Δέκα ποιήματα της Ζωής Δικταίου

Δέκα ποιήματα της Ζωής Δικταίου

Την καλεσμένη μου, τη λογοτέχνιδα Ζωή Δικταίου, τη διαβάζω εδώ και πολύ καιρό. Είναι έντονη η παρουσία της και στο διαδίκτυο. Το θεώρησα λοιπόν σχεδόν καρμικό,κάτι σαν δώρο στη γιορτή μου, όταν προχθές, μου μίλησε για πρώτη φορά στο φατσοβιβλίο και μου είπε "Χρόνια πολλά"! Της ζήτησα αμέσως να την παρουσιάσω στη στήλη "Στα βαθιά". Οι θρύλοι, τα παραμύθια και το βίωμα γίνονται ένα μυρωδάτο χαρμάνι στη γραφή  της ,που όλο θες παραπάνω να τη γνωρίσεις, να εμβαθύνεις. Θα  το δείτε  στα δέκα ποιήματά της που μας "χάρισε"!

Η δική σου κραυγή, παράξενο τραγούδι

Τρεμοσβήνει το φως,
ώρα που ανάβουν κόκκινα τριαντάφυλλα στον τοίχο
ώρα που τα βλέφαρα ματώνουν
ώρα που η λήθη δεν έχει δικαίωμα.
Το μικρό νησί,
Λαζαρέτο τής Κέρκυρας,
απέραντος φαντάζει τόπος τής οδύνης
κάτω από το φιλί στην πρώτη βροχή.

Είχα ξεχάσει πως τα δάχτυλά σου
γίνανε ρίζες,
αντίκρισα την βρεγμένη σου καρδιά
ένα ανοικτό κουκουνάρι,
να λιτανεύει το κόκκινο στο Ιόνιο φως
και η πελαγίσια αντάρα μακριά
σκόρπιζε, μετρώντας φόβο και σημάδια.

Τα στερνά άνθη τού φθινοπώρου
μυρίζουν θαρρείς την ανάσα σου
μα και η σκιά, αυτή που τρέχει στην ακτή
κι αυτή μυρίζει κάτι από εσένα,
άλικο ρόδο,
μέντα, κιτρολέμονο, επανάσταση...

Ο άνεμος φέρνει ακόμη τις φωνές
όχι, εδώ δεν πεθαίνει κανείς,
εδώ θαρρείς κοιμούνται ίσκιοι κι ονειρεύονται
κάθε ξημέρωμα μιαν άλλη ανάσταση
κι ας μεγαλώνουν περισσότερο οι νύχτες...
Εδώ ρίχνουν αλάτι στην πληγή
ν’ αγιάσει ο πόνος
να μην σιμώσει η άβυσσος.

Ξέρεις, και το χώμα κάτω από τα φύλλα
αυτό που τα γυμνά σου πόδια αγγίζουν αλαφρά,
ζωή ήταν κάποτε
χέρια που αγκάλιαζαν παθιασμένα
μάτια φλογισμένα από αγώνα
κορμιά φορτωμένα νιάτα
ψυχές που δεν γύρεψαν σωτηρία
μήτε μοίρασαν τον ουρανό στα όρνια.

Εκείνοι, έραψαν
στο στρίφωμα τού ήλιου με το αίμα τους
το τελευταίο σημείωμα λευτεριάς,
για ένα καρβέλι ψωμί στο τραπέζι,
μια χούφτα στάχυα χρυσά,
ένα άσπρο πουκάμισο,
μια κούπα ξέχειλη ζωή
ένα αρχαίο αλφαβητάρι.

Ψιθυριστά οι χορταριασμένες πέτρες
και οι σφαίρες
αυτές που σφηνώθηκαν
στα σπλάχνα και στον τοίχο,
μια διαμαρτύρηση,
«Αντέχεις το φως; Σήκωσε το βλέμμα.
Ήρθε η ώρα τής καινούριας ανάγνωσης.»

Εκείνοι είδαν
ξημερώματα, ένα φεγγάρι να τρέχει ματωμένο
πάνω από τα πεύκα,
στο Λαζαρέτο τής Κέρκυρας,
εκείνοι άκουσαν
τη νεροποντή να φτάνει φορτωμένη τις παλιές χαρές,
πριν οι ριπές από τις κάνες των όπλων τρομάξουν τα πουλιά,
πριν οι σταγόνες κυλώντας απ’ το σύρμα
ξεπλύνουν το αίμα ζεστό,
πριν φύγουν από φόβο
τα χαλίκια και η θάλασσα,
πριν οι εξόριστοι βράχοι διψάσουν την αλήθεια.

Δεν θα ξεχάσεις,
οι ρίζες των δέντρων βαθιά στο αίμα,
τρέμεις,
οι κορφές ψηλώνουν, ζυγώνουν
ένα ξέφτι γαλανό ουρανό,
υποκλίνεσαι,
εδώ ποτέ δεν σκοτεινιάζει,
Λαζαρέτο τής Κέρκυρας,
αισθάνεσαι,
φέγγει το ανάστημα,
το δικό σας αδέρφια,
αφουγκράζεσαι,
δεν είναι ψίθυρος στα μνήματα,
μήτε η σιωπή.
Κλαις…
Κραυγή είναι, άκου,
η δική σου κραυγή, παράξενο τραγούδι.
Σκοτώνουν τον Πέτρο, παιδιά.
Αύριο, σκέψου…
Ίσως σκοτώνουν κι εσένα….

Μάνα φώναξαν, μάνα Μουργκάνα αντήχησε ο λόγγος

Αφήσαμε τ’ ασπρόρουχα στο σκοινί
εκεί κρύβονται οι ψυχές λένε, τέτοιες μέρες
τού καλοκαιριού,
ανάμεσα στα κουμπιά, σε ραφές και στις παλιές δαντέλες,
κρύβονται από τον άλικο ήλιο
μανταρισμένες ψυχές περάτες τού Αχέροντα.

Μαζώχτηκαν γυναίκες πολλές
το λευκό πουκάμισο ανέμιζε στα μανταλάκια,
σκούριασαν τα συρματοπλέγματα στο Τσεροβέτσι
ησύχασαν οι σάλπιγγες στο Σκηταριό
τα ματωμένα χνάρια στις πέτρες τής Βελίκας σβήστηκαν,
κόπασε ο παραλογισμός τού ηρωισμού ως το θάνατο,
στις οβίδες φύτεψαν λουλούδια στον Τσαμαντά
το στάρι αθέριστο
το τραγούδι κατέβηκε από την Ταβέρα,
Δεροπολίτικο παράπονο…

« Άιντε καλώς, μωρέ, καλώς ανταμωθήκαμαν,
να κλάψομε τα ντέρτια μας
και τα παράπονά μας, μωρέ παιδιά καημένα…»

Διακονήσαμε τα παλιά μοιρολόγια
με καινούρια δάκρυα,
με λόγια ξεχασμένα σε αλαζόνες καιρούς,
τούτα τα νιάτα δεν λες ρίξανε ρίζες στα ξένα χώματα
τούτα τα νιάτα τ’ αδικοχαμένα θρέψανε ρίζες
σήκωσαν μπόι τα έρημα δέντρα
κι αναστήθηκαν φυλλωσιές και κλαδιά
να ξαποσταίνουν τ’ αγρίμια
να βρίσκει ο άνεμος αιτία να σταθεί
να κελαηδούν τα πουλιά…
« Να 'χα, μωρέ, να 'χα τον ουρανό χαρτί,
και τη θάλασσα μελάνι, και ακόμα δε με φτάνει…»

Μουρμουρίζει ψιθυριστά, αργά – αργά
άξαφνα στυλώνει το βλέμμα,
σαβανωμένος ίσκιος αχνοτρέμει στη βρύση
δεν πρόλαβε ο δόλιος να ξεδιψάσει,
κλαίει διπλωμένη στα δυο
πάνω στα ξερά χόρτα και τ’ αγκάθια
η μνήμη γδύνει τη ζωή, κυλάει το αίμα,
κυλάει παγωμένος κι ο ιδρώτας στο μέτωπο,
το σκουπίζει με το μαντίλι της.

«Αλησμονώ και χαίρομαι θυμιούμαι και δακρύζω…» 

Ύστερα από τόσα χρόνια γυρεύει ενθύμια
ένα λιωμένο φυλαχτό, ένα σταυρουδάκι, ένα γράμμα,
μια φωτογραφία κι ας μην τά ’χει ανάγκη για να θυμάται
εδώ η θύμηση φυτρώνει στα ματοτσίνορα
κραυγή απ’ τη γη, μέσα βαθιά
κραυγή ίσαμε τα ξέφτια του ήλιου…

«Τό 'μαθες μωρ' δόλια μάνα, μωρ' γιαλένια, κρουσταλλένια
τι έχει γίνει στην Μουργκάνα, μωρή, κόρη διαμαντένια…»

Κι από εδώ κι από εκεί το ίδιο
σφυρίζει το ξεροβόρι,
άγριος, ασύνορος ο αέρας, δεν γνωρίζει
τούτος ο αέρας ξυπνά τις λύπες ολονών
και τα κρίματα.
Ζεστό ακόμη το χώμα,
θαρρείς και τόσες ανάσες δε σβήσανε
ούτε με τις μπόρες, ούτε με τα χρόνια
θαρρείς γι’ αυτό υψώνουν
πράσινα λάβαρα τα κυπαρίσσια.

«Μ’ έμασε, γιε μ’ ο πόνος σου, μ’ έπνιξε ο καημός σου...»

Γονατιστή η βάβω
πάνω στα φύλλα τής καρυδιάς,
με την καρδιά να τρέμει, τη φλόγα στο βλέμμα,
στα χέρια το πρόσφορο, το μαχαίρι στο σοφρά,
«θ’ ανταμώσουμε τάχατε μια μέρα», συλλογίζεται
πριν αγγίξει το αχ ουρανό…
«Εγώ είμαι ’κείνη που ζητάς μαυροπαλίκαρό μου
εμένα μ’ έλιωσε ο καημός κι εσένανε το χώμα…»
Αρμπαρόριζα καίει τον ουρανίσκο,
διάβηκε ο καιρός
καλές ,κακές πέρασαν και οι πραμάτειες μαζί του
ένα κομμάτι σύννεφο απόμεινε φορτωμένο βροχή,
ανάμεσα στις ρυτίδες ταξιδεύει σιωπηλά,
οι ραγισμένες πέτρες ποτίστηκαν
και τα μνήματα γέμισαν τριαντάφυλλα.

«Ανάμεσα τρεις θάλασσες τριανταφυλλάκι κόκκινο,
πύργος θεμελιωμένος νεράντζι και λεϊμόνι…»

Παραδίπλα η κόρη βρίσκει άλλες λέξεις
θυμαρίσιο το μέλι τής ζωής,
στα χείλη της ξορκίζει τόσο θάνατο
που κουβαλούν τα μάτια.
Στη γλώσσα τής πικροδάφνης ξεφαντώνει η αγάπη
είπαμε τραγούδια,
κρατώντας
το φιλί μέχρι το ξημέρωμα.

«Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ…»

Ύστερα σώπασε το κλαρίνο
κίνησαν τ’ αηδόνια αγαλιανά στον ποταμό
οι πεταλούδες στροβιλίζονται στο ρέμα, χρυσά φτερά,
η κόρη ορθή μετρούσε από μέσα της τα βήματα
και τους αλειτούργητους έρωτες
μαλλιά σγουρά, μαύρα μαλλιά σε ξένο παραθύρι…

«Πέρασα σ’ ένα γεφύρι βλέπω μια στο παραθύρι
με τη μάνα της μαλώνει και βαριά τη βαλαντώνει…»

Μάνα ακούστηκε,
τ’ ασπρόρουχα τινάχτηκαν στο σκοινί,
το σκοινί παγίδα των αθώων
οι στοιχειωμένες ψυχές αρνούνται
δεν περιμένουν παράδεισο…
Μάνα, ξανακούστηκε δεύτερη φορά
τα σκυλιά αλύχτησαν στην Πόβλα
ένα ουρλιαχτό στου Λια, λύκος θά ’τανε,
χορτασμένα τα όρνια πέταξαν κατά τη Λεσινίτσα.
Μάνα φώναξαν απ’ τα σπλάχνα τής γης,
τα σκουριασμένα κλειδιά έτριξαν
το ποτάμι γύρισε πίσω,
μάνα Μουργκάνα στα έρημα πολυβολεία
μάνα Μουργκάνα
μάνα Μουργκάνα αντήχησε ο λόγγος…
Άδειασαν τα μάτια,
αμίλητες πόσες στιγμές μαζώχτηκαν
αδέξιο το χέρι στον αποχωρισμό
άδειασε και η ασημόκουπα
χοντρές σταγόνες κρασί, σκούρο κεχριμπάρι,
πήραν να σκοτεινιάζουν τα περάσματα
ο τόπος μύρισε
βασιλικό και δυόσμο.

Ανοίγουν κάποτε οι ουρανοί
και καθρεφτίζονται τα πέτρινα γεφύρια.

«Με τούτη (ν’) ασημόκουπα, μωρέ,θέλω να πιω πέντ’ έξι,
κι αν δε μεθύσω κόρη μου, μωρέ, κέρνα μ’ όσο να φέξει…»

Ξεφλουδίζεις τον μέσα σου άνθρωπο

Δρακόλιμνες,
εδώ στις αετοφωλιές
ξεφλουδίζεις τον μέσα σου άνθρωπο
στο χείλος του μυστηρίου
συντροφιά με τ’ αερικά και τα φαντάσματα
γλιστράς από τις άσπρες, στις μαύρες πέτρες
αυτές που πέταξαν αγριεμένοι οι Δράκοι,
ώρα που οι μάγισσες σκαλίζουν μνήμες και στάχτες
και οι Τρίτωνες αφήνουν τη λαχτάρα στις όχθες.

Τις νύχτες του καλοκαιριού
χαμηλώνουν οι απένθητες φλόγες
ως την καρδιά,
ακατασκεύαστη και σκοτεινή η αγάπη,
στα νοηματισμένα βουνά αντάρτες ντεφιάδες
στον χορό με ξεσκισμένες αρβύλες
άγγελοι και δαίμονες
πασκίζουν να πιάσουν
πάνω απ’ τους δικούς σου ώμους φως κι ουρανό.

Ακούς φωνές,
ο Γράμμος πιο μακριά προσπορίζει την ανθρωπιά,
με τον αμάραντο στα καταράχια
σε καιρό σιωπής
να παρατείνει την αιωνιότητα των ονομάτων,
όταν μετράς χτεσινούς φίλους
τωρινούς εχθρούς
μαύρα χρόνια
σκουριασμένα καρφιά και κρίματα.
Αυγή, στη συγγένεια των χρωμάτων
ένα βλέμμα στα ελατόδασα,
ματωμένα ακόμη τα φύλλα
κι ύστερα ο ήλιος στον Σαραντάπορο, τρεχούμενο νερό,
χρυσάφι τής ζωής
να ξεδιψάσεις, να λουστείς τον έρωτα,
να ξεπλύνεις παλιές πληγές.

Βλασταίνει μέσα σου ο πειρασμός να γυρίσεις,
ν’ αγγίξεις την αρχαία πέτρα σε μνημούρια και πόρτεγα,
ν’ ακούσεις το κλαρίνο στον λόγγο
να ποτίσεις τη δόξα του τόπου
με περηφάνια, με δάκρυα,
να γλιστρήσεις στα πλατανόφυλλα
να μαζέψεις όλα τα περάσματα
να γίνεις ο δρόμος ο φανερός για τα μυστικά
και τ’ αφανέρωτα.

Στο μονότοξο γεφύρι τής Κόνιτσας
δεσμευμένα άστρα, συμφιλιωμένες κορφές,
φεγγισμένα νερά,
λυγούν οι ιτιές και χαίρεσαι
στο φύσημα του ανέμου.
Προσκυνάς τη θύμηση, ευλαβικά.
Τ’ αηδόνια ξέρουν…

Σε βρήκα, παρέα με τους αθώους,
εκείνους που αγάπησαν τη γλώσσα που βύζαξαν,
εκείνους που προσεύχονται
με τις λέξεις που δεν λησμονήθηκαν
και το τσίπουρο στον ουρανίσκο.

«Αύριο θα τα μοιράσουμε όλα δίκαια»,
είπες υψώνοντας την κούπα,
δάκρυσε από χαρά η μάνα στη φωτογραφία
και ο πατέρας, γέλασε
με τούτη την παράτολμη νοσταλγία σου,
μετά δίπλωσε το κεντημένο μαντήλι
δυο ολόλευκες κορφές
στόλισαν
το μέρος τής καρδιάς
πλάι στο πέτο με το τριαντάφυλλο.

«Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ…»
χαμηλά το τραγούδι
ψηλά το βλέμμα, στον ουρανό!

Στον Βασίλη Νιτσιάκο

 Άυπνος ο τόπος άγιος ο χορός 

Και να που τα μάτια βλέπουν προς τα μέσα
μοιρολόι Ηπειρώτικο αλήστευτη ομορφιά,
αμέρωτο ελάφι η σκέψη
ένα κλαρίνο κλαίει μακριά, αγκαλιάζονται τα έλατα
πρώτο φιλί στο μέτωπο
το κόνισμα ας μένει.
Στη μέρα μην ορκίζεσαι,τα σκιορτικά δεξιά μου
θεόρατος ο ουρανός άφαντος μουσαφίρης.

Σωπαίνουν τα πουλιά στη Λεσινίτσα
λαλήματα δοξαστικά
κρατά η καρδιά, κρατά ο χορός
την κούπα ως τον πάτο
στο διψασμένο σου ξενύχτι,
βαριές οι λέξεις γίναν πέτρες.
Αλαφιασμένες θωριές, πέπλα καπνού στο χιόνι,
φωνές περιφρονημένες.
Αλέθουν οι μυλόπετρες στο Καλπάκι.
Όταν χορεύοντας,
γέρνει το σώμα χαμηλά στη γη,
μάννα, τα πέτρινα γεφύρια δεν γίνονται
ερείπια στην Κόνιτσα, ακούς! Μαγεμένα νερά!
Αρχαία φρόνηση, στεφανωμένο αγιόκλημα το κεφάλι,
Μπαμπάκι τα μαλλιά. Ακέρια η θέληση.
Παντού η ζωή σε ζώνει.

Ύστερα πετάγεται ψηλά ν’αθροίσει άστρα
και φως από τις σπαραγμένες μέρες
μάννα, εδώ το βλέμμα γδύνεται το ψέμα
πάνω απ’ τον Γκέσο το φεγγάρι τών φτωχών
κυλίστηκε στην πάχνη
μα αν κάνεις και το πλησιάσεις ξυπνούν τα παλιά αίματα,
οι σκισμένες αρβύλες τρέχουν μοναχές
και ο ιδρώτας κεχριμπάρι στο μέτωπο.

Εδώ είσαι εσύ, αλλού ο νους, με τους ξεριζωμένους.
Άυπνος ο τόπος άγιος ο χορός

Το ραγισμένο καθρέφτη στο ποτάμι
κρατάς δεμένο με μια κόκκινη κλωστή
μάντισσα Μοίρα,
πρόσωπο καινούριο
πάνω στο κρύσταλλο με κάρβουνο ζωγράφισε
στάζουν παράπονο τα μάτια.

Όταν χορεύοντας,
κατεβαίνει στις ρίζες τής ιτιάς,
αγνώριστο ταξίδι,
γονατιστός μ’ένα κλωνί βασιλικό στ’αυτί,
ψιθυριστά ο άνεμος ασύνορος
ξαναφέρνει ονόματα, σημάδια, τραγούδια.

Παλιά μορφή δανείστηκα
ναρθώ μαζί σου
και στο μαντήλι πρόχειρα δυο μαντινάδες τύλιξα,
παραμονεύοντας ισκιώματα στη νερομάνα
οι Κένταυροι ερμηνεύουν τις σκουριές
λυγούν τα νιόβγαλτα κλαδιά
λυγίζει και η καρδιά μου. Ούτε προφήτης, ούτε ζητιάνος...
Απ’ τα μεγάλα πάνε χρόνια που έχω ξεστρατίσει
αμνημόνευτες σκέψεις
ψηλώνουν τα βουνά στην άγρια μπόρα.

Όταν χορεύοντας,
μαύρος κισσός τρυγά τον πόνο τον αψύ και τον μυριόκλωνο
σου παραγγέλνει ο θάνατος, τον Έρωτα φοβάσαι.
Μετρά ο θεός, ξαναμετρά, το δίχτυ ρίχνει ο Χάρος
άλυτο πάθος, σερπετό σε ξένο περιβόλι,
η αγάπη η ανίκητη την Άνοιξη τραγούδι.

Ανάθεμα που μ’ έμαθε φρόνιμη μες στα ρόδα
δεν είναι ενθύμια οι φωνές
και οι φωτιές τού Γράμμου.
Φέγγει τ’ άσπρο πουκάμισο, όλος ο κόσμος ξέρει.
Στη Γράμουστα μαζεύει καινούρια δάκρυα η Γκιστόβα
και βροχές ξενιτεμένες.
θυμάται η λίμνη Βασίλη. Θυμάσαι κι εσύ.

Ματώνουν τα καρφιά, λύσε τα χέρια
έλα στο χορό,
αλλάζει πρόσωπα και εποχές τούτη η φλούδα
μέχρι να βρεις την φλόγα που δεν τρέμει,
θ’ αλλάζουν τα φίδια πουκάμισα,
μια φλόγα στα βουνά, στην ψυχή
Ψυχή στο βλέμμα, ψυχή στο χώμα. «Ψυχή βαθιά...» 

Στα Γιάννινα του φθινοπώρου 

Πρώτη βροχή,
βαριά μπακίρια,
στα Γιάννινα του φθινοπώρου
η λίμνη πάχνιζε άσπρο ασήμι και καημό,
δεν θα πεθάνω από ενοχή,
έχω γεφύρια και ποτάμια του συνόρου,
κυρά Φροσύνη,
απ’ τη λάσπη μαύροι ίσκιοι ερημίτες
θα ξαναγράψουν στον εξώστη το χαμό.

Δεν μετανιώνεις
και γι’ αυτό δεν επιστρέφεις
πρωτόγνωρα όλα, αρχαία μήτρα μυστική,
παίρνεις το κάρβουνο
απ’ τα χέρια της Διώνης
γράφεις ονόματα σε πέτρα μυθική,
ο νικημένος, πάντα θά ’σαι
μουσαφίρης του οδοιπόρου
και θά ’μαι σπίθα που θ’ ανάβει πάντα εκεί. 

Πέφτει η βροχή,
συρτό αεράκι καταπράσινα νερά,
πρώτη βροχή, λίγες οι φλέβες που θυμάσαι
δες, κατεβαίνει ο ουρανός να βρεις βουνά,
Μοίρα βροχή,
Δαίμονες ήχοι, στην ομίχλη η ζωή μου
σέρνεται η νύχτα σε τοπία θλιβερά,
στην πετρωμένη σου παλάμη συλλαβίζεις
ό,τι αγαπούσες απ’ τον κόσμο μια φορά.

Βροχή στη λίμνη,
γυμνή σάρκα
και μια αδέσποτη φωνή απ’ το πουθενά,
κρυφά απ’ τα βλέμματα ξεπλένεις την πληγή μου,
στο Μιτσικέλι πάλι αστράφτει και βροντά
με κεραυνούς λούζονται οι Λάμιες πριν βραδιάσει,
έβενος, μαύρα από κατράμι τα μαλλιά,
πλανόδιος έρωτας, φίδια σφυρίζουν στα καλάμια
στην κόψη τ’ άστρου κρασί ο θάνατος κερνά.

Κάθε Σεπτέμβρη,
ένας έρωτας, κρυφά παλιά σημάδια,
στριφογυρίζω στ’ αλωνάκι του γκρεμού,
θα ’ρθεις Νοέμβρη,
τάματα, ξόβεργα, βαθιά στεγνά πηγάδια
σηκώνεις λέξεις απ’ το χώμα πριν βραχούν,
γέρνουν τα φύλλα
σ’ ένα γέλιο σου σβησμένο
σκληρό το αντίο θα ειπωθεί του μισεμού. 

Σέρνω την έρημο
διπλές σαΐτες οι ματιές, τα ξεχασμένα,
σώμα μου γυάλινο,
μια αστροφεγγιά του Νότου λαχταρώ,
να μετρηθείς σ’ ένα μου δάκρυ στη Δωδώνη
βρέχει, ο αρχάγγελος θα σύρει το χορό.
Κρατάς το άπιαστο, η σκέψη μαστιγώνει
ψυχή μου λάβαρο
σε ξεδιπλώνω και τον Χάρο τιμωρώ. 

Σβήνουν τα φώτα, ν’ ανάψουν τα σκοτάδια

Το βυσσινί πουκάμισο μια νύχτα θα φορέσω
κι ένα μικρό θαλασσινό κοχύλι στο λαιμό
το πολυκαιρισμένο μου μαντίλι άστρο θα δέσω
πριν το φιλί στα χείλη σου, μού δείξει τον γκρεμό.

Μια δακρυσμένη προσευχή, να σβήσουνε τα φώτα,
συλλαβιστά ακούγονται οι λέξεις στην αρχή,
την άβυσσο τής σκέψης μου κάλεσες όπως πρώτα
ν’ ανάψουν τα σκοτάδια σου, να φέγγει η ψυχή.

Ποια προσδοκία, ποιο δέξιμο, αγκάλιασμα του πόνου
ποιο ραγισμένο κρύσταλλο ξεγέλασμα του νου,
απλώνεις τριαντάφυλλα τής Μοίρας και του χρόνου
μενεξελί παράπονο στη δύση τ’ ουρανού.

Να περπατάς με τα βουνά, να λιώνεις με την πάχνη
κρύο νερό στις χούφτες μου και πάλι να διψώ
στον ήλιο αντίκρυ σύννεφο, στη θάλασσα αλισάχνη
και σ’ άγγιγμα αφανέρωτο μια άλλη Καλυψώ.

Δικός μου ο τόπος κι ο καιρός, ας σβήσουνε τα φώτα
οι ανάσες όταν σμίγουνε ανάβουν τα σκοτάδια
να μη ρωτήσεις την καρδιά για την καινούρια ρότα
ανθίσανε τα γιασεμιά απ’ τής αυγής τα χάδια.

Σ’ ένα γεφύρι τοξωτό αψέντι και μαχαίρι
μήλο και μέλι σου κρατώ, άσωτη στη σιωπή
γράφω την αμαρτία μου με το δικό σου χέρι
γητειά στο φεγγαρόφωτο, γυμνή χωρίς ντροπή.

Αν γίνεις ποταμός πλατύς, θα σβήσουνε τα φώτα
να γίνω ιτιά, να μου μιλούν τις νύχτες τα πουλιά
ν’ αγιάσει το θολό νερό με τ’ αηδονιού μια νότα,
ν’ ανάψω τα σκοτάδια μου να κάψω τα παλιά.

Κως, αλήστευτη η ομορφιά τού πεύκου

Εκείνο το βράδυ παραμέρισε όλους τους φόβους
ελεύθερη, χωρίς τη θλίψη τού δειλινού
ώρα που άνθιζε η θάλασσα πανσέδες
κι ο αέρας έπαιζε με τη μυρωδιά τού πεύκου,
μαστίχα η ανάσα όπως την πρώτη φορά,
εκείνο το βράδυ η προδομένη νιότη γύρισε
χωρίς εξήγηση.

Σαν έκλεισαν τα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα
άνοιγε καινούριο ημερολόγιο,
στην άλλη πλευρά τού Αιγαίου
σιωπηλές ματιές κι ύστερα χειρονομίες
φέγγει το άσπρο σου πουκάμισο στη νύχτα.

Δική σου ζωή, επιτέλους,
πρώτα έκλαψες
μετά θυμήθηκες
κι ύστερα γέλασες δυνατά
σαν παιδί που ξαναβρίσκει
στο ξεφτισμένο χρυσόχαρτο
διπλωμένο το χαμένο σημείωμα.

Κιτρινισμένες οι παλιές σελίδες,
γυμνές σιωπές οι λέξεις διεκδικούν αυτό που μένει
χρόνια διπλωμένες οι φτερούγες
στην αθάνατη μελαγχολία υψώθηκαν,
χρόνια ο καθρέφτης φυλάκιζε τα είδωλα
και να που όλα ερμηνεύονται
χωρίς τις ζωές τών άλλων
και χωρίς βαρετές αποσκευές
γυρίζει στον αληθινό κόσμο η αγάπη. 

Λογαριάζεις τ` αβάφτιστα νερά
και τα κρίματα
απλώνεις την αδιάβαστη παλάμη στον ήλιο
με τ’ αλάτι στη χούφτα
τα φύκια στα σγουρά σου μαλλιά,
έργα ανθρώπων, ψηλές δίφυλλες πόρτες, παράθυρα
στα παλιά σπίτια τρίζουν οι πέτρες
τα δάχτυλα μυρίζουν γιασεμί
με τεντωμένες τις φλέβες του λαιμού περιμένεις
πριν φύγουν και τούτες οι μέρες άλλη μια φορά.

Φυσά στην αντίπερα ακτή το μαϊστράλι
ίδιο όπως κι εδώ,
κι εσύ, ίδια στην εύνοια τής φύσης
θαρρείς και οι ώρες τρέχουν μόνο στα ρολόγια
σπουδή απογύμνωσης ο κοραλλένιος βυθός.

Στην εξορία τής Μοίρας χωρίς αναστολές,
φιλί αλμύρα
πατρίδα θάλασσα,
όταν θέλεις, ανάβεις το σκοτάδι μ’ ένα βλέμμα
όταν θέλεις, βρίσκεις εισιτήριο νοσταλγίας
όταν θέλεις, πίσω από τις σπασμένες γρίλιες
όλα είναι παράδεισος.. 

Κως, αλήστευτη η ομορφιά τού πεύκου
και τής φοινικιάς στην προκυμαία
μουσκεύει ο νους στην αλμύρα,
ήπιος ο μεταλλικός φθόγγος μιας άγκυρας
διακόπτει την αναπόληση.
Ύστερα από πόσα κύματα το φιλί
πριν γίνει δάκρυ,
πριν σε καθηλώσει η εικόνα τής πόλης,
πριν εξαντλήσεις την όραση στα ασήμαντα,
ύστερα από πόσα χρόνια
το ταξίδι γίνεται αιτία..

Νιώθεις τη μαγεία,
στο φως που χαμηλώνει τρυφερότερο
κι ύστερα,
αφήνεις τη σκέψη
να ορίσει τη ζωή ως την ψίχα της,
να μετουσιωθεί σε τέχνη, σε φωνή,
σε μια κορδέλα όνειρο χρυσό,
αύριο ο Έρωτας…

Προσκυνώ τον ήλιο, ποιητή,
εκείνον τού μεσημεριού
όταν γητεύει τις αμαρυλλίδες στην άμμο,
εκείνον που κάνει τον ορίζοντα να πλαταίνει,
να φτάνει μέχρι την παλιά Αλικαρνασσό
κι ύστερα ρίχνει κάθετες αχτίνες
τεντωμένα σκοινιά,
πάνω στην ψυχή
και πάνω στις αρχαίες κολώνες
να μετρήσει ο νους απ` την αρχή
μπλε σκούρο, βαθύ,
θαύματα κι όνειρα ...
Αύριο, θα σε ξυπνήσει ο ήχος του ρόπτρου
Αύριο, θα με κρατάς απ’ το χέρι,
Αύριο… ο έρωτας θα επιστρέψει στα νησιά.

Μονόλογος στη μελαγχολία των Χριστουγέννων 

Θα χαθώ στη μικρή μου κρυψώνα,
κοιτάζοντας αυτό που δεν βλέπει,
όραση στενή, φοβισμένη,
θα κρυφτώ, τόσο υπέροχα ξένη κι αράγιστη
στη φαντασμαγορία τής γιορτής.
Και το φιλί σου, αδιάφορο κι αυτό,
όπως τα κρύα φιλιά στις εικόνες των αγίων.
Ανήξερα τα χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα
ρεμβάζουν από το παράθυρο. Ματώνουν οι λέξεις.
Κοστίζουν οι λέξεις.

Να εκεί, εκεί θα χαθώ, εκεί δεν φτάνει η αργυρή
δική σου ψυχρότητα, εκεί δεν υπάρχουν βιτρίνες
εκεί θ’ απλώσω τα σύνεργα, τα παράπονα
τις αναμνήσεις μου, όλα, σε μια γωνιά τής ψυχής,
ν’ αγγίξω σημάδια και ξέφτια
να μετρήσω ξανά και ξανά αυτό που λες «συγχωρητέο»
το ίδιο που ονομάζω ολέθριο.
Ξέρω μόνο τα μισά
απ’ όσα εσύ δεν θέλεις να μιλήσεις. Φυσάει έξω.
Η παγωνιά μ’ αγκαλιάζει. Αδιέξοδες σκέψεις.
Δεν θέλω να ελπίζω.
Αμείλιχτη η μοναξιά της απιστίας, πάντα εδώ.
«Να μην χαλάσουμε τα Χριστούγεννα», είπε
μα δεν είδε, στον ψιχαλισμένο δρόμο του έρωτα
στάζει αίμα η παλιά μου ομπρέλα.

Παλλόμενα τα σύνορα τής καρδιάς , ομίχλη κίτρινη
τελευταίος πέφτει ο λυγμός τού φεγγαριού
στην αναπάντεχη γαλήνη τής μοναξιάς. Θυμάμαι,
με την ίδια φωνή το είχε πει και σ’ εμένα
εκείνο το «σ’ αγαπώ», ίδιο ακούστηκε στην άγνοιά μου,
όπως όλα τα «σ’ αγαπώ» τού κόσμου
κι ύστερα,
όπως όταν τα τραίνα συλλαβίζουν ράγες τής ερημιάς,

Ένιωσα πρώτα πως ανέβαινα κερκίδες τ’ ουρανού
μια κινούμενη φλόγα έδινε όνομα στο βλέμμα
μα τι κρίμα, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει
να τρυπώσει ανάμεσα στα μαλλιά μου,
να κρυφτεί στις άκριες των δαχτύλων
να το αισθάνομαι φως και αφή ακριβή.

Δεν πρόφτασε να κουρνιάσει πάνω στα χείλη
να περιμένει πίσω απ’ την πόρτα,
να γίνει μια στάλα βροχής σπονδή στον έρωτα.
Δεν βρήκε θάλασσα να ταξιδέψει
ούτε βλέμμα να βουλιάξει, όχι
βρήκε όμως χίλιους τρόπους να με πονέσει
αυτό το λερωμένο «σ’ αγαπώ», μιλάει
για όσα ερήμην μου έζησες απολαμβάνοντας την ηδονή
μιλάει και για ό,τι μού στέρησες.
Μέχρι την άκρη τής απογοήτευσης με πήγες
μονάχη όμως τον ανήφορο περπάτησα .

Περιφρόνησα το παρελθόν σου, λάθος μου,
έχει βλέπεις τη δύναμη να σε εξουσιάζει,
κάθε που έρχονται Χριστούγεννα ανοίγω τις φλέβες μου
δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι
ενέχυρο η ψυχή σε δεκαεπτά κάρτες
εσύ τις έγραψες, λέξεις ναυάγια
αυτές που νόμισες θα εξαργύρωναν τη σιωπή
μόνο που ο χρόνος έρχεται πάντα πιο αληθινός
ξέρεις εδώ πληρώνονται όλα…

Εκείνο το «σ’ αγαπώ»
μάζεψε τον εφιάλτη από τις οξειδωμένες μνήμες
και τις εξόριστες υποσχέσεις,
μαζεύει ακόμα τον καιρό από τα φτερά τής λύπης
όσο ασύνορη η θύμηση γυρίζει πίσω
και μετρά, μαζί με τις λέξεις μιας άλλης γλώσσας,
δεκαεπτά ευχετήριες χριστουγεννιάτικες κάρτες,
ερείσματα απιστίας,
αυτές που επιμένεις να λες «δεν σήμαιναν τίποτα»
κι όμως τελικά σήμαιναν τα πάντα.

Ας μην μπερδεύουμε τις αλήθειες,
αναβοσβήνουν μέσα μας, βεγγαλικά,
ξυπνούν τ’ αδέσποτα χαστούκια, μουδιάζει η ψυχή
μέμφεσαι την πτώση, παραμύθια λες,
τί προπατορικό αμάρτημα και στιγμές αδυναμίας,
με μια συγγνώμη τίποτα δεν σώζεται τόσο εύκολα.

Ευτυχώς, έχει εφευρεθεί το τέλος
και για την τέχνη των παρανόμων εραστών,
το χριστουγεννιάτικο γυαλί τής καρδιάς σου ράγισε
πόσες άκυρες εικόνες, πόσα φρικτά ψέματα απειλούν
να χαλάσουν τις μέρες μου
τώρα που η βιτρίνα τής καθώς πρέπει αγίας οικογένειας
έγινε συντρίμμια…

Μην το ξεχνάς, θέλω πίσω τον εαυτό μου
εκείνη την τρεμάμενη φωνή τού ανθρώπου μέσα μου,
και δεν θ’ αφήσω άλλα δάκρυα να εμποδίσουν τη θέαση
κι ούτε θέλω να ξαναδιαβάσω
το φτηνό τσαλακωμένο ραβασάκι τής αγάπης σου
τούτη η αγάπη φαντάζει απελπισία.
Εμένα μού έφταναν πάντα μια χούφτα ψίχουλα
φορώ το ίδιο φόρεμα τής αθωότητας κατάσαρκα,
αυτό άντεξε, για να γιορτάζεις και σήμερα μαζί μου,
εσύ γιορτάζεις, εσύ, όχι εγώ,
εγώ απλά παρίσταμαι, μολονότι αδικαίωτη η περηφάνια μου.

Κάνω παρέα σε ανήσυχους ύπνους
με κάτι φτωχούς προδομένους Δαίμονες
κοντά σαράντα χρόνια μετά
κουρασμένη από την τόση υπομονή,
το ξέρω πως οι πράξεις σου, μού κλέβουν την πανσέληνο,
σιχαίνομαι μαζί με άλλα
και αυτή την κοινωνία τής απέραντης ανοχής
δεν αντέχω βλέπεις άλλες διαψεύσεις,
οι φυλαγμένες σου απαντήσεις βαθαίνουν την πληγή.
Ξεγελούσες τον εαυτό σου,
είσαι τάχα μου, εσύ που δεν αφήνεσαι ,
να παρασυρθείς από κοινά πάθη
είσαι εσύ που ξεφυλλίζεις
το ημερολόγιο των Χριστουγέννων
με θρησκευτική ευλάβεια, ή και με κατάνυξη
και ορκίζεσαι ακόμη πως εσύ ποτέ,
εσύ ποτέ δεν με πρόδωσες.

Οδυνηρή η ανάμνηση και η πληρωμή…
Τώρα που οι παλιές επιθυμίες σε αποφεύγουν
Νομίζεις πως σώζεσαι. Νομίζεις…

Και όμως γελώ, με ολόφλογα μάτια
αγναντεύω ασάλευτη το πέλαγος
μαθαίνω από την πεθυμιά τού ανέμου
και από τού κόσμου τα βάσανα
καινούρια ανάγνωση στη ζωή.

Έρημη η ακτή,
τον μέσα μου χειμώνα δεν αντέχω
όσο ακούω εκείνο το κάλπικο «σ’ αγαπώ»
όσο οι κάρτες σου με τις ωραίες ζωγραφιές
παραταγμένες η μια δίπλα στην άλλη,
ή, η μια πίσω από την άλλη
ξυπνούν την κόλαση.

Για να γλιτώσω κλαίω, θυμώνω, παραμιλώ,
κουβεντιάζω με την άπιαστη χίμαιρα
για την ελπίδα που δεν καρποφόρησε
και ναι, δεν θέλω να γιορτάζω τα Χριστούγεννα.
Δεν θέλω, το ασύλληπτο να τρέφει προσδοκίες.
Χριστός, δικός σου, διαλεγμένος απ’ τον φόβο σου.
Αμφίβολη έννοια η σωτηρία που γυρεύεις
τα καταφύγια με απελπίζουν ακόμη περισσότερο
ξυπνούν τις θύελλες μέσα μου,
όπως τα πεπρωμένα που δεν γνώρισαν εξέλιξη
όπως τα ακριβά αμάξια που δεν βρήκαν λεωφόρο
όπως οι πελώριες κραυγές των παιδιών.

Απομονωμένοι ναι, άθικτοι όχι. Πώς να πιστέψω;
Τα μάτια κράτησαν το χρώμα του νερού.
Μετοίκησε η χαρά αφήνοντάς σου τα χαμένα Χριστούγεννα
και την ακατάδεχτη συγκίνηση. Και τώρα τί;
Τι κι αν τα σώματα εφάπτονται σε σκοτεινά δωμάτια
κάτω από μεταξωτά σεντόνια, κάτω από νοτισμένες τύψεις,
το φως διαπερνά τα κίβδηλα σημεία. Το φως…

Ξέρεις, μ’ ένα γαρίφαλο καρφιτσωμένο στο στήθος,
εγώ τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο.

Μην πλησιάζεις, δεν αντέχω το ψέμα σου
να σού θυμίσω, πιστεύω το φως
μόνο το φως που ονειρεύτηκα
αυτό που βλέπει το άκακο ξεψύχισμα των αγριμιών
και πέφτει σταγόνα – σταγόνα
φιλοδωρεί την πέτρα στη Δίκτη.

Δεκαεπτά χριστουγεννιάτικες κάρτες,
σίγουρα με ωραία τοπία
Εσύ τις έγραψες, ούτε μια, ούτε δυο,
δεκαεπτά χαρούμενες κάρτες πλημμυρισμένες αφοσίωση
και άλλα «σ’ αγαπώ»,
ψεύτικα «σ’ αγαπώ» των Χριστουγέννων,
αυτά, σωριάζονται
με την πίκρα τής εμπειρίας στο πάτωμα.

Όταν γιορτάζει η προδοσία δεν ζητάς εξηγήσεις
απόψε κλείνει επίσημα τρεις δεκαετίες, αν το θυμάσαι.
Ζεστό το χώμα στην κρύα νύχτα, στο χώμα νυσταγμένα
θα γείρω με τα φύλλα, χωρίς τα Χριστούγεννα.

Αύριο, θα μας διδάξουν τα χέρια το εξόριστο άγγιγμα
Αύριο, ανοιχτός στην ανάγκη μου θα γυρίσεις,
αζήτητη πραμάτεια το ψέμα θα μείνει.
Αύριο, σε επιλήσμονα χρησμό καραδοκεί η λήθη
Αύριο, χαράζοντας λέξεις αλήθειας
στο σώμα του ήλιου, ο νόστος θ’ ανάψει τα κρίματα
χωρίς τα τερτίπια του ασύλληπτου χρόνου,
κρατώ την επιστροφή, τρόπαιο
σε άλλον ορίζοντα.

Ευγενική φιλοδοξία ένα φιλί

Κιτρινισμένος ο καιρός,
από τις σκισμένες δαντέλες τής μνήμης
τα όνειρα, άναυλα έφυγαν
ένα κερί αναμμένο μέρες και νύχτες στο παράθυρο
κι απ’ έξω, στην αστροφεγγιά τού παγωμένου βοριά
ωχρό μετάξι η θύμηση,
μια μόνο κλωστή κρατά
σπαραχτικά η ψυχή μέσα στα κρίματα
και η γνώση μάταιη χωρίς τη νιότη
ποιαν όραση να δοξάσουν τα μάτια στην ίδια πλατεία
πριν χαμηλώσει κι άλλο το φεγγάρι στην προκυμαία. 

Ώρες σιωπηλές,
απαρνημένος εαυτός δίπλα στ’ αγάλματα
ένα ξυλάκι κανέλλας σκλαβώνει την απουσία
οι σταγόνες παγώνουν στον καθρέφτη
ξενιτεμένες σκέψεις τού έρωτα συντρόφισσες
στο λίγο μιας αγάπης
στην ίδια πόλη θέλω να χαθώ
σε μια δύση φορτωμένη σύννεφα χρυσά
με το βλέμμα γεμάτο κοχύλια
με την αφή του χιονιού στο πρόσωπο
με την ίδια μισή φωτογραφία στα χέρια
αδίδακτη, νικημένη, αλύγιστη.

Όλο το νόημα του κόσμου
μια νύχτα ήταν…
Τα σημάδια στην πόρτα, το ρόπτρο εκεί, το δάκρυ αψύ
εξόριστος ο ήχος τής θάλασσας στην άλλη πλευρά
απόψε βγήκα έξω, περιττό βάρος οι σκέψεις,
απόψε δραπέτευσα από τη φυλακή μου,
με το κόκκινο μου παλτό, στο Λιστόν μεσάνυχτα,
φιλί στον άνεμο, όχι, φιλί στο χιόνι,
το χιόνι που πέφτει
ανέλπιστη χαρά στην παλιά πόλη, στη Σπιανάδα,
στο Καμπιέλο,
στις στέγες στην πάνω πλατεία
στην Εβραϊκή Συναγωγή,
στον Ανεμόμυλο
και στα σπασμένα μου φτερά, απόψε,
απόψε στο καλντερίμι
ευγενική φιλοδοξία ένα φιλί
κι ένα τριαντάφυλλο, στην Κέρκυρα.
Τίποτα δεν τελειώνει εδώ,
θυμάσαι ακόμη τις κρυφές γωνιές
αυτές που μπορείς να σταθείς
για να περάσει ο έρωτας δίπλα σου
και να σε κρατήσει τελικά
από το χέρι η αγάπη
στο κατώφλι ενός άλλου αιώνα.
Χιονίζει, είναι όλα όμορφα απόψε.
Χιόνι φιλί τ’ ουρανού…

Ω Δίκτυννα Λιμναία!

Κορφή ψηλή και φανερή, πηγή τής φαντασιάς μου
λάμπει η χαρά ολόχρυση,
οκτώσχημη ασπίδα
ξομπλιάζει η Πούλια ουρανό
άστρα κεντά ο Εντίχτης
διπλός κόμπος η ζώνη μου στις άκριες τα κουδούνια.

Ξέστηθη ναι, δε ντρέπομαι,
η πάχνη στα μαλλιά μου
φέρνει περίσσιες μυρωδιές,
ξυπνήσανε τα φίδια
και μια ανεξήγητη γραφή απ’ τη λερή την πέτρα
στα μάτια φανερώνεται, στα μάτια πεταλούδες.

Κατράμι βάφει τα βουνά, εκείνα που απαρνιέσαι
κι ύστερα φταίνε οι κεραυνοί
και τα βαθιά κρυμμένα.

Η Όστρια το μολογά, τα νέφαλα πλανεύει
χορεύει η απάρθενη ψυχή
όμορφη, αλαφροπόδα,
στην Έργανο ονειρεύεται,
στην Τσίβη αγαπιέται
και στη Σελένα προσκυνά νιοφτέρουγο φεγγάρι.

Μεθά ο ήλιος στο Σπαθί οι άγνωροι ίσκιοι τρέμουν
γυρνά τ΄ αδράχτι η ζωή
με τ’ αργυρό σφοντύλι.
Στο φιλντισένιο χτένι σου,
στον αργυρό αργαλειό σου
σαν ψιχαλίζει τ’ όνειρο,
σαν ο καημός νικιέται
σαν ο πρωτόφαντος ανθός, απ’ τον παλιό μου πόνο,
πίνει νερό και ξεδιψά,τον θάνατο μαλώνω
Βουίζει τ’ άγριο πέλαγο στην απλωσιά τού Νότου
βογκούν στοιχειά και κύματα,
εφάρδυνε η καρδιά μου,
μιλώ για εσένα, κελαηδούν οι πέρδικες στα πλάγια
κι ο αλαργινός ορίζοντας γοργά κοντοσιμώνει.

Άβατη σκέψη,
απρόσιτα περάσματα του νου μου
να λαμπαδιάσει το κορμί σε άγρια καταιγίδα.

Ευλογημένη η πρώτη αρχή
σημάδια ξεβαμμένα
απ’ τα παλιά πατήματα και την αρχαία γέννα.
Έλα κοντά, φλούδα σκουριάς
φως και φωνή στο χώμα
μιας ξεχασμένης εποχής κρίνα λευκά στο σώμα.

Σαλεύει ο νους,
τα μάτια ογρά, μάτια γεμάτα ρόδα,
κυλά παμπάλαιο το νερό
τρέχει και δεν γυρίζει
συλλαβιστά χαρίζεται και μυστικά ξορκίζει.
Εδώ τελειώνει η ζωή, εδώ και ξαναρχίζει.

Εσένα θέλω να σωθώ, με λέξεις αναπνέω
κι αν δε σωθώ, δε σώζεσαι,
στη μια σου λέξη καίω.
Το κροσσωτό μαντήλι μου και τα σφιγμένα χέρια
λύνω στο βραδινό ουρανό σ’ αληθινό σκοτάδι,
εγώ εδώ γεννήθηκα σ’ ένα βαθύ πηγάδι.
Μεστώνει ο νους την πεθυμιά ανθίζουν μαντιλίδες,
μια διψασμένη μέλισσα, οκτώ χρυσές σφραγίδες,
φωνάζω, απαντά η σιωπή
κι ύστερα η Κεραζώζα
ψιχαλιστά, ζωγραφιστά το βλέμμα σου κερδίζει
μίτο καινούριο η ζωή απόψε σου χαρίζει.

Φλόγα ζεστή που σε καλεί ν’ ανάψεις τα σκοτάδια
στην πυρωμένη άβυσσο
γυπαετός γεννιέται
ακούω τον πρώτο μου εαυτό,
σπαράζει από αγάπη.

Δίκτη, ποιά κόρη αθώρητη στο δώμα σου χορεύει
ποιά την καρδιά μου άγγιξε
κι ανοίξανε τα μάτια,
βαστά μαντάτα
και χρυσές περγαμηνές στα χέρια
γλυκός ο πόθος την αυγή καίγεται πριν με κάψει.

Τα λόγια στάχυα αθέριστα,
δάκρυα πετρωμένα
ήταν γραμμένα κι άγραφτα πριν γίνουν πεπρωμένα.
Πλήθια του ανέμου τα προικιά
μού τάζουν απ’ αλάργα
μα δεν μ’ αφήνει η ρίζα μου
μήτε η βαθιά πληγή μου.
Άτρεμη η λίμνη των ματιών,
στα μάτια χελιδόνια.
Γυναίκα χαλκογόνατη, Δίκτυννα αρχαία κόρη,
γλιστρούν οι ομίχλες χαμηλά
στο σάλεμα τής ρίζας
σε πέτρας σπλάχνο η ελιά.

Δίκταμο ο αέρας μύρισε
άχραντη αγάπη όπως παλιά
γεννιέται κάθε Άνοιξη του νου άγια κατάνυξη.

Να δοξαρέψω το κορμί γυρεύω αιτία κι αφορμή,
ο πόθος παραστράτησε
κι ο Έρωτας ξεστράτισε.
Κόκκινο μήλο και κρασί, εσύ τ’ αγκάθι μου, εσύ.
Πικρά ηλιοβασιλέματα βυθίζονται στα βλέμματα.

Καινούρια η περπατησιά
του τόπου και του ανθρώπου.
Στη μυστική σου δέηση η λίμνη τής ψυχής μου
ανάσα δεντρολίβανο,
τ’ αηδόνια ζευγαρώνουν
αγρύπνησε ο λεμονανθός, ξεφάντωσε το κλήμα
η ώχρα πέταξε βλαστούς κι ο βράχος παπαρούνες.

Βροχές και χιόνια και νερά, απ’ τ’ ακριβά σου μάτια
αστέρευτα ω Δίκτυννα!
Ω Δίκτυννα Λιμναία! Ο κόσμος ξαναγύρισε
ποτίζονται και οι λέξεις,
χείλη βροχής και προσευχής,
αφίλητα τα χείλη,
παραφυλούν στ’ απόκρυφα, μετράς τα καλοκαίρια.

Κρήτη μου βιγλατόρισσα αφέντρα του πελάγου

Κρήτη μου βιγλατόρισσα, αφέντρα του πελάγου
Πετάξανε οι σταυραετοί ως τις ψηλές μαδάρες
ανοίξανε οι καστρόπορτες οι κλειδαμπαρωμένες
για να διαβούνε λεύτεροι οι σαραντάπηχοι άντρες.
Γέμισε άστρα ο ουρανός, χιόνια ο Ψηλορείτης
πώς καμαρώνει η λυγερή η θαλασσοζωσμένη
που είναι υφάντρα του έρωτα,
της λεβεντιάς κεντήστρα.

Ολόγιομο φεγγάρι μου μη λυπηθείς το ασήμι
κι ασημοστόλισέ τηνε όλη απ’ άκρη ως σ’ άκρη
να λάμπει να φεγγοβολά σαν το καθάριο δάκρυ.

Ήλιε μου, κοσμογυρευτή, σε ποια κορφή ν' ανέβω
να ιδώ ακρογιάλια αλαργινά να τα γλυκοφιλούνε
τα κύματα και τα πουλιά τ’ αδικογερασμένα.
Φεγγάρι μου, στη δύση σου σκύψε να τη φιλήσεις
στην άκρη σκύψε του γιαλού τη δίψα σου να σβήσεις
να φεγγαροστρωθεί ο αφρός κι οι άνεμοι καλεσμένοι
να ξεσηκώσουν πεθυμιές κι ονείρατα κι αγάπες
να μη χωρούν τον έρωτα όλες του κάστρου οι στράτες.
Ήλιε μου, λύχνε τ’ ουρανού στο γλεντοκόπημά σου
άσ' τηνε να χτενίζεται και με τ' αποχτενίδια
που είναι χρυσά, που είναι αργυρά, που είναι μαλαματένια
της λευτεριάς και της ζωής να σμίγει δαχτυλίδια.

Αυγή στο σταυροδρόμι σου το αγγελομάχισμά μου
μες στα φαράγγια ν’ ακουστεί, στα διάσελα, στον κάμπο
να γίνει αέρας και καπνός να φτάσει στην αυλή μου
κι ας βρει την πόρτα ανοιχτή, στρωμένο το τραπέζι
νά βρει τον γέρο λυρατζή παλιό σκοπό να παίζει.

Μια χούφτα χώμα απάτητο απ’ τις ψηλές μαδάρες
ήθελα να ’χω φυλακτό στο ξένο προσκεφάλι
τις νύχτες να ονειρεύομαι πως η βροχή με φέρνει
κι απ’ το Ακρωτήρι αντίπερα στο Βάι να μ' ανασταίνει.

Μ’ ακούω κάλεσμα ακριβό
στο αχνοφέγγισμά της μαρμαροστρώνεται ο γιαλός
να ’ρθουν εχθροί και φίλοι
ένα να γίνουν οι καρδιές
να δώσουνε τα χέρια
χορό να σύρουνε τρανό στα φεγγαρένια αλώνια.

Ψυχή μου ρόδο άλικο είσαι και δε φοβούμαι
φωτιά πατείς δε καίγεσαι, το δάκρυ δε σε πνίγει
έμπα σε τούτο τον χορό,
εγώ σε λευτερώνω
γυρίζω τη μυλόπετρα και σταματώ το χρόνο.
Σιμώστε ξένοι και δικοί σε τούτο το γιορτάσι
πιαστείτε όλοι στο χορό τώρα που παίζει η λύρα
κι εσείς γερακοκούδουνα το σείστρο μη λυπάστε
σημάνετε για ν’ ακουστεί παντού η γιορτή της Κρήτης
χαράς είναι ξεφάντωμα και ειρήνης ευαγγέλιο.

Κόρες ντυθείτε στα λευκά κόψτε μυρτιά και δάφνη
με παπαρούνες του Μαγιού στεφανoφορεθείτε
κι εσείς αγόρια αμούστακα φορέστε τα καλά σας
τα ρούχα εκείνα της Λαμπρής, της Κυριακής, της σκόλης
ορθώστε την κορμοστασιά, στο φόβο μη λυγάτε
και τραγουδείστε απ’ την καρδιά «Ειρήνη, χαίρε Ειρήνη»
στο Μάλεμε η λευτεριά δόξας μυρτιές αφήνει.
Κρήτη, εσύ είσαι το κλειδί που ανοίγει παραδείσους
εσύ είσαι ο τόπος ο ακριβός ο μυρωμένος κήπος
μάθε μου εσύ τα βήματα,
δείξε μου πώς χορεύουν απ' τη ζωή στο θάνατο
και την αθανασία.

Αγρίμια μη μερώσετε και στο γιαλό μη 'ρθείτε
μείνετε στις βουνοκορφές στα ριζιμιά χαράκια
είναι δική σας τούτη η γη
κι ο κάμπος που ’ναι αγνάντια
και τα φαράγγια κι οι σπηλιές όλα δικά σας είναι.
Εμάς μας σμίγει ο ουρανός,
ο έρωτας κι ο Χάρος,
μας σμίγει η άσπιλη βροχή,
το παχνισμένο χιόνι
η αγάπη κι ο λεμονανθός τη Μεγαλοβδομάδα
το ανεμοκλάδι το ξερό, ο κεραυνός, η σκέψη.

Μη φουρτουνιάζεις θάλασσα μέρωσε το θυμό σου
και άφησέ με να διαβώ στο σφραγισμένο τόπο
μη χάσω την τρανή γιορτή, το σμίξιμο, το γλέντι
απόψε είναι ένας λαός ολόκληρη η οικουμένη.

Ακριβομιλημένη εσύ και θαλασσοκρατούσα
Απ’ το αγγελοφτερούγισμα βγαλμένη η δύναμή σου
ποια λειτουργιά, σε ποια εκκλησιά
να κάμω στ’ όνομά σου
με ποια λουλούδια ολόλευκα να σ’ ανθοστεφανώσω
κυρά στο αστραποφέγγισμα
κι αρχόντισσα στον ήλιο.

Νησί αγιασμένο μ’ αίματα, λιανοτραγουδισμένο,
σκύβω σε μια ταφόπλακα που γράφει «Βενιζέλος»,
ακούω μια δυνατή ψυχή να τραγουδάει ακόμα,
ακούω τους χτύπους της καρδιάς στο νοτισμένο χώμα
κι ως παίζει η λύρα αλαργινά παλιού καιρού ταξίμια
κόρη ντυμένη στα λευκά βγαίνει από τα συντρίμμια
κρατεί μια δάδα και ελιά με της καρδιάς το χέρι
στο ιερό του Μίνωα κάτασπρο περιστέρι.
Τρεις κύκλους κάνει, κάθεται κι η κόρη λέει: «Ελπίδα,
δεν έχει σύνορα η καρδιά, η πιο γλυκειά πατρίδα»

Πετάει ο νους στον Χάντακα, πάνω απ’ την πολιτεία,
στο Μαρτινέγκο ο στοχασμός, η μύηση, η θητεία...
Ψηλός σταυρός απέριττος κι ένα μονάχα κρίνο
στου τάφου πλάι τη σιωπή να συντροφεύει εκείνον
παίρνεις το φως μεταλαβιά, μεγάλε Καζαντζάκη
στη φθινοπωρινή βροχή στο δειλινό αεράκι
κι ανοίγεις δρόμο στην καρδιά κι άλλη καρδιά ανταμώνει
και λέω, καλή ’ναι η μοναξιά, καλή ’ναι κι ας πληγώνει.

Σε ποιαν εικόνα θεϊκή το είδα ή στ’ όνειρό μου
ψηλά στα ουρανοθέμελα πίναν κρασί οι αγγέλοι
και σε άγιο δισκοπότηρο διαμαντοσμιλεμένο
φέραν να πιει η αρχόντισσα η κοντυλογραμμένη.
Μέσα στο αστραποβόλημα τ' αγαλματένιο χέρι
συνάζει όλα τα χρώματα για να σε ζωγραφίσει
να σμίξει σ’ ένα ξόμπλιασμα Ανατολή και Δύση.

Κυρά μου, περβολάρισσα σε κοραλλένιο κήπο
για σενα αφήνω της καρδιάς τον υστερνό μου χτύπο.
Εφτά ουρανοί, εφτά θάλασσες, εφτά στεριές κι αντέχω
χώμα στο χώμα σου ας γενώ γεννήτρα του Ελ Γκρέκο.

Χίλιες μου φέρνουν μυρωδιές τα κύματα κι ο αέρας
με πήραν οι Χαΐνηδες σεργιάνι στα φαράγγια
με τ' αλλαξοφεγγάριασμα γεννιέται το τραγούδι
και στ’ αποδιαφωτίσματα ανοίγει η ψυχή λουλούδι.

Κρήτη μου, βιγλατόρισσα, αφέντρα του πελάγου
οι αντρειωμένοι τ’ Αρκαδιού με τον Δασκαλογιάννη
στο μεσοστύλι τ’ ουρανού έχουν στρωμένη τάβλα.
Γλεντά ο Χορτάτζης δίπλα του, στην πένα ο Κορνάρος
και η Μαρία απ’ την Κριτσά κι ο Καζανομανόλης
μια μάζωξη για την τιμή και την αντρειοσύνη
και παραδίπλα ο Σγουρός με τον Βασιλογιώργη
κι ο Κόρακας κι ο Ροδινός, ο Κιόρος κι ο Ξυλούρης
και το κερκέλι στου παππού την πόρτα, όπως πρώτα
χτυπά και πέφτει το κλειδί στη στερεμένη βρύση.

Πληθύνανε οι θύμησες, οι μνήμες με καλούνε
αντάρα και πηχτός καπνός εθόλωσε ο νους μου
εδώ δεν είναι που αγαπώ, εδώ είναι τόπος ξένος
αλλού με πάει η ζωή κι αλλού με θέλει η αγάπη,
θεριεύει άγρια η φωνή σκίζει τα σωθικά μου
πέντε κολυβογράμματα σου κάνουνε το χρέος
θεριό είναι ανήμερο, θεριό μα και πανώριο
το χώμα τούτο που πετά βλαστούς κι αγάπης φύτρα
με της αυγής το πρώτο φως ντυμένο τα όνειρά μου
στο λιόγερμα η σκέψη μου, τη νύχτα ο έρωτάς μου.

Κρήτη, στο φως του Αυγερινού άρωμα εσύ και χρώμα
στο ευλογημένο χώμα σου κι εγώ μια χούφτα χώμα.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 8 Νοέμβρη του 2020

Βιογραφικό

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοιχτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία

Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, μυθιστόρημα
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, μυθιστόρημα
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, διηγήματα
Αύριο, στάχυα οι λέξεις, ποιητική συλλογή
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, διηγήματα

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.politeianet.gr/

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;