Ο καπετάνιος στην ποίηση (Ποιήματα)

Ο καπετάνιος στην ποίηση (Ποιήματα)

Από τον κυβερνήτη των θαλασσών είναι εμπνευσμένο το σημερινό μου αφιέρωμα. Τον καπετάνιο! Για να δούμε κάποια ποιήματα που γράφτηκαν γι' αυτόν!

Ο πλοίαρχος Φλέτσερ-ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

* Ο Γερμανός εμποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ εξώκειλε στον Ματαπά με το φορτηγό «Σχέλδ», γιατί λόγω ομίχλης δεν μπόρεσε επί μέρες να κατεβάσει τον ήλιο με τον εξάντα. Τρελάθηκε και πέθανε στον Πειραιά από ηλίαση.

Στον ποιητή Κώστα Ουράνη

Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το «Σχέλδ» στον Ματαπά
μία μέρα που των θαλασσών παλεύαν τα στοιχεία,
γιατί ήλιος δεν φαινότανε το στίγμα του να βρει
ούτε μπορούσε απ' τις στεριές να πάρει αντιστοιχία.

Κι αυτό στο μέρος που έπεσεν εσφήνωσε βαθιά,
τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί μεμιάς το καταστρέψαν,
μα τίποτ' απ' το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς
κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν.

Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μία μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία,
κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό
την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία.

Κοντός, με το πηλίκιο του, το γείσο το χρυσό,
και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του, τ' αστέρια,
έμπαινε μόλις άρχιζε ν' απλώνεται η νυχτιά,
και την αυγήν αναίσθητο τον βγάνανε στα χέρια.

Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σχίστηκε η στολή,
τα ωραία του ρούχα επούλησε, την πέτσινή του τσάντα,
κι ένα εργαλείον εκράτησε μονάχα, ναυτικό,
τ' όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα.

Η στεναχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά,
μέρα τη μέρα σ' ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν.
Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά,
κι οι ψείρες πάνω στα ξανθά του γένια επερπατούσαν.

Όταν ο ήλιος φλόγιζε τον αττικό ουρανό,
αυτός με τον εξάντα του στο χέρι εξεκινούσε,
το ύψος γοργά υπολόγιζε σε μία μαούνα ορθός,
κι ύστερα αισχρά μουντζώνοντας τον ήλιο, εβλαστημούσε.

Μα κάποια μέρα βλέποντας με τ' όργανο ψηλά,
έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου,
ενώ σιγά σαν πάντοτε, φαιδρός και φλογερός,
ο ήλιος την κανονική διέσχιζε τροχιά του.

Πηγή: Μαραμπού,1933

Ο θαλασσοπόρος- ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ

Έχω ένα καράβι, τόσο, με πανιά,
θάλασσες αφήνει, θάλασσες περνά.

Άφωνος στον κίνδυνο και θαλασσομάχος,
ταξιδεύω σχίζοντας πέλαγα μονάχος.

Στου περιβολιού μας τη δεξαμενή
τα νερά τους σμίγουν πέντε ωκεανοί!

Γύρω περιμένουν στις ακτές οι κάβοι
δίπλα τους ν’ αράξει τ’ άσπρο μου καράβι.

Στην Ινδία, στο Βόλγα, στο Μισισιπή
τρέχει το καράβι μου, πάει σαν αστραπή.

Το φεγγάρι μέσα απ’ το πυκνό πλατάνι
στα ταξίδια του όλα συντροφιά μού κάνει.

Προς τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,
το τιμόνι αν στρίψω, να κι η Αφρική.

Πίσω απ’ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα,
έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα.

Το Σουέζ, την Πόλη και τον Παναμά,
ως να με φωνάξει για φαΐ η μαμά.

Καθισμένος πλάι σε μια γλάστρα δυόσμο
δέκα χρόνων πλοίαρχος, γνώρισα τον κόσμο!

Πηγή: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο,Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975

Ο γυρισμός του καπετάνιου-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ-ΛΑΥΡΑΣ

Καπετάνισσα,σου φέρνω από την Πόλη φορεσιά΄
κεχριμπάρια,τζοβαΐρια,μες απ'την Οντέσσα,
να λαμποκοπάς,καλή μου,σα θα πας στην εκκλησιά,
σαν τη χαραυγή η δροσιά-κ'έγια-λέσα!

Και στα ξένα,κάποιο βράδυ που με κέρασε κρασί,
μου'δειχνε κοράλια χείλια-πειρασμό-η μαργιόλα,
μια ξανθή. Μα γω της είπα: Κοραλένια,όπως εσύ
έχει μια άλλη στο νησί!κ'έγια-μόλα!

Λίγο βοήθησε,Άη Νικόλα,μαϊστραλάκι να στρωθεί,
κ'έτσι αρχύτερα να μπούμε στο λιμάνι μέσα,
δυο ματάκια να στεγνώσουν,μια καρδιά να στεριωθεί
απ'τον πόνο το βαθύ-κ'έγια-λέσα.

Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Δωδέκατη ώρα,1968

Ταξίδι-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΙΝΟΥ-ΑΡΜΥΡΑ

Διάλεξα για καπετάνιο μου,
το γλάρο,το γοργόφτερο πουλί.
Με πήρε στ'ανοιγμένα του φτερά
κι όπου τ'αρέσει,ας με πάει΄
Στο Νότο;-σαν να μ'αρέσει,αλήθεια-
Στο Βορρά;κι αυτό το ίδιο
Στη Δύση;Στην Ανατολή;
Μα τι με νοιάζει
Πάρε με,καπετάνιε μου μακριά,
άσε το ρόλο της να παίξει
η τύχη η πανούργα...
Το εισιτήριο που κρατώ
δεν γράφει "τόπο"

Πηγή: Μικρό και απλό

Όραμα-ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ

Ελληνικό μες στο γαλάζιο θεώρημα ο άσπρος φλόκος.
Πάνω στην πλώρη ο κασιδιάρης μούτσος συλλογιέται.
Μια όμορφη στη σκότα είναι του τριγκέτου ζωγραφισμένη,
δεν είν’ αυτός που την αγαπά αλλ’ ο Καπετάνιος.

«Μέσα στη λεβέντικη καρδιά του Καπετάνιου με τα μουστάκια,
όλες τις θάλασσες και τους γιαλούς του κόσμου που δεν ξέρω αρμένισα.
Εσύ Αδελφή του Μέγ’ Αλέξανδρου που για τ’ αθάνατο τριγυρίζεις
ακολούθα μας σαν δέλφινας, γιατί ζει και βασιλεύει μα την πίστη μου.

»Από τις Ίντιες εκεί που λεν ότι έφτασε ίσως να γυρνάμε τώρα.
Μπορεί από πλιο μακρύτερα. Ποιο λιμάνι να πρωτοσυλλογιστεί ο νους;
Λαός πολύς παντού μ’ άλλες κουβέντες, που κι ο Καπετάνιος συνεννοόταν φαρσί.
Έχουμε τ’ αμπάρι με πραμάτεια κάργα και ρεγάλα για την όμορφη».

Συχαρίκια παίρνει ο Βίγλαρης και το μπάρκο άραξε.
Στα σοκάκια τον ανήφορο για τη σαστικιά του πάει ο Καπετάνιος.
Ανεβάζοντας από τη θάλασσα έναν κουβά, νίβεται ο Μούτσος.
Αγναντεύει τ’ άσπρο σπίτι της με τις γλάστρες στα παράθυρα.

Πηγή: Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) ,1988

Το νησί των θησαυρών-ΦΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

Το ταξίδι ήταν μακρύ
ίσως και δύσκολο
κι ο καπετάνιος είχε τις αμφιβολίες του
για τον ποιόν του πληρώματος∙
είχε διαρρεύσει κιόλας η είδηση
ότι τάχα ψάχνανε για κάποιο νησί
με κρυμμένους θησαυρούς∙
τη φαντασία πυροδότησε
ακόμα περισσότερο το όνομα του καραβιού
που λεγόταν «Κάπτεν Φιλντ»
και ανήκε σε έναν περιβόητο πειρατή.
Όμως ο ιδιοκτήτης, ο καπετάνιος
κι ο μικρός Χόκινς
είχαν άλλα στο μυαλό τους∙
αυτούς τους ένοιαζε να φτάσουν
σε ένα νησί που το λέγαν Ιθάκη
κι όπως είχαν ακούσει
όποιος έφτανε σώος εκεί
κέρδιζε όλους τους περιούσιους θησαυρούς.

Πηγή: Δελτίο καιρού ,2010

Περίπατος με τον καπετάνιο-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Στην αδελφή μου
Όταν τ’ άστρα ξεκουμπώνουν τα παράθυρα
Και μου δείχνουνε το δρόμο προς το πάρκο,
Βλέπω στο βάθος το πρόσωπο.
Τα άγρια μάτια, τα υγρά του μάγουλα.
Οσμή καπνού και μακρινά τριζόνια.
Στρίβω στην πόρτα το κλειδί: Νοστάλγησε…
Έφυγε νέος. Ως τις πρώτες λεύκες
Διστάζει ακόμη. Μένει πίσω μου.
Μωρουδιακά στο γρασίδι.
Τολμώ να του μιλώ με τ’ όνομά του:
«Απόστολε,
Χτες που ξεσκόνιζα την ωραία σου εικόνα,
Το τοπίο τού σερβάν σ’ αναγνώρισε».
Φλοίσβος στο ρούμι, αλάτι στο κερί.
Σβήνει ο θυμός κι οι δισταγμοί. Χαίρεται
Που είναι ανάμεσα σε τέτοια πλατάνια.
Για όλους μας ρωτά, έναν έναν.
«Αχ», λέει, τέλος, και κουνά
Σ’ αποχαιρετισμό το ναυτικό κασκέτο.
Χρυσός στα νύχια, ρόδινο γυαλί.

Πηγή: Ο τρόμος ως απλή μηχανή, Εκδόσεις Πατάκη,2013

Μοναξιά κι αρμύρα -ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΚΕΛΗΣ

Με το κεφάλι μου θολό μες στο RADAR χωμένο,
μετρώ τις ώρες της σιωπής, γαλήνη περιμένω,
βουνό το κύμα έρχεται δεν ξέρω τι να κάνω,
παίρνει θωριά, υψώνεται, σκάει στην πλώρη επάνω.

Στο περιβόλι της ψυχής η ερημιά φυτρώνει,
κοιτάζοντας τον μπούσουλα, κρατώντας το τιμόνι,
τα γόνατά μου λύγισαν απ' το βαρύ φορτίο,
του πόνου και της μοναξιάς στον ναυτικό μου βίο.

Κτυπώ την πόρτα μοναξιάς, ο πόνος μου ανοίγει,
και μ’ ένα δάκρυ καυτερό θέλω για να ποτίσω,
της προσδοκίας τον ανθό που με αγάπη σμίγει,
με τα γλυκά σου τα φιλιά να πιω και να μεθύσω.

Σκόρπισε νύχτα το πυκνό και μαύρο σου σκοτάδι,
για να ’ρθει γλυκοχάραμα κι ο ήλιος να μου ρίξει,
τις λαμπερές ακτίνες του, το απαλό του χάδι,
κι ουράνιο τόξο της χαράς εις την καρδιά ν’ ανοίξει.

Με τα φτερά του λογισμού τη μοναξιά μου σπάζω,
σαν το πουλί μες στο κλουβί χωρίς αέρα μοιάζω,
και τ’ άστρο όπου ξέκοψε φωτολουρίδ’ αφήνει,
δροσοσταλίδες της αυγής ο ήλιος που τις σβήνει,

και ποια ψυχούλα έσβησε
στης νύχτας τη γαλήνη;

Απονομή Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟΥ από το ΙΔΡΥΜΑ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΣΙΑΦΛΑ-ΜΠΑΛΟΓΛΟΥ, στον Διαγωνισμό Ποίησης το 2019. 

Πλόες ερωτικοί (1)-ΜΑΝΟΛΗΣ ΞΕΞΑΚΗΣ

Εγώ, ο Μανόλης Ξεξάκης,
καπετάνιος της αμφιβολίας για τα συμβαίνοντα στον κόσμο,
το «σωτήριο» έτος 1974,
προσπαθώντας να βρω το δρόμο μου,
μέσα από συγκρουόμενα ίχνη, που οδηγούσαν σε αμφίβολα λιμάνια,
διάκρινα στο παρελθόν μου, τοποθετημένο ψηλά,
ένα αβέβαιο κύμα από έρωτα,
που επιθυμώ να κατρακυλήσει στην αφρισμένη πρύμνη,
μακριά απ’ τη γέφυρα του καραβιού.
Λοιπόν, βρισκόμενος σ’ εφτά πατώματα ύψος-ψηλά,
έβλεπα απέναντι το σπιτάκι της λογικής σκοτεινιασμένο.
Κι άρχισε να ρίχνει απ’ τη νύχτα στις τρεις.
Έριχνε χιόνι πεταλούδα και σκεπάστηκαν τα δέντρα.
Σηκώθηκα και περπάτησα σε διάδρομους νοσταλγίας
κι επέστρεφε και χάνονταν συνεχώς
ως το λευκό χιονισμένο πρωί, η εικόνα σου στο μυαλό μου.

Πηγή: Πλόες ερωτικοί ,1980

Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!-ΟΥΟΛΤ ΟΥΙΤΜΑΝ

Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!
Το φοβερό ταξίδι μας έχει τελειώσει•
Το πλοίο βάσταξε κάθε βιτσιά, το έπαθλο που αποζητήσαμε το έχουμε σηκώσει•
Το λιμάνι είναι κοντά, ακούω τις καμπάνες, συνεπαρμένο κόσμο,
ενώ τα μάτια τους ακολουθούν τη σταθερή καρίνα, το σκάφος βλοσυρό και θαρραλέο:
Μα ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ω οι αιμοσταγείς στάλες του κόκκινου,
Εκεί στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
Πεσμένος κρύος και νεκρός.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!
Ορθώσου κι άκου τις καμπάνες•
Ορθώσου – για σένα τη σημαία κυματίζουν – για σένα η σάλπιγγα ηχεί•
Για σένα ανθοδέσμες και μετάξινα στεφάνια – για σένα στις ακτές μαζεύονται τα πλήθη•
Σένα ζητούν, οι μάζες οι παλλόμενες, στρέφοντας τα ανυπόμονα πρόσωπά τους•
Να Καπετάνιε! πατέρα αγαπημένε!
Το χέρι αυτό κάτω από το κεφάλι σου•
Όνειρο είναι πως πάνω στο κατάστρωμα,
Είσαι πεσμένος κρύος και νεκρός.
Ο Καπετάνιος μου δε μ’ απαντά, τα χείλη του ακούνητα κι ωχρά•
Ο πατέρας μου το χέρι μου δε νιώθει, σφυγμό δε θα 'χει πια ποτέ ξανά•
Το πλοίο έδεσε άγκυρα σώο και αβλαβές, η πλεύση του ανήκει πια στο χθες•
Από ταξίδι φοβερό, το πλοίο νικητής, εισπλέει με σκοπό επιτυχή•
Πανηγυρίστε, ω ακτές, χτυπάτε, ω καμπάνες!
Όμως εγώ, με πάτημα θρηνητικό,
Γυρνώ τη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει
Πεσμένος κρύος και νεκρός.

Μετάφραση :Μαρία Θεοφιλάκου
Πηγή:https://enallaktikiagenda.gr/

Στον Καπετάν Αντώνη Εσπινόζα-ΡΑΦΑΕΛ ΑΛΜΠΕΡΤΙ

Πάνου στο καράβι σου (πράσινο βάθρο από θαλασσινά φύκια,
από κολητσάνες,κοχύλια,σμαραγδένια απόνερα)
Καπετάνιε των ανέμων και των χελιδονιών,
σε παρασημοφόρεσαν οι καταιγίδες.

Για σένα τ'ακρογιάλια με τα σερπετά μέτωπα
κινούν,όταν αλετρίζεις τα νερά,τραγούδι:
-Θαλασσινέ,ελεύθερε άνθρωπε,που κυλάς στις θάλασσες,
πες μας τα ραδιοφωνήματα του πολικού σου άστρου.

Καλέ μας Θαλασσινέ,υγιέ των βοριανών θρήνων
λάσπη της νότιας γης,παντιέρα στην αυλή
την αφρισμένη του νερού,κυνηγάτορα των σειρήνων

όλα τα δεμένα ακρογιάλια του κόσμου
σε ικετεύουμε να μας πάρεις στο βαθύ αυλάκι του καραβιού σου,
κατά τη θάλασσα,συντρίβοντάς μας τις αλυσίδες.

Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης
Πηγή:Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Διόσκουροι

 

Έρευνα-επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

 

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;