πικάπ με τους δίσκους
στο μπαλκόνι,
η βραδιά ήταν γλυκιά,
και προπαντός εκεί
θ’ άναβε το γλέντι.
Πηγή:«Ανοικτή γραμμή», εκδόσεις Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1984
Από μπαλκόνι σε μπαλκόνι-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ
Δεν ήρθες λοιπόν. Κι εγώ σκεφτόμουν να σου μιλήσω για ήρωες
όχι μεγάλους∙ για κοινούς δασκάλους μανάβηδες υπαλλήλους επιπλάδες
που είχες γειτόνους τόσα χρόνια και δεν ήξερες
τις χειροβομβίδες που πέταξαν, τα όπλα που φορτώθηκαν, τα όνειρα
τις σπηλιές που κοιμήθηκαν, τα βουνά που διαβήκαν τσακισμένοι
κι είναι πια ρυτιδωμένοι μ’ ένα τυπωμένο παράπονο στο μέτωπο
βαθιά ηττημένοι και οιονεί ελπίζοντες...
Δεν ήρθες που σε περίμενα. Κι εγώ που θα σου μιλούσα για θαύματα
πώς θα ντύσουμε κόκκινα τα περίπτερα της συνοικίας
τους ισολογισμούς στα λογιστήρια και τα γρανάζια στις πρέσες
έμεινα με μια κόκκινη προσμονή να πετιέμαι από μπαλκόνι σε μπαλκόνι.
Πηγή: «Αποσβέσεις. Ποιήματα 1965-1986» εκδόσεις Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1987
Η νοικοκυρά στο απέναντι μπαλκόνι-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ
Πολύ τη λυπάμαι τη νοικοκυρά
στο απέναντι μπαλκόνι
όλη τη μέρα σκουπίζει, σφουγγαρίζει
πλένει τα ρούχα με τα δάκρυά της
βάζει τη χύτρα στη φωτιά
και βράζει
τα κόκαλα των ημερών που πέρασαν
ξεπαγώνει τις νύχτες της
το μεσημέρι θά ’ρθουν τα εγγόνια της να φαν
θά ’ρθει κι ο πεθαμένος της πατέρας
ρίχνει το χιόνι της ψυχής της στο φαΐ
σήμερα θα φτιάξει κύκνο με διαμάντια
και τούρτα με σταφίδες και απόγνωση
θα φτιάξει και λίγο παγωτό απ’ τις πληγές της
μετά θ’ αποσυρθεί μέσα στη ρόμπα της
κι εκεί θ’ αρχίσει να καρικώνει πλάι στη λάμπα
θα καρικώνει πάλι αμίλητη ως το πρωί
τις μακριές χειμωνιάτικες κάλτσες
του άντρα της.
Πολύ τη λυπάμαι
τη νοικοκυρά στο απέναντι μπαλκόνι
και κάποια μέρα σκέφτομαι να τη σκοτώσω.
Πηγή:" Ο ράφτης Ραντοσλάβ από το 1470",Εκδόσεις Ίνδικτος, 2001
Μια σχολική υδρόγειος στο μπαλκόνι-ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
Και την κοιτώ από το τζάμι,
αρνείται, δε γυρνά.
Στη θάλασσά της: Μπλε
καφέ τα βουνά της.
Οι πεδιάδες: Πράσινες
όλα κανονικά.
Είναι πλαστική.
Είπα, και αν τη βγάλω στο μπαλκόνι
άραγε θα πει κανείς
τι γυρεύει μες στις γλάστρες του
η Γη;
Τα βράδια την ποτίζω
πράσινο στο καφέ.
Λίγο μπλε στο πράσινο
καφέ στο μπλε.
(Θαλαβού, πεδισσά, θαλιάδες).
Και πάντα απάνω στο τσιμέντο
έστω για να `χει συντροφιά
ο ακίνητος βασιλικός μου.
Κοιτάω την κοιτώ, κοιτάω την κοιτώ.
(Δε γυρνά).
Πηγή:«Καλοκαίρι στο σπίτι + έξι αποδείξεις ικανοτήτων», Το οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, τεύχος 43-44, 2004-2005
Το απέναντι μπαλκόνι-ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
Κάποιες φορές
ξεκαρδίζομαι στα γέλια,
όταν θέτω στον εαυτό μου
το ρητορικό ερώτημα:
Τι είναι ζωή;
Ένα ταξίδι; Ένα παιχνίδι;
Ένα πέρασμα με το τρενάκι του τρόμου
ή μια στιγμιαία ερωτική απόλαυση;
Τότε ανακαλύπτω το πεπερασμένο της ύπαρξής μου,
όταν δεν μπορώ να ανοίξω το μάνταλο
από ένα παράθυρο,
ή να απαντήσω στα γιατί της γυναίκας
από το απέναντι μπαλκόνι.
Πηγή: «Δελτίο καιρού», Θεσσαλονίκη, 2010
Δοκιμασία στο βαθύ μπλε του μπαλκονιού(Μαρκόνης)-ΗΛΙΑΣ Δ.ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Η φαντασία έδερνε τα κύματα,
πάλλονταν όλη νύχτα
για πράγματα σημαντικά κι ασήμαντα
έφτιαχνε παραμύθια.
Θυμήθηκες το λαδωμένο σου σκουτί,
συνυφασμένο με τη μοίρα.
Άστραψες με ιδέα φαεινή πως φεύγεις απ'την αρμύρα.
Ψέμα,αιματηρό κι αλλόκοτο
με θάλασσα μεθάς,
πονάς,αγωνιάς για νέο προορισμό
σαν στη στεριά πατάς.
Τη φλόγα που σε καίει και σε πονάει
με σπίρτο πας να σβήσεις,
φέρνεις στο νου σου απίθανες μορφές,
όλες να ζωγραφίσεις
από τις άκρες της γης και των βυθών,
που ταξιδεύεις πάντα,κι ας βλέπεις τ'άστρο της αυγής
και το καράβι των ονείρων σου
απ'του σπιτιού σου τη βεράντα.
Αποκοιμήθηκες πάνω σε μια κουπαστή,
μία ανάσα από το κύμα,
έλαχε να είναι η τελευταία σου στιγμή
από τη θάλασσα ένα βήμα.
Πηγή:"από πέτρα και σάρκα",Εκδόσεις Βεργίνα,2012
Στο μπαλκόνι-ΓΕΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
Ποιο τριζόνι έχει ανοιχτή ακρόαση με τους γαλαξίες
για να προσγειωθεί εντός μου το άπειρο
σαν τέλειο δώρο από το πουθενά;
Ακολουθώ με το βλέμμα τα καράβια.
Ορθοτομώ την επάνοδο του σκοταδιού
στο σκοτάδι. Να μην υπολογίζω
τις ατραπούς περιμένοντας την Πανσέληνο
να διατάξει τα νυχτολούλουδα
να παραταχθούν στο ξύλινο τραπέζι, εκεί
όπου έγειρα και με πήρε ο ύπνος.
Πηγή: "Μικρή Διαθήκη",Περισπωμένη,2012
Το μπαλκόνι-ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ώρες κοιτάζω το απέναντι μπαλκόνι.
Κάγκελα υψώνονται μπροστά μου.
Κάγκελα στο μπαλκόνι μου,
κάγκελα στο απέναντι μπαλκόνι.
Μια φυλακή κατάντησε η ζωή μας.
Βράδιασε κι ακόμα περιμένω.
Απέναντι κοιτάζω συνεχώς,
μέσα απ’ τα κάγκελα,
γυρεύω μια ματιά σου
ν’ απελευθερωθώ.
Πηγή: «Ξερόκλαδα», ποιήματα, εκδόσεις ΡΕΩ, 2012
Αύγουστος με φεγγάρι στο μπαλκόνι της-ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Τα καλοκαίρια του έδειχνε φωτογραφίες
τα νησιά. Τα κάστρα, τα σοκάκια
παραλίες. Ψιλή άμμος, Πλατύ-γιαλός
αντίσκηνα, αρμυρίκια.
Αυτός δεκατεσσάρων, γειτονόπουλο.
Μια μέρα πρόσεξε δύο απλωμένα κομματάκια το μαγιό της
το πάνω ολοκαίνουργιο.
Από τότε όλο τη φαντάζεται με στήθος γυμνό
να κολυμπά, να κάθεται στον ήλιο
όλο αυτό σκεφτόταν.
Κι απόψε, Αύγουστος με φεγγάρι στο μπαλκόνι της,
σαν άντρας γύρεψε το βλέμμα της
σαν παιδί την παρακάλεσε.
Μυστικό όλη του τη ζωή θα το κρατούσε.
Τού `πε δεν είναι το ίδιο με τον ήλιο
με τη θάλασσα — εκεί κανείς δε σε κοιτάζει.
Σαν άντρας υποσχέθηκε, σαν παιδί ορκίστηκε
δε θα ζητούσε τίποτα πια, ποτέ.
Μόνο να δει στο φεγγαρόφωτο το στήθος της.
Να μην το αγγίξει
να το δει.
Να δει το στήθος της μονάχα.
Πηγή:"Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό" ,Εκδόσεις Gutenberg,2017
Μπαλκόνι κληρονομικό-ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
Πώς να ορίσουμε το γαλάζιο απ'την αρχή
και τι εξήγηση να δώσουμε για τόση σκόνη;
Να ερμηνεύσουμε μονάχα,
καλό που θα'ταν...
Πηγή: "ΠΛαΝόΔΙοΣ στα ΣύΝοΡα της ΕΔέΜ",Παράκεντρο Λεμύθου,2019
Τα τρομερά μπαλκόνια-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ
Τα καλοκαίρια τα μπαλκόνια μοιάζουν με καράβια
έτσι όπως ξεδιπλώνουν τα πρωινά τις τέντες τους
κι ο άνεμος παίζει με τα πολύχρωμα πανιά τους.
Από κάτω ξεπροβάλλουν χοντρές νοικοκυρές
παιδιά που ξεφωνίζουν
άντρες αμήχανοι που μιλούν στα κινητά
πετούν τα τσιγάρα τους στην άσφαλτο και φτύνουν.
Από την μπαλκονόπορτα βγαίνει ένας πλοίαρχος
φοράει καπέλο και χρυσά σιρίτια
σκύβει στα κάγκελα, κανείς δεν τον προσέχει.
Τότε μου φαίνεται πως ξεκολλούν οι βεράντες
πετούν αργά καμαρωτές σαν τις φρεγάτες
ή σαν τα παλιά Ζέπελιν πάνω απ’ την πόλη.
Οι ένοικοι στο μεταξύ απλώνουν την μπουγάδα
δροσίζουν τα μωσαϊκά ποτίζουνε τις γλάστρες
μαλώνουν δυνατά
κανείς δεν συνειδητοποιεί το μυστικό ταξίδι
ούτε τη θέα ή τη χαρά της πτήσης
κι ακόμα τη λαχτάρα της επιστροφής
κάθονται στα μπαλκόνια ανίδεοι, εφησυχασμένοι
με την ψευδαίσθηση της απόλυτης ακινησίας
ενώ από κάτω γυρίζουν αθόρυβα οι προπέλες
ενώ κάθε τόσο τελειώνει μια ωραία εκδρομή.
Πηγή:"Αρχαία δίψα",Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020
Γυναίκα στο μπαλκόνι-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΑΡΙΝΗ
Η φούρια του μεσημεριού
πίσω , μέσα στο σπίτι
έχει κοπάσει
Αστράφτουνε στον νεροχύτη
καθαρά τώρα τα πιάτα
Στου πλυντηρίου το φινιστρίνι
παφλασμός κι αφροί
Mια τρικυμία έγκλειστη
έχει μόλις ξεσπάσει .
Κι αυτή στου μπαλκονιού ακουμπά
την κουπαστή .
Με ονειροπόλο βλέμμα ,
καπνίζοντας, σαλπάρει κάθε μεσημέρι .
Ένα τσιγάρο δρόμος κι έχει φθάσει
στην άλλη της ζωή
Προτού το πρόγραμμα τελειώσει
θα έχει προλάβει να γυρίσει
για να απλώσει.
Πηγή: «Περιοδικό Νησίδες», τεύχος 18
Στο μπαλκόνι-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ
Το κορίτσι στο μπαλκόνι
ντύθηκε απόψε τις ώρες μου
και στα μαλλιά σου χτένισες όμορφα τοπία αγάπης
Σε διψάω.
πόσο πονάω ακούγοντας τα λαϊκά τραγούδια.
Πηγή: stixoi/info
Α! Χρόνια που είχα να βρεθώ σ’ ένα μπαλκόνι-(ΣΕΛΑΝΑ ΓΡΑΙΚΑ)-ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ
Α! Χρόνια που είχα να βρεθώ σ’ ένα μπαλκόνι
που μύριζε ο δρόμος έρωτα και βασιλικό,
η θωριά του φεγγαριού μπρος σου να βαλαντώνει
κι έκανε το άρωμα σαφώς μεθυστικό.
Να σου κρατώ το βλέμμα σου, σε βλεφάρων λυγμό,
και να φιλώ τα μάτια σου χωρίς να τα’ χω αγγίξει
να σε κοιτώ με θάμπος σαν λιμανιού απανεμό
δέντρων τα φυλλώματα με τα άστρα των ουρανών στα μάτια σου είχαν σμίξει.
Α! Χρόνια είχα να βρεθώ στο ωραίο αυτό μπαλκόνι
ξαρματωμένη εγώ ξωθιά, μιας άλλης πολιτείας
παρέα μου τα σφαλιστά κι ένα μικρό τριζόνι
κι η παρουσία σου για με κατέστη ναός λατρείας.
Να βλέπω περίλυπη αυτή μας τη φορά
να `ναι της δροσιάς η στάλα, πρώτη και τελευταία
σαν φίλησα το τριζόνι, σταυρωτά, κίνησε τον Βορρά
κι ευχόμουν τόσο μέσα μου, στιγμή να 'ναι απευκταία.
Α! Χρόνια είχα να βρεθώ πίσω, στον κόσμο ετούτο
τα βρήκα όλα γνώριμα, όσο και αλλαγμένα
της τρυφερότητας για σε να σπαταλώ τον πλούτο,
ήμουν αλλαγμένη εγώ για σε όσο κι εσύ για μένα.
Πηγή: stixoi/info
Παράκληση στο Θεό για έναν μικρό καμπούρη-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΓΕΡ-ΜΠΟΥΦΙΔΗΣ
Δε φάνηκεν, αλήθεια, (και νυχτώνει…)
σαν κάθε βράδυ τέτοιαν ώρα, στο μπαλκόνι,
δε φάνηκε ο αντικρινός μικρός,
πούναι καμπούρης και καχεκτικός.
Είν’ τα παράθυρά του, ωστόσο, φωτισμένα
και πίσω από τα τζάμια τα κλεισμένα
περνούν ανήσυχες σκιές, μισοσβησμένες,
-αχ, κάμε Θεέ μου να μην είναι δακρυσμένες…
Είν’ τόσο ήρεμος, Θεέ μου, τόσο απλός,
κι είν’ η ψυχή του τόσο πονεμένη
σαν βγαίνει στο μπαλκόνι μοναχός
μόλις η νύχτα ερθεί, σκοτεινιασμένη…
Το μεσημέρι μένει ώρα πολλή
πίσω απ’ τις γρίλιες των κλειστών παραθυριών.
Και με τι προσοχή παρατηρεί,
στο δρόμο, τα παιχνίδια των παιδιών…
Αυτός δεν παίζει κι ούτε που τολμά
να κατεβεί, να τρέξει, στο στενό.
Κάποτε, πούτρεξε κι αυτός, τ’ άλλα παιδιά
φύγαν και τον αφήσαν μοναχό…
Κι όταν η μάνα του τού λέει: «Γιατί και συ
δεν πας να παίξεις, όπως τ’ άλλα τα παιδιά;»
«Βαριέμαι», απαντάει αυτός σιγά,
Και τον περνούνε για ιδιότροπο παιδί.
Υστερα, μελετάει το μάθημά του,
δίχως βοήθεια, μόνος, δυνατά…
Κι είν’ η φωνή του σαν προμήνυμα θανάτου
ως αντηχεί, βραχνή, στη σκοτεινιά…
Μόλις βραδιάσει, βγαίνει στο μπαλκόνι.
Ούτε διακρίνεται στο σκότος το πυκνό.
Μια οκαρίνα είν’ η συντροφιά του η μόνη,
κι όλο σφυράει τον ίδιο το σκοπό.
Απόψε όμως δεν φάνηκε. Και τρέμουν
οι σκιές στο δωματιό του το κλειστό. ..
Ω!, πως φοβάμαι, πως φοβάμαι, Θεέ μου,
μην του συνέβη τίποτε κακό…
Είν’ η ψυχή του πάντοτε θλιμμένη…
Είναι καμπούρης και καχεκτικός…
Κάμε, τουλάχιστον, Θεέ μου, η πονεμένη
ψυχή του να είναι ήρεμη διαρκώς…
Κι αν είναι να πεθάνει, ας μην το ξέρει…
Σε μια γλυκιά οπτασία ας βλέπει πως
στη γειτονιά του κάθε μεσημέρι,
με τ’ άλλα τα παιδιά παίζει κι αυτός…
Πηγή:Δέκα ποιήματα, 1930
Υπερκείμενη-ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Στην Στεφανία Εμπειρίκου
Η ημέρα σήμερα είναι γαλάζια
Τα φύλλα της είναι πράσινα
Τα τριαντάφυλλά της είναι κίτρινα
Τα νύχια της κατακόκκινα
Στον άνεμό της πλαταγίζουν οι σημαίες των μπαλκονιών
Στα μπαλκόνια λύνουν τα μαλλιά τους οι χθεσινές εσπερίδες
Οι ερασταί τους ριγούν
Τα βραχιόλια τους είναι σαν λέξεις στιλπνές
Σαν αυτές που προφέρουν οι Εσπερίδες στον ύπνο τους
Κανείς ακόμα δεν κατόρθωσε να τις δαμάσει
Είναι ωραίες και λάμπουν στον ήλιο
Είναι ωραίες και λάμπουν στο σκότος
Η σκοτοδίνη δεν τις τρομάζει
Γύρω από τα χείλη που τις προφέρουν αναπηδούν αναλαμπές
Άνθρωποι σκοτεινοί διαξιφίζονται στον άνεμο ποιος να
τις πρωτοπάρει
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι σπίτια
Τα σπίτια είναι γιομάτα ανθρώπους που παρακολουθούν
Εναγωνίως τους διαξιφιζομένους
Οι διαξιφιζόμενοι χαιρετούν τον Καίσαρα
Αίφνης ένας τρυπά τον πέπλο της νυκτός
Και η μέρα πηδά στην άμμο
Όλοι την παρακολουθούν
Όλοι την ικετεύουν
Όλοι την ονομάζουν Σήμερα
Ήμερα κοπάδια την ακολουθούν και τα μάτια της είναι
Γαλάζια.
Πηγή: «Ενδοχώρα» [1934-7]
Ωραίο φθινοπωρινό πρωί-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Για την κυρία Ντονογκό
Νά που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά μ’ αυτό το φως
με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα
όταν τα μάτια του στενεύουν απ’ τα χρόνια.
Νά που μ’ αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές
σηκώνοντας τους ώμους μέσα στον ήλιο.
Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες
το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια
κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις
στα ίδια σώματα: κόπηκε η μονοτονία.
Τί λέει ο μουεζίνης στην άκρη του μιναρέ; γιά πρόσεξε!
Έσκυψε ν’ αγκαλιάσει μια ξανθή κούκλα στο πλαϊνό μπαλκόνι.
Αυτή ανεμίζει δυο ρόδινα χεράκια στον ουρανό
δεν παραδέχεται να τη βιάζουν.
Ωστόσο γέρνει ο μιναρές και το μπαλκόνι σαν τον πύργο της Πίζας
ακούς μονάχα ψιθυρίσματα, δεν είναι τα φύλλα μήτε το νερό
«Αλλάχ! Αλλάχ!» δεν είναι μήτε τ’ αγεράκι, παράξενη προσευχή.
Ένας κόκορας λάλησε, πρέπει να ’ναι ξανθός
ω ψυχή ερωτευμένη που πέταξες στα ύψη!
Νά που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά, έτσι κουλουριασμένα
το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ’ αυτές τις ρυτίδες
σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μια παλάμη
σκέφτηκε κανείς;… Ω εκείνη η επίμονη σκέψη
κλεισμένη σ’ ένα κουτί αδειανό, θεληματική
χτυπώντας αδιάκοπα το χαρτόνι, όλη τη νύχτα
σαν ποντικός που ροκανίζει το πάτωμα.
Κόπηκε η μονοτονία, ω εσύ που πέταξες στα ύψη, νά που μ’ αρέσει
κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου τόσο υπομονετικό
τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά
θυμίζει τ’ αγέρωχο κεφάλι του πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu’ en lui-même enfin l’éternité le change.
Κορυτσά, 1937
Πηγή: Ημερολόγιο καταστρώματος , Α΄ ,1940
Αφήστε με λιγάκι… -ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Αφήστε με λιγάκι, άσωτοι πόνοι
να πάω ως το τραπέζι ως το μπαλκόνι.
Στο τραπέζι, να γράψω την κατάρα μου,
στο μπαλκόνι να φτύσω από ψηλά
τωρινά, περασμένα και μελλούμενα".
Πηγή: «Οργή λαού και άλλα μεταθανάτια ποιήματα] /[Τα λοίσθια]»
Μια μετέωρη κυρία - ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής,
χοντρή σταγόνα μοιάζει,
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα ―
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Πηγή:«Επί τα ίχνη» ,1963
«Φοβάμαι...»- ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
Φοβάμαι τη σκιά που ’ναι κρυμμένη
στο ανθισμένο μπαλκόνι της νιότης μας
κι αυτόν τον ξαφνικό άνεμο
που έφερε δάκρυα
στο ωραίο πρόσωπό σου.
Φοβάμαι τούτα τα ματωμένα δειλινά
κι αυτή την παγωμένη σιωπή
που ήρθε ανάμεσά μας
μη χωρίσουν τις σκέψεις μας
για πάντα.
Πηγή:" Φωτεινές ανταύγειες και νυχτερινοί φόβοι της μοναξιάς", 1987
Λίγο, τόσο λίγο φως-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Στα κράσπεδα μιας γυάλινης εκκλησίας
Σκόρπιο λιβάνι της λύπης.
Φλόγα τρέμουσα της χαράς.
Ψωμάκι με το σταυρό του θανάτου μου,
Βαθιά ρυτίδα μιας λίμνης από σμάλτο.
Όταν απ’ το καμπαναριό κυλάνε τ’ άγρια ρόδα
Ως τη χελιδονοφωλιά του αντικρινού του μπαλκονιού,
Με κουρασμένα βήματα παίρνει το δρόμο
0 γέρικος ψαλμός κι ο ψυχογιός του,
Ένα λυπητερό τραγουδάκι,
Για τα μεγάλα μαύρα μάτια του Χριστού.
Πηγή: « Το κυπαρίσσι των εργατικών», Εκδόσεις Καστανιώτη,1995
Η εξαφάνιση-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Μπαλκόνια με τ’ απλωμένα φθινόπωρα στα σχοινιά
την ξέπλεκη γεωμετρία των καστανών μαλλιών
στο αναλόγιο του μεσημεριού προσηλωμένη.
Μπαλκόνια χώροι υποδοχής των άστεγων ποιημάτων
γιατί τελειώνει η ζωή αν κηδευτεί
κι η τελευταία αυταπάτη.
Μπαλκόνια προκυμαίες
για να σαλπάρουν το ξημέρωμα τα όνειρα
βράδια πολλά κρυφά σάς παραμόνευα
και σκάλες να κατεβάζετε σας είδα
ν’ ανέβει η λύπη να στεγνώσει τα λόγια τη
ν’ ανθίσουν όλα τα άοσμα κι οι γλάστρες
να βλαστήσουνε
μικρούς φακούς αναμμένους στα χρόνια που έρχονται
και στα άλλα – που έχασαν στο δρόμο κουτσαίνοντας
μέσα στου δωματίου την ομίχλη
μ’ ένα δισύλλαβο όνομα στο στόμα
την πρωινή μου προσευχή αντικαθιστώντας.
Μπαλκόνια μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες της εισβολής
των μελανών αρπακτικών πουλιών
γιατί δεν καταγγείλατε ποτέ
τόσων ανέμελων παιδιών την εξαφάνιση;
Πηγή:«Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2004
Κακόφημη συνοικία-ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κάθε λίγο και λιγάκι βγαίνει στο μπαλκόνι της και τινάζει, όλο τινάζει, πότε ένα σελτεδάκι, πότε μια μικρή κουρελού, πότε ένα τραπεζομάντιλο. Της είπαν ότι κάτω από το σπίτι τους συχνάζουν πρόστυχες και ανώμαλοι, κι από τότε την τρώει η περιέργεια. Και δώσ’ του και τινάζει, ρίχνοντας κι από καμιά ματιά. Μα, τι παράξενο, ποτέ της δεν κατάφερε ν’ αντιληφθεί τίποτε. Πολλά φορτηγά σταματούν για λίγο, οι φορτηγατζήδες ελέγχουν τα λάστιχα, παίρνουν νερό από τη βρύση και τα λένε λιγάκι μεταξύ τους. Συχνά περνούν ζευγαράκια, μεθυσμένοι, νεαροί με τα μοτοποδήλατα. Μερικοί τύποι κοντοστέκονται και μετά χάνονται στο βάθος της αλάνας, σε κάποιο ημιυπαίθριο μηχανουργείο∙ εκεί, λένε, είναι τα Σόδομα και τα Γόμορρα – μα δε φαίνεται τίποτε, ούτε καβγάδες ακούγονται, ούτε προστυχόλογα. Ή μήπως όλα αυτά γίνονται μετά τα μεσάνυχτα, και γι’ αυτό δεν παίρνει χαμπάρι; Πάντως, κάτι συμβαίνει, κάτι πολύ σοβαρό. Η επάνω οικογένεια έφυγε, γιατί είχαν, λέει, παιδιά και δε μπορούσαν να ζουν σε τέτοιο περιβάλλον. Ο απόστρατος του τρίτου πατώματος φωνάζει κάθε λίγο το 100. Ο ιερεύς που μένει στο ρετιρέ έγραψε στις εφημερίδες διά τον βούρκον της ακολασίας και καλεί τους αρμοδίους να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα. Ο δήμος, βέβαια, έβαλε κάτι φανάρια, μα κι αυτά όλο σβήνουν. Κι αυτή, δώσ’ του και βγαίνει κάθε λίγο στο μπαλκόνι, τα χέρια της πιαστήκανε απ’ το πολύ να τινάζει, ούτε ένα μόριο σκόνης δεν έμεινε πια στις κουρελούδες της – μα η κακόφημη συνοικία εξακολουθεί να κρατάει κρυφά τα μυστικά της.
Πηγή: "Πεζά ποιήματα", Εκδόσεις Ιανός,2004
Χωρίς προοπτική-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Σα μοντέρνα ζωγραφική
εμφανίστηκες στη ζωή μου.
Με σουρεαλιστικές κινήσεις σχεδίασες
ακατάληπτης μαγείας τοπία.
Κουκλόσπιτα ονείρου
κρεμασμένα στ’ ουρανού την ασάφεια.
Μπαλκόνια φιλιών
χωρίς κιγκλιδώματα δισταγμού.
Τροπικά δάση υποσχέσεων
με απλωμένες τις ρίζες τους
σε θάλασσες ευπιστίας.
Υδροροές θαυμασμού
να εκβάλουν
σε λίμνες συγκίνησης.
Βάρκες φορτωμένες με χάδια
σαν καλή ψαριά της ψυχής.
Πύργους μιας κοιμωμένης απόφασης
που προσμένει του δυναμισμού το φιλί.
Όσο για τις πόρτες της διαίσθησης
αυτές τις ζωγράφισες
ερμητικά αμπαρωμένες.
Γι’ αυτό δεν πρόσεξα ίσως
πως το σχέδιο τούτου του έρωτα
δεν είχε διόλου προοπτική.
Πηγή:«Εκκωφαντική σιωπή», εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2004
Οδικοί φθόγγοι-ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΌΣ
Ίδιοι δρόμοι αντηχούν τα βήματά του.
Τα ίδια ραδιόφωνα από μπαλκόνια ξένα
παίζουν κομμάτια ποτισμένα σε μια τύρβη πικρή
εξαντλημένα παραρτήματα οι τοίχοι ψιθυρίζουν
πριν τη βροχή για ουρανός ένας καμβάς βραχνός.
Μπορεί να ήταν μουσική ντυμένη το κορμί σου,
μπορεί το γέλιο παλιού φίλου
αχνό, στη δίνη της λησμονιάς
ίσως η νύχτια ψυχή να κροτάλισε
τα δεσμά της ελπίδας προς κάποια ευφρόσυνη εκδοχή.
"Κι αν κούρδισμα νοερό κι αν σύνθεση παραζάλης,
σε ποια γλώσσα να πω:
Θα περπατήσω άραγε στη μυστική σου ατραπό;
Ποιος ξέρει αν θα τραγουδήσω
τον άγνωστο σου απρόσμενο, χαροποιό Σκοπό;"
Πηγή: «Εγχειρίδιο αμηχανίας»,Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2004
Ζούρτσα-ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ
Προσπερνώντας τὸν τσιμεντένιο σκελετὸ
ποὺ τὰ πλατύχωρα μπαλκόνια του
θὰ ζήλευε ὁποιαδήποτε πολυκατοικία τῆς Μεσογείων
φτάνω ἐπὶ τέλους στὴν Τρανὴ τὴ Βρύση
ποὺ δὲν εἶναι βρύση πιά.
Ὡστόσο στέκει ἀκόμη ὄρθια ἡ ἐκκλησία τῆς Ὑπαπαντῆς•
σπρώχνω τὴν πόρτα
καὶ ξαφνικὰ ἕνα βίαιο ἀπελπισμένο φτεροκόπημα
κάποιος φυλακισμένος μποῦφος κύριος οἶδε πῶς
σπαθίζει τὸ κενὸ σκουντουφλώντας στὰ ψηλὰ παράθυρα.
Δὲν ἀντέχει τὸ φῶς τὸ φοβισμένο νυχτοπούλι
γυρεύει τὸ ἀγαπημένο του σκοτάδι
θέλει νὰ τρέξει κάπου νὰ κρυφτεῖ
μὰ δὲν διακρίνει τὴν διάπλατη πόρτα
οὔτε μπορῶ ἀλλιῶς νὰ τὸ συντρέξω.
Φτωχὸς σ’ ἐπινοήσεις ἐγκαταλείπω τὴν προσπάθεια
καὶ ξαναζυγώνω στὴ φρυγμένη τρανὴ Βρύση
καταλαβαίνω πιά, ἐγὼ εἶμαι ὁ μποῦφος
τὸ φοβισμένο νυχτοπούλι θὰ ξαναβρεῖ κάποια στιγμὴ
τὸ ἀγαπημένο του σκοτάδι
θὰ συμφιλιωθεῖ πάλι μαζί του
μὰ ἐγὼ ποτὲ
ὅσο κι ἂν τὸ παλιὸ ρολόι τοῦ Ἅγιου Νικόλα
χτυπάει μιὰ καὶ δυὸ μεσάνυχτα.
Πηγή:[Ενότητα: Η μαγεία και το πάθος των φιλοφρονήσεων}, «Ανιπτόποδες και σφενδονήτες»,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2005
Η οικογένειά μου-ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ
Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο
και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,
αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,
κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων
τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα
ή του ανοιχτού παράθυρου
στη μέση μιας ερήμου.
Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.
Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα
με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,
σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος
και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,
που πάντα έμπαινα στον πειρασμό
να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.
Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,
στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,
έτρωγα κέικ από μοναξιά,
σ’ ένα ετοιμόρροπο, καθόμουνα μπαλκόνι.
Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,
ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,
ο αδελφός μου παντρεύτηκε τη Νύχτα
και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.
Κι από όλη την οικογένειά μου,
απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές
να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.
Πηγή: « Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια»,Νέα Πορεία, 2006
Σκόρπιες σκιές-ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ
Σκόρπιες σκιές στις κρεμασμένες σου κουβέρτες,
στο μπαλκόνι,
σκέπαζαν και ψες τα όνειρά σου.
Σκόρπιες σκιές γαντζωμένες αιωρούνται,
ξεφτίζουν
πάνω απ’ τα κεφάλια των περαστικών,
μαύρα σύννεφα που απειλούν
να πλημμυρίσουν τη μέρα με φαντάσματα.
Μαύροι εφιάλτες, καπνός κι αιθάλη
πάνω απ’ το λιμάνι-
απ’ τα μπαλκόνια της πόλης,
απ’ τις κρεμασμένες κουβέρτες δραπετεύουν.
Τα όνειρα των λιμανιών μαυρίζουνε
τους ουρανούς
σαν ξεπετάγονται από βασανισμένη
ξαγρύπνια
γνοιασμένου ανέργου κι απλήρωτης
πόρνης.
Είδα, ψες, εκείνο τ’ όνειρο που τριγύριζε
στο δρόμο για ώρες,
τ’ όνειρο του κουρασμένου στρατοκόπου.
Σκόρπιες σκιές στις κρεμασμένες κουβέρτες,
στο μπαλκόνι,
νοτίζουνε στην υγρασία,
τυλίγονται μες στην ομίχλη,
ακροβατούν στην πνευμονία του χαμάλη,
στο χαμένο γάντι που παράπεσε στων τραβεστί
τα στέκια.
Σκόρπιες σκιές στις κρεμασμένες σου κουβέρτες,
στο μπαλκόνι,
βρίσκονται και ζευγαρώνουν
με τις σκιές του γείτονα του πάνω ορόφου
κι όλο τιναζεις και ξανεμίζεις
ξεθυμασμένες ανάσες οργασμού.
Πηγή: «Νυχτερινές επιπλοκές»,Εκδόσεις Ερωδιός,2008
Η κουρτίνα-ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ
[II]
αφιερωμένο στη Μαρίνα Κ.
Και πίσω από την κουρτίνα
ένα μπαλκόνι με θέα ένα άλλο μπαλκόνι
μία άλλη κουρτίνα
και μία πόρτα αντικριστά.
Η ερημιά οριοθετήθηκε∙
ντυμένη στα στολίδια της
κρύβει το χαμόγελο στη φωτογραφία,
το δάκρυ στο μαξιλάρι∙
ανταλλάσσει την υπόστασή της
με ό,τι προσφέρει η οθόνη.
Και πίσω από την κουρτίνα
ένα μπαλκόνι με θέα ένα άλλο μπαλκόνι
μία άλλη κουρτίνα
κι ο ήλιος μια ουτοπία.
Πηγή:" Ηδύλη-ακά τοπία;",Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2008
Βαρδάρης-ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΤΟΥ
Τα δέντρα αγωνίζονταν
να φτάσουν στο πιο ψηλό μπαλκόνι
Μία γυναίκα γυμνώθηκε αντίκρυ
ρίχνοντας τα ρούχα με αργές κινήσεις
Ολόγυμνη έμεινε ακίνητη
για λίγο κοιτάζοντας μακριά
Με υψωμένα χέρια
νύμφη του δάσους που χάθηκε
Κάποιον σα να προκαλούσε
Άγριος αέρας χυμούσε
όλη νύχτα σε κείνο το μπαλκόνι
έσπαγε κλαριά ξερίζωνε δέντρα
Ούρλιαζε εκλιπαρούσε
κατέστρεφε
Ηλεκτρικά πριόνια το πρωί
έκοψαν κλαριά και δέντρα
και εκείνη την ψηλή λεύκα
που έφτανε μέχρι το μικρό μπαλκόνι
της γυναίκας
που δεν ξαναείδαμε ποτέ
Πηγή:«Αβλαβής διέλευση», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2009
Γυναίκα μόνη μπροστά στη θάλασσα-ΘΑΝΑΣΗΣ Ε. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ήλιος τη βρίσκει στο μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα την απέραντη θάλασσα
Όταν παίρνει να τρεμίζει το φως κατεβαίνει στο κύμα βρέχει τη μοναξιά της κι ανέρχεται
Μπαίνει ολόκληρη στον καθρέφτη κι επιστρέφει μισή
Ύστερα βγαίνει στο μπαλκόνι και ξαναπαίζει το άγαλμα
Κόπωση θέας και γλαρώνει
Σε μπαμπάκι χιόνι πέφτει και βλέπει μια γυναίκα σ’ ένα μπαλκόνι να κοιτάζει πέρα την απέραντη θάλασσα
Συνέρχεται κι είναι ακόμα εκεί
Ώσπου ο ήλιος σβήνει στο νερό και μια νύχτα τυφλή φράζει το βλέμμα
Στύβει τότε τα μάτια της κι ένα δάκρυ ζεστό την κάνει λιώμα
Πηγή: «Μικρές ανάσες», Μελάνι,2010
Μια βραδιά ποίησης-ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Σε σχολική γιορτή μαθήτρια μεγαλύτερη
απάγγειλε το τραγούδι του νεκρού αδερφού.
Nα πω τολμηρά άστραψε φως
και είδα την ψυχή μου;
Το βράδυ στο μπαλκόνι μας
την ώρα που η μάννα μου ξέχναγε σιγά σιγά
την κούραση της μέρας,
πήρα να της διηγηθώ της ιστορίας τα καθέκαστα.
H μάνα για λίγο μ’ άφησε.
-Το είπα και εγώ το πήμα αυτό στην Τετάρτη τάξη.
Στην Πέμπτη μας βρήκε ο πόλεμος
και δε με ξαναστείλανε σχολείο.
Έλα, μου λέει, να στο πω κι εγώ για να το μάθεις.
Κι εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι μας εκείνη τη γλυκιά βραδιά
αρχές καλοκαιριού κάτω απ’ τ’ αστέρια
με λίγα φώτα αχνά μπροστά μας από τα σπίτια του χωριού
και γύρω μας καλαμωτά με τρυφερά μουρόφυλλα
και τους μεταξοσκώληκες να θρέφονται
και να θροΐζουν νύχτα μέρα
η μάννα μου απάγγειλε το τραγούδι του νεκρού αδερφού.
Και όταν αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο
έπεσαν στάλες τα δάκρυα από τα μάτια της
για τη μάννα και την Αρετή
και τη δική της μάνα
που τελευταία φορά τη φίλησε έξι χρονών.
Αργότερα στο Γυμνάσιο
δεν μαθαίναμε πια απέξω τα ποιήματα
-άν έχει κανείς άλλο μ’ αυτά να κάνει.
Σχεδόν σε κάθε στίχο, στην ερώτηση
τί εννοεί εδώ ο ποιητής,
ολονών οι γνώμες υψώνονταν
σαν χαρταετοί στον ουρανό της Καθαρής Δευτέρας.
Στις μέρες μας όμως συχνά δεν ξέρω
τί εννοεί ο ποιητής.
Λες κι έπαψαν οι πιο πολλοί να μιλούν ανθρωπινή ομιλία
αυτήν, που, αφήνοντας μελωδικό κελάηδημα
μιλήσαν ως και τα πουλιά
στο γυρισμό της Αρετής με τον αποθαμένο.
Όσο για τις βραδιές ποίησης
στην πιο ατμοσφαιρική αίθουσα να βρεθώ
και στην ευλογημένη περίπτωση
που νιώθω τι λέει ο ποιητής
δεν μπορώ παρά να νοσταλγώ εκείνη τη βραδιά
στο αστροφώτιστο μπαλκόνι μας.
Τότε, ο καλπασμός του Κωσταντή
σκέπασε το θρόισμα του μεταξοσκώληκα
πάνω στα φρέσκα φύλλα.
Δε θέλω να καταλαβαίνουν την ποίηση
μόνο οι ειδικοί.
Δεν πιστεύουν στο Θεό
μονάχα οι θεολόγοι.
Πηγή: «Ποιητών και Αγίων Πάντων»,Μεταίχμιο, 2013
8-ΠΕΤΡΟΣ ΣΚΥΘΙΩΤΗΣ
Μετά από δεκαεφτά πλύσεις εγκέφαλου
κρεμάστηκε στα σύρματα του τρίτου ορόφου
δίπλα στη μπουγάδα της γυναίκας του
μόλις στέγνωσε
καθαρός πια απ’ όλα τα μικρόβια
επέστρεψε στο μπαλκόνι να διαβάσει την
ατσαλάκωτη εφημερίδα
η γυναίκα αμίλητη και χωρίς πολλά πολλά
σιδέρωσε κι ετοίμασε τα δυο σκοτωμένα
παιδιά
για το δείπνο
Πηγή:"Συνθήκη ισορροπίας", Εκδόσεις Θράκα, 2014
Ο κύριος Παναγιώτης-ΘΑΝΑΣΗΣ Ε. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Μια εβδομάδα μετά την εκδημία της κυρα-Κατίνας οι καρέκλες
στο μπαλκόνι είναι ακόμα δύο
Κάθεται μόνος νησάκι στη λύπη πουλιά τα χρόνια και πέρασαν
πέρασε κι η γυναίκα του σαν χελιδόνα μόνη του συντροφιά η
μνήμη η μνήμη που επανέρχεται όπως τα φώτα στο ταβάνι
από διερχόμενα αυτοκίνητα
Κάθεται στο μπαλκόνι φίκος μονάχος με σταυρωμένα τα
κλώνια κοιτάζει τα γύρω μπαλκόνια κοιτάζει τον ακάλυπτο κι
όταν πέφτει κανένα σύννεφο κατέρχεται σπάζει σιωπές με
μικρές τρικυμίες και ήσυχος πως έκανε το χρέος του
ξαναγυρίζει στον ουρανό του.
Πηγή: «Χαμηλά ποτάμια»,Μελάνι,2015
Σκόνη-ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
Ξόδεψε χρόνια ολόκληρα
τινάζοντας απ’ το μπαλκόνι χαλιά, κουβέρτες, αναμνήσεις.
Και από κάτω παιδάκι η ίδια να μαζεύει τ’ άνθη
της νύφης που ονειρεύτηκε να γίνει.
Τότε που ακόμα δεν το ήξερε
πως μια ζωή θα πάλευε με ήττες και με σκόνη
με αναμνήσεις και με όνειρα
που σκοτωμένα ένα ένα θα 'ριχνε απ’ το μπαλκόνι.
Πηγή: «Πρωσικό Μπλε»,Εκδόσεις των Φίλων,2016
Σαν αποδημητικά πουλιά-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ηλίας Λάγιος
-ποιητής-
γνωστός και ως
Αλέξης -Ο- Φωκάς
επέταξεν
ένα πρωί
μπορεί απόγευμα
ίσως και βράδυ
απ’ το μπαλκόνι
του σπιτιού του
κι αποδήμησε
-σαν χελιδόνι-
και έκτοτε αγνοείται
και τον ψάχνουν
Γι’ αυτό κι εγώ
αγόρασα καρφιά
και κάρφωσα
τα χέρια μου
στον τοίχο
Έτσι,
για παν ενδεχόμενο
Πηγή:"Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη", Εκδόσεις Οδός Πανός, 2018
Διαπιστώσεις-ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν έχω την ψυχική δύναμη του Ηλία Πετρόπουλου
ούτε την αντρειοσύνη του Κολοκοτρώνη
Μονάχα κάθε βράδυ απολαμβάνω
το τσιγάρο και την μπύρα μου
στο μπαλκόνι του σπιτιού μου
Μάλιστα κάποιες φορές
-συνήθως φυσάει ένα δροσερό αεράκι-
Πιάνω τον εαυτό μου να κοιτά με αγάπη
τα κάγκελα στο μπαλκόνι
Πηγή:"Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη, Εκδόσεις Οδός Πανός", 2018
Πρόποση-ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΖΑΡΔΟΥΚΑ
Ή κάτι καλύτερο θα είναι η ζωή
Ένα ποτήρι δροσερό κερασμένο στο μπαλκόνι
Των καθημερινών ηρώων
Αυτών που, ζώντας για χρόνια πλάι σε ένα – αντί-
Πόθησαν να περάσουν τα σκιερά περιθώρια
Ν’ ανηφορίσουν σκάλες και στίχους λυρικής ποίησης
Έπη και παιάνες και εξάμετρους δακτυλικούς
Για να νικήσουν τις Λερναίες Ύδρες της ζωής τους
Βγήκαν απ’ τις γκροτέσκες κάμαρες του μυαλού
Σταμάτησαν να πουλάνε χλιαρό το νερό των ονείρων
Και αναμετρήθηκαν με τη μάχη των μαχών τους
Νικητές
Στεφανωμένοι με το πιο ταπεινό κλαδί
Ανεβασμένοι ένα απόγευμα στο βάθρο
Του τόσο δα μπαλκονιού τους
Σηκώνω και γω το ποτήρι μου
Για όλους εσάς που από καιρό
Η ώρα των ανδραγαθημάτων σας
Δείχνει τον πιο μακρινό της δρόμο
Και σεις ακόμα πιο χαμογελαστοί
Φοράτε τα κυριακάτικα ρούχα σας
Για να κηδέψετε τη χθόνια θλίψη
Πηγή:" Αιωρείν", εκδόσεις Θράκα, 2019
Η λάμπα-ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΦΙΛΑΚΟΥ
"Είμαι γριά τυφλή απ' το ένα μάτι",
μου φώναξε από το απέναντι μπαλκόνι
"κι ούτε τ' αυτιά μου με βοηθάνε.
Καλημέρα".
Κι ύστερα, κάθε ένα βράδυ,
το φως του μπαλκονιού ανάβει, αργά.
Έτσι συμβαίνει
στο έρεβος του κρεβατιού μου εγώ
χαζολογώντας
νερά ν' ακούω από μακριά,
βαθιά σαν νύχτα,
να σκίζονται από ένα σίγουρο καράβι.
Νερά που αφρίζουνε στο γλυκερό
έρημο βράδυ, και λέω η λάμπα της
θα φταίει που μαζεύονται
πίσω από το κλειστό μου τζάμι.
Πάλι μετά, ώρα προτού χαράξει,
σηκώνεται ανελλιπώς και μου τη σβήνει.
Κι ο ήχος σταματάει κι αυτός.
Πηγή:trenopoiisis.blogspot.com
Κομφούζιο-ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
Ξεκίνησε η μέρα δίχως ήλιο..
δίχως μυρωδιές.
Στ’ απέναντι μπαλκόνια
τα παράθυρα κλειστά.
Και `γώ να ψάχνω μ’ αγωνία,
για ένα λουλούδι ανθισμένο,
για μια πρασινάδα...
Μα πουθενά.. ούτε ένα χελιδόνι,
ούτε ένας ήχος...
Όλα νεκρά.
Κλίνω τα μάτια, κι ονειρεύομαι
τις αδύναμες σχισμές των βράχων,
τις φριχτές παραμορφώσεις του ορίζοντα.
Ανοίγω μια οπή βαθιά στο σύμπαν,
και τρέχω στα ανήλιαγα δρομάκια.
Επικοινωνώ με το υπερπέραν,
το με τόσες βέβηλες πράξεις
των ανθρώπων βεβαρημένο.
Θα δοκιμάσω να εκπορθήσω
τα δύσκολα κάστρα του παραδείσου..
Πηγή: https://douridasliterature.com
Το μέτρημα-ΣΟΦΙΑ ΠΙΠΕΡΟΥ
Μπαλκόνι,
Οδός Αντιφίλου αριθμός το δώδεκα
Και επάνου το φεγγάρι σε συμμετρία με μένα
Δεν έχει αριθμούς
Πόσο ελεύθερο να νιώθει χωρίς τη μαθηματική παραπλάνηση ότι ανήκει κάπου
Χωρίς συνείδηση δε ξέρει ότι μόνο αυτό ελπίζει να βρει παρηγοριά στο κενό που έχει γύρω του
Δε ξέρει να μετρά ίσως παραπάνω από το ένα
Αλλά και αυτό φορές το αγνοεί
Ή το ξεχνά μπροστά στον κόπο να γεννήσει την ημέρα
Να φωτίσει το ένα μισό της γης και το άλλο να το φυλακίσει σε ένα ακατάστατο δωμάτιο
Με όλα τα θνητά αντικείμενα τριγύρω
Αυτά όλα που μας θέλουν ντυμένους
Και συ με το ένδυμα φτηνό γιατί την πόρτα μου χτυπάς σε συγκεκριμένο δρόμο
Αυτά δεν είναι του φεγγαριού καμώματα
Και γω πόσο θέλω να ξεχάσω το μέτρημα και να γεννήσω με κόπο την ημέρα
Νεφέλη, Αθήνα 23-10-12
Πηγή: http://www.ideostato.gr
Θλίψη-ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΛΑΒΑΣ
Η θλίψη μου βουτάει από το μπαλκόνι,
πέφτει κάτω – μπαίνει στη γη,
βγαίνει από αυτή.
Η θλίψη μου βουτάει από το μπαλκόνι,
παρανομεί – δεν αντέχει τον εαυτό της,
κάνει την νύχτα μέρα.
Η θλίψη μου βουτάει από το μπαλκόνι,
σπάει την καρδία της χίλια κομμάτια χειμάρρων μεγάλων,
ρίχνει τα αστέρια κάτω – κλέβει το φως τους –
αντέχει,
δίνει αέρα και ζει,
ανασαίνει και ζει.
Πηγή: stixoi/info
Κυρία σε μπαλκόνι-ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ
Ξαφνικά, τυλιγμένη στον άνεμο, βγήκε
φωτεινή μες στο φως, σάμπως
ανάγλυφη, ενώ η κάμαρα, τώρα ως λαξευμένη
γιόμισε πίσω της την πόρτα
τη σκοτεινή, όπως βάθος δακτυλιολίθου
που πετά ανταύγειες το διάγραμμά του∙
κι όχι, δεν είχε βραδιάσει, λες, πριν βγει έξω
για ν’ αφήσει, πάνω στα κάγκελα, ακόμη
κάτι απ’ τον εαυτό της, το άγγιγμα μονάχα
των χεριών της, αλαφρώτερη ακόμη για να γίνει
και, σαν σπρωγμένη απ’ όλα, να πετάξει
απ’ τις σειρές των σπιτιών κατά τα ουράνια.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Πηγή:" Άρη Δικταίου, Εκλογή από το ποιητικό έργο του Rainer Maria Rilke", Αθήνα, Κάδμος, 1957
Το μπαλκόνι-ΣΑΡΛ ΠΙΕΡ ΜΠΟΝΤΛΕΡ
Μάνα των αναμνήσεων, καλή μες στις καλές μου,
Ω εσύ, όλη μου η χαρά! όλη μου η έγνοια εσύ!
Θα τη θυμάσαι των βαθιών χαδιών την τρυφεράδα,
Τη γλύκα της φωτιάς, την αποβραδινή ομορφάδα,
Μάνα των αναμνήσεων, καλή μες στις καλές!
Τα βράδια από τη δυνατή τη θράκα φωτισμένα,
Τα βράδια από τους ρόδινους καπνούς τ'αχνοντυμένα΄
Γλυκιά που μου ήτανε η καρδιά σου, ο κόρφος σου απαλός!
Πολλές φορές αθάνατα λόγια έχουμε ειπωμένα,
Τα βράδια από τη δυνατή ανθρακιά τα φωτισμένα.
Ω τι ωραίος που τα ζεστά τ' απόβραδα είναι ο ήλιος!
Πόσο βαθύ το διάστημα, τι δυνατή η καρδιά!
Γέρνοντας, ω ποθοκρατόρισσά μου, προς εσένα,
Του αιμάτου σου έλεγα πως αναπνέω την ευωδιά.
Ω τι ωραίος που τα ζεστά τ' απόβραδα είναι ο ήλιος!
Η νύχτα όλο και γίνονταν σα φράχτης σκοτεινή,
Και μες στα θάμπη εμάντευε η ματιά μου τη ματιά σου,
Κι έπινα την ανάσα σου, ω φαρμάκια, ω γλυκασμοί!
Ενώ τα πόδια εκοίμιζες στα στοργικά μου χέρια,
Η νύχτα όλο και γίνονταν σα φράχτης σκοτεινή.
Ξέρω την τέχνη τις γλυκές στιγμές ν'αναπολώ,
Και τα παλιά μου ξαναζώ γερτός στα γόνατά σου.
Τι, αλλού απ' την τρυφερή καρδιά σου, απ' τ'απαλό
Κορμί σου, να ζητώ γιατί τα λαγγερά σου κάλλη;
Ξέρω την τέχνη τις γλυκές στιγμές ν'αναπολώ!
Οι όρκοι, τα μύρα αυτά, αυτά τ'ατέλειωτα φιλιά,
Από μιάν άβυσσο κανείς που δε θα τη μετρήσει,
Θ΄ανέβουν τάχα, όπως αφού λουστούν στους ωκεανούς,
Ξανανιωμένοι απ'τους βυθούς τους οι ήλιοι ανεβαίνουν;
-Ω όρκοι! ω μύρα! ω ατέλειωτα φιλιά!
Μετάφραση: Κλέων Β.Παράσχος
Πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως,Εκδόσεις Παρουσία,1999
Αποχαιρετισμός-ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
Αν θα πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό.
Το παιδί τρώει πορτοκάλια.
(Το βλέπω απ'το μπαλκόνι μου.)
Ο θεριστής θερίζει τα στάχυα.
(Τον βλέπω απ' το μπαλκόνι μου.)
Αν θα πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό!
Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης
Πηγή: Ποιήματα,Εκδόσεις Κοροντζής,2006
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου