Κύμα. Κάθε φορά που ο άνεμος αγγίζει τη θάλασσα, όμορφες ρυτίδες στολίζουν τη γαλάζια επιφάνεια. Οι ποιητές το πολυτραγούδησαν. Για να θυμηθούμε τι μας είπαν!
Ο βράχος και το κύμα-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
"Μέριασε, βράχε να διαβώ! το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο
μέριασε, μες στα στήθη μου, που `σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, που 'πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφθασεν η φοβερή σου ώρα!
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
και σώγλυφα και σώπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’εκοίταζες και φώναζες του κόσμου
να ειδεί την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’εφιλούσα
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ειδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα `φαγα, σ’έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Εξύπνησα λιοντάρι"...
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει
και σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα ψυχομαχήσει.
"Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ και τόλμησες αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω".
"Βράχε, με λεν Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του ’δη μου τ’ αχνάρια...
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ’έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα παθήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμ’εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
Γίγαντας στέκω μπρος σου!"
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε με μιας το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει,
σαν νάταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγηξε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Πηγή: Έτερα ποιήματα
Τ'αφροκύματα -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Τ'ΑΦΡΟΚΥΜΑΤΑ,που σέρνονται
και γλιστρούν και φεύγουν πάλι,
φύκια αφήνουν χλωροπράσινα
και κοχύλια στ'ακρογιάλι.
Των παιδιών τα χέρια ψάχνοντας
-ακατάδεχτοι οι μεγάλοι!-
βρίσκουν,θησαυρό παιδιάτικο,
τα κοχύλια στ'ακρογιάλι.
Ω θαλασσινές μου θύμησες,
σκόρπιες,χώριες μια απ'την άλλη,
ψάχνω και σας βρίσκω απόρριχτες
σαν κοχύλια στ'ακρογιάλι.
Πηγή: Φευγάτα χελιδόνια
Ένας λόγος για το καλοκαίρι-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (απόσπασμα)
Κύματα της άμμου φεύγοντας
ως τον τελευταίο κύκλο,
ένας ρυθμός τυμπάνου
αλύπητος, ατελείωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ’ ένα σημείο,
που δεν το ορίζω και με κυβερνά•
τα χέρια σου αγγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Φθινόπωρο, 1936
Πηγή: Σχέδια για ένα καλοκαίρι,Τετράδιο γυμνασμάτων(1928-1937),1940
Ποιο ελεύθερο κύμα-ΟΛΓΑ ΚΟΤΤΑΚΗ
Τα χέρια σου αγγίζοντας το ελεύθερο κύμα.
Γιώργος Σεφέρης
Όλα τα κύματα τα βλέπω δεμένα στην προκυμαία
Και την προκυμαία και κείνη δεμένη με τους δρόμους
Τους ανθρώπους δεμένους με τα σπίτια,
τους υπονόμους,τα καφενεία
την πλήξη,την αηδία...
Όλοι είμαστε δεμένοι με όλα
Ούτε μια γέφυρα κομμένη
Ούτε μια νησίδα γης ή ψυχής ανεξάρτητη κι αμόλυντη.
Πηγή: Ποιητική ανθολογία Άγκυρας,1971
Το κύμα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Η ρέμβη αναστάτωσε τα πλήθη
Η μέθη τ' αποκοίμισε
Πλάγιασαν οι μέρες οι κοπέλες
Οι άντρες αγωνίστηκαν τυφλά
Με ιαχές και με τερτίπια
Πνίγηκαν βλέποντας τα νερά
Να σαρώνουν τα συντρίμμια
Ο ήρωας διέκοψε την κατάρα
Μοίρασε τον εαυτό του στην αναμονή
Η καταστροφή σταμάτησε
Το κύμα σε μια αγκαλιά γης
Παρέδωσε τα παιδιά
Που κυλιόντουσαν στον ύπνο...
1936
Πηγή:https://el.wikisource.org/
Τα κύματα – ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (απόσπασμα)
Εκ των ενόντων, με συγκαταβάσεις
Μας κάλεσαν μια μέρα ν’ ανεβούμε
Στην γέφυρα που στήσανε μπροστά μας.
Μ’ αυτό δεν το δεχτήκαμε…
Δεν ξέρω πώς, όμως δεν μάθαμε ποτέ ποια τρεχαντήρια
Από ποιαν θάλασσα μας έφεραν τα ψάρια
Που σπαρταράν στο στήθος μας
Και νιώθουμε γλυκεία την δυνατήν αρμύρα.
Χθες όμως και προχθές κι ακόμη σήμερα
Το γεγονός αυτό που'ναι πολύ παλιότερο
Πιστοποιήθηκε και πάλι…
Κι ακόμη τρέμουν οι καρδιές μας μέσα – μέσα
Γιατί βαθειά μας ξύπνησαν τα αρχαία τρεχάματά μας.
Και ξεφυλλίζουν τα φύλλα
Πάρα πολλών ετών.
Ίσως γι’ αυτό δεν ανεβήκαμε στη γέφυρα των άλλων,
Μα πέσαμε στα κύματα και γίναμε ένα
Με την δική τους έκστασι και το δικό τους βάθος…
Κ’ έτσι,
Όσο κι αν τύχη να μεταβληθούνε τα χαράματα,
Όσο κι αν τύχη να τροποποιηθούνε τα καράβια,
Πάνω γραμμή,
Κάτω γραμμή,
Θα τρέχουνε τα κύματα,
Θα τρέχω με τα κύματα,
Θα τρέχουμε τα κύματα,
Όποια κι αν είναι εμπρός μας τα λιμάνια.
Πηγή: Οι κύκλοι του ζωδιακού, Ανέκδοτα Κείμενα από τη συλλογή «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία»
Σταυρός του Νότου-ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στο Γιώργο Θεοτοκά
Έβραζε το κύμα του Γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.
Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καίς δεν λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μία κρίση μαύρου πυρετού.
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.
Το Άλφα του Κενταύρου μία νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.
Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
«Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά».
Άλλοτε απ' τον ίδιο ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δύο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
άστραψες σα φάρου αναλαμπή.
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.
Πηγή:Πούσι,1947
Βόγγος κυμάτου-ΔΙΑΛΕΧΤΗ ΖΕΥΓΩΛΗ-ΓΛΕΖΟΥ
Φουρτουνιασμένη θάλασσα το καραβάκι που αγαπώ
πως πάει να μου το πνίξει!
Το βόγγο του κυμάτου πια θα τον κρατήσω 'γω σκοπό
να τραγουδάω στην πλήξη.
Λευκά πανιά στον άνεμο και πάει φτερούγα στον αφρό,
στην άγρια τρικυμία.
Μα θα γυρίσει κάποτε κι αλί μου, δείλι θα'ναι ωχρό,
με τσακισμένα ιστία.
Πηγή: Ο κύκλος της αγάπης,1964
Βροχή στο κύμα-ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
Απ'τον κατάμαυρο ουρανό ψιλή βροχούλα στάζει
κι ανθός δεν είν'εδώ να πιει,δεντράκι διψασμένο.
Εδώ είναι θάλασσα πλατιά και κύμα λυσσασμένο
κ'η ανωφέλευτη βροχή τα δάκρυά μου μοιάζει.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία,1968,Εκδόσεις Δωδέκατη ώρα,Αθήνα
ΧΧΙΙ-ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΓΝΗΣ
Χτυπά το κύμα στ'ακρογιάλι
και μας ρωτά για περασμένα,
γι'αγάπες,για γλυκά λογάκια
και για φιλάκια μυρωμένα.
Χτυπά το κύμα στ'ακρογιάλι
κι εμείς σκυφτά καθώς περνούμε,
αντίς γι'απάντησή μας άλλη
τις πίκρες μας αναμετρούμε.
Πηγή: Τ'άπαντα
ΧVI-ΠΑΥΛΟΣ ΜΙΧΟΣ
Το ολόρθο κύμα είναι εγώ
στο βράχο που σκορπάει
διαμάντια χίλια,σαν πηδούν
στου ήλιου τις αχτίδες.
Η πλώρη η ατσάλινη ωκεανούς
που σχίζει και περνάει,
να'ρθουν σε γνώριμη στεριά
του ανθρώπου οι ελπίδες.
Και η νοτισμένη όστρια
η μανιασμένη ως την αυγή
που απόμακρα βογγολογά
σαν στόματα μύρια
από στόματα που πάλεψαν
και κράζει:- Είμαι η κραυγή
χαράς της ορθής γνώσης
η σάλπιγγα η νικητήρια.
Πηγή: Στης αστραπής τη λάμψη,1960
Παράπονο στο κύμα-ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ
Μια ελπίδα νιώθω
κοντά στο απαλό κύμα
Δεν θα κλάψω άλλο πια.
Μη φουσκώνεις και συ
το γαλάζιο σου φόρεμα
Η τρικυμία με πνίγει...
Τα γαλάζια σου όνειρα
στην παλάμη μου γράφω.
Πηγή: Θαλασσινή ποιητική ανθολογία,1968,Εκδόσεις Δωδέκατη ώρα,Αθήνα
Κύματα-ΚΑΤΙΝΑ ΒΕΪΚΟΥ- ΣΕΡΑΜΕΤΗ
(Προσευχή-μοιρολόι)
Κύματα υψώθηκαν. κύματα σπάνε.
Μπόρα. αξεδιάλυτη και...σκοτεινιά.
Κύματα θεόρατα τρέχουν,χυμάνε,
πήρανε δοιάκι,τιμόνι,πανιά.
Κόρες κυβέρνισσες,ω! Κυμοθόη
-τι αν δε γροικώ τη δική σας μιλιά;-
στέλνω σε σας προσευχή-μοιρολόι,
πνέματα θεοί- στην υγρή αγκαλιά.
Σμίγουν αλλόκοτοι βρόντοι ένα γύρα.
έρμο το πέλαγο-μοίρα βαριά.
Άφρητα,μάνητα-ειδέτε-πλημμύρα,
μόνη πυξίδα απομένει,η καρδιά.
Κύματα-ολούθε-βρυχιούνται,ξεσπάνε,
κύματα σκέπασαν κει τη στεριά.
Κύματα αναπάντεχα-να!-έρχονται,ορμάνε,
μόνο ένα φως απομένει,η καρδιά.
Κόρες κυβέρνισσες . ω!Κυμοθόη,
-σβήνει η φωνή μου απ'το μόχθο αλιά!-
στέλνω,για σας προσευχή-μοιρολόι,
πνέματα,θεοί,στην υγρήν αγκαλιά.
Πηγή: Κύματα και ψίθυροι,Ποιήματα,Ξάνθη,1955
Κύμα του αγνώστου-ΟΛΓΑ ΒΟΤΣΗ
Τι ανέμους πέρ’ από τις ακτές σου μου ξεσηκώνεις,
τι μέθη για να βυθίσω ολόκληρη την ψυχή μου!
Έρχεσαι σα μεγάλο πάτημα από τη θάλασσα πάνω
και δεν ξέρω πώς να σε πω,
τεράστιο κύμα του αγνώστου,
μουσική που κινάς απ’ την κρυφή του κόσμου καρδιά
με τα δυο χέρια να με κυκλώσεις,
απ’ τη μυστική σου ευτυχία να μου δώσεις να πιω.
Πηγή:https://stixoi.info/
Ἄλλοι τὰ λένε κύματα- ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ
Ἄλλοι τὰ λένε κύματα,
μὰ κάτω ἀπ’ τὸ λειψὸ φεγγάρι
σκιὲς ἁλωνίζουν τὴ θάλασσα.
Χτυπιοῦνται, ἀγκαλιάζονται,
γίνονται πόλεμος, ἔρωτας
καὶ πυρετὸς τῆς νύχτας.
Ξεντύνονται σκίζοντας τὰ ροῦχα τους,
ἁρπάζονται μὲ βία
κι ἀνταριάζουν.
Στριφογυρίζουν ὡς τὴν ἀμμουδιὰ
κι ἐκεῖ ἡσυχάζουν,
γίνονται βότσαλα.
Δὲν εἶναι κύματα·
κι οἱ γλάροι ἔτσι τὰ ξέρουν,
ἴσως κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο…
μὰ τὴ νύχτα τὰ πράγματα ἀλλάζουν.
Πηγή: Νυχτερινές επιπλοκές,2008
Το ένατο κύμα-ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Ο χωματόδρομος μ’ έβγαλε στην παραλία
εκεί που ο γερανός σήκωνε την εκκλησία
και την άφηνε να πέσει στα νερά.
Ήρθα να ξαναβρώ την αδελφή μου τη Σίβυλλα
με τον μαύρο χιτώνα και τα πέτρινα χείλη,
το νούφαρο που με πήγε
από το ποτάμι στη λίμνη
κι από κει στη θάλασσα,
τη γυάλινη σκιά του 1959.
Χορδές φωτός, καλώδια της λησμονιάς,
η κουκουβάγια, η δεκαοχτούρα και ο νυχτοκόρακας
κι η νύχτα που έφερνε τον ήχο του χαλκού
από τον προηγούμενο αιώνα.
Στα μάτια της γάτας διάβασα
την ημερομηνία και την ώρα της αναχώρησης
κι είδα να περνούν για μια στιγμή
ο ιερέας, ο γόης κι ο μαστιγωμένος μάντης
κυνηγημένοι από προϊστορικά σκυλιά.
Έλαμπε ψηλά στον ουρανό το χιόνι του Γαλαξία
κι ανάμεσα στα πεύκα διέσχιζα το ημίφως
που χωρίζει το παιδί από τον άντρα.
Όμως τα θυμόμουν όλα σαν να ’ταν χθες.
Κάπου εδώ θα φωσφορίζει χαμηλά στους θάμνους
το ρολόι του κοραλλιού
και πάνω στο γέρικο πεύκο θα ’χει μείνει η χαρακιά
που σημαδεύει την καταπακτή των κυμάτων
κι εκείνο το κόκκινο άστρο
στο μέτωπο της Χίμαιρας.
Ανέβηκε ένα άλογο στον ουρανό
κι έσβησε τ’ άστρα με τα φτερά του.
Είδα τους βράχους του ανθρακίτη
στην είσοδο του λιμανιού,
τις μολυβένιες αλυκές μέσα στα βρύα.
Ήμουν σε λήθαργο∙ κι ήρθε μπροστά μου
η αγέννητη σκιά μου.
Σε ποια γλώσσα να μιλήσω μ’ αυτό το φάσμα,
ανταύγεια του θανάτου που έπεφτε στα μακρινά σπίτια,
στους κοιμισμένους κήπους και το φώσφορο των βυθών;
Γιατί απόψε ήμουν ο πιο μόνος άνθρωπος στον κόσμο
κι η θάλασσα κατάπινε την αιωνιότητα
όπως ο άνεμος τρώει την παραλία και τη σκόνη
στα σταυροδρόμια και τις ερήμους του ματιού.
Με το χέρι να ψάχνει τις στάχτες της Σελήνης,
με το φως που φυλακίζει η θάλασσα στα σπλάχνα της,
με τα μάτια μισόκλειστα βούλιαζαν στα νερά
οι ναυαγοί του ανέμου.
Εκεί που ραγίζει ο καθρέφτης σκοτεινιάζει το φως,
το μαύρο διαμάντι καίγεται στο κέντρο της φωτιάς
και βαθιά, σαν ήχος χιλιοτρυπημένης εικόνας
ακούγεται ο τρυποκάρυδος, ο γιος της Πηνελόπης:
«Ποτέ δεν είχαμε δικό μας έναν τόπο αληθινό,
ποτέ δεν είχε φωνή το ημίφως».
Μόνον οι άλλοι ξέρουν ποιοι είμαστε.
Εκείνο που εμείς μαθαίνουμε
είναι ό,τι δεν είμαστε κι ό,τι δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ,
όμως τι άλλο είναι η συντριβή
από ’ναν άνθρωπο γονατισμένο στην άμμο;
Και τη σποδό της νιότης τους
ποιος τόλμησε ποτέ να τη συλλέξει;
Ποιος σκέπασε την κεφαλή, τα μάτια, την καρδιά
με το νερό και με τη στάχτη;
Στη λάμψη του καραβιού που έστριψε στον κάβο
είδα για μια στιγμή να περνάει η προηγούμενη ζωή μου.
Βάζα με ξεραμένα τριαντάφυλλα,
ημερομηνίες που κιτρίνισαν,
γράμματα χωρίς αποστολέα,
η κίνηση του χεριού μέσα στα χόρτα του ύπνου,
σκουριασμένα κειμήλια,
λογιστικά βιβλία από εταιρείες που δεν υπάρχουν πια.
Ο κόλπος κλείδωνε τη θάλασσα σαν χειροπέδη.
Πηγή:Τα ρόδα της Αχερουσίας ,2008
Χαϊκού-ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ
Στροφή στο κύμα,
θαλασσινό το χάδι,
κουπί στη βάρκα.
Πηγή: Χάι-Κου-Σένριου και Ρέγκα,Λεμεσός 2014
Κύματα επιθυμιών-ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Κι ύστερα από τα διαρκώς σαράντα κύματα
τα ηλιοβασιλέματα και τους αλίπλοους ουρανούς
τα σαλάχια και τους ξιφίες στην οθόνη
και τη τεράστια κόκκινη χελώνα που με πολεμά
κάθε που ναυαγός σε έρημη χώρα να φύγω,
αυτή με το διπλό όνομα κάτω από τη φολίδα του κεφαλιού
-αφού έχουμε μαγνητίτη θα μεταναστεύσουμε μαζί-
Κι έπειτα απ’ τον καημό της θαλασσινής νεράιδας
να μαρτυρήσουμε στο αίμα τα παιδιά με
φάλαινας ουρά που λιάζονται σαν γάτες στις ακτές
Κι έπειτα από τις σουπιές που παράφορα σκορπάνε μελάνι
σκαλίζοντας όπως ανθρακωρύχοι τη σκοτεινή αρτηρία στα ύφαλα
Και αυτά και τόσα άλλα ακόμη που δεν ξέρω πώς να τα πω
Θα άξιζε στο ποίημα μια φορά να ακούσω
εκείνον να μου μιλήσει στην υδάτινη γλώσσα μου
Και τώρα έλα μου, να μου πει,
στον πορθμό να σε φιλήσω, εκείνον με τους δυο λιμένες
στης παλίρροιας την ακαταστασία, αυτήν που διαφεύγει,
κι ας είναι ψέμα της γοργόνας που αληθεύει.
Να πλαγιάσει δίπλα μου και να μου πει
Έλα μαζί μου, κι ας γνωρίσουμε εσύ κι εγώ
ιχνηλατώντας το πέρασμα των μεδουσών.
Θα άξιζε στο ποίημα μια φορά να χωρέσει
εκείνος ο παράξενος έφηβος που περπατά πάνω στα κύματα
για να πυροδοτήσουμε μαζί την πύλη προς άλλους γαλαξίες
Αν κοιτάξουμε μαζί την έκπληξη προσεκτικά, να μου πει,
θα μεθύσουμε το άλμα, εκτυφλωτικές φιγούρες όλο χρώματα
αέρινες σαν τα μικρά μου νύχια όταν τα φιλάς
τεράστιες σαν τα σκοτεινά μυστικά σου όταν τα κρατώ
Έλα, να μου πει, μαζί να κολυμπήσουμε
στα κβάντα του φωτός που `ναι ελκυστικά όταν ερωτεύονται
μέσα απ’ τις πλατείες τις ασφάλτους και τα σχολεία
γυμνοί και ξυπόλητοι να φτιάξουμε τον ωκεανό
άδολοι κι αδάμαστοι να ξυπνήσουμε στη μεγάλη θάλασσα
κύματα ταξίδια που θα φιλήσουν κοριτσιών μάγουλα
Να σπάσουμε το φράγμα του υδάτινου ήχου – το ύστατο
σύνορο-
Θα άξιζε το ποίημα μια φορά ακόμη, μια φορά,
Αν και δεν ξέρω, δεν ξέρω να πω, τι είναι αυτό που εννοώ
Πηγή: Μεταπλάσματα,Σαιξπηρικόν,2017
Κύματα και σύννεφα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Τα κύματα με τα σύννεφα
πιάνουν συχνά ψιλή κουβέντα.
Ξασπρίζουν τα πρώτα αγριεμένα
μαυρίζουν τα δεύτερα συνοφρυωμένα.
Κι όταν τα κύματα γαληνεύουν
τα σύννεφα μοιάζουν
με βαμβακοφυτείες στον ουρανό.
Τα κύματα με τα σύννεφα
έχουν ισότιμη και αμοιβαία σχέση.
Τα πρώτα τροφοδοτούν τα δεύτερα
κι αυτά, με τη σειρά τους,
καθορίζουν τη συμπεριφορά των πρώτων.
Ουδείς ποδηγετεί, ουδείς καθυποτάσσεται.
Είναι, βεβαίως, και μια σχέση ερωτική.
Κι ας φέρνει καταιγίδες και τραμουντάνες.
Καθώς ανεβαίνουν τα κύματα
χαμηλώνουν τα σύννεφα
κι αλληλοθωπεύονται
μ’ αγριεμένο πάθος.
Και δεν ξέρεις πότε εισχωρεί
το σύννεφο στο κύμα
και πότε το ανάποδο.
Και η βροχή;
Ψιλή, ραγδαία ή βροχοθύελλα,
είναι καρπός του έρωτα
κυμάτων και συννέφων.
Τα κύματα υιοθετούν συχνά
στοιχεία από τη συμπεριφορά
των συννέφων και αντιστρόφως.
Έτσι δεν ξενίζει κανένα
που αντικρίζουμε
σύννεφα κυματιστά
ή συννεφιασμένα κύματα.
Κι ο ποιητής;
Μια ζωή ποδαρόδρομο
σε κακοτράχαλα μονοπάτια.
Πώς θα `θελε να βρεθεί
καβάλα σ’ ένα σύννεφο
ή και σ’ ένα κύμα ακόμη!
Έτσι να περιδιαβεί
ουρανούς κι ωκεανούς
μακριά και πάνω
από λογής – λογής
μικρότητες, ασημαντότητες
και άλλα συναφή.
Πηγή: Φλοίσβος συννέφων,Βακχικόν,2018
Ταξίδι στο κύμα-ΜΑΡΙΑ ΑΡΓΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Όταν με κρύβει η πόλη
στ'αχανή της σκοτάδια
να μη με βλέπει ο ουρανός
κι οι ανάσες μου πνίγονται
στα μουντά πεζοδρόμια
τότε με αγκαλιάζει ο άνεμος
και μου πλέκει ταξίδι
με άστρα και κύμα.
Πηγή: Αποτυπώματα στο πουθενά,Χρόνος εκδόσεις,2019
Κύμα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΕΤΑΣ
- Αλάργα μέσ' απ' τα ποτάμια ταξιδεύω...
Έχω περάσει στα μαλλιά του ωκεανού.
Νερένια άβυσσο, το γούστο που γυρεύω:
«Κοχύλι Τρίτωνος, την δόξα του χαμού!»
Ξέρω το κύμα, τον βυθό και την αντάρα!
Έχω για ορμήνια του Νηρέα μυστικά...
Και με βλογούνε οι Νηρηίδες στην κατάρα,
όπως τη στέλνει ο Ποσειδώνας στ' ανοιχτά.
- Όταν ματίσεις τη σκουριά με το κορμί σου,
λαμπρή να βάλεις φορεσιά με τη Στριδώνα.
Να μοιάζει απόκοσμη στη λίθο η μορφή σου,
όπως στις πρώρες των Φοινίκων, η γοργόνα.
Πρόσφερε το αίμα σου, για θάλασσα κι αλάτι•
κι αν η Αμφιτρίτη δεν ρισκάρει ανταλλαγή,
δώσ' της εκείνο από κοχύλι το 'να μάτι
και ρίξ' τη εκεί, απ' όπου ήρθε, να πνιγεί.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Πηγή: http://gmanetas.blogspot.com/
Βιβλίο στο κύμα-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εργάζομαι, ψυχαγωγούμαι, μελετώ
Σαν να δειπνώ πλάι σε κομμένο κεφάλι.
Την κάθε ταραχή αποκρύπτω
Υψώνοντας τακτικά το ποτήρι
Στην πρόποση που μου ’μάθε ο θεός:
“Ας υγιαίνουν οι πενθούντες”, γιατί αυτοί
Θα παρηγορηθούνε κάποιο βράδυ, λέει
Θα τους διατρέξει από τα πόδια ως το κεφάλι
Ένα βιβλίο ανήμερο. Στο τέλος
Θα στέψει με τα ολάνοιχτα φτερά του
Τον ακέφαλο συμπότη της ζωής.
Την ώρα αυτή που κάποιος μετράει
Τα τελευταία του λεφτά ή τηλεφωνήματα
Βουτάω μια μπουκιά ψωμί στο ξίδι.
Την πόλη την μαρμαρώνει το χιόνι.
Κανένα τοσοδούλι πλάσμα, ασβός ή μέλισσα
Δεν έχει χώρο πια για τη φυλή του
Τα κοπάδια τους πηδάνε στο κενό.
Δεν θα τελειώσει αυτός ο δείπνος
Αέρας σπρώχνει τα χαρτιά μου στη θάλασσα
Όλα των στίχων μου τ’ αναμμένα καντήλια
Στο κύμα. Να τα σβήσει το νερό.
Μήπως μιλήσουν πράγματι οι φλογίτσες
Όταν μείνει το ποτήρι μου αδειανό.
Πηγή: Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Μελάνι,2019
Κύμα της θάλασσας-ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΜΟΥΣΤΑΪΡΑΣ
Κύμα της θάλασσας κι αγέρι πελαγίσιο
και μια γραμμή λευκός αφρός,που ακολουθεί
και σβήνει,χάνεται,μακριά στο βάθος,πίσω...
Καράβι πάρε με μαζί να ταξιδέψω
και να πιστέψω πως αν φύγω θα σωθώ,
από το τίποτα του τώρα αν μισέψω.
Στην πλώρη τ'όνειρα,σε ήλιο βουτηγμένα,
λουσμένο στ'άπειρου γαλάζιου την ψυχή,
ν'ανοίγει δρόμους που είχα πάψει να προσμένω.
Φύλλο η καρδιά μου στα πελάγη πεταρίζει,
σκίζει το φως κι αποζητάει άλλη στεριά,
μακριά πολύ,τόσο που το όνειρο θα ορίζει.
Σε τόπους άγνωστους να φτάσω αποσταμένος,
κάτω από ξένους,μακρυσμένους ουρανούς,
ταξιδευτής,για νέους κόσμους διψασμένος.
Πηγή: Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2020
Μιλάμε για τη θάλασσα- ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΡΒΑΝΤΑΚΗΣ
Μιλάμε για τη θάλασσα,
τον ήχο των κυμάτων
σαν βρίσκουν την ακτή
ή καθώς επιστρέφουν στη θάλασσα
ανασύροντας τα βότσαλα.
Μιλάμε για τη θάλασσα,
καθώς κοιτάμε τα κύματα
και οι φωνές μας μπερδεύονται με τον ήχο τους
και το βλέμμα μας χάνεται στις διαδοχικές αντανακλάσεις του ήλιου
στον αφρό τους.
Πόσες φορές χτυπάει η καρδιά σου από το ένα κύμα στο άλλο,
σε ρώτησα. Σώπασες, έκανες ότι μετράς, και είπες
Δε ξέρω. Δεν είναι σταθερός ο ρυθμός των κυμάτων.
Μιλάμε για τη θάλασσα,
και μιλώντας ξεχαστήκαμε
και μιλάμε σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο
στον κόσμο αυτό
παρά τα κύματα.
Και ενώ μιλάμε για τη θάλασσα,
παρασυρμένοι και εμείς από τον ακανόνιστο ρυθμό των κυμάτων
στο τέλος μόνο προσέξαμε ότι
τα κύματα
κάτι στην ακτή είχαν ξεβράσει.
Μήπως είναι κουρέλι ή κάποιο σκουπίδι του ωκεανού
σε ρώτησα. Σώπασες για λίγο, σα να σκεφτόσουν, και είπες
Όχι. Είναι ένα ανθρώπινο κουφάρι.
Τώρα πια όταν μιλάμε για τη θάλασσα,
μιλάμε και για το ανθρώπινο κουφάρι,
δε μιλάμε πια για τον συγχρονισμό της καρδιάς μας με τα κύματα
γιατί η καρδιά του δεν χτυπά και το σώμα του τον ρυθμό των κυμάτων ακολουθεί
τον ακανόνιστο.
Όταν μιλάμε για τη θάλασσα,
θα μιλάμε πια και για το ανθρώπινο κουφάρι???
ποια όνειρα ποια ψέματα ποια κύματα το φέραν ως εδώ;
Με ντροπή??? μέχρι χθες μιλούσαμε
σαν να 'τανε η θάλασσα δική μας.
Θα πνίξει η θάλασσα κι όποιον τολμήσει να πει «καλά να πάθει»
σε ρώτησα. Σώπασες, μα όχι για πολύ, και είπες
Δε ξέρω. Αν όχι θα τον πνίξω με τα χέρια μου εγώ.
Πηγή: https://www.avgi.gr
Κοντά στο κύμα-ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΑΟΥΡΗ-ΧΙΛΜΕΡ
Όταν ζεις κοντά στη θάλασσα μπορείς στο κύμα να ξεπλύνεις πολλά.
Τον εγωισμό, τον πόνο, τους φόβους, τις ελλείψεις σου.
Το αλάτι καθαρίζει στο δέρμα σου τις πληγές που πονάνε ακόμα,
κάθε άγγιγμα που δεν πρόλαβε να γίνει έρωτας.
Και τούτο το κύμα περνάει πάνω από τις λέξεις σου στην άμμο,
για να ξορκίσει όλα αυτά που ντύθηκαν στα μαύρα.
Πηγή: https://michaela-prinzinger.eu
Το λευκό του κύματος-ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΦΙΣΤΟΥΡΗΣ
Το λευκό του κύματος γήινος αντικατοπτρισμός
αντανακλά το ταξίδι της προέλευσης.
Το λευκό του κύματος ψιθυρίζει στο αυτί σου,
το δικό σου ήχο
αυτόν που θέλεις ν’ ακούσεις
απόκοσμη δική σου μουσική,
αυτή που σε συνόδευε στη ζωή.
Ίσως ξαναζήσεις τέτοιες στιγμές αν το ορίζεις
αν θεατής παρακολουθείς την αδιαφορία γύρω σου,
που σου θυμίζει διακριτικά
το ταξίδι της προέλευσης.
Στην πολυκύμαντη ζωή , αναζήτησες πολλά.
Εκείνα που σε γέμιζαν στο ταξίδι
νεκρούς σφυγμούς και ζωντανούς ήχους.
Βίωσες την ανεμοζάλη στην κοσμοχαλασιά
και το ανεμόδαρτο των αδικημένων
το ψαλίδισμα της ορμής των νέων .
Εμπειρίες μοναδικές που σε συνεπαίρνουν
επειδή ήθελες να ζεις τη στιγμή ως το μεδούλι.
Μπορεί τότε να συναντήσεις τις χαμένες ευκαιρίες,
την αναθάρρηση στο ξέσπασμα της νιότης.
Τη ζωή να σου γνέφει κάθε φορά στου κύκλου τα γυρίσματα.
Περιμένεις ανταπόδοση για ό,τι ταξίδεψες
εμπειρίες, γνώση, αναζήτηση,
το λευκό του κύματος.
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr
Κύματα-ΓΚΙΓΙΟΜ ΑΠΟΛΙΝΕΡ
Δεσμά
Σκοινιά φτιαγμένα από κραυγές
Ήχοι των κουδουνιών μες στην Ευρώπη
Αιώνες απαγχονισμένοι
Σιδηροδρομικές γραμμές τα έθνη δένετε σφικτά
Δεν είμαστε παρά μονάχα δυο ή τρεις
Ελεύθεροι από δεσμά
Ας δώσουμε το χέρι
Άγρια βροχή χτενίζει τους καπνούς
Σκοινιά
Σκοινιά που έχουν υφανθεί
Υποθαλάσσια μεγάλα παλαμάρια
Πύργοι της Βαβυλώνος που σε γέφυρες έχουνε μεταμορφωθεί
Ποντίφικες-Αράχνες
Όλοι οι ερωτευμένοι που μ’ ένα μονάχα δεσμό έχουν δεθεί
Κι άλλοι δεσμοί ακόμη πιο σφικτοί
Άσπρες ακτίνες του φωτός
Cordes και Concorde
Γράφω μόνο και μόνο για να σας ξυπνήσω
Ω αισθήσεις αισθήσεις μου αγαπημένες
Εχθροί της μνήμης
Της επιθυμίας εχθροί
Εχθροί της λύπης
Εχθροί των δακρύων
Όσων ακόμη αγαπώ εχθροί
μετάφραση: Βερονίκη Δαλακούρα
Πηγή:https://stixoi.info/
Γιγάντια κύματα,που σπάτε μουγκρίζοντας-ΓΚΟΥΣΤΑΒΟ ΑΔΟΛΦΟ ΜΠΕΚΕΡ
Γιγάντια κύματα, που σπάτε, μουγκρίζοντας,
σε μακρινούς γιαλούς κι ερημωμένους,
με αφρούς σαβανωμένο,
πάρτε με μαζί σας.
Ανεμοθύελλες που σαρώνετε
τα μαραμένα φύλλα τ'άγριου δάσους,
τραβολογώντας με στα μπλάβα ουράνια,
πάρτε με μαζί σας.
Σύννεφα που αστραπές σας κομματιάζουν
και με φωτιές τα ξέφτια σας τυλίγουν,
σερνάμενο μέσ'απ'τη σκούρα ομίχλη,
πάρτε με μαζί σας.
Πάρτε με,σας προσπέφτω, εκεί που η τρέλα
τις θύμησες θα σβήσει από το νου μου.
Σας ικετεύω. Σκιάζομαι να μείνω
μονάχος με τον πόνο μου.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου
Πηγή:Ισπανόφωνη ανθολογία ποίησης,σελίδες
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου