Ο Υάκινθος κατά τη μυθολογία ήταν ο πανέμορφος εραστής του Απόλλωνα. Όταν ο αγαπημένος του σκοτώθηκε, ο θεός δημιούργησε το λουλούδι υάκινθο,το γνωστό μας ζουμπούλι. Για να δούμε τι έγραψαν οι ποιητές για το ζηλευτό άνθος!
ΥΑΚΙΝΘΟΣ
Η συναυλία των γυακίνθων-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (Αποσπάσματα)
V
Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι
ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος
ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει
ένα μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα'σαι η επίσημη ξένη των
αποκρύφων σελίδων μου.
ΧΙΙ
Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή
της μέρας. Έτσι κοντά στ'όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος,
και το χέρι μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα
περιστέρια. Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα,
ποιος θα τ'αξιωθεί σιμά του,ποιος είναι αυτός που θα σε
προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι!
Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του.
Πού είσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.
XV
Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει.Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται
από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής.Πέτα λοιπόν
τους γυακίνθους,τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο
εξαφτέρυγο άγγελμα!
Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.
Πηγή: Σποράδες,Προσανατολισμοί,1936
Βλέμματα υακίνθων-ΧΑΡΑ ΧΡΗΣΤΑΡΑ
{Χέρια γιασεμιού}
Βλέμματα υακίνθων
χέρια γιασεμιού
λαιμός
κορμοστασιά αγριολούλουδου
σπαθί τα λόγια
ονειρεμένη η σκέψη
κρυφή η επιθυμία
Ο έρωτας παγίδεψε
τις πράξεις την ψυχή μου
και τις λέξεις
Πηγή:Αναλαμπές σωμάτων, εκδόσεις Νέα Πορεία, 1991
Μια βραδιά με τη Σύλβια Πλάθ- ΑΛΕΞΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΣ
Ανεβοκατεβαίνω αυτό το ήρεμο γκρίζο
Τσιγάρα και συνήθειες του χειμώνα
Προφέροντας το όνομά σου, κοιτάζοντας
Τη φωτογραφία σου
Με το γέλιο σου να κουνιέται πίσω απ’ το
Οινόπνευμα της λάμπας
Μερικά χρόνια προτού πεθάνεις από το
Ίδιο σου το χέρι
Απ’ τα φύλλα μου λείπει το χαρτί
Που μου κλέψανε
Πρέπει να σε κουβαλήσω από εκεί
Που ήσουν∙ με ένα γυμνό λαμπτήρα
Μέσα σε κάθε μάτι
Το άσχημο φως της κατοχής σου
Τώρα ξέρω αυτό το φως πίσω από
Κάθε άγαλμα
Μα ποιος του κόλλησε αυτά τα
Άσπρα μαλλιά
Άφησέ με να επισκευάσω τις λέξεις μου
Εσένα, το βλέμμα μου
Είδα, ήταν μια προσωπίδα τρομερή
Μες στη ζωή
Καθένας μας με ένα κουτί και το
Κεφάλι του μέσα
Όχι, δε θα’ ρθει κανείς
Μη γελάς∙ κι ας είμαστε εδώ
Σ’ αυτόν τον κλειστό σταθμό
Δίπλα στη θάλασσα, κάτι
Θέλοντας να πω
Όπως θα ήθελα να το πω
Και δεν είναι και παρασέρνει
Σαν σκοινί το πρόσωπό μου
Μπροστά στο λάκκο με το
Αλάτι και το ξύδι
Άφησέ με να μη σου μιλώ λοιπόν
Ήμασταν το ζευγάρι που δεν
Έχει που να πάει πια
Το τρένο έφυγε όπως στο σινεμά
Μπορείς να κρυφτείς στην τουαλέτα
Όλο το βράδυ
Για να το δεις να φεύγει πια
Έγινε ο κόσμος για να
Βλεπόμαστε μισοί μες στο χαμό
Σαν ένα μισοφώτιστο πορνό
Μυαλό που αχνίζει ποίηση και αλκοόλ
Τα μάτια μου τα εμποδίζουνε
Οι προβολείς μιας χώρας
Που λιώνει στο στριπ τιζ
Ανεβαίνω αυτό το ήρεμο γκρίζο
Συγχωρέθηκα σε μια λέξη
Προφέροντας τ’ όνομά σου
Κοιτάζοντας τη φωτογραφία σου
Μερικά χρόνια προτού πεθάνεις
Από το ίδιο σου το χέρι
Το γκάζι μιλά καλύτερα απ’ τη
Σιωπή ή τους ανθρώπους
Μυρίζει, όταν κανένας δεν έρχεται
Να μυρίσεις
Το ανοίγεις εσύ ή οι άλλοι για σένα
Ή για τους άλλους
Ένα ουδέτερο ρύγχος, ίσως απ’ το
Ταβάνι∙ ρύγχη λουλουδιών
Γκάζι λουλουδιών
Πολιορκούσαν το αίμα σου∙
Άφαντο, μελανιασμένο σ’ ένα
Χαρτί της νύχτας ή στις τέσσερις
Το πρωί, ανάθεμα της ποίησης
Της σφιγμένης γροθιάς
Πάνω στο άπλετο μαύρο
Εκεί που σκόνταφταν τα μάτια σου
Προορισμός υακίνθων
Κάνοντάς το πάλι νόημα
Των λέξεων, νόημα ματιών απονενοημένων
Χείλια του ποτέ πια
Στις τέσσερις το πρωί με τις
Άσπρες κλεψύδρες του γαλατά
Η αιώνια ώρα στο φιλντισένιο
Κορμί σου
Στο υγιεινό δωμάτιο
Με το κλάμα και τους καπνούς
Τους στίχους της σήψης
Ναυαγισμένους γύρω
Απ’ το αμπαζούρ
Και το ποίημα ανάποδο
Να πηγαινοέρχεται απ’ την
Κρεβατοκάμαρα στην κουζίνα
Ανασταινόσουν και πέθαινες
Λαίδη Λαζάρου.
Πηγή: Η κλεψύδρα με τις στάχτες ,1975
Βοτανική ενός χαρούμενου κόσμου-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Φως μικρό από μια παλάμη.
Χλόη στα σκεπάσματα.
Ταξιδεύει, αλλά δεν είναι νεκρός.
Τα θρύψαλα από τα γυαλιά του,
Η σκόνη από το σακάκι του,
Οι άσπροι αστράγαλοι, το πουπουλένιο στρώμα,
Όλα είναι ακόμη εδώ.
Ταξιδεύει, αλλά δεν είναι νεκρός.
Άκου που έρχεται το απόγευμα.
Κι ο θόρυβος από κηπουρικές φροντίδες
Και τα ψίχουλα τ’ αραδιασμένα στα πουλιά
Κι η μυρωδιά άδειας φωλιάς, το ποτιστήρι,
Συνήθειες ευλάβειας, τύποι ιδεών,
Το απερχόμενο νόημα
Ενός μικρού κιβώτιου μ’ εργαλεία,
Όλα είναι πάντα εδώ κι ακόμη
Η βουή μιας ύπαρξης που σήκωσε
Χέρια σαν δέντρο, ανάστημα καπνού.
«Αν οι πράξεις μας γυρεύουνε άφεση,
Αυτό είν’ όνομα καλό για την αγάπη.
Όσοι δεν είναι γύρω μου είναι μέσα μου.
Κι εγώ έχω το κουράγιο να τους βρω».
Έτσι γράφει το χαρτί που μας άφησε.
Βέβαια, δεν πήρε το πενάκι του.
Τα λυπημένα του ορθογραφικά.
Μα ό,τι είναι ορθό έναν ολόκληρο χειμώνα
Ζωή και θάνατος μεταμορφώνουν
Σαν τα μάτια που πετάει μια κλάρα,
Σαν το μπόλι, που μόλις πάει να δέσει
Επάνω στη σωστή χαρακιά.
Αλλά και πάλι θα μας γράφει. Θα μας γράφει…
Τις νέες ποικιλίες υακίνθων,
Μια πιο εγκάρδια βλάστηση αρωμάτων,
Τα υβρίδια των πηγών, τα πέτρινα πέταλα
Μιας εξαιρετικής διπτέρου ανεμώνης
Και πώς, με άπραγα τα χέρια πια,
Μόνος ο νους καλλιεργεί και συλλέγει,
Άκαρπο μόχθο, τρυφερότατο βλαστό,
Την απορία, τη θλίψη, την ευθύνη.
Πηγή: Το κυπαρίσσι των εργατικών , Εκδόσεις Καστανιώτης,1995
Σπασμένα ονόματα στην πέτρα-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
[εν τω μνησθήναι αυτήν]
Ψηλά σ’ άλλον ουρανό
Παγιδευμένοι άγγελοι
Ανηφορίζουν με ύμνους
Και περασμένα από χρυσές κλωστές
Σπασμένα ονόματα στην πέτρα
Που πια κανείς δεν τα καλεί
Παρά μονάχα η καταχνιά
Ή λίγο χιόνι ανάλαφρα τ’ αγγίζει
Για να μπορεί να λευκανθεί
Ο υάκινθος που άνθισε
Στα σταυρωμένα χέρια
Πηγή: Εν τη ρύμη του νόστου ,Εκδόσεις Αρμός,1999
Ποιητής λουόμενος-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΡΙΤΣΗ
Ποίηση
η εκκρεμότητα
ανάμεσα στη θάλασσα
και τη θάλασσα.
Έβρεχε ακόμη στα χέρια του ποιητή
Με τόσους ποταμούς ανάμεσα
Πώς ν’ ανοίξει το παράθυρο
Να σπείρει ψάρια στα νερά
Πώς να σύρει πίσω τις κουρτίνες των χρόνων
Ήθελε να τραβήξει μαλακά το μάνταλο
Να ξεχειλώσει τη συνήθεια ως το μέγεθος της πόρτας
Να φιλοξενήσει λίγο έξω κόσμο
Ό,τι χωρέσουν τα έπιπλα
Απ’ τα κομμάτια του δρόμου
Απ’ τις στροφές του γυρισμού
Να βάλει τους περαστικούς να πιουν τσάι
Να κατοικήσουν την ίδια μεριά της λέξης
Να μυρίσουν τα κυκλάμινα στην ελάχιστη γλάστρα τους
Να τους δείξει σειρές μάτια στις φωτογραφίες.
Υάκινθος η φωνή του.
Πηγή: Χειρόγραφη πόλη,Μανδραγόρας,2013
Ο εσταυρωμένος-ΑΝΤΩΝΗΣ Δ.ΣΚΙΑΘΑΣ
Επιλεκτικά η ηχώ της ήσσονος ψυχής,
μυίγα ενοχλητική
στους χρόνους της ενηλικίωσης του γένους,
δωρίζει φλάμπουρα και ξόρκια
για τις βαπτίσεις των θνητών.
Έκτοτε.
Πέρασαν έτη δίσεκτα
πέρασαν επιτάφιες κουστωδίες
με λευκές βιολέτες και μελισοκέρι
σε ξύλο ανύπαρκτο.
Πέρασαν οι μάχες
των γόνιμων εγώ
μα και οι μητριές αγωνίες του τέλους.
Πέρασαν τα φορία των επαναστατών
με ανθρώπινα μέλη
με μισοφαγωμένα σεντόνια
από κορμιά με άτιτλα σκέλη .
Στην άκρη του τοίχου, μια χάρτινη εικόνα
του Εσταυρωμένου
στο νοτερό παρελθόν,
ψαχουλέυει,
όλη την άνοιξη
τις μνήμες του κήπου των ελαιών
που έχει γκρίζες βροχές
και ένα στεφάνι υάκινθων
δίπλα σε μανουάλι βενετικό,
γεμάτο λαμπάδες λευκές
σε χώμα με ρόδια…που έχουνε μείζονα ψυχή.
Πηγή: Ευγενία,2016
ΖΟΥΜΠΟΥΛΙ
Το απλό τραγούδι- ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ω που ήρθες, ήρθες αποπέρα!
Δεν ήσουνα ηλιοσύγνεφο πυρό του δειλινού,
μιας τρυφεράδας ήσουνα μελίχλωρης μητέρα
που ώς τότε αγέννητη έκρυβα στα πιο απαλά του νου.
Χαράς παιδούλας μια χρυσή και μια δροσάτη βούλα
με σφράγισε· δεν ήσουνα τ’ αστέρι της βραδιάς,
εσ’ ήσουν μιας απλότατης αγάπης η αδερφούλα,
που ώς τότε ακάτεχη έκρυβα στα βάθη της καρδιάς.
Μπροστά μου δεν ξεδίπλωσες των ουρανών τα πλάτια,
τα μάτια μου δεν ύψωσες προς την τραχιά κορφή,
δρόμο σ’ εμέ δεν άνοιξες για μακρινά παλάτια,
μηδέ από στράτα μ’ έφερες απάτητη κρυφή.
Με το ’να χέρι βάσταγες το λυγερό πανέρι,
με τ’ άλλο χέρι κράτησες το χέρι μου γλυκά
και μ’ έβαλες και κάθισα προς τη δροσάτη φτέρη,
στη χλόη τη βαθυπράσινη με τ’ άνθη τα λευκά.
Μου είπες να σκύψω, κι έσκυψα· να κόψω, κι έκοψα όλα
όσα το χέρι μου έφτανε λουλούδια στη βραγιά,
κι από ζουμπούλι, μενεξέ και νάρκισσο και βιόλα,
και απ’ όλα ήβρα στο πλάι σου μια νέα πρωτομαγιά.
Κι έγειρα στα νιοθέριστα τα δροσοπέταλά τους
που το πανέρι σου έκαναν μιαν άνοιξη σκληρή,
για να θρηνήσω τους γοργούς και τους ωραίους θανάτους,—
κι αγνάντια τους Ανάσταση φωτόλαμπες Εσύ!
Πηγή: Στίχοι σε γνωστό ήχο,Ασάλευτη Ζωή
Πρέβεζα-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Πηγή: Τα τελευταία ποιήματα,1928
Μπέλες άγριο και λεύκες ψηλές στη Δοϊράνη...-ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ
{Στον ίσκιο της γης}
XIV
Μπέλες άγριο και λεύκες ψηλές στη Δοϊράνη με φεγγάρι νύχτα
Παίονες στ’ άλογα γκρίζος υπερόπτης ο μονόδρομος Αξιός κρύβει κάτι
(τα χαίρε κατά τον Βορρά τα χαίρε για τον Νότο αστείο αμίλητο)
και στον κόλπο άμυαλοι γλάροι αναζητούν δεμένο χειροπόδαρα
το πτώμα που δεν βρέθηκε τα χρόνια εκείνα - μετά
στάζει το φθινόπωρο όλο βρέχει παντού
κακιά συνήθεια η ζωή κι ο θάνατος κακός, στραγγαλισμένος-
πάρε τα μάτια σου από κει Μινέλη
γεναριάτικα ζουμπούλια θα χτυπήσουν πάλι.
Πηγή:Στον ίσκιο της γης ,Εκδόσεις Ύψιλον,1986
Αφήγηση δεύτερη (II)-ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ
Την ορισμένη νύχτα
ένιωσα φως και ζέστα ξαφνική.
Είχε έρθει.
Αινείτε αυτόν με τη χλωρασιά του κισσού
αινείτε αυτόν με πανηγύρι ζουμπουλιών
αινείτε αυτόν με έκρηξη πασχαλιάς
αινείτε αυτόν
φθόγγοι ιωνικοί αιολικοί δωρικοί
Είχε έρθει.
Σκιές στους τοίχους γιγάντιες.
Έφερνε μαζί του Έλληνες κατατρεγμένους,
Τούρκους άθλιους,
πρόσφυγες πολλούς –
Αρμένιους, Κούρδους, Αλβανούς και Βόσνιους
Σέρβους και Κοσοβάρους.
Η φωνή του γέμισε τον χώρο.
Άρπαξα τον τοίχο, γδάρθηκα.
«Τι γίνεται, καπετάνιο;
Μ’ εγκαθιστάς στην κόψη της ζωής και του θανάτου.
Θέλω το βλέμμα σου, δεν έχουν μάτια οι σκιές.»
Γέλασε ζεστά, «Δεν είσαι εσύ γι’ αυτή τη μάζωξη.
Θα βρεις το βλέμμα μου στα μάτια του ποιητή.
Ανασκάλεψε την αγάπη.»
Πώς να ανασκαλέψω την αγάπη;
Εσώστρεψα τα μάτια μου ως την ψυχή,
ενώ κυμαινόμουν από την ηδονή
ως την οδύνη.
Πηγή:Μαθητεία στην αναμονή ,2001
Αλλαγή εποχής...-ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ
Δεν είναι η μέρα που με βαραίνει
Είναι ο αέρας που κάθεται στα πνευμόνια μου
Δεν είναι η αγάπη που με φυλακίζει
Είναι τα χνώτα της που που δεν προλαβαίνω να γευτώ
Δεν είναι η συνείδηση που μπροστά της δειλιάζω
Μα το μούσκεμα της σκέψης...
... Και πράγματα φοβερά ραγίζουν το κορμί μου
Αίματα από τις πληγές που άνοιξε η πένα μου
Κουβέντες που ξέχασαν να ειπωθούν
Σκουριές πάνω στα ματόκλαδά μου, που μου τα
βαραίνουν και με ωθούν σε ύπνο βαρύ...
Ένα καλοκαίρι με φτερά στους απαλούς του ώμους
περνάει πάνω από τον ρημαγμένο μου κήπο...
Κι ένας σακάτης γέρος, πετάει την μπέρτα του
εμπρός και ξεχύνεται αδιάφορος – παγερός μέσα
στην κάμαρή μου... Με ξυπνάει από τον ύπνο,
κόβοντας το όνειρο στα δυο, λεηλατώντας τον
ειρμό της σκέψης μου, παρασέρνοντας με τον
βοριά του τα ζουμπούλια μες στο βάζο.
Είναι ο χειμώνας... Τρύπωσε πάλι μες στις
χαραμάδες του σπιτιού μου, να μου θυμίσει
πως κάπου αλλού είναι καλοκαίρι.
Πηγή:Άηχες κραυγές ,Εκδόσεις Κατσάνος,2001
Οι απόψεις για τα πράγματα- ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ
Ικρίωμα της θανάτωσης του ολότελου.
Υπάρχουν
είπες
υπερήρωες
μ' εξάντες κι ακριβή ανεμολόγια
που σακουλεύονται κι επιθεωρούν
κρυμμένοι στους θάμνους
πανέτοιμοι κάθε στιγμή
να σώσουν τον κόσμο.
Κι εγώ σου λέω
λίγο χαλαζάκι έπεσε
και χάλασε
τα ζουμπούλια.
Πηγή: Το περιεχόμενο του υπόλοιπου, Γαβριηλίδης, 2011
Κόρδοβα-ΙΩΑΝΝΑ ΛΙΟΥΤΣΙΑ
{Διαπεραστικό σκότος}
Όταν θα φύγω για την Κόρδοβα
θα με ξεχάσετε όλοι.
Τα πράσινα φωτάκια τ’ ουρανού
θα τα βλέπω πιο όμορφα εκεί.
«Μακρινή και μόνη»:
Εγώ.
Η Κόρδοβα θα μ’ έχει για παρέα.
Φυτεύοντας τα πρωινά ζουμπούλια σε πήλινες γλάστρες,
δροσίζοντας τα πόδια μου μ’ ανθόνερο,
γλυκαίνοντας το στόμα μου με δυόσμο,
θα χαμογελάω στους περαστικούς,
στους διανοούμενους και στους σαλταρισμένους.
Τα βράδια θα με ποτίζω σανγκριά ώσπου να μεγαλώσω.
Θα κλαίω κάποια αγάπη που εχάθη.
Κι ο θρήνος μου θα γίνεται τραγούδι.
Θα βλέπω το φεγγάρι και θα λέω:
«Άραγε ποιος μ’ ακούει τώρα;
Με σκέφτεται κανείς;»
Και θ’ απαντώ πως
«Ναι, ο εαυτός σου!»
Και τότε θα γελάω πικραμένα για τα χρόνια που έχασα.
Και θα χορεύω τρελά όλη τη νύχτα
σαν μια μικρή,
σαν μια μικρή πολύ ξελογιασμένη.
Μάγισσα, που σ’ έχασα, των παιδικών μου χρόνων
σε βρήκα πάλι στην Κόρδοβα πίσω.
Πηγή:Συνομιλίες σε Μη+ ,εκδόσεις Ars Poetica, Βέροια, 2013
Μοναχική πατρίδα-ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Η.ΚΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
{Αντί στίχων}
Μέσα απ’ το κύμα και το στήθος το μαντάτο
ένα φιρμάνι το καντήλι μου θωρεί
δρόμος και ρίμα, όχι ανέξοδο τσιτάτο
σ’ άλλο λιμάνι το μαντίλι σου ντροπή
Μέσα απ’ τη βάρκα και τον ήλιο καρτερώ
πατρίδα μου μοναχική να απλώσεις
Θάρρος και ρότα, το κακό δεν προσκυνώ
ίδιο φεγγάρι το ζουμπούλι σου να στρώσεις
Έλα κοντά, έλα εδώ
βράχο και γιαλό να σ’ ονειρευτώ
Έλα κοντά, έλα εδώ
κάμπο και βουνό να σ’ ονειρευτώ
Πηγή:Σημαδούρες,εκδόσεις δίγαμμα, Θεσσαλονίκη, 2015
Του Νου και της Καρδιάς-ΝΙΚΟΣ ΔΟΪΚΟΣ
Του Νου
Επιτέλους, έχω δικαίωμα ν’ αποσυρθώ
απ’ τις επάλξεις, ήσυχα, διακριτικά,
να ψιθυρίσω «εάλω η Πόλις»,
να βρω ένα σπιτάκι εκεί μακριά,
στην αγκαλιά του λόφου με τις πασχαλιές,
να ζήσω ξένοιαστος τα δανεικά μου χρόνια
σώγαμπρος με τις γαληνεύουσες συμβάσεις.
και της Καρδιάς
Ε και τι νόημα έχει το δικαίωμα
αν δεν το δοκιμάσεις στις επάλξεις;
Δεν ζητιανεύουν δικαιώματα οι γενναίοι,
μόνο πασχίζουνε ν’ ανθοβολεί το Δίκιο
απρόσκοπτα, σαν τ’ άγρια ζουμπούλια
που στολίζουν τα πεδία των μαχών
και των αέναων αναστάσεων.
Πηγή:Συναμφότερα και λίγα μόνα ,Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2015
Η ανάπαυση-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ.ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ
Εδώ κείται ο γιος του τυπογράφου Πλοτέν• ο θάνατός του
συμβαίνει διαρκώς εντός πλαισίου: στο σφραγισμένο νεκρο-
κρέβατο ανάμεσα στα διπλωμένα σεντόνια, στο μεταθανάτιο
πορτρέτο στην κορνίζα από σφένδαμο στην επιτύμβια στήλη
κάτω από τη μαρκετερί με τα ζουμπούλια. Έτσι δεν διαφεύγει
και ο πόνος. Τέσσερις αιώνες ερμητικά κλειστός.
Πηγή: Γενόσημα, ΑΩ, 2021
Μενεξέδες και ζουμπούλια (Παραδοσιακό)
Μενεξέδες και ζουμπούλια
και θαλασσινά πουλιά
αν τη δείτε την καλή μου
χαιρετίσματα πολλά...
Η κιθάρα μου να σπάσει
και τα τέλια να κοπούν
και τα χέρια που την παίζουν
μες στη μαύρη γη να μπουν.
Πες μου γιατί σαν ξένο με κοιτάς,
δεν είμ’ εγώ εκείνος π’ αγαπούσες;
με λάτρευες με λάτρευες πιστά
και με αγνοφιλούσες.
Τι ωραία πουν’ τα βράδια
μια βαρκούλα με πανί
ένας νέος ν’ ακομπανιάρει
και μια νέα νατραγουδεί...
Πες μου τη δασκάλισσά σου
που σε μάθαινε χορό
και σταυρώνεις τα ποδάρια
σαν την πάπια στο νερό
Πες μου γιατί σαν ξένο με κοιτάς,
δεν είμ’ εγώ εκείνος που αγαπούσες;
με λάτρευες με λάτρευες πιστά
και με αγνοφιλούσες.
Αν εσύ δε μου το δώσεις
το φιλί που σου ζητώ
απο κει κι ας με περάσουν
απ’ την πόρτα σου νεκρό.
Μενεξέδες και ζουμπούλια
και θαλασσινά πουλιά
αν τη δείτε την καλή μου
χαιρετίσματα πολλά...
Πηγή: stixoi/info
Μοιρολόι της αγάπης (Παραδοσιακό)
Ζουμπούλι μου, ψιλόλιγνο
τι στέκεις μαραμένο,
έχασα τον γιαρέντι μου,
ωχ αμάν - αμάν
γκέλ γιαρέντιμ, γκέλ.
Θεέ μου για κάνε με πουλί
στον ουρανό να ανέβω.
να δω της Πόλης τα τσαρσιά,
ωχ αμάν - αμάν
γκέλ γιαρέντιμ, γκέλ.
Να δω της Πόλης τα τσαρσιά
της Σμύρνης τ‘ αργαστήρια
να δώ και τον γιαρέντι μου,
ωχ αμάν - αμάν
γκέλ γιαρέντιμ, γκέλ.
Να δω και την αγάπη μου
που έχω στην καρδιά μου
τίνος ματάκια την θωρούν,
ωχ αμάν - αμάν
γκέλ γιαρέντιμ, γκέλ.
Πηγή: stixoi/info
Τα δάκρυα είναι δυο λογιώ (Παραδοσιακό)
Ξύπνα κι ο έρωτας περνά
από τη γειτονιά σου, ζουμπούλι μου.
Χρυσή κορδέλα σου κρατεί
να δέσεις τα μαλλιά σου, ζουμπούλι μου.
Στο βορεινό παράθυρο
στο γιασεμί `πο κάτω,
μου `πεσε το μαντήλι μου
χαιρετισμούς γεμάτο.
Πού είσαι διαμάντι και ρουμπί
κι ανθέ του μαλαμάτου,
που έχω δυο λόγια να σου πω
του παραπονεμάτου.
Ήθελα να `μαι δάκρυ σου
όταν θα κλαις να βγαίνω
στο όμορφό σου πρόσωπο
περίπατο να πιένω.
Τα δάκρυα είναι δυο λογιώ,
ένα των πονεμένων
και τ’ άλλο στη συνάντηση
των πολυαγαπημένων.
Φεύγεις και σφίγγω τη καρδιά,
το δάκρυ μη προβάλλει
για να το βγάλω στη χαρά
όταν γυρίσεις πάλι.
Πηγή: stixoi/info
Κίμινο κίμινο κίμινο (Παραδοσιακό)
Ξύπνα δαχτυλιδόστομη
καρδιές όπου μαραίνεις,
όπως εμάρανες κι εμέ
και μια στιγμή δεν βγαίνεις.
Ξύπνα και δέξου τ’ άνθη μου
ας είν’ και μαραμένα,
ο έρωτας τα μάρανε
που εμάρανε κι εμένα.
Κίμινο, κίμινο, κίμινο
μας βαλάντωσες,
φόρτε το μαντολίνο
πολύ μας σκλάβωσες.
Ζουμπούλι μου μαβί μαβί,
καμέλια μου μπελ φιόρε
σε μένα λες πως μ’ αγαπάς
κι αλλού κάνεις αμόρε.
Όλοι σε λένε μέλισσα
μα εγώ σε λέω σφήγκα,
έχεις της σφήγκας το κεντρί
της μέλισσας τη γλύκα.
Κίμινο, κίμινο, κίμινο
μας βαλάντωσες,
φόρτε το μαντολίνο
πολύ μας σκλάβωσες.
Πηγή: stixoi/info
Τα κορίτσια στο Πωγώνι (Παραδοσιακό)
Τα κορίτσια στο Πωγώνι
είναι άσπρα σαν το χιόνι
κι όποιος τα γλυκοκοιτάζει
είδα χρώματα ν’ αλλάζει.
Στο Παγώνι και στη Ζίτσα
έχει όμορφα κορίτσια.
Έχει όμορφα κορίτσια
στο Παγώνι και στη Ζίτσα.
Στα Ζαγόρια έχει νεράιδες
που ποτέ σου δεν ξανάδες,
όταν σου μιλούν με νάζι
ζάχαρη και μέλι στάζει.
Τα κορίτσια στα Ζαγόρια
ξελογιάζουνε τ’ αγόρια.
Ξελογιάζουνε τ’ αγόρια
τα κορίτσια στα Ζαγόρια.
Η Παραμυθιά, οι Φιλιάτες
τι ξανθές, τι μαυρομάτες,
Άρτα, Πρέβεζα και Σούλι
ομορφιές σαν το ζουμπούλι.
Πάργα και Ηγουμενίτσα
έχει όμορφα κορίτσια.
Έχει όμορφα κορίτσια
Πάργα και Ηγουμενίτσα.
Πηγή: stixoi/info
Η άπιστη-ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
Την πήγα κάτω στο ποτάμι
πιστεύοντας πως ήταν άβγαλτη κοπέλα,
όμως εκείνη είχε άντρα.
Ήταν η νύχτα του Αγίου Ιακώβου
κι΄ήταν σχεδόν συμφωνημένο.
Τα φώτα σβήσανε
κι άναψαν τα τζιτζίκια.
Εκεί στις τελευταίες τις γωνιές του δρόμου
ακούμπησα τα κοιμισμένα στήθια της,
και μου ανοίξανε αμέσως
σαν νάτανε κλωνάρια ζουμπουλιών.
Το κολαριστό της μισοφόρι
στ΄αυτιά μου ηχούσε
ένα κομμάτι από μετάξι
που τό σχιζαν δέκα μαχαίρια.
Τα δέντρα μεγαλώνανε
χωρίς φως ασημένιο στην κορφή τους,
κι ένας ορίζοντας σκυλιών
αλύχταγε πέρα μακρυά απ΄το ποτάμι.
Περάσαμε απ΄τα βατόμουρα,
τα σκοίνα και τ΄αγκάθια,
κάτω απ΄το δάσος των μαλλιών της
μία λακούβα έκανα στη λασπωμένη άμμο.
Έβγαλα τη γραβάτα μου.
Έβγαλε τα δικά της ρούχα.
Εγώ, τη ζώνη με το ρεβόλβερ.
Εκείνη, τους στενούς της τους κορσέδες.
Μήτε οι νάρδοι μήτε τα κοχύλια
εχουνε τόσο φίνα επιδερμίδα,
μήτε οι κρυστάλλινοι καθρέφτες
λαμποκοπούνε τέτοια λάμψη.
Οι δυό μηροί της μου ξεφεύγανε
σαν ψάρια ξαφνιασμένα,
μισό γεμάτα από φωτιά,
μισό γεμάτα κρύο.
Την νύχτα εκείνη κάλπασα
στον πιό όμορφο των δρόμων
καβάλα σε φοράδα σμαραγδένια
χωρίς καπίστρια και αναβολέα.
Σαν άνδρας, δεν θέλω να σας πω
τα πράγματα που μούπε.
Το φως της γνώσης
μ΄έκανε πιο διακριτικό.
Πασαλειμένη με άμμο και φιλιά,
την πήρα μακρυά απ΄το ποτάμι.
Με τον αέρα μάχονταν
των κρίνων τα σπαθιά.
Της φέρθηκα όπως πράγματι είμαι.
Σαν ένας αληθινός τσιγγάνος.
Της χάρισα ένα πλεγμένο μ΄άχυρο
ευρύχωρο της ραφτικής καλάθι,
και δεν αφέθηκα να την ερωτευθώ
γιατί παρόλο πούχε άνδρα
μούπε πως ήταν άβγαλτη
καθώς εγώ την πήγαινα στην ακροποταμιά.
Μετάφραση: Χρίστος Γούδης
Πηγή: https://www.uoa.gr
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου