Ο κάκτος στην ποίηση (Ποιήματα)

Ο κάκτος στην ποίηση (Ποιήματα)

Δεν έχει φύλλα, έχει αγκάθια. Επιβιώνει στα δύσκολα! Είναι ο ανθεκτικός κάκτος. Θα τον δούμε ν'ανθίζει μέσα σ'αγαπημένα ποιήματα!

[Συνεχίζω περνώντας το τοπίο των κάκτων]-ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ

Στον τόπο εκείνον σήπεται
Στερημένο διεισδύσεως
Κι επιμονής διεισδύσεως προς την άνοδο
Τον χώρο αναπνοής
Απ’ το πλήθος των άλλων
Απλώς μεγαλώνοντας να ζητήσει
Σε ανάστημα σώματος
Που χωρίς τους χυμούς ελάχιστο έχει μείνει
Ο κάκτος
Πιο μαλακός κι ευπρόσιτος έχει γίνει

Στα ερπετά περισσότερο μοιάζουν

Πηγή: Το άλλο του πράγματος – Ποίηση 1954-1994”, εκδόσεις Νεφέλη, 1995
https://tokoskino.me

Εισβολή-ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες
Από τα δυτικά προάστια της χώρας
Γυναίκες με μπόγους στους ώμους
Αστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμο
Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση
Οι επιβάτες συνωθούνταν χλωμοί και αμφίβολοι
Το λιμάνι καιγόταν σαν δέντρο Χριστουγέννων
Αλλόφρονες δρόμοι
Ανοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτη
Το βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχία
Συναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικά
Κι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουν
Τα ξάρτια της νύχτας
Πλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιο
Πληγώσαμε τη σκέψη
Κάναμε υποθέσεις
Μπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριά
Αλήθεια πώς θα ξημερωνόμασταν
Κανένας δε φαντάστηκε
Κανένας δε μάντεψε
Κανένας

Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ
Μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιον στο χώμα
Το γέλιο στέγνωσε
Τ’ αστέρια σκουριάσαν
Τα δάχτυλα λιγοστέψαν
Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος
Νιώθαμε μόνοι τόσο μόνοι
Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα
Μια γυναίκα πικρή
Μια γυναίκα ακατάληπτη
Μια γυναίκα που χαμογελούσε
Κι όμως ψιθύριζε ανελέητα
Το όχι

Από την "Αναζήτηση", 1949

Πηγή: Συγκομιδή, 1943-1997 ,εκδόσεις Άγρα, 1997

Οι πικροδάφνες- ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Εδώ δέν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό άνηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούγεται το γέλιο τηής βιασύνης σου.
Γραμμένος δεν είσαι
ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:
στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
που δεν πάνε σε βάθος
κι εύκολα κλείνουν,
Έλση - Δημήτρης
και βέλος.
Κι άλλα όνόματα που πέρασαν
μ’ έναν καημό διάρκειας.
Στα πιο πολλά
η ζωτική γραμμή ανάμεσά τους
έθρεψε κιόλας, έσβησε.
Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.

Φυσάνε όρκοι πίσω απο τους θάμνους
και κυλάνε πέτρες.
Έρωτες που ανεβαίνουν,
έρωτες που γλιστράνε.
Το απόγευμα αισθάνεται
μια μυροβόλο απάθεια
κι ό,τι είναι λύπη
μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
Των αρωμάτων τα σώματα
βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
βαρετά άγνοούν:
κανένα δεν μυρίζει εξαφάνιση.
Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ’ τ’ όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Πού είσαι;

Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν’ απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση.

Πηγή:Το λίγο του κόσμου,1971

Η άρνηση της Ιφιγένειας-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ

Αχνοφαίνονται τα πλεούμενα, Ιφιγένεια.
Λιβάνι στρώθηκαν τα σκαλοπάτια
προς τη θάλασσα.
Το βήμα σου, το φόρεμα και τα μαλλιά
αποσταλμένοι του ανέμου.

Έρχονταν μια μια δυο δυο οι νύχτες
στις ρώγες των δακτύλων σου
και στην κορφή της πλάτης
αβασίλευτος πάντα ένας ήλιος.

Ανήμπορη να μετρήσεις τους αμπελώνες
τα χωράφια και τους ελαιώνες σου
χανόσουν σε καλοκαιριάτικο όνειρο.

Εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι σου
θέριευαν τα γεράνια
μεγάλωναν τα σπιτικά πουλιά
κι έπαιζες τα δειλινά με χαϊμαλιά
και ιστορίες αγάπης.

Βασιλοκόρη
ξέχναγες τα ωραία σάνταλά σου
όταν ο λιονταρογέννητος ουρανός
σε γυναικεία του στιγμή
ακουμπούσε στα γόνατά σου.

Ιφιγένεια, κάθε καΐκι κι ένας άγριος Απρίλης
κάθε γοργόνα πλώρης
κι ένα γιορτερό ακρογιάλι.

Γέροντες σοφοί
πριν απ’ την αρχή των δέντρων
γέροντες πολύξεροι
είχαν διηγηθεί —
πριν ακόμα γεννηθεί η Αφροδίτη
πίσω απ’ τα σύννεφα—
την ιστορία της κοπέλας
που φιλική ήταν στους ανέμους.
Κι εσύ
—μάρμαρο το φως
δέσμια κρατά την κεφαλή σου—
μίλησες στη θάλασσα την Παναγιά
γλυκά σκυμμένη
στο γιο της το Σεπτέμβρη
για τους πολεμιστές
και τις κακές τους σκέψεις.

Δεν πιστεύουν οι πολεμιστές.
Ταύροι είναι
με ήλιους ζωγραφιστούς στις πανοπλίες
και τις κνήμες
βαριά φυτεμένες στο χώμα.
Δεν πιστεύουν στους καρπούς της αναμονής
στις θάλασσες που επιστρέφουν
όλο και πιο πλούσιες —
αναγεννιούνται κι οι βυθοί.

Χρειάζεται ο καιρός του πουλαριού
των ψηλών κάκτων
της νεροφίδας
και των αστεριών ως να ξαναφανούν.
Χρειάζεται η αιωνιότητα της εμπιστοσύνης.

Μιλάνε για τη μάχη
τη θρέφουν μαζί με τ’ άλογα
και τις αγριοπέρδικες.
Όλα είναι έτοιμα λένε.
Τα αιχμηρά όπλα, τα ηνία
η γη ανασκαμμένη για τα σώματα
ο θυμός, οι φωνές των γυναικών.
Κι ο άνεμος;
Φάνηκαν τα πρώτα δελφίνια, Ιφιγένεια.
Τα πουλιά και τα καράβια ακολουθούν.
Κλαρί λεμονανθού άνθιζ’ η καλοσύνη
στο περβόλι σου.
Κι όμως ο λαιμός σου προσφέρεται
αόρατο μονοπάτι του κακού.

Θόρυβος στ’ ακρογιάλι.
Στις πλάκες του λιμανιού
πατήματα ανδρών, τρεξίματα
μαντάτα πρόσωπα.
Αρνήθηκε είπαν.

Αρνήθηκε η Ιφιγένεια.
Για την αγάπη έλεγε
για τη γλυκιά καρδιά
για ειρηνικές πολίχνες
να φροντίσουμε τα καρποφόρα
τις βροχές να δεχτούμε στην ώρα τους
για τις βοσκές
για τους Αγγέλους.

Αρνήθηκε.

Να μη φτάσουν οι πολεμιστές·
να ομορφύνουν τα κάστρα
απ’ τον κισσό
να τρανέψουν τα παιδιά.
Για τη χαρά είπε
κι ανέβηκε στους ουρανούς.

Έκπληκτοι οι στρατιωτικοί
ανέβαλαν τον πόλεμο
και την Ελένη βρήκαν ταπεινή
να ετοιμάζει το δείπνο.

Πηγή: Λύκοι και σύννεφα,1963

"Σιγά μην τρέμεις..."-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ

"Σιγά μην τρέμεις..".
Είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές
όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή
και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες
να προσκυνάς άλλα αγάλματα
αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών
που για μια μόνο στιγμή
σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά
μ’ ουράνια οικειότητα
ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα
το γελάκι, η ματιά
σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια
του κάκτου χρόνου.
Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής
ακουμπά σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό
ακουμπά στο κενοτάφιο των ονείρων.

Πηγή: Η ύλη μόνη,2001

Ύδρα-ΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ-ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ

Βράχια –
δυο κίτρινοι θάμνοι
ένας κάκτος-λόγχη
ένα καμπαναριό.
Βράχια –
δυο λουλακιά παντζούρια
μια βλοσυρή προτομή
ένας τοίχος λευκός
το μεσημέρι.
Βράχια –
μια σειρά κανόνια
δυο κατσιασμένα πεύκα
η ασβεστωμένη ράχη
μιας άσκοπης μάντρας.
Βράχια –
ένα αμέτοχο φεγγάρι
ένα Night Club
ένας γκρεμισμένος μύλος
κι εσύ
που μου κρατούσες το χέρι
γιατί έτσι συνηθίζεται.

Πηγή:Ο δραπέτης στο δέντρο, 1972

Οι ακτές των ονείρων-ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ

Ρηχές κατοικίδιες θάλασσες
χαράζοντας ρίγη ο άνεμος
με τον δείχτη και τον παράμεσο

Με το χνούδι του κάκτου στα μέλη
και τη χαίτη τ'αλόγου
ανεβαίνεις
καταπίνοντας συνέχεια γαλάζιο
με το κρυφό κλειδί των αθώων
και της αλήθειας τον άνεμο

Λυγισμένο αειθαλές της ακτής
πού συλλαβίζεις τη μοναξιά σου;

Πηγή:Το σοφό σαλιγκάρι, Συμείον 1980

Υπόθεση-ΝΑΝΑ ΗΣΑΪΑ

Το κάλυμμα μιας υπόθεσης πορφυρής ίσως.
Θα βρω άραγε από κάτω ποτέ τα νεκρά μου πρόσωπα
Ν’ αποκαλύπτουν το γέλιο;
Ακάθεκτο.
Καθώς κυλούσε κάποτε
Το αίμα στην απαγορευμένη Ύδρα
Ανταλλαγή δεδομένου μυστικού.
Μ’ ένα κάστρο κρύσταλλο.
Στη σκαιή άνοιξη των κάκτων.

Πηγή: Μορφή, Μικρή Εγνατία, 1980

Μπαλάντα για έναν άνθρωπο που πέθανε-ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ

Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.
Είναι καιρός πολύ που λησμονήθηκε
και δεν απασχολεί τη σκέψη κανενός μας,
κανενός, τουλάχιστον
που δεν τον συνεπαίρνουνε ιδέες φανταστικές,
ποιητικές εικόνες κι εντυπώσεις.
Ό,τι κι αν ο ίδιος ισχυρίζεται
ό,τι κι αν λέτε τώρα σεις:
Πως τον εσυναντήσατε στο τάδε σινεμά
σχεδόν προχθές
στο φιλμ της περασμένης εβδομάδος
είναι γεγονός τετελεσμένο: Πέθανε.
Τον είδα, Κύριοι και Κυρίες, να τελειώνει
περπατώντας κατά μήκος της ασφάλτου να βουλιάζει
σαν σε βάλτο
χωρίς κανείς να το προσέξει.
Πάντως εγώ τον είδα να τελειώνει – πώς το λένε;–
να πεθαίνει
και θαύματα στις μέρες μας δε γίνονται
δεν ανασταίνονται στις μέρες μας νεκροί,
ώστε δεν μπορώ να σας πιστέψω.
Ίσως κι εγώ να νόμισα
πως τον συνάντησα, πως μου `δωσε το χέρι
πως ετούτο, πως εκείνο
αλλά θα πάθαμε παραίσθηση ασφαλώς
γιατί τελείωσε:
Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.
Τώρα,
όσον αφορά σ’ αυτήν την ύπαρξη την εφιαλτική
που υφίσταται μαρτυρικά στη θέση του
που επιμένει να κινείται μες στα ρούχα του
και μέσα στο πετσί του ακόμα
θα `ναι ένα τερατώδες άνθος ίσως
κι αν όχι άνθος
μια υπόσταση εξωφρενική τελείως
θα `ναι ένας κάκτος ανθρωπόμορφος
που `χει φυτρώσει μες απ’ τα χαλάσματα
κι ανθίζει μες στην ερημιά τερατωδώς,
που διεκδικεί τερατωδώς το φως και τ’ οξυγόνο μας
που ελίσσεται τερατωδώς
δίχως θέληση και πρόθεση κι αισθήματα
δίχως τίποτε τ’ ανθρώπινο
τυχαία, μηχανικά, τερατωδώς.
Έτσι είναι, Κύριοι και Κυρίες
σα μανδραγόρας θα `χει αναπτυχθεί
γιατί;
Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.
Το `χουνε γράψει οι εφημερίδες
γραφτήκαν σχετικές νεκρολογίες,
ημέρες το αναγγέλαν τα νεκρώσιμα στους δρόμους:
"Τον λατρευτόν υιόν μας, θείον, αδελφόν
θανόντα ερήμην μας (προσέξατε; Ερήμην τους)
τον λατρευτόν μας συγγενή θανόντα εις την ξένην
τον λατρευτόν (το υπογραμμίζανε. Προσέξατε;)
εις το ναυάγιον της έκτης Δεκεμβρίου απολεσθέντα,
συνθλιβέντα μεταξύ ιδιωτικών οργανισμών
εταιρειών και δημοσίου δικαίου:
θανόντα, πάντως, θανόντα,
εθρηνήσαμεν, εκηδεύσαμεν
κι αύριον εις μνήμην του τελούμεν..".
Τ’ άλλα τι τα θέλουμε;
Ένα είναι γεγονός:
Ο Άνθρωπος αυτός πέθανε
ερήμην μας, ερήμην σας, ερήμην τους,
πάντως απωλέσθη πια για πάντα.
Πέθανε – Πέθανε πια.

Πηγή: «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής, 1998

Μπαλάντα για τους μελλόνυμφους-ΔΗΜΗΤΡΑ Χ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

(σε δίστιχα για σφυρίχτρα οδοιπόρου)

Ξεκινήσαμε με τη μικρή Ανδριανή
και κάτι σκουριασμένα βουναλάκια.

Ο γάτος της τής έγλειψε τους αστραγάλους,
το φίδι την έκλαιγε στα δοκάρια.

Ο διάβολος πολύ χαριτωμένος
με τ’ οργανέτο ακολουθούσε στη σκιά:

«Ανδριανή, έλεος των κάκτων,
καλοσύνη του ακάθαρτου νερού

η σηκωμένη σου μυτούλα στο βάλτο
το καλαμένιο πόδι στον πηλό.»

Παράθυρα ανοιγοκλείνουν δίχως κρότο,
Γειτόνισσες και χωρικές μάς κοιτούν:

«Ποιος παίρνει με κορμί διψασμένο
δρόμο που δεν τον πάει στον ουρανό;

Οσμή από πουλί σκοτωμένο
φτερό από χαμένο καιρό.»

Άρχισε να φυσά στο νυφικό της
στις λεμονιές μια σιγανή βροχή.

Τέφρα της μέλισσας αδάκρυτη
την πάει στην υποψία του ρυθμού.

Θυμάται να μετρά ένα ένα
τα πηγάδια που μας άνοιγε η ηχώ.

Τέλος τινάζεται σαν από ύπνο
και οι φτέρνες της αγγίζουν το νερό.

Εκεί την έχασα και πάω μονάχος
με τ’ οργανέτο μου να παίζει τυφλό.

(σε τετράστιχα για τον ανήφορο)

Μην κλαίτε πια, ψιθύρισα απ’ τη φυλακή μου,
στην άλαλη οικουμένη των παθών
μόνο οι ξαφνικές καταιγίδες
κλαίνε τα κόκαλα των δυνατών.

Προσκεκλημένη σε φιλική πανδαισία
μ’ ένα πολλαπλασιασμένο κορμί
θα βρω τη φίλη του τρελού, τη δική μου
κι από τις έντιμες κοπέλες τη μικρή.

Ως εκείνη την ανεκπλήρωτη άνοιξη,
ταπεινές μελωδίες, ντροπαλή μιμική.

Η θάλασσα χωρίς ορίζοντα ανασαίνει
όπως η μνήμη μετά τη βροχή.
Την άγονη πατρίδα μου θ’ αφήσω
προς μιαν ανέσπερη δροσερή διαμονή.

Εκεί, οι υπερήφανοι βασιλεύουν
το φως ανάβει ερημική μεταλαμπή
κι ό,τι επέζησε, θριαμβεύει
ό,τι αντέχει, θα στεφανωθεί.

Πηγή: Χώμα, Κέδρος,1999

Ερμηνεία της πόλης -ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ

Ποτέ δεν βρέθηκε σε μια παραδείσια κατάσταση
σ’ ένα περιβόλι με κάκτους
ή μπροστά σ’ ένα πομπηιανό σπίτι
παραδείγματος χάριν
σ’ αυτήν την κατάσταση εξάλλου
ποτέ δεν βρίσκονται αυτοί που αλλάζουν τον κόσμο.
Και οι ιδεολογίες έπεφταν επάνω του
όπως οι εποχές στα φύλλα των δέντρων
και τα πυρωμένα σύννεφα
και οι βόρειοι άνεμοι στους ανθρώπους.
Με την πάροδο του καιρού
άρχισε να δείχνει μια δυσπιστία με τα ανθρώπινα
όλο με αντιδικίες και ατέλειες
μ’ αυτόν τον ατέρμονα κύκλο των λέξεων
εφημερίδες, φωτογραφίες, αίματα, μνήματα
κόκαλα, προφητείες, ρήτορες, συνδικαλιστές
η ουσία των πραγμάτων, συλλαλητήρια
αλήθεια, καθαρμοί, χωροταξίες.
Και προσέβλεπε στην τελειότητα του θείου.
Πολύ αργότερα κατάλαβε
ότι η Αθηνά των Μεδίκων στη Βιβλιοθήκη της Αγοράς
ήτανε δίπλα απ’ τη βιβλιοθήκη
της οδού Αγνώστου Στρατιώτου
με τις «Μαγεμένες Ψυχές» και άλλα βιβλία
πράγματα που τα σιχάθηκε γενικά
ως αποκυήματα χρηστομάθειας
συγκρίνοντάς τα με το φως της Δήλου αργότερα.
Ήθελε πολύ να τη ρωτήσει για κάτι βαπόρια
αφού ο καθένας έχει μία θέση στην ιστορία
και μία στο άστρο της θάλασσας.
Εξάλλου ποτέ δεν θυμόταν έτσι τον Απρίλιο
με συνεχείς λάμψεις στα μάτια της.
Και το ποτάμι είναι καλύτερο απ’ τις λέξεις
συνεχώς φεύγει, εν ανάγκη αλλάζει ροή.
Στις όχθες είναι το πένθος και οι πεζογραφίες
και στα νερό ο ήλιος όπως και να περπατήσει
κάνει σκιές και φεγγάρια συνεχώς
έχει κανείς την αίσθηση
και το φως τρέμει στα μάτια της συνεχώς.
Και ο αέρας μαζεύει τους ανθρώπους δυτικά
προς τα ηλιοβασιλέματα.
Ήθελε πολύ να τη ρωτήσει για κάτι βαπόρια
και για τα άλογα του Παρθενώνα
και τελικά έφτασε να κάνει
πράγματα της βιοτεχνίας
συναναστρεφόμενος θεοκτόνους και ταυτοχρόνως
να παραγγέλλει περιοδικά της επαρχίας για ποίηση.
Υπέθετε ότι απέφευγε έτσι την βαρβαρότητα.
Και ένα βράδυ τη ρώτησε
επί της οδού Βενιζέλου
κατά πού πηγαίνουν οι ψυχές
οπότε έγιναν αμέσως αστραπές
και διασταυρώθηκαν με στίχους της Οδυσσείας
για τα άσπρα κόκαλα των ανθρώπων
ανάμεσα στις Σειρήνες
ή με τα νερά της βροχής
στις έρημες παραλίες.

Πηγή: Ερμηνεία της πόλης, 1999

[Άνυδρο ποίημα...]-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

στη μνήμη του Χρίστου Τσολάκη

Άνυδρο ποίημα

Μ’ ένα παγούρι αδειανό
διασχίζω την έκτασή σου

Σβησμένα χείλη, στεγνά,
λαρύγγι κόμπος διπλωμένος

Στο βάθος, σαν φάρσα, λιμνούλα
– τρελαίνοντ’ οι ασθήσεις μου

Καμία όαση

Μόνο μια πεταμένη λέξη,
κάκτος που επιμένει

Πηγή: «ντόρτια», Εκδόσεις ποιήματα των φίλων, Αθήνα, 2012

Σελίδα ανοιχτή-ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Όσα μεγάλα μας θωρούν
βρίσκονταν από πάντα εκεί
σελίδα που έμεινε ανοιχτή
στων κάκτων τα αδιάβαστα μάτια
με του γκρεμού την υποψία
να φωλιάζει στη γλώσσα της σάρκας μυστικά
και να θροΐζει στους τρόπους που ζήσαμε
με επιείκεια φθαρμένη
ό,τι μπορεί να διστάσει στους ρυθμούς της καρδιάς

Πηγή: Σε στΗχο πλάγιο και μόνο, 2014, Οσελότος

Χωρισμός- ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΚΑΡΟΛΟΣ ΤΣΙΛΕΔΑΚΗΣ

Βάλτοι κατάξεροι
τα μάτια μου γκρεμισμένα
της λαβωμένης σου λάμψης
κάτοπτρα ραγισμένα
Κάκτου ρίζα θανατοφόρα
ανάηχα τα σωθικά λογχίζει
που το δάκρυ σου κροκοδείλιο
με ξίδι και χολή ραντίζει
Τα μάτια σου νιώθω γυμνά
χωρίς το μπλε τ’ ουρανού το αίμα
τάχα μου ρασοφόρα
συντροφιασμένα με το ψέμα
Μα να που ο πόθος
σε λησμονιάς λίμνη βουλιάζει
κροταλιστά δονείται
και με ρόγχο επιθανάτιο κραυγάζει
Μικρός θάνατος κι αργός
ο πικρός σας χωρισμός
απ’ τον σαδομαζοχισμό
μιας αμφίδουλης συνήθειας εθισμό
Σαν κόψαν σαν τραγιά
για της Πάνδημου Αφροδίτης τον υιό
του σήψαιμου Έρωτα σφαγιά
πάνω στον ανηλεή βωμό

Πηγή: Όρνια-Λάμιες,2014

Μόνο-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Μόνο ένα πεταλούδισμα,
–Iσόβιο του άνθους κάκτου–
Αυτό το ελάχιστο
Πριν τη, γεμάτη θεό, απέραντη σιωπή…

Πηγή: Ποιήματα,Ενδυμίων,2018

Έρχεσαι με τη θάλασσα - ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

Στην Ελένη

Έρχεσαι με τη θάλασσα.
Κάθε Αύγουστο επιστρέφεις
από το κιβούρι που σε χώσαμε
τότε που στέρεψε από τα σπλάχνα σου η ζωή
κι αφέθηκες ντυμένη νύφη στα χέρια του Θανάτου.
Φτάνεις γυμνή χωρίς το δέρμα σου.
Αφημένο στα πεύκα μοσχοβολά αγριοδυόσμο και ρίγανη
κι ανάμεσα στις πτυχώσεις του φωλιάζουν γλάροι και γερανοί.

Το νιώθω είσαι δίπλα μου
αισθάνομαι την ανάσα σου
να μυρίζει υγρή μαστίχα.
Χαράματα, δυο χέρια τη μάζεψαν
από τις ρίζες των μαστιχόδεντρων
και με τα δάχτυλά σου ακόμα νωπά
από του θανάτου τα μύρα
τη στρίμωξες στο στόμα σου.
Χαράζεις με τα νύχια σου τον κορμό των αρμυρικιών.
Το ρετσίνι τους σου βάφει τα βλέφαρα.
Αρρωστημένο κίτρινο στο φόντο του καλοκαιρινού σου ουρανού
καθώς ερωτοτροπούν του Άδη οι νυχτερίδες
με του λιογέρματος τις κουκουβάγιες.
Ανάμεσα στα δόντια σου αναμασάς
τη γύρη των ανθέων και τους καρπούς από τα κόλλυβα.
Ακούω τα βήματά σου
στην καυτή απάνω του Αυγούστου άμμο.
Φτάνεις στην αγκαλιά μου
με δυο χέρια γιομάτα στάχυα
από τα παρτέρια που φύτρωσαν γύρω από τον τάφο σου.
Παραθαλάσσιος τάφος γιομάτος ψάρια και όστρακα
λουσμένος στους αφρούς της αυγουστιάτικης θάλασσας.
Μαζεύω από τα μάτια σου το κρασί,
από τα δάχτυλά σου στάζει μυρωμένο
από τα λιόδεντρα λάδι.
Κι από πάνω ένας ήλιος ολόγιομος
γιομάτος κάκτους να καρφώνει
τα σώματά μας στο βλαστό του αγιοκλήματος.

Έρχεσαι με τη θάλασσα,
με το αρμυρό νερό και τη λευκή άμμο.
Στα μαλλιά σου αφημένα τα άνθη της μυρτιάς.
Κάθε του Αυγούστου δείλι μού απλώνεις το χέρι σου.
Τα μακριά σου δάχτυλα έχουν την υφή του ψωμιού.
Μη φύγεις γιατί ο Αύγουστος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος.
Στις λακκούβες που αφήνουν τα βρεγμένα πόδια σου
ακροβατεί ιδρωμένος ο Θάνατος με μια νεκροκεφαλή στα χέρια.
Δικό μου κι αυτό παιχνίδι παιδικό.
Μη φύγεις γιατί δεν θα έχω πια τίποτα να γράψω,
δεν θα έχω τίποτα να σκαλίσω στα βράχια.
Μη φύγεις. Κρατώ τον Αύγουστο μέσα μου
και ολάκερα τα πένθιμά μου καλοκαίρια σού χαρίζω.
Έρχεσαι πάντα με τη θάλασσα, με τον Αύγουστο
κι εγώ έχω δυο χέρια άδεια που αγκαλιάζουν τον ήλιο.

Πηγή:"Μυθιστορείν", εκδόσεις Βακχικόν, 2019 

Τοτέμ-ΑΘΗΝΑ ΤΙΤΑΚΗ

Είναι εκείνες οι φορές που κάτι θέλω να πω, κι εκείνες που μένω στη σταγόνα μου, στη χαρά ενός πελάγους με το βαρκάκι τρύπιο.
Είναι κι εκείνο το δάσος με τις πυκνές κουμαριές, με το τοτέμ της αγάπης ριζωμένο, ενός παλιού φεγγαριού η ολόφρεσκη φέξη.
Είναι κι αυτές οι κολόνες σε μια πόλη δύστροπη, με τους απειλητικούς κάκτους στις πρασιές, τα μίζερα μαθηματικά και τα ευανάγνωστα κηδειόχαρτα.
Κι αυτή η Άγρια Φωνή στην άκρη ενός κόκκινου φτερού, στο έσχατο κάποιου ταπεινού ονείρου, που λέει απλά:
«Έλα, αργήσαμε...»

Πηγή: Ενενήντα εννιά σφυγμοί κι ένας κορέκτορας-Εκδόσεις Μανδραγόρα,2019 

Πέρα απ’ του καθιερωμένου την ευστάθεια-ΛΑΣΚΑΡΗΣ ΖΑΡΑΡΗΣ

Πνεύμα της ερήμου,
που παιχνιδίζεις με ασυγκράτητη επιθυμία,
την άποψη του ξεραμένου κάκτου συμμερίζεσαι ακόμη
καθώς τ’ αγκάθια του ένα-ένα σε κεντρίζουν
ν’ αγγίξεις πάλι την ακτή των γαλανών χρωμάτων
και στων κρυφών επιθυμιών το μονοπάτι να σταθείς!
Περνάνε τα καραβάνια προς τη δύση,
άνθρωποι ποτισμένοι με τον καημό της περιπλάνησης...
Ο ήλιος, σύντροφός τους
πάνω στους πύρινους βράχους της ψυχής,
να τους ζηλεύουμε εμείς γι’ αυτά που χάσαμε...
Μεταφέρουμε τις σκέψεις μας, τα όνειρά μας
που παραστράτησαν μες τους αντικατοπτρισμούς,
με τις καμήλες να σκοντάφτουν κουρασμένες
σ’ ό,τι παραβλέψαμε στο δρόμο,
σ’ ό,τι αφήσαμε στην άκρη σαν ανώφελο.
Μια ξανθομάλλα καλλονή
γελούσε ασταμάτητα, χωρίς ντροπή
κι είχε μαζί της όλα τα ελιξίρια
για τις πικραμένες αγάπες,
για πόθους που δε σβήνουν
και στο φιλοπερίεργο βλέμμα της ζωντάνευε
κρυμμένες αναμνήσεις.
Ήταν η Λούση ο φωτοβόλος αστερισμός
των ταξιδιών που απαρνηθήκαμε
για μια στερεή ζωή, χωρίς διακυμάνσεις,
πάντοτε να μας τρυπάει τ’ αυτιά με τη σειρήνα της:
"Ελάτε εσείς στη δεύτερη ζωή των καινούργιων τόπων
και σμίξτε στα όνειρά σας
τις φιλήδονες ιέρειες των πόθων
γι’ άλλες απόκρημνες σημάνσεις των υπάρξεων,
πέρα απ’ του καθιερωμένου την ευστάθεια".

Πηγή: stixoi/info

Γείτονα- Ε.ΜΥΡΩΝ

Κάποια στιγμή θα δεις τον Αργύρη απέναντι.
Φυλακισμένος πίσω από την τριανταφυλλιά
ζει ένα παγωμένο μάρμαρο
ποτισμένο υγρασία έκτης ώρας πρωινής.

Ο καφές του, μόνιμα κρύος στην κουπαστή,
καίει τους σπόρους στις γλάστρες
γεμίζει κάκτους τα πλακάκια
και γκριζάρει τον Λυκαβηττό.

Κι έτσι τα βράδια χαζεύει μια θερμάστρα
χαλασμένη εδώ και χρόνια
καθώς χύνεται στο κρεβάτι του
που ωρίμασε κι έγινε παγοκύστη.

Πηγή:https://www.apotipomata.com/

λησμονημένη κυρά η ζωή-ΘΕΜΙΣ ΙΠΠΕΚΗ

Θα πάψω να σας συναντώ με τα μάτια
τώρα που οι μέρες παχαίνουν
κρύβουν με τις σάρκες τους τα ζητούμενά σας.
Θα σταματήσω να σας συγχωρώ με μια αράδα από γράμματα
τώρα που οι νύχτες τιμωρούν
αγριεύουν οι αγέρες, χάνονται τα φύλλα απ’ τις ρίζες ,οι λέξεις απ’ τις σημασίες
τα νέφη φουσκώνουν κι ρουφούν τα πάθη με τους καπνούς απ’ τ’ ατελείωτα τσιγάρα τους.
Θα πάψω να σας σκέφτομαι μ’ άνω τελείες και κοφτούς λόγους
τώρα που ο χρόνος υλοτόμος βιαστικός
τσεκουρώνει τις άδειες , ανέγγιχτες σελίδες της ζωής.
Θα σταματήσω να υμνώ τους αγρούς , τις κορυφές των λόφων , τις θάλασσες
αγριόχορτα έσπειραν τα βλέμματά σας στο γραφείο
απάνω σε κάκτους κάθισα γι’ να γεννήσω,
νυχτολούλουδα κλειστά ακόμη τα κόκκινα σχέδια στα κλειδωμένα, ξεφτισμένα ξενύχτια μας.
Θα πάψω να σας λησμονώ
Η ζωή μια ανήλεη ξενιτιά
με δανεικά παπούτσια, φαρδιά φουστάνια κι στενά σακάκια
μ’ απλήρωτα γραφτά κι μ’ άκλαυτες ανάσες.
Σεργιάνα απρόσεκτα, περιστασιακά, στους περαστικούς των στίχων,
στ’ αποτρόπαια της μνήμης
στα δύστροπα της θύμησης
στα βραχώδη σύνορα της παλάμης,
στ’ ανείπωτα της αγάπης,
στον απόπατο της δύσης,
τ’ αμοντάριστα σκηνικά του χάους,
στα υπόγεια του αδιάκοπου πολέμου
με των φίλων τις κοτσίδες ,κεντούσα πλεξίδες ανοιξιάτικης βροχής,
απ’ την κοιλιά της μάνας θρηνούσα για όλους τους πόνους κι τους χαμένους
κυνηγούς, γι’ τα καμένα παιδιά και τα κουτσά άλογα, για το πράσινο γάλα απ’ τις ρώγες κι
το κίτρινο χρώμα της ανορεκτικής δημιουργίας, για την εξορία της τέχνης και για τις
μουγκές κιμωλίες, για την ανέκδοτη ιστορία και τη λεηλατημένη ελευθερία.
Χόρτασα απ’ το φευγιό της σκέψης,
πρόφτασα ν’ ανταμωθώ με την ομορφιά του τόπου, τις παύσεις και τα θαυμαστικά του,
να πιω μια γουλιά γαλάζιο όπιο απ’ της μέθεξης την παράφορη τρικυμία ,
να κάμω έρωτα με τον ουρανό ,όλα τ’ αστέρια να χορεύουν σιμά μας
κι όλα τα σύννεφα ν’ ανοίγουν τις παρενθέσεις
πλέκοντας το εγκώμιο της αιώνιας κοινής κλίνης,
να προσκυνήσω με τα γόνατα ματωμένα τους αγγέλους που ζωγραφίζουν τα μωρά,
να φιλήσω ιδρωμένη τα πόδια του πατέρα ήλιου
κι να φροντίσω τη γέρικη πλάτη της μάνας γης.
Γιατί να λησμονώ εσάς ετοιμοθάνατα γιδοβύζια
που βουίζετε με του φόβου τα τριλίσματα, προκαλώντας φόνους, μες τον ύπνο μου
έτσι όπως βραχνά αιωρούμαι απ’ τον πορφυρό ορίζοντα της νιότης στον γκρίζο κατήφορο της σήψης.
Η ζωή μια λησμονημένη κυρά
κι μεις τα ορφανά της.

Πηγή: https://ennepe-moussa.gr

Δύο μοναχικοί ποιητές- ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ένας νεαρός μοναχικός πιγκουίνος
έγραφε με το ράμφος του πάνω στον πάγο
ποιήματα για του ψύχους τη μοναξιά.
Τα αντέγραφε ο ήλιος με τις αχτίδες του
και τα `στελνε σ’ όλη τη γη.
Ελάχιστοι τα διαβάζανε.
ανάμεσά τους ένας γέρικος κάκτος
που ζούσε μόνος στην έρημο.
Έγραφε κι αυτός ποιήματα με τ’ αγκάθια του
πάνω στης άμμου το δέρμα.
Οι δύο ομότεχνοι
αντάλλασσαν μεταξύ τους τα ποιήματά τους
με τη βοήθεια του ήλιου.
Ο πιγκουίνος σ’ ένα ποίημά του ευχόταν
να γέμιζε γύρω του ο τόπος με άνθη
κι ο ίδιος να γινόταν μια μέλισσα
και να `φτιαχνε πασίγλυκο μέλι.
"Τι λόγια είναι αυτά;"
Του έστειλε απάντηση ο κάκτος.
"Η κάψα και το χιόνι μας κάνανε ποιητές
Κι εσύ θα τ’ άλλαζες όλα αυτά
για να γίνεις ζαχαροπλάστης;"

Πηγή: stixoi.info 

Στον Λουί Αραγκόν 2-ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

Από κείνη τη μοναχική άνοιξη,
ποιητή, αδερφέ με το χλωμό πρόσωπο,
με σεβασμό και αγάπη σου φέρνω μια κορώνα.
Κοίταξε το λουλούδι του ηλεκτρισμένου κάκτου και το αγκάθι
του αθάνατου, εκκλησιά της άμμου,
δες τα τέσσερα πέταλα του τριφυλλιού της μπόρας
του γαρούφαλλου τον εγκαταλειμμένο ήλιο,
τη σταγόνα του κοπίχουε από νερά και αίμα,
τη χαμένη ακακία κοντά στο κύμα.
Όλα κάτω από την κούπα
τ’ ουρανού που `ναι μακρύς κι αργός σαν το ποτάμι.
Δεν ζει κανείς εκεί. Τα βήματα που άκουσες
είναι τα βήματα της θάλασσας,
τα βήματα των αλόγων της.

Μετάφραση: Ρήγα Καππάτου
Πηγή:PABLO NERUDA, Εκλογή από το έργο του,Εκδόσεις Α. ΚΑΡΑΒΙΑ, 1972

Οι κούφιοι άνθρωποι - ΤΟΜΑΣ ΕΛΙΟΤ

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι,
οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
σκύβοντας μαζί
κεφαλοκαύκι γεμισμένο άχυρο. Aλίμονο!
οι στεγνές φωνές μας όταν
ψιθυρίζουμε μαζί
είναι ήσυχες κι ανόητες
σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί
στο ξερό μας κελάρι

σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα,
παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση

αυτοί που πέρασαν
με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο βασίλειο
μας θυμούνται αν καθόλου μας θυμούνται
σαν κούφιους ανθρώπους
σα βαλσαμωμένους

μάτια δεν τολμώ να δω στα όνειρα
στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
αυτά δεν εμφανίζονται εκεί:
τα μάτια είναι
ηλιόφως σε μια σπασμένη κολώνα
εκεί, είναι ένα δέντρο χορεύοντας
και φωνές
στου ανέμου το τραγούδισμα
πιο μακρινές και πιο τελεστικές
από ένα μαραμένο αστέρι

ας είμαι όχι πιο κοντά
στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
ας φορέσω επίσης
τις μεταμφιέσεις
αρουραίου τρίχωμα, κοράκου δέρμα, κουρελούδες
σ’ έναν αγρό
φερόμενος όπως φέρεται ο άνεμος
όχι πιο κοντά

όχι αυτή την τελική συνάντηση
στου λυκόφωτος το βασίλειο

αυτή είναι η νεκρή χώρα
αυτή είναι του κάκτου η χώρα
εδώ τα πέτρινα είδωλα
σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
κάτω απ’ το σπίθισμα σβησμένου άστρου

αυτό είναι σαν αυτό
στου θανάτου το άλλο βασίλειο
ξυπνώντας μόνοι
την ώρα που είμαστε
τρέμοντας με τρυφερότητα
χείλη που θα φιλούσαν
κάνουν προσευχές σε τσακισμένες πέτρες

αόμματοι
αν δεν τα μάτια μας ξαναφανούν
όπως το αέναο άστρο
του πολύφυλλου ρόδου
στου θανάτου το λυκοφωτικό βασίλειο
η ελπίδα μόνο
των κενών ανθρώπων
των άδειων ανθρώπων

μεταξύ ιδέας
και πραγματικότητας
μεταξύ κίνησης
και δράσης
πέφτει η σκιά

μεταξύ αντίληψης
και δημιουργίας
πέφτει η σκιά

η ζωή είναι πολύ μακριά

μεταξύ πόθου
και σπασμού
μεταξύ δύναμης
και ύπαρξης
μεταξύ ουσίας
και πτώσης
πέφτει η σκιά
γιατί δικό σου είναι το βασίλειο

γιατί δική σου είναι η ζωή
γιατί η ζωή σου είναι δική σου
δική σου

αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό

Πηγή: stixoi/info

«Canto Tres»-ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ

Ας ξεχάσουμε τους περιπατητές
το σκηνικό
Ας κλείσουμε τα μάτια
Άσε με να Σε οδηγήσω
Εδώ υπάρχει σκούρο Γάλα
Εδώ είναι ο Αγαπημένος μας Mahameru
Που θα μουρμουρίσει γλυκά
Και σε σένα
Όπως έκανε σε μένα
στις τρεις η ώρα μια νύχτα
Σαν ξύπνησα με
Κ ά λ ε σ ε
Γονάτισα να δω την
Πραγματικότητα
Και είπα
«Θα με προστατεύεις
για πάντα;»
Κι εκείνος μέσα απ’ την βαθιά
χωρίς λαρύγγι μητρική του τρύπα
Απάντησε «ο μ»
(Pauvre Ange)
ο Mahameru
ο Ταθάγκατα του ελέους
Κοίταξε
Τον
Τώρα
Με σκοτεινή αξιοπιστία
Μέσα στο ατέρμονο σκοτάδι
του βλέφαρου της λήθης
Έτσι
Ανάμεσα στις βροχές του Υπερβατικού
Οίκτου
Αναμένει από Τότε
Πριν από την Παντοτινότητα
Ή έτσι είναι Φανταστικός
Ω Maha Meru
Ω Βουνό Sumeru
Ω Βουνό του Χρυσού
Ω Χρυσάφι Άγιο
Ω Χώρε του Χρυσού
Ω Γλυκιά ειρήνη
μνήμη
.....Ω Nava φωτισμένε Yuku
Του γλυκού κάκτου
Αγκάθι Άχρονο
-Οδήγησέ με ανέλαβέ με
σαν καράβι
μέσα απ’ αυτήν την θάλασσα
Ασφαλή στην Ακτή
-Ευλόγησέ με Ζεράρ
Ευλόγησε εσένα, Ζωντανέ
Θα προσευχηθώ για όλα
τα ευαίσθητα ανθρώπινα
και διαφορετικά ευαίσθητα
όντα εδώ και παντού
τώρα-
Όχι ονόματα
Ούτε καν πρόσωπα
Έναν Οίκτο
Έναν Γάλα
Ένα Φως της Αγάπης
σ ώ σ ε.

Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Πηγή: Τζακ Κέρουακ-Δεκαπέντε ποιήματα

Εβραία- ΜΑΧΑ ΣΕΡΑΦΙΝ ΜΟΛΟ

Ανάμεσα στις σημύδες Διάνα ολόρθη
Με την άκαμπτη περπατησιά σου. Μνήμη ωραία
Στους κάκτους των συρματοπλεγμάτων
Όταν το ύστατο χαίρε απολάμβανες
Με βούκινα φανταστικά από τα στρατόπεδα
Των τυμβωρύχων.

Λυσίκομη στην πορεία της φυλής σου,
Εβραία ασήμαντη στο θρήνο του Ισραήλ
Άξαφνα ορθώθηκες πέρα από τις συνθήκες
Κι έμεινες εκεί κοιτάζοντας τ'απόσπασμα
Το εκτελεστικό στα μάτια.

Εσύ θα' χεις ξεχάσει. Ευγενικό άστρο
Που κύλησες διάττοντας στην εφήμερη γη
Για να ξαναγυρίσεις πίσω. Εβραία 
Που αρνήθηκες τις αλυσίδες στα χέρια σου.
Οι ανοιχτές σου αρτηρίες
Έριξαν το σπόρο που βλάστησε στην παγκόσμια οδύνη.

Χαίρε, πολίτισσα της γης. Σπάσανε οι φράχτες
Του προαιώνιου χείμαρρου. Ήρθε η σειρά σου
Για να περάσεις πάνω από το δίκιο. Ω τα οράματα
Που αντίκρυζες τόσο στιλπνά εντός σου εντός σου
Καθώς ολόρθη κύτταζες το απόσπασμα
Το εκτελεστικό στα μάτια.

Μετάφραση: Γιάννης Ιωαννίδης

Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση",Ναυτίλος

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος : Αγγελική Καραπάνου

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;