Η φτώχεια στην ποίηση (Ποιήματα)

Η φτώχεια στην ποίηση (Ποιήματα)

17 Οκτωβρίου. Διεθνής ημέρα για την εξάλειψη της φτώχειας. Πώς την προσέγγισαν οι ποιητές;

Οι δυο φτωχοί-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Εις το Carnet της κυρίας Β.Δ.

Σε μια γωνιά περαστική
Γέρος φτωχός έχει καθίσει .
Κόσμος πολύς περν'από κει
Και ίσως θα τον ελεήσει
Καμιά ψυχή που έχει μάθει
Να συμπονεί τα ξένα πάθη.

Σε λίγο όλος προσοχή
Έφερ'εκεί τα βήματά του
Κι άλλος φτωχός- τον δυστυχή!
Με όλη τη νεότητά του
Έχει στο φως του μαύρη σκέπη΄
Είναι τυφλός,τυφλός...δεν βλέπει.

Αχ!τι ζευγάρι θλιβερό,
Τα νιάτα τα δυστυχισμένα
Κι απ'της αγάπης τον καιρό
Τα γηρατειά τα μαραμένα
Βλέπει εκεί όποιος περνάει
Να ζητιανεύουν πλάι,πλάι.

Πηγή:"Σταλακτίται",1881

Η φτώχεια -ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Φτωχός, για να ψαρέψω
δεν έχω ένα πριάρι.
Συντρόφι θα γυρέψω
κανένας να με πάρει.

Μ’ αν θες να συντροφέψω
μ’ εσέ, ξανθό καμάρι,
δεν έχω να ξοδέψω
παρά φιλιά· τί χάρη!
Αντί πανί, στοχάσου!

θ’ άπλωνα τα μαλλιά σου
για να πηγαίνω πρίμα.
Κι αντί δαδί θε να ’χα
τα μάτια σου μονάχα
να μου φωτάν το κύμα!

Απρίλιος 1884

Πηγή: "Τα τραγούδια της πατρίδος μου",1886

H φτώχεια-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΠΕΡΤΗΣ

Φτώχεια, που κάμνεις τόσους λας να πκιάννουσιν καλάθιν,
να καρτερούν 'πο 'κει 'πο δα έναν βούκκον ψουμίν,
φτώχεια, που η χαρά ποτέ κοντά σου εν εστάθην
κι όσοι σε δούσιν, κλώθουσιν και βρίσκουν αφορμήν
να μεν σε χαιρετίσουσιν, με να σου κοντοφτάσουν,
φτώχεια, πον έχουσιν καρτκιάν να σου χαμογελάσουν.

Φτώχεια, που νιάτια κοκκαλιείς και που τα μαρανκιάζεις
και πον τ’ αφήνεις να χαρούν μήτε μιαν σταλαμήν,
που φευκατίζεις και πολλούς και που καταρημάζεις
και που την πείναν καταλυείς τ’ άχαρόν τους κορμίν,
που τους βωβώννεις κι εν μπορούν τα θέλουσιν να πούσιν,
πον τους αφήνεις να καμμούν, μήτε να κοιμηθούσιν.

Φτώχεια, που 'σαι πάντα χυφτή και παραπονημένη
και που σε τρώ’ η μισταρκά κι η βαρετή δουλειά,
που παρπατείς με το κονκιόν και βαρυκαρτισμένη,
γιατί εν εδοκίμασες με χάδιν, με φιλιά,
φτώχει κι αν τρων το δίκιον σου οι λας οι παραπάνω,
ποττέ μεν απορπίζεσαι κι έχει Θεόν 'που πάνω.

Εσούνι κάμνεις την τιμήν περίτου τιμημένην,
την αθρωπκιάν ψηλόττερα ακόμα να σταθεί,
κι αν σ’ έχουσιν ποριψιμιάν και τσαλαπατημένην
κι εν πλάσκεται μήτε ψυχή για να σε λυπηθεί,
τούτα ούλλα τα κάστια, πον το μαρτύριόν σου,
σηκώννουν σε και βκάλλουν σε ψηλά πον ο Θεός σου.

Πηγή: Βικιθήκη

Μεγάλη φτώχεια-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Μεγάλη φτωχεια πλάκωσε παιδί μου
και το ψωμί το τρώμε με το δράμι
πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου
‑δεκάξι χρονώ σαν το κρύο το νερό-
κι η σεμνούλα η Πηνιώ του μπάρμπα Τσάμη
την κακιά στράτα πήρε από καιρό.

Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει.
Προχτές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει
μάνες, παιδιά, που η πείνα τάχε ρέψει,
κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,
μ’ αντίς ψωμί ‑σαν πήρε να σουρπώνει-
με το ξύλο τους διώξαν σα σκυλιά

Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν
κι είχαν σφιχτά τα χείλη. Ακολουθούσα
και γω μαζί και την καρδιά μου αγγίζαν
τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά
Και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλούσα
Όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά.

Λες κι ήτανε παιδιά μου σαν και σένα
Και γω ήμουν γι’ αυτούς καλή μητέρα
Κι είχα τα μάτια, γιε μου, δακρυσμένα
Σαν από λύπη, σαν από χαρά,
κι ήμουν νέο πουλί που στον αγέρα
δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.

Πηγή: Άπαντα Γιάννη Ρίτσου,Τόμος Α΄

Είμαι φτωχός-ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ

Λησμονημένες χαραυγές ζητούν τα βλέφαρά σου
σε ντύνει ο ίσκιος της αγάπης μου χλωμός
δεν έχω χρώμα προσμονής – είμαι φτωχός
δεν έχω βήματα να ’ρθώ στην άκρη της καρδιάς σου

Αγέρηδες από τα πεθαμένα χαμομήλια
χτυπούν την πόρτα που χαράζει ο λογισμός
το σχήμα του αποχωρισμού – είμαι φτωχός
δεν έχω ούτε μια χαρακιά ηδονής πάνω στα χείλια

Πίσω από τις αστέρινες της νύχτας χαραμάδες
κοιτάζω πάντα την αγάπη μοναχός
έχει το μέτωπο αυγινό – κι είμαι φτωχός
δεν έχω ένα παράθυρο να μην κοιτά στη λύπη

Έρχονται τα πουλιά από τη γωνιά της άρνησής σου
κι έτσι σκληρά μού κελαηδούν : που είναι ο λωτός ;
Αχ, δεν μπορώ να σε ξεχάσω – είμαι φτωχός
δε θα ’χω χέρια δίχως την αφή της θύμησής σου

Θα ’μαι τυφλός μέσα στη λύπη δίχως τ’ όραμά σου
χωρίς την πίκρα της φυγής σου πιο ορφανός
έχεις μια θάλασσα πλατιά – κι είμαι φτωχός
δεν έχω μήτε στάχτη να χαράξω τ’ όνομά σου

Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ τ’ όνειρό σου
κι ας μη με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός
δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός
της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου

Χωρίς τη μοναξιά μου θα ’μουνα πιο μόνος
χωρίς τη σιωπή μου ακόμα πιο βουβός
γι’ αυτό ποτέ μη ξαναρθείς – είμαι φτωχός
δε φτάνει και για σε ο μικρός κι απέραντός μου πόνος

Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ’χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ’βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;

Πηγή: «Ψυχοστασία», Ποιήματα 1949-1976

Φτωχός πραματευτής-ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ

Ο ήλιος στα μαλλάκια της σκορπιέται κι αναλυέται
κι η θάλασσα ξαπλώνεται στα μάτια της τα δυο,
τριαντάφυλλων στα μάγουλα το μύρο τους σκορπιέται
κι όταν μιλά κι όταν γελά, μου παίρνει όλο το βιό.

Φτωχός εγώ πραματευτής στην πόρτα της γυρίζω
κι όλη την πραμάτεια μου στα πόδια της σκορπίζω.

Αλλάζω στράτες και χωριά στολίδια να της φέρω,
απ’ τα μαλλιά της πιο χρυσά φλουριά, διαμαντικά,
μήτε μπορώ, κι όλο γυρνώ, πού να τα βρω δεν ξέρω
κι ένας φτωχός πραματευτής είμαι παντοτινά.

Πηγή: «Άνθινες ώρες», 1959

Από φτωχούς γεννήθηκα-ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ.ΚΥΡΙΑΖΗΣ

Από φτωχούς γεννήθηκα σ'ένα χωριό ένα βράδυ.
Στην κούνια μου παρέστεκαν η νύχτα η κρύα κι η φτώχια.
Το πρώτο ο αγέρας μου'φερε στα σπάργανα το χάδι.
Το πρώτο κλάμα μου έσκυψαν να πιουν τα πρωτοβρόχια.

Τη γύμνια μου χαρήκανε βοριάδες και λιοπύρια
και την καρδιά μου μοίρασαν της γης οι αγάπες όλες.
Μέσα στη φτώχια πλούτισα του πόνου τα ζαφείρια
κι όπου το δάκρυ στάλαξε,φουντώσαν άγριες βιόλες.

Μπορεί,δε λέω,να διάβασα κι εγώ δυο τρια βιβλία,
μα στο σκολειό δε μ'έμαθαν όσα οι καιροί στις ρούγες.
Κι οι λογισμοί μου αμόλευτοι,μακριά από τρένα ή πλοία
με το βοριά ταξίδεψαν μονάχα τις φτερούγες.

Σοφός ο λόγος.Κι έμεινα με του λαού τη γνώμη,
με τη σοφία που κρύβεται χρυσόσκονη στην άμμο.
Για μένα ούτε συστήματα,κούφιες ιδέες και νόμοι.
Πολλοί οι Θεοί, τον άνθρωπο τον ένα πώς να κάμω.

Της μοναξιάς μπιστεύτηκα.Της πολιτείας ποτέ μου,
μέσα στη νύχτα,που περνώ με του ασκητή το ράσο,
ένα τραγούδι γύρευα,μου το'δωκες,Χριστέ μου.
Ε!φτάνει αυτό τα βάσανα του κόσμου να περάσω.

Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Εκδόσεις Διόσκουροι,1976

Βρέχει στη φτωχογειτονιά-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
π’ άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες,
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες

Πηγή: Άπαντα Τάσου Λειβαδίτη

Έχει κι ο φτωχός πουλί- ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Να ’χεις στόλους και βαπόρια
  και πλεούμενα πελώρια

Με το δένε και το λύνε
  λίγο βέβαια δεν είναι

Όμως της ζωής το αλάτι
  βρίσκεται μες στο κρεβάτι

Μια μονάχα μες στις δέκα
  να ’ναι αληθινή γυναίκα

Και τα τέτοια δεν τα θέλει
  κύριε Γιώργο κύριε Τέλη

Μάθετέ το είναι καιρός
  ίδια τα ’δωκε ο Θεός

Τι λιγάκι τι πολύ
  έχει κι ο φτωχός πουλί.

Πηγή: «Τα ρω του έρωτα»,1972

Στην καταφρόνια και στη φτώχεια-ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

Στην καταφρόνια και στη φτώχεια
πέρασες τα χρόνια σου
μην το ξεχνάς.

Κι αν τώρα
τόσο αναπάντεχα εγύρισε ο τροχός
και βρήκες ρούχα κι έντυσες τη γύμνια σου
και σπίτι και φωτιά να ζεσταθείς
και δυο γλυκές κουβέντες
μη λησμονείς ποτέ την προσφυγιά
και μιαν αγάπη για τους στερημένους.

Πηγή: «Το διάλειμμα»,1976

Ο Φτωχοδιάβολος-ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΣ

Πάντα θα φταίει ένας φτωχός διάβολος για όλα τα δεινά μας.
Τα στοιχειά θα ενέπνεαν για χρόνια ακόμη το ανθρώπινο είδος.
Μια κακιά γυναίκα,
ένας μεθύστακας πατέρας,
ο καρκίνος που τον βάφτισαν λύκο
σάματις λάθεψε για κάτι το ζώο το κακόμοιρο.
Τα παιδικά τα χρόνια
με τη μπουκιά βαλμένη ως το λάρυγγα
για να καταλάβεις από νωρίς ποιός κάνει κουμάντο στο
«μια φορά κι ένα καιρό…»
και ύστερα οι στερήσεις.
Η εφηβεία που δεν βολεύεται με καμία καλή ζαριά,
το φουλ του άσσου στη χασούρα.
Το σώμα σου που δε λέει να μονιάσει με τη πραγματική σου ηλικία.
Τα όνειρα που σκοτώνονται κοντράροντας ψυχές.
Τα ελπιδοφόρα βλέμματα απόμαχης γυναίκας
με μια γυάλινη γκαζόζα να βολεύει τις προσμονές σου.
Τις Κυριακές η ξινή μεταλαβιά
με το 'να χέρι στο σταυρό
και τʼ άλλο στʼ αχαμνά.
Η δεύτερη δεκαετία
που στριμώχνονται τα δάχτυλα
για πάντα μες στα μάτια
και κράζουν τα συκώτια
σαν λιμοσκοτωμένα ζώα.

Το Παρίσι που σού 'ρχεται αρχάγγελος στο στόμα
κι αργότερα λειμώνας με πουρνάρια.
Μια πιστολιά στον κρόταφο
γινάτι σου 'χει γίνει
να δοκιμάζεις στα χλωρά περβάζια του χωριού σου.
Η κάμαρη που ξεκινάνε όλα
με τη συνήθεια να χαζεύεις αλκοολικούς γέροντες στο δρόμο
κι ακόρεστους πολέμους να σφάζουν τα κορμιά τους.
Δυο καμπάνες μνημόσυνο νά ʼναι κι αυτά.
Ολάκερο το κρασί πριν πέσει ο ήλιος.
Ολόκληρος και ο χορός πριν φτύσεις το φεγγάρι.
Αΰπνωτα τα πλοία με τα πουλιά στις κουπαστές τους.
Αθάμπωτα τα τρένα από στερνές γυναίκες.
Ξεκρέμαστα και τα κορμιά απʼ τις επιθυμίες.
Ορθός κι ο φτωχοδιάβολος σαν πας για το κρεβάτι.

Πηγή: "Ο Διάβολος πάνω σε Στρατσόχαρτο", Εκδόσεις Straw Dogs, 2016

Άφρονες φτωχοί-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΕΛΕΣ

Η φωνή του δασκάλου ηχεί βροντερή
για του πλούσιου άρχοντα τ'άδοξο τέλος
του δικαίου το χέρι πως πέφτει βαρύ
και τρυπά το κορμό του θανάτου το βέλος.

Πριν προλάβει τα πλούτη στιγμή να χαρεί
η ψυχή του βυθίζεται μες στο σκοτάδι
για την κόλαση κάνει ταξίδι μακρύ
κι ό,τι πίσω αφήνει θα γίνει ρημάδι.

Φέρνει τρόμο στο νου η φρικτή απειλή
και το χρήμα μισεί και το αηδιάζει
πάντα μένει πιστός στη σοφή συμβουλή
με στομάχι αδειανό προτιμά να πλαγιάζει.

Το κοπάδι κρατά την κρυφή αρετή
σαν σημαία ψηλά στην υπέρτατη πάλη
κι αν ποτέ απορεί,δε ρωτά το γιατί
στον παράδεισο ήσυχο να'χει κεφάλι.

Ένας ένας στη βάρκα τραβάνε κουπί
στης ακύμαντης λίμνης το μαύρο σεντόνι
πριν την ώρα τους το νήμα έχει κοπεί
κι ο βαρκάρης κρατάει γερά το τιμόνι.

Ένα δάκρυ πικρό του αφέντη κυλά
καθώς "δεύτε" θρηνεί η σεμνή ψαλμωδία
με συμπόνια και θλίψη και πόνο μιλά
στων αφρόνων φτωχών τη δημόσια κηδεία.

Κι αν τα πλούτη διαλέγει,ας είναι καλά
στων αθώων ορφανών την ανάγκη να τρέξει
κι αν της χήρας σαλέψουν τα δόλια μυαλά
τον καημό της αυτός όσο ζει θα συντρέξει.

Να'χει κάτι και κείνος σαν φύγει να πει
αν τυχόν τον ρωτήσουν στην πόρτα οι αγγέλοι
για τον πρότερο βίο μη νιώσει ντροπή
και του κάτσει στραβά στο λαιμό το καρβέλι.

Έτσι φεύγ'η ζωή και ο μύλος γυρνά
σαν το στάρι αλέθει παλιές αμαρτίες
των φτωχών τα παιδιά στων δεσμών τα δεινά
σαν σκιές τριγυρνούν στις νεκρές πολιτείες.

Πηγή: "Αντι...σώματα",Εκδόσεις Απόπειρα,2020

Ανέστιος και πένης-ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Μένω σ’ ένα σπίτι μακρινό
δέντρα δεν υπάρχουν ούτε δρόμοι
τρέχουν τα πουλιά στον ουρανό
άγγελοι δε φάνηκαν ακόμη.

Άνθρωποι περνάνε πού και πού
βήματα γροικώ πίσω απ’ τη μάντρα
σαν το κομπολόι του παππού
που ’σταζε τις ώρες χάντρα χάντρα.

Αισθάνομαι ανέστιος και πένης
γι’ αυτό τη μοναξιά μου μη ρυπαίνεις
με ψεύτικα χαμόγελα κι ελπίδες
αφού τις καταιγίδες δεν τις είδες.

Όλα μου τ’ αδέρφια ναυαγοί
στ’ άδειο της καρδιάς μου ξερονήσι
πώς να περιμένω από τη γη
όνειρα καινούργια να γεννήσει.

Χώμα διψασμένο και γυμνό
πάνω από τα μέτρα σου δε φτάνω
κι έχω για πιλότο μου στερνό
μόνο τον καιρό τον τσαρλατάνο.

Αισθάνομαι ανέστιος και πένης…

Πηγή:stixoi.info

Για τον Νίκο Καρούζο-ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Καημένε Νίκο
τί ζωή ήταν κι αυτή
κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες
οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου

όμως εσύ καλά έκανες
έπινες τα ουζάκια σου
κι όλους αυτούς τους μούντζωνες
και πριν να φύγεις
πρόφτασες κι αρπάχτηκες

από ένα κάτασπρο σύννεφο
από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό
κοιτάζεις
την αθανασία σου.

Πηγή:«Έκτοτε», 1996

Ο θάνατος των φτωχών-ΣΑΡΛ ΠΙΕΡ ΜΠΟΝΤΛΕΡ

Ο θάνατος παρηγορεί,ωιμέ,και ζωή δώνει:
είναι του βίου ο σκοπός κι η μόνη απαντοχή
που σαν πιοτό μας καταχτά και μας μεθά μαζί
και την καρδιά,να οδεύουμε ως το βράδυ μας τονώνει.

Μες στην ανεμοθύελλα,στην πάχνη και στο χιόνι
σαν αστραπή το μαύρο μας ορίζοντα δονεί,
το χιόνι είναι το ξακουστό που στο γραφτό σημειώνει,
να κάτσει εκεί μπορεί κανείς,να φάει,να κοιμηθεί.

Είναι ο άγγελος οπού κρατάει σε δάχτυλα μαγνητικά
τον ύπνο με τα δώρα του,ονείρατα εκστατικά,
και στους γυμνούς και στους φτωχούς τους στρώνει το κλινάρι.

η δόξα είναι των θεών,το μυστικό κελάρι,
η παναρχαία πατρίδα τους και το βαλάντιο των φτωχών,
είναι ο πυλώνας ο ανοιχτός άγνωστων ουρανών!

Μετάφραση:Πάνος Νικολή Τζελέπης
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Εκδόσεις Διόσκουροι,1976

Φτωχοί δεν είναι• μονάχα στερημένοι βασικών αγαθών..-ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

Φτωχοί δεν είναι•
μονάχα στερημένοι βασικών αγαθών
κι αφημένοι στην τύχη, δίχως δύναμη και δίχως θέληση.
Είναι σημαδεμένοι απ’ τη σφραγίδα μιας αγωνίας δίχως όνομα
γυμνωμένοι απ’ όλα, ακόμη κι απ’ το νόημα της φτώχειας τους.

Η σκόνη των πόλεων σηκώνεται ν αμαυρίσει τα πρόσωπά τους
κι όλος ο βόρβορος κολλάει πάνω τους.
Θα ξωκείλουν μια μέρα ακυβερνητοι σαν ξεβρασμένα ναυάγια•
προκαλούν το φόβο σαν τους πανουκλιασμένους
μα αν ο κόσμος αισθανόταν το βάρος της οδύνης
θα είχε σαν τους φτωχούς ροδοστέφανο στο μέτωπο.

Γιατοί οι φτωχοί έχουν την αγνότητα της πέτρας
και την αθωότητα του νιογέννητου τυφλού ζώου•
και μέσα στην πλέρια από σένα απλότητά τους
δεν ζητούν παρά να μείνουν φτωχοί όπως κι είναι στ’ αλήθεια…

Γιατί η φτώχεια είναι σαν μεγάλο φως στο βάθος της καρδιάς..

Εσύ είσαι ο φτωχός, ο γυμωμένος απ’ όλα,
είσαι η πέτρα που κυλά δίχως αναπαμό,
είσαι ο απεχθής λεπρός που όλοι αποστρέφονται
και που πλανιέται ολόγυρα απ’ τις πόλεις με τα κουδούνια του.

Μήτε καν σαν τον άνεμο δεν έχεις χώρο
κι η ομορφιά σου με κόπο κρύβει τη γύμνια σου
κι ακόμη και το ρούχο που τ’ορφανό βάζει τις καθημερινές
είναι λαμπρότερο, γιατί τουλάχιστον του ανήκει…

Είσαι φτωχός σαν την ανάγκη ενός μωρού να γεννηθεί
στα σπλάχνα μιας κόρης ντροπιασμένης που 'ναι μάνα
και που σφίγγει την κοιλιά της τόσο που να πάει να πνίξει
την άλλη ζωή που φέρνει και σκιρτά μέσα της.

Είσαι φτωχός σαν ανοιξιάτικη βροχή
που σιγανά πέφτει στις στέγες μιας πόλης
και σαν τη μόνη λατρεμένη ευχή ενός φυλακισμένου
στα βάθη του κελιού του για πάντα έξω απ’ τον κόσμο.

Είσαι φτωχός σαν τους αρρώστους που ολονυχτίς
στριφογυρίζουν ολοένα κι είναι σχεδόν ευτυχισμένοι
και σαν τ’ ανθάκια μέσα στις ράγες
τόσο θλιμμένα μες στον άνεμο τον ταραγμένο απ’ το ταξίδι
και σαν το χέρι που έρχεται στα μάτια να κρύψει
δάκρυα μεγάλης θλίψης…

Και τί είναι μπροστά σου τα τρεμάμενα πουλιά;
Τί είναι μπροστά σου, το σκυλί το κοκκαλιάρικο;
Τι είναι για σένα η αιώνια και σιωπηλή θλίψη των ζώων
των εγκαταλειμμένων απ’ όλους στην υποδούλωση;

Και μπροστά σε σένα και τη δυστυχία σου
τι είναι όλοι οι φτωχοί των ασύλων της νύχτας;
Δεν είναι παρά ταπεινά χαλίκια,
κι όμως σαν τη μυλόπετρα του μύλου,
λίγο ψωμί του δίνουν…

Μα εσύ είσαι αληθινά ο φτωχός, ο γυμνωμένος απ’ όλα,
ο επαίτης που κρύβει το πρόσωπο•
είσαι το μεγάλο φως της πενίας
που ο χρυσός δίπλα του ωχρά.

Είσαι εξόριστος, δίχως πατρίδα,
κανένα μέρος εδώ-κάτω δε σου ανήκει.
Το μέγεθός σου μας συνθλίβει, είσαι τεράστιος για εμάς.

Ουρλιάζεις στον άνεμο,
είσαι σαν άρπα που θα την έθραυε όποιο χέρι άγγιζε τις χορδές της.

Εσύ που γνωρίζεις τα πάντα, εσύ που η αστείρευτη γνώση σου,
πηγάζει από την υπεραφθονία της φτώχειας,
κάνε να μην είναι πάντα οι φτωχοί συντριμμένοι,
λευτέρωσέ τους από τη βαρειά καταφρονιά
τη δεμένη στην περπατησιά τους.

Μετάφραση : Βασιλική Παπαγεωργίου
Πηγή: Rainer Maria Rilke, «Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου»,Εκδόσεις Ίνδικτος,2008

Η φτωχή μάνα-ΒΕΡΕΣΜΑΡΤΙ ΜΙΧΑΪ

Ανάθρεψες με βάσανα τους γιους σου,
που με πόνους γέννησες.
Κάτω απ'το δάκρυ σου
στη φτώχεια μεγάλωσαν
και η Ανάγκη
δω και κει τους σκόρπισε.
Σιμά σου τη νυχτωμένη ζωή σου
κανένας δε φώτισε.
Χέρια ξένα σε στόλισαν
και στον τάφο σε κατέβασαν.
Ω,να σου σταθεί παντοτινά
η χάρη τ'ουρανού
ανταμοιβή
για της ζωής σου τις πίκρες.

Μετάφραση:Σοφία Εμμ.Χατζιδάκη
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Εκδόσεις Διόσκουροι,1976

Οι συλλογισμοί του φτωχού Διονύση-ΜΙΧΑΪ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ

Αχ,κοιλαρού καράφα,μόνο για καντηλέρι μου χρησιμεύεις πια,
κι εσύ καπνιάρικο κερί που καίγοντας τσιρίζεις...
Έλα σε τέτοια φτώχεια κι εμπνεύσου,ψάλτη,βάρδε:
λεφτά δε βλέπω χρόνια,κρασί δεν πίνω μήνες.
Πού είναι ένα τσιγάρο; Θα γέμιζα την κάμαρα με σύννεφα λευκά.
Χίμαιρες! που να το βρώ;στοιχίζει ένα βασίλειο,
τα παραθύρια τρίζουν στον άνεμο πολύ,
στην αποθήκη γάτοι τσακώνονται,και διάνοι
με μπλε φτερά,στοχαστικοί,βαδίζουν στην αυλή!
Τι κρύο! μωρέ βλέπω και την αναπνοή μου,
στον προβατένιο σκούφο μου έχωσα και τ'αφτιά,
όσο για τους αγκώνες μου τους τρύπιους,δε με νοιάζει.
Καθώς το γύφτο που'βγαζε το δάχτυλο απ'το δίχτυ
που σκεπαζόταν,για να δει αν γλύκανε ο καιρός,
έτσι κι εγώ βαρόμετρο έχω τους δυο μου αγκώνες.

Αν ήμουνα ποντίκι,ω Κύριε των ουρανών,
θα'χα,αν όχι άλλο,τουλάχιστο μια γούνα,
θα'τρωγα τα βιβλία μου,θα μούτζωνα την παγωνιά...
θα μου ήταν έξοχος μεζές ένα κομμάτι Ομήρου,
στον τοίχο η τρύπα ανάκτορο,και σύζυγος μια ζωγραφιά...
.......................................................

Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη-Παπά
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Εκδόσεις Διόσκουροι,1976

Φτωχός σαν γάτος του Κολοσσαίου-ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ

Φτωχός,σαν τους αδέσποτους γάτους του Κολοσσαίου,
ζούσα σ'ένα συνοικισμό γεμάτο ασβέστη,
σύννεφα σκόνης,μακριά από την εξοχή
κι από την πόλη,και κάθε μέρα στριμωγμένος
σ'ένα λεωφορείο που όλο αγκομαχούσε .
και κάθε πηγαιμός κι επιστροφή μου ήταν
μαρτύριο από ίδρωτα και αγωνίες κινδύνου.
Μέσα σε μια ζεστή αχλύ,μικρές πορείες
και παρατεταμένα δειλινά μπρος στα χαρτιά μου
σωρός πάν'στο τραπέζι,πορείες σε λασπωμένους
δρόμους,με σπιτάκια πασπαλισμένα ασβέστη
δίχως παράθυρο,με πόρτες-τέντες τσόλια.
Περνούσε ο λαδάς κι ο παλιατζής
απ'άλλο λαϊκό συνοικισμό φερμένοι
με σκονισμένο εμπόρευμα που ήτανε,θαρρείς,
καρπός κλοπής,με την τραχειά τους όψη
που δείχνει σαν κακόγερους ανθρώπους νέους,
κι έχουν μια μάνα πεινασμένη και σκληρή.
Ξαναπλασμένος σ'έναν τέτοιο άγνωστο κόσμο
ελεύθερο-σε μια φλόγα σημαία,σε πνοή
που να την πω δεν ξέρω,μα στ'αλήθεια
ταπεινωμένη,ακάθαρτη,ανάκατη,μεγάλη
στο λαϊκό προάστιο το μεσογειακό,
που ως έβριθε,σε πότιζε θλίψη γαληνεμένη.
Μέσα μου μια ψυχή,δεν ήτανε ολόκληρη δική μου,
μικρή ψυχή στον δίχως όρια κόσμο
μεγάλωνε,θρεμμένη μονάχα απ'τη χαρά
εκείνου που αγαπά,ακόμα κι αν δεν αγαπιέται.
Κι όλα φωτίζονταν στο φως εκείνης της αγάπης
που ήταν ακόμα παιδική κ'ίσως ηρωική
κι όμως από την πείρα ωριμασμένη
στης ιστορίας το βάθρο ως είχε γεννηθεί.
Κ'ήμουν στο κέντρο αυτού του κόσμου,
στον κόσμο αυτό των θλιβερών συνοικισμών
με τα κιτρινωπά λιβάδια τα τριμμένα
από'ναν δίχως έλεος άνεμο,φερμένο
απ'την καυτή του Φιουμιτσίνο θάλασσα,
ή απ'το πέλαγος που εντός του χάνονταν η Ρώμη
ανάμεσα στις τρώγλες΄ σ'αυτό τον κόσμο μέσα
που σαν μόνος κυρίαρχος στεκόταν
το τετραγωνισμένο χλωμό σκιάχτρο
το κτίριο τ'άκαμπτο του Σωφρονιστηρίου,
διάτρητο από σειρές πανομοιότυπες
παράθυρα φραγμένα στην κίτρινη ομίχλη,
χτισμένο σε παλιούς αγρούς και χωριουδάκια
στη νάρκη.Κουρελόχαρτα,σκόνη,που ένας
τυφλός άνεμος έσερνε και στροβίλιζε,
φτωχές δίχως αντίλαλο φωνές
μανάδων που κατέβηκαν απ'τα βουνά
και κατασκήνωσαν εδώ με το μεγάλο
τσούρμο των παιδιών τους. Πανάθλια
σκληρά παιδάκια που κραυγάζουν
καχεκτικά,με τα μπλουζάκια τους σχισμένα
και τα καμένα γκρίζα παντελόνια.
Κ' ήλιοι καυτοί,βροχές αγριεμένες
που λασπερούς σχημάτιζαν χειμάρρους,
οι δρόμοι,τ'αραγμένα λεωφορεία
στην άκαμπτη παράταξή τους,
ανάμεσα στο χόρτο που ξεράθηκε
και στον ξινό σωρό των σκουπιδιών,
το κέντρο ήτανε του κόσμου,κι αυτά
στης ιστορίας το κέντρο,κ'η αγάπη μου ήταν,
σε τέτοια ωριμότητα που είχε γεννηθεί,
ήταν ακόμα αγάπη-
και θέλαν όλα ξεκαθάρισμα
κι όλα ξεκαθαρίσαν.
Ετούτος ο συνοικισμός γυμνός στον άνεμο
δεν ήτανε ρωμαϊκός ή μεσογειακός,δεν ήταν
της εργατιάς ' ήταν η ίδια η ζωή
μέσα στ'αληθινό της φως,τ'ανόθευτο.
Κι αυτή η ζωή,στο χάος βυθισμένη,
δεν ήτανε ακόμα προλετάρια,όπως
τη θέλει η άκαμπτη εφημερίδα του Πυρήνα
κι ο τελευταίος κραδασμός του πιεστήριου
είναι της ίδιας της υπόστασης το κύτταρο,
μες στην καθημερινότητα,καθάρια,
ζωή,τόσο κοντά σου που την ψαύεις,
κι έτσι ζεστά ανθρώπινη
μέσα σε τόση αθλιότητα....

Μετάφραση:Ρίτα Μπούμη-Παν. Χρ.Χατζηγάκης
Πηγή: Νέα παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Νίκου Παππά,Εκδόσεις Διόσκουροι,1976

[Τόσον απλός,τόσο φτωχός...]-MAURICE CAREME

Τόσον απλός,τόσο φτωχός να'ναι κανένας,
όσο θα 'τανε δίπλα σου,Μαρία,
σε κουζίνα γλαυκόχροην απ'τον ίσκιο,
που προσεύχεται,μιας ιτιάς θρηνούσης!

Να'ναι πλάι σου κανένας,πιο κρυμμένος
απ'όσο ουδέ στα μάτια του κόσμου ήταν,
όπως κάτω απ'του μαραγκού την πλάνη
η ξανθιά λάμψη ενός ροδακινιού΄

την καρδιά να έχει τόσο γυμνωμένη,
ώστε να σε φαντάζεται να κόβεις
το ψωμί φέτες,και κρασί να βάζεις

και να σηκώνεις απλά τα χέρια,
να τινάξεις τα ψίχουλα,που πέφτουν
δίχως τέλος απ'την μπροσταποδιά σου.

Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Πηγή: Ανθολογία βέλγικης ποιήσεως,Οι γαλλόφωνοι,Εκδόσεις Γ.Φέξη,1969

Το γεύμα των φτωχών-ΑΝΤΟΝ ΣΙΜΙΤΣ

Αντίκρυ
κάθονταν ντροπιασμένοι
στο τραπέζι για το μεσημεριάτικο φαΐ.
Τρώγοντας φοβούνται
μήπως
τη ζωή ο ένας τ'άλλου φάει.
Ύστερα
σηκώνουνται βουβοί και πικραμένοι.
Η αηδία του εαυτού τους τα πρόσωπά τους
αλλοιώνει .
ο καθένας θαρρεί πως είναι τ'άλλου
ο δολοφόνος
Και το αίμα που τρέχει μες στις φλέβες
πιστεύει πως είναι τ'αλλουνού το αίμα.
Σαν ο ένας να'χει φάει τον άλλον...

Μετάφραση: Χρήστος Μαρκέτης
Πηγή:Ξένοι ποιητές της πρωτοπορείας,Αθήναι 1979

 

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;