Ο πανσές στην ποίηση (Ποιήματα)

Ο πανσές στην ποίηση (Ποιήματα)

Σήμερα θα θυμηθούμε τον γόη των λουλουδιών,τον πανσέ μέσα από τα λόγια των ποιητών!

Πανσέδες-ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Άκρα παντού ησυχία– και τηνε περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ’ τη βρύση
κ’ οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίσει.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει
κι’ αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ’ τις άλλες
πότε, στάλα και πότε, θάλασσα– και πάει:
Μια, στάλα και μια, θάλασσας μαβιές αγκάλες,

ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα
και το γειτονικό τ’ αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ’ το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ' ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ’ το λιλά και σ’ άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγονιού φτερά σα να `θελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι όσο τον βλέπω, στο είναι του– να, που μου μοιάζει!
Σα να μ’ ακούει με το είναι του, κι ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζει...

K’ έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμίγει
–κ είναι σα να το μέλλει και να μη το μέλλει–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ’ αξέβαφα μαβιά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι’ αγάλια, με χωρεί κ’ εμένα, ολίγο-ολίγο
στα μάτια του τ’ ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.

Πηγή: stixoi/info

[Στον κήπο] -ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Στον κήπο μού γελούσανε τα ρόδα, οι μενεξέδες
κάτου από πέπλους μού έστελναν δροσοχαιρετισμούς.
Και πέρασα. Οι αμύριστοι στοχαστικοί πανσέδες
με κοίταζαν, ασάλευτοι. Και στάθηκα σ’ αυτούς.

Πηγή: Στοχασμοί της χαραυγής,Στίχοι σε γνωστό ήχο,Η ασάλευτη ζωή

Το ερωτικό (απόσπασμα)-ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Ι.
Χαρὲς τοῦ κόσμου ἐτούτου καὶ πίκρες της ψυχῆς,
Λουλούδια τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀπαντοχῆς,
Ἀγκάθια, ποὺ κρυμμένα πληγώνετε βαθειά,
Τὴ μία φορὰ τὸ νοῦ μας, τὴν ἄλλη τὴν καρδιά.

V.
Πράματ᾿ ἁπλά, κοινά, συνηθισμένα,
Σ᾿ ἔγνοιες συχνὰ μὲ βάζουνε τρελλὲς -
Μὲ ποιοὺς τάχα περνᾷς μακριὰ ἀπὸ μένα,
Τί τάχα συλλογίζεσαι, τί λές;

VII.
Ὄχι ρόδα ἀλλὰ πανσέδες θὰ ποθοῦσα νὰ μοῦ ἀφήσεις,
Ἂν στὸ σπίτι μου ἀνθοφόρα κι ἄλλοτε ξανανεβεῖς,
Λουλουδάκια τῆς ἀγάπης, δῶρα τῆς θλιμμένης φύσης,
Σὰν ἐτοῦτον τῆς καρδιᾶς μου τὸν πανσὲ πού ῾ναι μαβής...

XXII.
Ὁ νοῦς μονάχα νὰ σὲ βλέπει.
Καὶ νὰ σ᾿ ἀποζητᾷ ἡ καρδιά,
Κ᾿ ἐσὺ νὰ λὲς πὼς ἔτσι πρέπει,
Χώρια νὰ ζοῦμε καὶ μακριά...

XXXI.
Μοῦ στένεψε ὁ ὁρίζοντάς μου
Πνίγεται μέσα μου ἡ χαρά,
Βλέπω τινάζει ὁ ἔρωτάς μου
Τὰ μουδιασμένα του φτερά...

XLII.
Ὅταν νυχτώνει τί μαύρη λύπη
Πέφτει στὴν ἔρμη μου μέσα καρδιά!
Ὅ,τι ἔχω μπρός μου κι ὅ,τι μοῦ λείπει,
Πάω νὰ τ᾿ ἀγγίξω κ᾿ εἶναι μακριά...
πηγή

Πηγή: http://users.uoa.gr/

Το σχολείον-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Α΄
Κορίτσια και παιδιά μαζί μας είχαν στο σχολείο·
συχνά, κεφάλια δίδυμα, στο ίδιο το βιβλίο
ένας μικρός και μια μικρή εσκύβαν πλάγι πλάγι,
στην πλάκα εζωγράφιζαν καράβια και πελάγη,
εδώ κι εκεί αράδιαζαν ψαράκια και γοργόνες,
και κάποτε χεροπιαστές τις ίδιες των εικόνες,
που ήταν, τυφλή στη χάρη της, η ίδια η ευτυχία.
Μαθαίναμε τα γράμματα με τόση προθυμία!
Το γιατρικό που δύσκολα κάθε παιδί το πίνει
σα ζάχαρη το γλύκαινε η συντροφιά εκείνη
από μικρούλες πεταχτές και αηδονολαλούσες,
και, βέργα του δασκάλου μας, λιγότερο πονούσες.
Μία χαρά η γνωριμιά και η ζωή μας ήτον·
επαίρναν απ’ την τρέλα μας, κι εμείς απ’ τη ντροπήν των,
και πριν μας δέσ’ η μάγισσα η αγάπη στον καημό της
μας σκέπαζε, σαν άγγελος λευκός, η αθωότης.
Δε λησμονούντ’ οι γελαστές κι ολόγλυκες ημέρες
τ’ αμύριστ’ άνθ’, οι άφτερες ακόμα περιστέρες,
τα ξέπλεγα κοντά μαλλιά, τ’ απλά φορεματάκια,
τα νάζια, τα καμώματα, κι η πονηριά κι η κάκια,
τα χείλη που γελούσανε, τα μάτια που εκλαίγαν,
τα γέλια που δεν πλήγωναν, τα δάκρυα που δεν καίγαν.
Τώρα που πέρασε ο καιρός, εγώ που τίποτ’ άλλο
δεν ξέρω ακόμα μέσα μου για να με πουν μεγάλο
παρά καρδιά για ν’ αγαπά και νιώθει το φαρμάκι,
κι είμαι το ίδιο του σχολειού παντοτινά παιδάκι,
τις βλέπω τις μικρούλες μου μεγάλες και κυρίες,
άλλες αφράτες κι έμορφες, άλλες χλωμές και κρύες·
αυτές στα πλούτη θρέφονται, κι εκείνες τρώγ’ η φτώχεια,
άλλες χαθήκαν σ’ έρωτος κι άλλες σε χάρου βρόχια.
Σε πόσες είμαι άγνωστος, πόσες μού είναι ξένες,
πόσες ακόμη ανύπαντρες μαραίνοντ’ οι καημένες,
και πόσες λουλουδίζουνε, αγγελουδιών μητέρες!
Δε λησμονιέστε, γελαστές κι ολόγλυκες ημέρες!

Απ’ τα κορίτσια μια ξανθή κι εμέν’ από τ’ αγόρια,
μας είχαν πρώτους στο σχολειό κι ήμαστ’ απ’ όλους χώρια.
Μια προκοπή μάς έδενε και μία φρονιμάδα,
έμορφο ταίρι, μα καθείς μ’ αλλιώτικη εμορφάδα·
σε κεντισμένες τραχηλιές και ζώνες μεταξένιες
φανέρωνε της μάνας της τον πόνο και τις έννοιες,
γιατ’ ήτανε μονάκριβη· λευκή μες στα λευκά της,
περήφανη απ’ το χάιδεμα, με τα χρυσά μαλλιά της
που έπεφταν στο μέτωπο στριφτά, σα δαχτυλίδια.
Κι εγώ χλωμός μ’ ολόμαυρα μάτια, μαλλιά και φρύδια,
με μαύρη ορφάνιας φορεσιά και με ταπεινοσύνη,
ήμουν σκοταδερός πανσές και λεμονάνθη εκείνη.
Κι επρόβαλαν της υστερνής χρονιάς οι εξετάσεις.
— Σαν έστελνες μηνύματα κι ήσουν κοντά να φθάσεις,
σ’ εβλέπαμε στα όνειρα να μας σκορπάς, ημέρα,
σαν πάσχα τ’ αναγάλλιασμα, σα σκιάχτρο τη φοβέρα.
Αμίλητη εσίμωνες με σύννεφα κι ακτίνες,
γεμάτη άγρια πρόσωπα και πράσινες μυρσίνες
κι ένα σωρό πολύτιμα βραβεία στην αράδα
για να τα πάρ’ η προκοπή μαζί κι η φρονιμάδα.
Όμως το πλέον ακριβό κι ονειρευτό βραβείο
ήταν βαρύ, ζωγραφιστό κι ολόχρυσο βιβλίο
οπού τα χέρια το ’διναν του ίδιου του Δεσπότη
ξεχωριστά κάθε χρονιά στον πρώτον, ή στην πρώτη.
Απ’ όλους δυο τ’ αξίζανε μονάχα· εγώ κι εκείνη.
το ήξευραν κι επρόσμεναν να ιδούνε τί θα γίνει
τ’ άλλα παιδάκια κι έλεγαν: «Ποιός τάχ’ από τους δύο
θα πάρει το ζωγραφιστό, ολόχρυσο βραβείο!»
Θυμούμαι τη λαχταριστήν ημέρα μας· τους τοίχους
γεμάτους χάρτες, ζωγραφιές, και γνωμικά και στίχους.
Και δάφνες και μυρτιές παντού ριγμένες άνω κάτου,
το λόγο του δασκάλου μας με τα ελληνικά του,
και των μητέρων τις ματιές και των παιδιών την έννοια
και το Δεσπότη σοβαρό με τ’ άσπρα του τα γένια
με το βραβείο το χρυσό να με βραβεύει εμένα,
και να το παίρνω τρέμοντας με μάγουλ’ αναμμένα.
Τότε —μου φαίνετ’ η στιγμή αυτή πως είναι τώρα—
εκέρωσε η μονάκριβη μικρούλα η ασπροφόρα,
κι εξέφυγε απ’ τα μάτια της ένα μεγάλο δάκρυ.
Από το πλάι μου γοργά τραβήχθη σε μιαν άκρη,
και κρύβοντας στα χέρια της σφιχτά το πρόσωπό της
πικρόκλαιγε κι επνίγονταν στη ζήλια η αθωότης.
Και όταν ξανασήκωσε σε λίγο το κεφάλι,
και άθελα τα μάτια μας απαντηθήκαν πάλι,
με κοίταξε με μια ματιά — που τώρα μόνο νιώθω:
ματιά από λύπη παιδική κι από καινούριο πόθο,
κάτι διπλό κι αταίριαστο, σαν άστρο αυγής που σβήνει,
σαν αστραπή που χύνεται…
Μες στη ματιά εκείνη
το κοριτσάκι έσβηνε, κι εξύπναε η γυναίκα!

Πηγή: Τα τραγούδια της πατρίδος μου/Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής

Παλιού καιρού μελίσματα-ΜΑΡΙΑ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ

ΙΙ

Απ’ τον καιρό μιας γιαγιάς ανάμνησης
ήρθαν

Γυναίκες που ξοδεύουν στην υπομονή
τα κουρασμένα χέρια τους
πλέκουν δαντέλα στη σιωπή
τη χθεσινή τους πίκρα
με γερακίσιο μάτι σχίζουν
την κακιά στιγμή
κόβουν κάθε κλαδάκι
μαύρης σκέψης απ' τον κήπο
φυτεύουνε με σύνεση πανσέδες
στο παρτέρι της ζωής
και πνίγουν με γαριφαλόλαδο
τη λύπη που πονά στο δόντι

Γυναίκες που ανάβουν λαμπάδα την ελπίδα
στο εικόνισμα του μέλλοντος

ήρθαν.

Πηγή: Ευεξία χρωμάτων, 1998

Μετά τη θύελλα -ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ

Πανσέδες
σε γλάστρα κεραμοπλαστικής
με φόντο τη θάλασσα.
Μετά τη θύελλα ο πίνακας
εκτέθηκε σε μουσείο
ξεριζωμένων.

Πηγή: Το φως όταν μεταφυτεύεται

Ανταπόκριση απ'το μέτωπο- ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΚΑΤΣΙΔΗΜΑ-ΛΑΓΙΟΥ

Στο πεζούλι φυτέψανε
Κάτι μάρμαρα της Άρτεμης
Και δυο πανσέδες
Να 'ρχεται ο ήλιος
Ο ξένος
Ο πατέρας
Να 'ρχεται και κείνος
Σκοτεινός
Ηλιοκαμμένος Νυμφίος
Μ' ένα αγκάθι ασπάλαθου
Στο ένα του χέρι
Και στ' άλλο μέλι
Με μια θάλασσα στο στόμα του
Ως στις Ινδίες
Και ως την Πέλλα
Χωρίς μωρές παρθένες
Σκέτο παρθένες
Της Παλμύρας
Που κάθε νύχτα τον γλεντάνε
Αιώνες τώρα
Και το πρωί σηκώνουν
Τα καλάσνικοφ

Πηγή: Βιογραφικό σημείωμα,2016

Κως, αλήστευτη η ομορφιά τού πεύκου-ΖΩΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ

Εκείνο το βράδυ παραμέρισε όλους τους φόβους
ελεύθερη, χωρίς τη θλίψη τού δειλινού
ώρα που άνθιζε η θάλασσα πανσέδες
κι ο αέρας έπαιζε με τη μυρωδιά τού πεύκου,
μαστίχα η ανάσα όπως την πρώτη φορά,
εκείνο το βράδυ η προδομένη νιότη γύρισε
χωρίς εξήγηση.

Σαν έκλεισαν τα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα
άνοιγε καινούριο ημερολόγιο,
στην άλλη πλευρά τού Αιγαίου
σιωπηλές ματιές κι ύστερα χειρονομίες
φέγγει το άσπρο σου πουκάμισο στη νύχτα.

Δική σου ζωή, επιτέλους,
πρώτα έκλαψες
μετά θυμήθηκες
κι ύστερα γέλασες δυνατά
σαν παιδί που ξαναβρίσκει
στο ξεφτισμένο χρυσόχαρτο
διπλωμένο το χαμένο σημείωμα.

Κιτρινισμένες οι παλιές σελίδες,
γυμνές σιωπές οι λέξεις διεκδικούν αυτό που μένει
χρόνια διπλωμένες οι φτερούγες
στην αθάνατη μελαγχολία υψώθηκαν,
χρόνια ο καθρέφτης φυλάκιζε τα είδωλα
και να που όλα ερμηνεύονται
χωρίς τις ζωές τών άλλων
και χωρίς βαρετές αποσκευές
γυρίζει στον αληθινό κόσμο η αγάπη.

Λογαριάζεις τ'αβάφτιστα νερά
και τα κρίματα
απλώνεις την αδιάβαστη παλάμη στον ήλιο
με τ’ αλάτι στη χούφτα
τα φύκια στα σγουρά σου μαλλιά,
έργα ανθρώπων, ψηλές δίφυλλες πόρτες, παράθυρα
στα παλιά σπίτια τρίζουν οι πέτρες
τα δάχτυλα μυρίζουν γιασεμί
με τεντωμένες τις φλέβες του λαιμού περιμένεις
πριν φύγουν και τούτες οι μέρες άλλη μια φορά.

Φυσά στην αντίπερα ακτή το μαϊστράλι
ίδιο όπως κι εδώ,
κι εσύ, ίδια στην εύνοια τής φύσης
θαρρείς και οι ώρες τρέχουν μόνο στα ρολόγια
σπουδή απογύμνωσης ο κοραλλένιος βυθός.

Στην εξορία τής Μοίρας χωρίς αναστολές,
φιλί αλμύρα
πατρίδα θάλασσα,
όταν θέλεις, ανάβεις το σκοτάδι μ’ ένα βλέμμα
όταν θέλεις, βρίσκεις εισιτήριο νοσταλγίας
όταν θέλεις, πίσω από τις σπασμένες γρίλιες
όλα είναι παράδεισος..

Κως, αλήστευτη η ομορφιά τού πεύκου
και τής φοινικιάς στην προκυμαία
μουσκεύει ο νους στην αλμύρα,
ήπιος ο μεταλλικός φθόγγος μιας άγκυρας
διακόπτει την αναπόληση.
Ύστερα από πόσα κύματα το φιλί
πριν γίνει δάκρυ,
πριν σε καθηλώσει η εικόνα τής πόλης,
πριν εξαντλήσεις την όραση στα ασήμαντα,
ύστερα από πόσα χρόνια
το ταξίδι γίνεται αιτία..

Νιώθεις τη μαγεία,
στο φως που χαμηλώνει τρυφερότερο
κι ύστερα,
αφήνεις τη σκέψη
να ορίσει τη ζωή ως την ψίχα της,
να μετουσιωθεί σε τέχνη, σε φωνή,
σε μια κορδέλα όνειρο χρυσό,
αύριο ο Έρωτας…

Προσκυνώ τον ήλιο, ποιητή,
εκείνον τού μεσημεριού
όταν γητεύει τις αμαρυλλίδες στην άμμο,
εκείνον που κάνει τον ορίζοντα να πλαταίνει,
να φτάνει μέχρι την παλιά Αλικαρνασσό
κι ύστερα ρίχνει κάθετες αχτίνες
τεντωμένα σκοινιά,
πάνω στην ψυχή
και πάνω στις αρχαίες κολώνες
να μετρήσει ο νους απ' την αρχή
μπλε σκούρο, βαθύ,
θαύματα κι όνειρα …
Αύριο, θα σε ξυπνήσει ο ήχος του ρόπτρου
Αύριο, θα με κρατάς απ’ το χέρι,
Αύριο… ο έρωτας θα επιστρέψει στα νησιά.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα 28 Ιουλίου 2019

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Κάθαρση-ΒΙΚΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

Να έρθεις σύντομα μην αργείς.
Θυμάσαι;
Ήταν στο Λούπερκο ή στον Πάνα
που θυσίαζες κάποτε κριάρια;
Οι βοσκοί να προστατεύονται και οι λύκοι.
Να είναι πάντα γόνιμη η δύναμη της γης.
Και με δερμάτινη λουρίδα
ζώου θυσιασμένου
εσύ ήσουν που χτύπησες κάποτε ένα κορίτσι;
Για να έχει κι εκείνο μέσα στα σπλάχνα του γερή γέννα;
Μα σε δωδεκάμηνο χρόνο
αν προστεθεί μια δίσεκτη νύχτα
καλύτερα ας μη φυτευτούν αμπέλια.
Ας μη γίνουν γάμοι.
Δεν αντέχουν οι αγάπες άλλες κακοτυχίες,
ας μην κουτσαίνουν μέσα σε μήνες κουτσούς.
Ας περιμένουν να έρθει η κανονική σειρά των ημερών.
Ας μετρήσουν σωστά την υπομονή τους
και τότε θα λάμψει η εποχή της συνάντησης.
Θ’ ανοίξει ο Διόνυσος καινούριο πιθάρι κρασί
να κεράσει τον Έρωτα.
Θα πάψει η Ήρα να κρεμάει πράσινες ζήλιες στ’ αυτιά
για σκουλαρίκια
κι η Περσεφόνη θα μετανιώσει
που έφαγε μόνο έξι σπυριά από ρόδι.
Γητεμένη από τα πλατιά χέρια του Πλούτωνα,
ξεχασμένη πάνω στο δασύτριχό του στήθος
θα βάλει για καλά στις φλέβες της
το υπόγειο σκότος.
Θ’ απαρνηθεί τα ρόδα και τους πανσέδες.
Τη μυρωδιά της μάνας θα λησμονήσει.
Να έρθεις σύντομα.
Να ραντίσεις με άγιο νερό τους αγρούς
να φυτρώσουν τετράφυλλα τριφύλλια.
Να φύγουν οι κάμπιες απ’ τα σπαρτά.
Κάθε που έρχεσαι
γύρω από τρελό γαϊτανάκι ειλικρίνειας
χορεύουν μασκαρεμένοι οι φόβοι μας.
Σε κυκλικό στεφάνι από συγγνώμες
τα σφάλματά μας ξεδιπλώνονται
μαζί με πολύχρωμες κορδέλες.
Κι η αλαζονεία στροβιλίζεται
στη φορά του ανέμου
ταξιδεύοντας με τις νότες της γιορτής.
Να έρθεις σύντομα, μην αργείς.
Κάθε που έρχεσαι
ένα κορίτσι γεννιέται
μ’ ένα τσαμπί σταφύλι από μαβιά δάκρυα
πάνω στο μάγουλο.

Πηγή: Κρύβομαι Κυνηγώ Κουτσαίνω,Άλφα πι,2021

Για την Άννι- ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

Δόξα σοι ο Θεός! η κρίση –
ο κίνδυνος επέρασε,
κι η καρδιοβόρα αρρώστια
έχει τελειώσει πια –
κι πυρετός, που τόνε λένε «Ζωή»,
νικήθη τέλος.
Θλιβερό είναι, το ξέρω
νάμαι γδυμένος απ' τη δύναμή μου,
και δε μπορώ να αναδέψω μήτε τι,
ενώ κείτομαι έτσι ξαπλωμένος –
μα τι με νοιάζει! – νιώθω
στο κάτω της γραφής πως είμαι πιο καλά.
Κι έτσι ήσυχα αναπαύομαι,
τώρα, στο κρεβάτι μου,
που ένας θεατής
μπορούσε να με πάρει για νεκρό –
μπορούσε και ν' ανατριχιάσει, καθώς θα με κοιτούσε,
θαρρώντας με νεκρό.
Παράπονα και βόγγοι,
λυγμοί και στεναγμοί,
είναι τώρα ησυχασμένοι,
και, μαζί τους, κι ο χτύπος
της καρδιάς : - α! ο φριχτός,
ο φριχτός ο χτύπος!
Η αρρώστια – η αηδία –
κι η ανήμερη οδύνη –
πάψαν, μαζί κι ο πυρετός
που φρένιαζε το νου μου –
πάψαν, μαζί κι ο πυρετός που τόνε λένε «Ζωή»,
που φλόγιζε το νου μου.
Κι απ΄ όλα τα μαρτύρια –
εκείνο το μαρτύριο, το πιο τρανό απ' όλα,
έχει κοπάσει, το τρομερό
μαρτύριο της δίψας,
για το θειαφένιον ποταμό
του κολασμένου Πάθους : -
ήπια ένα νερό,
που σβήνει κάθε δίψα.
Ένα νερό που ρέει
με ήχο νανουριστό,
από μια πηγή, που τρέχει λίγες
πιθαμές κάτου απ' τη γη –
από μια σπηλιά που είναι σε λίγο βάθος,
κάτου απ΄ τη γη.
Κι ω! ας μην
ειπωθεί απερίσκεπτα
πως είναι η κάμαρή μου σκοτεινή,
και το κρεβάτι μου στενό –
γιατί άνθρωπος ποτές,
σ΄ αλλιώτικο κρεβάτι δεν κοιμήθη•
και, για να κοιμηθεί, μόνο
σ’ ένα κρεβάτι τέτοιο πρέπει να πλαγιάσει.
Το βασανισμένο μου μυαλό,
εδώ αναπαύετα γλυκά,
ξεχνώντας ή ποτέ
μη νοσταλγώντας πια τα ρόδα –
τις παλιές λαχτάρες του
για μύρτα και για ρόδα.
Γιατί τώρα, ενώ κείτεται
τόσο ήσυχα, ονειρεύεται
σιμά του μια πιο άγιαν ευωδιάν
από πανσέδες,
έτσι σαν δεντρολίβανο
μαζί με πανσέδες
μια ευωδιά από απήγανο και ωραίους
αγνούς πανσέδες.
Και κείτεται έτσι ευτυχισμένο,
λουσμένο μέσα
στ΄ όνειρο
της ομορφιάς της Άννι –
λουσμένο μέσ’ σ΄ ένα λουτρόν
απ΄ τα μαλλιά της Άννι.
Τρυφερά με φίλησε,
κι ερωτικά με χάιδεψε,
και τότε έπεσα γλυκά
να κοιμηθώ στα στήθια της –
πολύ βαθιά να κοιμηθώ,
εξαιτίας του παραδείσου των στηθιών της.
Άμα τα φώτα σβήσανε,
με σκέπασε ζεστά,
κι ύστερα τους αγγέλους παρακάλεσε
να με φυλάν απ΄ το κακό, -
των αγγέλων τη ρήγισσα,
να με φυλάει απ΄ το κακό.
Και κείτομαι έτσι ήσυχα,
τώρα, μέσ’ το κρεβάτι μου
(ξέροντας την αγάπη της),
που με θαρρείτε για νεκρό –
αναπαύομαι έτσι ευχάριστα,
τώρα, μέσ’ το κρεβάτι μου
(με την αγάπη της μέσα στην αγκαλιά μου)
που εσείς με λέτε για νεκρό –
κι ανατριχιάζετε, άμα με κοιτάτε,
θαρρώντας με νεκρό.
Μα η καρδιά μου είναι πιο λαμπερή
απ' τ' αναρίθμητα
άστρα τ' ουρανού,
γιατί λάμπει όλη απ' την Άννι –
φέγγει απ' το φως
της αγάπης της Άννι μου –
απ' τη σκέψη του φωτός
των ματιών της Άννι μου.

απόδοση: Ναπολέων Λαπαθιώτης
Πηγή: http://www.sarantakos.com/

Το άστρο των άστρων -ΕΝΤΡΕ ΟΝΤΙ

Το κόκκινο άστρο φωτίζει ορθρινό.
Ακόμα κι αν όλ’ οι πλανήτες χαθούν
θα λάμπει επίμονα στον ουρανό.

Το κόκκινο άστρο δεν πέφτει ποτές.
Χλωμός, χλωρός δείχνει, κροκάτος, μαβής
ή μενεξεδένιος μαδάει πανσές.

Ας πέφτετε άστρα χιλιάδες στη γη
σαν αποσταμένα και με στεναγμούς,
αρκεί ένα μόνο να φέξει αυγή.

Κόκκινο άστρο βασίλευε στα
ουράνια κι ο άνθρωπος προγονική
ελπίδα του σ’ έχει· και σε αποζητά.

Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος.
Πηγή: stixoi/info

Η σκοτεινή ζύμωση-ΤΖΟΝ ΒΙΝΕΡΣ

Για τη Λουίζ

Τουλάχιστον αυτές οι πληγές είχαν ανοιχτεί
από τον έρωτά σου που άφηνε τη βαθύτερη αρρώστια να εισέλθει,
μάλιστα, μπουμπούκιαζαν θρασεμένες και γιορτινές στη σκοτεινή
Σιωπή της καλοκαιρινής αγωνίας όταν ο υποτιθέμενος έρωτας περιέβαλλε τους λόφους όπου
αυτά τα σκοτεινά κρινάκια φύτρωναν από κάτω και μόλυναν το μίσχο

Έτσι δύο ή τρία χρόνια αργότερα, καταρρέω υπό το βάρος,
ο σκοτεινός έρωτας έγινε τεράστιος με κάποιου άλλου τη μορφή
Και σίγασε όλο τ’ ολοκαύτωμα στο ξύπνημά τους.
Μπελαντόνα του πρωινού, φθινοπωρινά σταφύλια και πανσές
Αμέσως να ακολουθούν όπως η γέννηση στη θέση της ζωής του δυσώδους μυαλού
Γιατί να συνεχίσεις η λίστα είν’ ατέλειωτη του τι αυτές οι πληγές
που ο έρωτας σου άνοιξε, έθρεψαν.

Πρώτον παραίσθηση προσωρινής ομορφιάς δεύτερον, φωνές
σημαντικότητας του εαυτού, καθοδηγώντας και καλοπιάνοντας, ακυρώνοντας όλη
τη σύνδεση με τη φύση τρίτον εσφαλμένο όραμα έρωτα και
των φαρμακοβοτάνων του τέταρτον δολοφονική πρόκληση στο
ξημέρωμα της σκέψης, και φθόνος, ζήλια, οργή σαν
συμπληρώματα στην τέχνη.

Μερικές γυναίκες πλένουν τα χέρια τους σε αυτά τα μπουμπούκια,
και τα φοράνε καρφιτσωμένα στα φρύδια τους, σαν αστέρια άλλοι
μυρώνουν τα σώματά τους με τα πέταλα, αποκαλώντας ένα ακρωτήρι του
άρωμα και πληρώνουν τεράστια τιμήματα για τη
μυρωδιά του, γύρη πιασμένη από κάθε ακρότητα σαν το θάνατο
μα το χάος, το μεσουράνημα, η πυρκαγιά του
τι θα έπρεπε να είναι η ένωση των εραστών μα δεν είναι αποτελεί
απλά μάστιγα σύγχυσης σε πείσμα της ευταξίας.

Μετάφραση : Χρίστος Αγγελακόπουλος
Πηγή: stixoi/info

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;