Γιορτή της μητέρας σήμερα. Εύχομαι "Χρόνια πολλά κι Ευτυχισμένα" σ' όλες τις μητέρες του κόσμου! Το πρόσωπο της μάνας, σύμβολο άδολης κι αιώνιας αγάπης, είναι κυρίαρχο στα δημοτικά τραγούδια. Τραγούδια ιστορικά, νυφιάτικα, μοιρολόγια, κοινωνικά, λιανοτράγουδα, της ξενιτιάς. Θα δούμε μερικά απ' αυτά!
Του Κίτσου η μάνα
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πόχουν κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι.
Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινεν η μαύρη του μανούλα,
«Κίτσο , που είναι τ’άρματα, πού τα’χεις τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;
– Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν’κλαις τα’ρημα τ’άρματα, τάρημα τσαπράζια;»
Η μάνα του κλέφτη
Έβγα, μανούλα μ', να με δεις, έβγα να μ' αγναντέψεις,
το πώς τρομάζω την Τουρκιά και τους δερβεναγάδες,
το πώς γυαλίζει η πάλα μου και λάμπουν τ' άρματά μου.
Κι η μάνα του του μίλησε, πικρά τον κουβεντιάζει:
-Με τι ποδάρια να σταθώ, να βγω να σ'αγναντέψω;
γέρασα, η μαύρη, γέρασα...
Μάνα, μ' εκαταράστηκες
Μάνα, μ'εκαταράστηκες, βαριά κατάρα μου είπες:
"Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους βουνά να τρέχεις,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι
και στα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι".
Να ήσουνα πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου,
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παλικάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την τουρκιά με το σπαθί στο χέρι
κι απ' τη φωνή του την ψιλήν αχολογάει ο τόπος:
"Βαρείτε, παλικάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίσει,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω"
Ο πόνος της μάνας
Ποιος θε ν' ακούσει κλάματα και μαύρα μοιρολόγια;
ας πα στα κάστρα του Μωριά στης Πόλης τα καντούνια,
που κλαίγει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Στο παραθύρι κάθονται και το γιαλό τηράζουν,
σαν περδικούλες χλίβονται και σαν παπιά μαδιούνται.
Σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζει η φορεσιά τους.
Βαρκούλες βλέπουν κι έρχονται καράβια και προβαίνουν.
"Καράβια, καραβόπουλα και σεις μικρές βαρκούλες,
μην είδατε το Γιάννη μου, το Γιάννη το παιδί μου;
"Αν είδα κι αν τον απάντησα, πόθε να το γνωρίσω;"
Δείξε μου τα σημάδια του, ίσως και τον γνωρίσω;"
Ήταν ψηλός, ήταν λιγνός, ίσιος σαν κυπαρίσσι,
είχε και στ' ακροδάχτυλο πανώριο δαχτυλίδι
κι έλαμπε πλειο το δάχτυλο από το δαχτυλίδι.
Έβγα, μανούλα, ιδέσε με
Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερον άσπρη μέρα,
σήμερα στεφανώνεται αητός την περιστέρα.
Όποιος ήταν προξενητής, να 'χε φάει κανέλα,
που αντάμωσε τέτοιο παιδί με τέτοια θυγατέρα.
-Εγώ 'μουν ο προξενητής, οπούχα φάει κανέλα,
κι αντάμωσα τέτοιον αητό με τέτοια περιστέρα.
-Έβγα, μανούλα του γαμπρού και πεθερά της νύφης,
να δεις την κυρά νύφη σου πώς σειώται, πώς λιγιώται.
-Έβγα, μανούλα, ιδέσε με πώς την κρατώ απ' το χέρι
την πλουμιστή τρυγόνα μου, την άγρια περιστέρα.
Ορμήνεψέ με, μάνα μου, πώς να την ημερέψω,
την άγρια γερακίνα μου, την πλουμιστή τρυγόνα.
-Δεν σούειπα γω, παιδάκι μου, παραμικρός παντρέψου,
πάρε γυναίκαν όμορφη, πάρε μικρή κοπέλα:
Για πάρτη από το χέρι σου και σύρ' τη στο παζάρι,
και παπουτσάκια πάρε της να βάλει στα ποδάρια...
-Παπούτσια της αγόρασα, μα δε μερεύει ακόμα.
-Για πάρτη από το χέρι σου και σύρτη στο κρεβάτι.
Λιανοτράγουδα
Της μάνας
Από τη γης βγαίνει νερό κι απ' την ελιά το λάδι
κι από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλικάρι.
Αν δεν φουσκώσει η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει.
αν δε σε κλάψει η μάνα σου, ο κόσμος δε δακρύζει.
Διψώ τζιαι πάνω το νερόν τζιαι πάει στάξη στάξη
τζιαι τους καμούς σου, μάνα μου, ποιος εννά τους βαστάξει;
Παρακαλώ σε, μάνα μου
Παρακαλώ σε μάνα μου, μια χάρη να μου καμεις.
Ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνεις μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους γυαλί και τους κερνάω,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μες στους αποθαμένους,
καίει των νιφάδων τα χρυσά, των νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος με τα με, στη μαύρη γης με ρίχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, τ' αχείλι μου φαρμάκι.
Σα μ'αγαπάς, μανούλα μου
Σα μ'αγαπάς μανούλα μου, και με ψυχοπονιέσαι,
κάμε τα χέρια σου τσαπιά,τις απαλάμες φτυάρια,
και πέταξε τα χώματα και σκύψε κοίταξέ με.
Κι αν είμ'άσπρος και ρόδινος, σκύψε και φίλησέ με,
κι αν είμαι μαύρος κι άσκημος,ξανακουκούλωσέ με.
Να' βλεπε η μάνα το παιδί
Τόσα καλά που κάνει ο Θεός κι ένα καλό δεν κάνει,
να κάμει το γιαλό στεριά,τον Άδη μονοπάτι,
ν'ανοίξει τα μνήματα, να βγουν οι πεθαμένοι,
Να' βλεπε μάνα το παιδί μια μέρα και μια νύχτα,
και να είν' η μέρα του Μαγιού και να είν' η νύχτα χρόνος.
Του νεκρού αδερφού
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
-Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
-Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
-Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
-Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
-Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
-Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
-Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
-Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
-Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
-Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Σ'αφήνω γεια μανούλα μου
Σ'αφήνω γεια, μανούλα μου, σ'αφήνω γεια, μητέρα,
έχετε γεια, αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλες.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα φύγω, μάνα, και θα' ρθω, μα μην πολυλυπιέσαι.
Από τα ξένα, όπου βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα
και με τ' αστέρια τ'ουρανού, τα ρόδα του Μαΐου.
Θενά σου στέλνω μάλαμα, θενά σου στέλνω ασήμι,
θενά σου στέλνω πράγματα π'ουδέ τα συλλογιέσαι.
-Παιδί μου, πάαινε στο καλό, κι όλοι οι άγιοι κοντά σου
και της μανούλας σου η ευχή να'ναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κι εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέψει η ξενιτιά και μας αλησμονήσεις.
-Κάλλιο,μανούλα μου γλυκιά,κάλλιο να σκάσω πρώτα
παρά να μη σε θυμηθώ στα έρημα τα ξένα.
Πηγές
Ανθολογία Περάνθη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα,1979
Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη, Πάτραι
Τα ωραιότερα δημοτικά τραγούδια , Γιάννης Κορίδης, Εκδόσεις Ιωλκός, 2002