Η ελιά στην ποίηση (Ποιήματα)

Η ελιά στην ποίηση (Ποιήματα)

Ελιά. Το ιερό δέντρο της θεάς Αθηνάς κι εκείνο που στάθηκε να προσευχηθεί ο Ιησούς πριν την πορεία του προς στο μαρτύριο. Οι ποιητές τη λάτρεψαν κι αυτή άφησε το αποτύπωμά της στα λόγια τους!

Η ελιά-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Είμαι του ήλιου η θυγατέρα
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή.
Χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να πέσω νεκρωμένη,
αυτόν το μάτι μου ζητεί·
είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Δεν είμ’ ολόξανθη, μοσχάτη
τριανταφυλλιά ή κιτριά·
θαμπώνω της ψυχής το μάτι,
για τ’ άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ’ έχει αηδόνι ερωμένη,
μ’ αγάπησε μία θεά·
είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Όπου κι αν λάχω κατοικία
δε μ’ απολείπουν οι καρποί·
ώς τα βαθιά μου γηρατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή·
μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη,
κι είμαι γεμάτη προκοπή·
είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Φρίκη, ερημιά, νερά και σκότη,
τη γη εθάψαν μια φορά·
πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη
στο Νώε η περιστερά·
όλης της γης είχα γραμμένη
την εμορφιά και τη χαρά·
είμ’ η ελιά η τιμημένη.

Εδώ στον ίσκιο μ’ αποκάτου
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
κι ακούστηκ’ η γλυκιά λαλιά του
λίγο προτού να σταυρωθεί·
το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
έχει στη ρίζα μου χυθεί·
είμ’ η ελιά η τιμημένη.

1882

Πηγή:Τα τραγούδια της πατρίδος μου,Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής

Ελιά-ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Στην κουφάλα σου εφώλιασεν μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα να 'θελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι, στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας, ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαδί σου που δε θα ξανανθίσει.

Ω πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν
με τη μαγευτικιά βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες

που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν.
Ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδελφάδες.

Πηγή: Τα σονέτα

Η γλυκόφυλλη ελιά-ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο απλώνει
το φουντωμένο κλήμα πού και πού
το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι,
γερμένοι από το βάρος του καρπού.

Αντίκρυ, σκοτεινό το ερημοκλήσι,
με πόθο και μ' αγάπη τη θωρεί
γιατί το καντηλάκι που'χει σβήσει
το φως του απ' τον καρπό της καρτερεί.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη

Εληά και πεύκος-ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥΣ

Στο ριζοβούνι η εληά, στο κορφοβούνι ο πεύκος,
χρόνους πολλούς γνωρίζονται κι ανεμοχαιρετιούνται.
Ένα πρωί λέει η εληά στον πεύκο το λεβέντη:
― «Πεύκο, κρίμα το μπόι σου, κρίμα και τη θωριά σου,
και να `σαι δένδρο άκαρπο κι ανώφελο στον κόσμο!»

― «Σώπα, γρηά κουφοδοντού, ζαβή και κοκαλιάρα,
όπου σε δέρνει ο άνθρωπος και τον καρπό του δίνεις…
Εγώ `μια λεβεντόκορμο, παλληκαράς βουνήσιος!
στον ίσκιο μου ο αρματωλός ξεχνάει τα βάσανά του,
κι όταν μολύβι δολερό του πάρει τη ζωή του,
εγώ γι’ αυτόν μοιρολογώ και βαριαναστενάζω.»

― «Αν τον μοιρολογάς εσύ, εγώ `μια αυτή που δίνω
λαδάκι στη μανούλα του καντήλι να τ’ ανάψει,
καντήλι ασημοκάντηλο στης Παναγιάς τη χάρη,
να λιώσει το κορμάκι του, ν’ αναπαυθεί η ψυχή του!...»
Το λόγο τέλειωσε η εληά κι ο πεύκος δεν της κραίνει.
γέρνει κατά το μέρος της κι έτσι γερμένος μένει.

Πηγή: Ανθολογία της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως,υπό Ιωάννου Πολέμη, Εν Αθήναις, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, 1910

Ελιά-ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΔΑΛΜΑΤΗ

Βραδιάζει κι αρχινίσανε ψιθυριστά τα φύλλα
σ'όλη την εκατόχρονην ελιά
ν'ανιστορούν μια θύμηση παλιά.
Σαν να σταμάτησε άξαφνα στη στράτα του που εκύλα.
Θωρεί θλιμμένο και βουβό τ'ολόγιομο φεγγάρι
τ'αγερικά που ξεπηδάν απ'τ'άδειο της κουφάρι.

Πηγή:Ποιητική ανθολογία της νέας ελληνικής γενιάς άγκυρας,1971

Ελιά-ΜΑΡΙΑ-ΚΕΝΤΡΟΥ ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Πού πηγαίνεις εσύ
Η πάντοτε πενθοφορούσα
Με το στιλπνό σεμνό σου ένδυμα
Με το καθαρό σου βλέμμα
Σε βλέπω να κυκλοφορείς
Σ’ όλους τους δρόμους
Με το πράσινο φως σου
Με σήματα κινδύνου
Εσύ η γλυκιά γεύση
Στο πικρό στόμα του κόσμου
Χωρίς να χειρονομείς
Χωρίς να ακούγεται η φωνή σου
Αισθάνομαι να φέρνεις
Παράξενα μηνύματα
Υποψιάζομαι
Πώς κάνεις κρυφά διαδηλώσεις
Περί ολιγάρκειας

Πηγή: stixoi/info

Καφές στην ελιά-ΘΑΝΑΣΗΣ Ε. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Κηρύκου και Ιουλίττης σήμερα 15 του μηνός Ιουλίου και είμαι μπορώ να πω ευτυχής παρά τα πενήντα πέντε χιόνια που βαραίνουν την πλάτη μου

Πίνω την παγωμένη μοναξιά μου στην παραλία της Ελιάς κάτω απ’ τον ίσκιο των πουλιών
έχω στη διάθεσή μου ένα ολόκληρο πούρο πριν ξανακόψω οριστικά το κάπνισμα
και η ημίγυμνη γκαρσόνα γλάρος σερφάρει στα γαλάζια μου μάτια

Κάθομαι εδώ στην άκρη του σύμπαντος άκρως ασήμαντος
χωρίς ένα σύννεφο μες στο κεφάλι μου
και χαζεύω γύρω ολόγυρα ολόγυρα και πέρα ως τις εκπνοές του Αλιάκμονα το σταθμό Λιτοχώρου ως κάτω στο Κάστρο
εκεί που αίμα ζεστό το Zastava ανέρχεται ακόμα τις φλέβες του Πλαταμώνα

Πηγή: http://thanasismarkopoulos.blogspot.com

Οι ελιές - 2018 -ΤΖΟΥΤΖΗ ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗ

"Θα πάω, είπες, στις ελιές",
και ο πατέρας χαμογέλασε...
Κοίταξε τα χέρια σου,
λεπτά και μακριά,
δάχτυλα που μόνο για χάδια
ήταν κατάλληλα,
μα δεν μίλησε.
"Να πας γιε μου'
είπε μόνο...
Γύρισες,
δυό μέρες μετά.
Παγωμένος απο το κρύο
του κάμπου,
χέρια πληγωμένα,
χείλη σφιγμένα
από το πείσμα σου.
Έμεινες.
Άντεξες.
Κέρδισες,
το στοίχημά σου.
Μπήκες στο μπάνιο να πλυθείς.
Κι’ ύστερα,
κλείστηκες στο δωμάτιό σου.
Χάιδεψες το μολύβι σου
και άρχισες να γράφεις...

Πηγή: stixoi/info

Η ελιά-ΓΙΩΓΙΑ ΣΙΩΚΟΥ

Στη μνήμη του Σωτήρη Σιώκου

Ο ουρανός κλαίει.
Κι εγώ δίπλα στον τάφο σου
φυτεύω μιαν ελιά
για να ξορκίσω την απειλή
καταιγίδας.

Μήπως σε βρει ξεσκέπαστη
η νύχτα.
Και κρυώσεις.

Πηγή: Φιλολογική Πρωτοχρονιά ,2020

Η ελιά και κάτι σαν αιώνιο που συγκρατεί-ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ

Άσημο καταφύγιο της φθοράς
ξέχασε όλα τα δόγματα της συμμετρίας
κι αισθητικά αδιάφορη αποδέχτηκε
να κρύβει συνέχεια το αληθινό της πρόσωπο
μες σε κατάξερους κορμούς κι επίφοβες κουφάλες.

Έτσι θυσιάζοντας για πάντα την ομορφιά
ξεγελάει ακόμα τον παντεπόπτη χρόνο
κερδίζοντας μια λαθραία αιωνιότητα
που η επαίσχυντη ζωή αρνείται να προσφέρει.

Τώρα μεσ’ από τόση διάρκεια σίγουρη
μπορεί και γίνεται χωρίς να το ξέρει
ταπεινα χρήσιμη,
σαν τη σκεβρωμένη μάνα
που οι ρίζες της απλώνουν και κρατάνε
όσο περισσότερο παλιώνει.

Πηγή: Ζω με τους φίλους και τις λέξεις,1977-1981

Ωδαί- Εις Πάργαν Νο 7-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

Ὑποκυμαινομένους
δασέας ἐλαιῶνας
ἡ Πάργα ὑψηλοκάρηνος
βλέπει· καὶ αὐτὴν ὁ Ἄρης
ὑπερεφίλει.

Πηγή: Ωδαί

Ρωμηοσύνη V-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Κάτσανε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο
κοσκινίζοντας τὸ σταχτὶ φῶς μὲ τὰ χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τὶς μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν πόσος μόχτος χώρεσε στὸ μονοπάτι τῆς νύχτας
πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας
πόσο κουράγιο μὲς στὰ μάτια τοῦ ξυπόλυτου παιδιοῦ ποὺ κράταε τὴ σημαία.

Εἶχε ἀπομείνει πάρωρα στὸν κάμπο τὸ στερνὸ χελιδόνι
ζυγιαζόταν στὸν ἀέρα σὰ μία μαύρη λουρίδα στὸ μανίκι τοῦ φθινοπώρου.
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔμενε. Μονάχα κάπνιζαν ἀκόμα τὰ καμένα σπίτια.
Οἱ ἄλλοι μας ἄφησαν ἀπὸ καιρὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς πέτρες
μὲ τὸ σκισμένο τους πουκάμισο καὶ μὲ τὸν ὅρκο τους γραμμένο στὴν πεσμένη πόρτα.
Δὲν ἔκλαψε κανείς. Δὲν εἴχαμε καιρό. Μόνο ποὺ ἡ σιγαλιὰ μεγάλωνε πολὺ
κ᾿ εἴταν τὸ φῶς συγυρισμένο κάτου στὸ γιαλὸ σὰν τὸ νοικοκυριὸ τῆς σκοτωμένης.

Τι θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα
τί θὰ γίνουν ὅταν ὁ ἥλιος στεγνώσει στὸ χράμι τῆς συγνεφιᾶς σᾶ σπασμένος κοριὸς στὸ χωριάτικο κρεβάτι
ὅταν σταθεῖ στὴν καμινάδα τοῦ ἀπόβραδου μπαλσαμωμένο τὸ λελέκι τοῦ χιονιοῦ;
Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά, ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν τὸ στόμα,
βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα μαζὶ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα
καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο νὰ ριζώσουνε στὴ νύχτα.

Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.

Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα. Πούναι ἡ βάρκα;
Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει. Καμένο τὸ χῶμα. Πούναι ὁ ζευγολάτης;
Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι.
Βραδιὰ σπαγγοραμμένη μὲ τ᾿ ἀστέρια της μὲς στὸ τσουράπι.
Δάφνη ξερὴ καὶ ρίγανη στὸ μεσοντούλαπο τοῦ τοίχου. Δὲν τ᾿ ἄγγιξε ἡ φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στὸ τζάκι - καὶ νὰ κοχλάζει μόνο τὸ νερὸ στὸ κλειδωμένο σπίτι. Δὲν πρόφτασαν νὰ φᾶνε.

Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους - τρέχει τὸ αἷμα μὲς στὶς φλέβες.
Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;
Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.
Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.
Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.
Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό του.
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.

Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες ἡ γριὰ δύση.
Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.
Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.

Μέσα στ᾿ ἁλῶνι ὅπου δειπνῆσαν μία νυχτιὰ τὰ παλληκάρια
μένουνε τὰ λιοκούκουτσα καὶ τὸ αἷμα τὸ ξερό του φεγγαριοῦ
κι ὁ δεκαπεντασύλλαβος ἀπ᾿ τ᾿ ἅρματά τους.
Τὴν ἄλλη μέρα τὰ σπουργίτια φάγανε τὰ ψίχουλα τῆς κουραμάνας τους,
τὰ παιδιὰ φτιάξανε παιχνίδια μὲ τὰ σπίρτα τους ποὺ ἀνάψαν τὰ τσιγάρα τους καὶ τ᾿ ἀγκάθια τῶν ἄστρων.

Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο ἀντικρὺ στὴ θάλασσα
αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι
μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας
ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν
κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ στὸν κόρφο τῆς λιακάδας.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.

Πηγή: Ρωμιοσύνη,1954

Ηλικία της γλαυκής θύμησης-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ως τη θύμηση
έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος.
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζεις ακόμη
στην ειρήνη τον κόλπου των νερών έχει ο Θεός.

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα.
Θυμάμαι τα παιδόπουλα τους ναύτες που έφευγαν
βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μέσ’ στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή τον ήλιου
με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
και με την υγεία τον ήλιου στο κορμί - τι γύρευα
βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος;
Άγνωστος και γλαυκός χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα.
με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
ήταν η οδύνη.

Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωθα πρώτη
φορά το ανθρώπινο βάρος σου.
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
όπως την πρώτη μέρα μας στη γη.
Γιόρταζαν οι αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσες
ήτανε μία βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
μία βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κεί που
χαράζεται παντοτινά ο χρόνος.

Σ’ άφησα τότες
και μία βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια.
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα `χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
θα `χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο έρωτας
κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.

Πηγή: Προσανατολισμοί,1940

Μιλούσες για πράγματα-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τἄ ῾βλεπαν κι αὐτοὶ γελοῦσαν

Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
Πάνω νερὰ
Νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
Στὰ τυφλά, πεισματάρης
Καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο
Ἄφησε κι ἂς γελοῦν
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
Στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
Στ᾿ ὀρφανισμένο του ὁ πάρο
Ἄφησέ τους

Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
Ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.

Πηγή:Τρία κρυφά ποιήματα, Θερινό ηλιοστάσι,1966

Ο ήλιος ο ηλιάτορας-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (Απόσπασμα)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ
κατηφοράει στο Ταίναρο
Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
χρυσάφι το πιρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ
Ε σεις στεριές και θάλασσες
τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
στη μέση του άλλου πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Με τα μικρά χαμίνια του
καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές
που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς
και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εμείς ψωμί δεν έχουμε
και τέτοια δεν κατέχουμε
Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού
μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό
να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Τέσσερις μήνες χτίζουμε
και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά
στοιχίζει και μια φαμελιά.

Πηγή: Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

Ἡ Λιομαζώχτρα-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Μέ τή σκάλα στόν ὧμο, ἀνάμεσα στίς ἐλιές, ἐπέρασε
Τό φάντασμά της. Ἠταν ἡ μάνα μου, τή γνώρισα
ἀπ’ τό τσεμπέρι της πού σάλευε λυμένο, ἀπό τά χέρια
κι ἀπό τή δέσμη τοῦ φωτός πού ἀπόπνεε τό χαμόγελό της.
Ἡ ὥρα, τό χῶμα, ὁ γνώριμος κυματισμός τοῦ ἐδάφους
ταίριαζαν μέ τήν παρουσία της. Τή φώναξα χωρίς
ἀμφιβολία καμιά· ἐκείνη μέ χαιρέτισε
μ’ ἕνα νόημα ἀέρινο. Πάτησε ἔπειτα στά νύχια,
πῆρε ν’ ἀνυψώνεται. Διάσχιζε τόν ἀέρα
πρός τόν οὐρανό, ὅπως ἦταν, μέ τή σκάλα της.
(Κάθε τέτοια ἐποχή, ἁπλώνει τά λιοπάνια της
καί τά ξαναμαζεύει. Ἔρχεται καί βοηθάει τή γῆ).

Πηγή: Απογευματινό ηλιοτρόπιο, 1976

[Ένα σπιτάκι απόμερο…]-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Μ. Π.

Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!

Πηγή: Ελεγεία και Σάτιρες

Πρέβεζα-ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος κι ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στήν προκυμαία,
"υπάρχω;" λες, κι ύστερα: "δεν υπάρχεις!"
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον, μέσα στούς ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θά διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Πηγή: Τα τελευταία ποιήματα,1928

Φεύγοντας απ’ τη Μονοβασιά-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι·
τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο·
ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους.
Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι·
ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου
ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζωου.
Ἦταν αὐτό; Καὶ τι ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος;
Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες,
τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -
ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα
μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ το ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, -
κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια,
κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος.

Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ.

Πηγή: Μονοβασιά (1974-1976)

Αντιστέκομαι-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Αντιστέκομαι όπως οι ελιές της πατρίδας μου, οι σκληρές
σαν τα κόκαλα τ’ αντρειωμένου, που τους λείπουν οι μαύρες
μαντήλες μονάχα για να μοιάζουν με τις μανάδες μας·
που σφηνωμένες γερά στην απόλυτη πέτρα,
αδιαφορούν για τις θύελλες, αναπνέουν τις αστραπές
και τις κάνουνε μες στους πικρούς τους
χυμούς ειρήνη και φως.

Πηγή:Ημερολόγιο, Τα Ποιήματα, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984

Επιτάφιο σε φίλο τελειόφοιτο της φιλολογίας-ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Ο Χριστογιάννης πέθανε στα εικοσιπέντε χρόνια,
η αρρώστια του ήταν ξαφνική, τον πήρε και βαριά.
Όλη τη μέρα αντίκρυζε των πεύκων τα βελόνια
κι αυτός θυμόταν κάτι ελιές και μια κληματαριά.

Πρόσωπο συμπαθητικό, δε θα σε ματαϊδούμε!
Τα μάτια σου εβασίλεψαν για πάντα στο βουνό.
Με ζαλισμένο το μυαλό τις νύχτες τραγουδούμε
κι εκείνος έμενε στο νου σημάδι σκοτεινό.

Ήτανε φρόνιμο παιδί, καθώς ελέγαν όμως
τα βράδια επαραφύλαγε κοπέλες του σκολειού.
Τους πέταε λόγια που κρατούν κι αν του βολούσε ο δρόμος,
τις εδοκίμαζε, έλεγαν, στην άκρη του αχειλιού.

Αν τα `κανε, καλά έκανε• γιατί από τη μελέτη
τόσω χρονώ τι κέρδισε, ποιαν άλλη προκοπή;
Στο σπίτι που ξοδεύτηκε θα μείνει το σεκλέτι,
τ’ αδέρφια τα μικρότερα θα πιάσουν το τσαπί.

Ο Χριστογιάννης έφυγε χωρίς το δίπλωμά του
(στο τέλος δεν τον ένοιαζε πολύ, μπορεί γι’ αυτό).
Μ’ αφού ήταν ο λιγόχρονος ταμένος τού θανάτου
καθόλου ας μην εδιάβαζε –δεν ήτανε σωστό.

Πηγή: Σιγανή φωτιά,1938

Ποίημα ερωτικό-ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ

Kάτω απ’ τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές
παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.
Kάτω απ’ τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,
άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.

Aχ, τη νιότη σου, ξανθούλα μου Eρωμένη,
με την ωχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.

Mες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,
το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!
Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν’ αγρυπνώ
– έτσι μου `μελλεν, αγάπη σταυρωμένη!

Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.
Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!

K’ είν’ η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,
γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...
K’ είν’ η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,
στα βαθιά, βαθιά μου δυναστεύει.

Άκου: Σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!
Kάποιο φως μαβί γλιστρά απ’ τα μονοπάτια.
Ω ψυχή μου, ω σφάλισε τα μάτια!

Πηγή: " 40 ποιήματα και 3 πεζά",Ανοικτή Βιβλιοθήκη,2018

Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.

Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
- να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ -
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Έναν τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σαν λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω - ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».

Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι - θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
- κίνηση του κόσμου -
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.

Πηγή: Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό,1974

Εφιάλτες-ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

Τώρα που αχνίζει πίσω μας
το μίζερο χωριό και τα χωράφια
σίγασε πια ο μέγας θρήνος
ο κίνδυνος απομακρύνθηκε
τώρα που προσπελάσαμε τα τείχη
ίσοι κι εμείς με τους αφέντες
ωραία εμπορεύματα θα βρούμε ν’ αγοράσουμε
το πιο εκλεκτό χασίσι

στους πατρογονικούς μας ελαιώνες
ευγενικά ξενοδοχεία θα φυτρώσουν
μιαν άλλη γλώσσα θα μιλήσουν τα παιδιά μας
και δίπλα στους πυραύλους θα υψώνονται
ξένα φουγάρα

με τη χρυσόσκονη πια δε θα φαίνεται η πληγή μας.

Πηγή:Με τη φωτιά στα μάτια, 1982

Ενδόκοσμος-ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

Γ. Χρόνος πραγμάτων

Κι όπως αργά βραδιάζει στο άδειο σπίτι
Ο ήλιος δύει μέσα στους καθρέφτες
Σε σιωπηλά κι απόμακρα τοπία
Βυθισμένα για πάντα στο σκιόφως

Τη νύχτα η πανσέληνος ταξιδεύει
Στα φόντα των παλιών πορτρέτων
Φωτίζοντας λευκές κόγχες ματιών
Που βλέπουν προς το παρελθόν τους

Μα την αυγή ένα κόκκινο σκαθάρι
Πυρπολεί τις εύφλεκτες κουρτίνες
Καθώς αθέατα χέρια παίζουν πιάνο
Μόλις σχεδόν θωπεύοντας τα πλήκτρα

Τυχαίνει κάποτε όμως ν’ αλαφραίνει η ύλη
Τότε θαλάσσια κύματα μπαίνουν στο σπίτι
Ή ξαφνικά αναδύονται βαθιοί ελαιώνες
Ή πρόσωπα που χάθηκαν πάλι επιστρέφουν

Πηγή: Οι κόνδορες και το αντιπρανές, 1982

Καίγονται -ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ

Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.

Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.

Πηγή: stixoi/info

Μετ’ ευχαριστήσεως-ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ

Κρυμμένο στο μαύρο
πρόβαλε το πρόσωπό της
καθώς άνοιξε η ξύλινη μεσόπορτα
που με ασβέστη την είχαν καλύψει
και τρόμαξαν οι φιλέσπερες σαλαμάντρες.

Με το βλέμμα κάτω, προχώρησε στο τραπέζι
με τα φαγητά, το χυμένο κρασί
τα χαρτιά και τις σφραγίδες.

Τη ρώτησαν κι είπε πως δεν ξέρει να γράφει.
Την ξαναρώτησαν αν συναινεί
να πωληθεί ο ελαιώνας για τις σπουδές του...
"Μετ’ ευχαριστήσεως", και φωτός ανάσες
γέμισαν τα βαθουλώματα στο πρόσωπό της.

Πηγή: Με το φως, Καστανιώτης,2000

Συγκομιδή-Αύγουστος -ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Αδειάζει το καπέλο του γεμάτο
στην ποδιά μου. Σταλαγματιές οπώρας
ευωδιάζει η μνήμη μου.

Θάλλουν τα τζιτζίκια, δονείται ο ελαιώνας.
Λίγα καρποφόρα
στενοί μου φίλοι παιδικοί.

Πηγή: Νερά Απαρηγόρητα,Πλανόδιον,2004

Μακάρι...-ΕΥΤΥΧΙΑ ΓΕΡ.ΜΑΣΤΟΡΑ

Αν τύχει νά ’ρθω στους Παξούς και να ’ναι καλοκαίρι
και να ’ναι μήνας Αύγουστος που τόσες χάρες έχει,
μακάρι να με πρόσμενε στο ελιόδασος κρυμμένο
ένα παλιό κι απέριττο λιθοχτισμένο σπίτι
με ξύλινα πορτόφυλλα και πράσινες φανέστρες
και με κεραμιδιά σκεπή κι ασβεστωμένους τοίχους.
Να ’χει μισόφωτη μπασιά κι ηλιόφωτη τη σάλα
και να ’χει και δυο κάμαρες με φτωχικά κρεβάτια
και στο μικρό μου κουζινί να ’χει γωνιά και φούρνο,
να ψήνω ζυμωτό ψωμί, στη στια να μαγειρεύω.
Να ’ναι τα πιάτα στη σκατζιά, τρόφιμα στη φερίδα
και σε κασέλα ξύλινη να βάνω χώρια χώρια
τα διάφορα γεννήματα στα ζωντανά να δίνω.
Και πλάι στα δυο πελεκητά ξύλινα σκαλοπάτια
να βρίσκεται αυλακωτή, παμπάλαια καπάσα
που απ’ της σκεπής την κάναλη, σα βρέχει το χειμώνα,
να πιάνει βρόχινο νερό, να έχουμε για τη λάτρα.
Κι απόξω να ’χει αφοδιά με μιαν ελιά στη μέση,
μ’ ένα τραπέζι πέτρινο κι ολόγυρα πεζούλες
και παρακεί πορτοκαλιά και λεμονιά πιο πέρα
και γλάστρες με γαρίφαλα μοσχοβολιά να στέλνουν.

Και να πηγαίνω το πρωί στου Χαραμή τη σπιάντζα,
που έχει σμαράγδινα νερά, ήμερα και καθάρια,
να κολυμπάω και να τραβώ ίσια κατά την μπούκα,
να ξεχωρίζω στο βυθό ν’ ασημολάμπει ο άμμος,
να καμαρώνω το σχολειό, στο Μαϊστράτο πέρα
και παραδώ ειρηνικό της Λάκκας το λιμάνι,
που έχει πολλές ψαρόβαρκες και λιγοστά καΐκια.

Και σα με πάρει η κούραση απ’ το πολιό κολύμπι
κι αλλάξω ρότα γρήγορα πίσω για να γυρίσω
ολομεμιάς στο γύρισμα ν’ αγάλλεται η καρδιά μου
καθώς θωρώ την Παπαντή με το καμπαναριό της
μες στα πυκνά τα λιόδεντρα στ’ αντικρινά τα πλάγια.

Να κάθομαι στη αφοδιά, ζεστό καφέ να πίνω
με συντροφή το λιόγερμα, τη δειλινή την ώρα.
Και σα νυχτώνει για καλά, να γέρνω να πλαγιάζω
και να ’χω το παράθυρο της κάμαρας λιμπρέτο,
για να τρυπώνουν λεύτερα του φεγγαριού οι αχτίδες
και το άσμα το μονότονο που ψέλνει το τριζόνι
και το αλαφρό, νυχτιάτικο και δροσισμένο αγέρι.
Κι ύστερα ν’ αποκοιμηθώ κι έτσι να λησμονήσω
πως όλα αυτά είν’ αληθινά, μα πέρασαν για πάντα…

Πηγή: Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι, Εκδόσεις Πικραμένος, 2005

Στη ραπτομηχανή-ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

Ο τόπος είναι χρόνος
προορισμένος μόνο για την επιστροφή
γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει

λιωμένο φως
μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών
τόνος λευκός κρυσταλλωμένος
μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό
η επίφαση του ανύπαρκτου
μες στην ακινησία...

Κι αυτό που ως ήχο χρώματος
γραφεία ταξιδίων διαφημίζουν
δεν είναι τα παράθυρα που βλέπουν στα λιοτρίβια
–επιστατούν ανελλιπώς
η Τριχερούσα Παναγιά με τη Φραγκογιαννού–
ούτε οι γαρδένιες βέβαια στους γκαζοτενεκέδες
–ο σπαραγμός του εφήμερου που όλο κιτρινίζει–

αλλά η κατάμαυρη σκιά της ραπτομηχανής
σε ασβεστωμένο κήπο
αδιάκοπα τις ξηλωμένες μνήμες να γαζώνει
να μπουν στα ξενυχτάδικα τριζάτοι και με τσάκιση
οι ναύτες του Τσαρούχη
να πιουν κρασί
να κλάψουνε
να περιπλανηθούν
τ’ άλλο πρωί να μοιάζουνε
φιγούρες φαγωμένες του Μπουζιάνη.

Πηγή: Το επιδόρπιο,Κέδρος,2012

Σαρκοφάγος-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ

Αντάρα, λιόδεντρο,αστραπή, ζαρκάδι
ασκοθάλασσα, κριθαρόψωμο, λιοπύρι
αγριοκόριτσο, νεραϊδόξυλο, νυχτοπούλι
πεφτάστρι, δραγατσούλα, άλλη άκρη ...

Πέτρες απ' το ασυναρμολόγητο ποίημα -
απ' το βαθύ μνήμα που όποιος προφτάσει
να χτιστεί ζωντανός μες σ' αυτό
με πετροκάραβο πια θα πλέει στον αέρα.

Πηγή: Χιονισμένος Λύχνος,Μανδραγόρας,2012

Αυγώνυμα-ΧΑΡΗΣ ΙΩΣΗΦ

Ασήμιζε ο αιωνόβιος ελαιώνας με το ξύπνημα τών τριζονιών,
Καθώς τον διέσχιζαν αλυσίδες διπλών φανών στα χέρια
Μάταιων κληρονόμων
Του ξεραμένου σ’ ετούτες τις πέτρες
Αίματος.

Γεύτηκα το άγουρό του λάδι
Διύλισμα της μνήμης των Ευωνύμων,
Τότε που στη γλυφάδα του Άι-Γιώργη
Φλομώναμε εκείνων των πλασμάτων
Τις ψυχές.

Πηγή: Αυγώνυμα,Captainbook.gr,2014

Του Βασιλάκη Σ -ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΤΑΚΗΣ

Βασιλάκη, του λέω, τι κάνεις με τόσο θάνατο,
δε σε πονούν τα κόκαλά σου;

Βασιλάκη, του λέω, το βλέπω στις φωτογραφίες
πως την απόφαση την είχες πάρει.
– Τι καταλαβαίνεις κι εσύ: μου απαντά.

Βασιλάκη, του λέω, σε νιώθω, σε νιώθω…
– Είναι που τον κουβαλάς κι εσύ, μου λέει.

Βασιλάκη, του λέω, πώς άντεξες;
– Όπως θ’ αντέξεις κι εσύ, μου λέει.

Βασιλάκη, του λέω, μου λείπεις!

Με κοίταξε γελαστός, έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι απομακρύνθηκε. Το μπλε μπουφάν. Το πράσινο δέντρο. Ήταν μάλλον ελιά. Ο τοίχος ξεπλυμένο κόκκινο, γδαρμένο κόκκινο δεκαετίας. Προχώρησε στην αυλή. Άκουγα βήματα από δερμάτινες σόλες. Κάπου υπάρχει ένας βασιλικός, έλεγα. Ήμουνα σίγουρος. Κάπου υπάρχει κάτω απ΄την ελιά και σκιάζεται τα καλοκαίρια. Ο δικός μου νεκρός. Ο Βασιλάκης. Το χαμόγελό του.

Μόνο ποιήματα πεθαμένων θα διαβάζω πια.
Αυτοί ξέρουν.

Πηγή: Διασπορά,Γαβριηλίδης,2015

Σαν κέρμα από τρύπια τσέπη-ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΙΓΚΡΑΣ

Τα βράδια, ο γέρο Μπούκης ο τυφλός, περπατούσε το μοναδικό
χωματόδρομο, τραγουδώντας, με μια φωνή καστράτου
δημοτικά τραγούδια,
όταν έφυγε, μας άφησε τη φωνή του και μιαν ελιά που είχε ως όριο,
την ακουμπούσε και, μετρώντας τα βήματα,
γύριζε πίσω, στην αυλόθυρά του,
τον ακούγαμε τις νύχτες,
τα σπίτια πλήθαιναν στο μεταξύ, εμφανίστηκαν
καναδυό αυτοκίνητα, χαράχτηκαν νέοι δρόμοι, ασφαλτοστρώθηκε
ο παλιός χωματόδρομος, πάροδος 220 κι αργότερα "Καλτεζών"
η ελιά και τα τραγούδια έμειναν.
Ώσπου, κάποιο πρωί, ένας στραβόγνωμος συνταξιούχος, πήρε πριόνι
κι έκοψε το δέντρο, οι θρούμπες του λέρωναν τ'αυτοκίνητο.

Τότε χάθηκαν και τα "σαράντα παλληκάρια" κι ο "αϊτός"
και "η Σαμαρίνα"και η "ιτιά",

και μεις, ξαφνικά, χάσαμε τη νεότητά μας,
σαν κέρμα από τρύπια τσέπη.

Πηγή: Ποιήματα,Ενδυμίων,2018

Οι Ζίνες-ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

Κάτω απ’ τα λιόδεντρα μου μάθαινες
τις σμαραγδένιες Ζίνες
να αιχμαλωτίζω με κλωστή
Φίλες και δέσμιες στο παιχνίδι μας
υπάκουες σε κάθε τράβηγμα
Εύκολος στόχος αργοκίνητος
βαρύ το πέταγμά τους
Η σιέστα τους απογευματινή
θαρρείς
και μόλις ξύπνησαν
Η φωνή σου κι οι ματιές
περήφανα
αντηχούσαν στις γέρικες κουφάλες
Στο μεσογειακό όπως λιάζεσαι ανάσκελα το φως
δέντρο αειθαλές πάντα θα στέκεσαι
Αιωνόβια αποτυπώματα οι διδαχές σου
Δύναμη η αντοχή σε άγονα εδάφη
Στην ανομβρία ελπίδα η υπομονή σου
Έμπνευση η αγάπη σου για τη θάλασσα
Απ’ τα κλωνιά σου μπόλιασα το ίδιο μου το λιόδεντρο
για ένα χρόνο πρόκαμες μονάχα
τις ρίζες του να ποτίσεις
Στα έξι που θα καρπίσει δεν θα ιδείς
Μετά από παγετό, χαλάζι κι άνεμο δυνατό
μολύνθηκαν οι ανεπούλωτες πληγές
Έπληξε η καρκίνωση τον γέρικο κορμό
οι Ζίνες σιώπησαν μετά τον ψεκασμό
μα η φωνή σου
όχι

Πηγή: Τεταρτημόρια, εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, 2019

Αλκυονίδων-ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το βλέμμα της λαμαρίνα στον ήλιο
που σβήνε τα ορθογραφικά του κόσμου
τα δάχτυλά της έσταζαν νοτισμένες πεδιάδες
κι αφράτα σκεπάσματα
ο λαιμός της στήριζε αρχαίους ναούς
και πρόστυχες προσευχές

μύριζε η πλάτη της ανέμους βιαστικούς
και σκούρο μπλε της πλάσης
τάχυνε το βήμα μ’ άνοιγμα Κορινθιακού Ισθμού
κι άπλωσε τα δάχτυλα στα νύχια του Ταίναρου

ομορφιά είναι η βιαστική αντανάκλαση
του σύμπαντος στον καθρέφτη του κενού

πίσω του οι εικόνες της
σκυλιά αρχαίου κυνηγιού
τον πρόφταιναν
κάποιες κιόλας
κομμάτια του μασούσαν

πλάι του έφταναν ξυπόλητοι
οι ήχοι της
πολλοί τον ξεπερνούσαν
και καρτέρι του `στηναν
μέσα σε ελαιώνες καμένους
και βεβαιωμένες ψευδαισθήσεις

στον ορίζοντα σχεδιάζονταν χάρτες
με όμορα χάδια κι αιφνίδιους οργασμούς

μαζεύτηκε το σούρουπο
σε κυανή γωνιά
αφού δεν μπορούσε να έχει αυτήν
άπλωσε την παλάμη
ν’ αρπάξει τη σκιά της

κράτησε στα χέρια του
κάρβουνα και στάχτη από τα όνειρά της

-έλα
-ο πόθος σε φέρνει τόσο κοντά μου
που θα μπορούσα με μιας να σε εισπνεύσω.

Πηγή: stixoi/info

Ζωγραφιά-ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ

Κατηφορίζοντας ανεμίζει ο ελαιώνας. Οι περιέργειες
του ήλιου στων φυλλωμάτων το ασημικό.
Κορίτσι αναμμένη ακτίνα τρέχει κάτω απ’ τους ίσκιους.
Με θαμπώνει το γέλιο του θαύματος. Άνοιγμα
στο παραπέτασμα τ’ ουρανού. Λεπίδι και σχίζει την αφή
από το χώμα ώς το γαλάζιο. Το γαλάζιο που
ματώνει στα μαλλιά της.
Η απόσταση δεν μοιάζει με εγγύτητα, η απόσταση
δεν είναι αναστεναγμός· είν’ ένα σύννεφο και
ψιθυρίζει τη βροχή του δυο απλωσιές προς
τον ορίζοντα.
Ζέφυρος κυμάτων πορφυρός κυκλοδίωκτος,
ομηρικός. Καρύκευμα επιθέτων κατακαίει
τη στιγμή.
Στα χείλη, να χαθώ, το φως χυμός αγριεμένος.
Το φως, φιλί στους ίσκιους πάει κι έρχεται·
και με παλεύει αλμυρός πηλός να
φτιάξει έρωτα.

Πηγή: Ατελές Κολλάζ, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2020

Στη σύναξη των Θεών-ΛΑΣΚΑΡΗΣ Π.ΖΑΡΑΡΗΣ

Αποδιωγμένο πνεύμα
λαμπρό λιοστάσι των ψυχών,
περνούσες κύμα απ’ τη μνήμη
όχι δεν μπορείς να είσαι παρελθόν,
ελπίδα ζεις και ανασαίνεις μέσα στην ομίχλη
παρόν που αψηφάς κινδύνους
την ανθρώπινη κόλαση αποτινάζεις απ’ την καρδιά.
Μόνο το χαμόγελο, η φιλία και η αγάπη
σε κρατούν δέσμια της γης
κι ύστερα ο ουρανός σ’ έχει ελεύθερη από κάθε τρικυμία,
περιδιαβαίνεις τις νύχτες με καημό
από στενό δρομάκι ευτυχίας
απάνεμο χωριό με διάσπαρτα σπίτια στο βουνό,
δυνάμωσε τη γαλήνη στην ψυχή σου
γράψε τους πόνους στο χαρτί
τα γράμματα είναι το χωνευτήρι των πληγών
κι οι λέξεις τα πλούσια φτερά σου...
Από μια σύναξη Θεών έλειπε ο Ερμής και η Αφροδίτη,
ίσως γυρίσουν πίσω για να μετατρέψουν
έναν δισταγμό σε αποδοχή.

Στους ελαιώνες της αγάπης-ΠΟΛ ΕΛΙΑΡ

Βαθιά στους ελαιώνες της αγάπης
χορεύουν οι νεράιδες του μεσημεριού

Τα δροσερά τους γέλια τρελαίνουνε τον Αύγουστο
τρελαίνουνε τα όνειρα των εραστών

Σκύβω και προσεύχομαι με λέξεις από χώμα
ήχοι κρυστάλλινοι με διαπερνούν

Φωτίζουνε τη σιωπηλή ζωή μου
φωτίζουνε του έρωτα τα μάτια τ’ ανεξήγητα

Φωτίζουνε τη σιωπηλή ζωή μου
φωτίζουνε του έρωτα τα μάτια…

Πηγή: stixoi/info

Οι Ελιές-ΛΟΥΑΝ ΤΖΟΥΛΙΣ

Όλοι οι καρποί ίδιοι.
Νέοι γέροι
γέροι νέοι.
Κι οι κορμοί τους
σαν τους παλιούς τους πάπυρους
που δεν ξεχνούν τα μυστικά του ανθρώπου.

Κι όλοι πράσινοι κι ευλογημένοι.

Σαν την ελπίδα που ταΐζει τους νικητές
και σαν τα όμορφα μάτια της άνοιξης.

Οι ελιές.

Ένας απέραντος χώρος που κοιτάς
και συλλαβίζεις όσα δεν μπόρεσες να ζήσεις
κι αυτά που απέφυγες.
Σαν γέροι σοφοί κουνούν παλληκαρίσια
τα κλαδιά τους
για να δείξουν τις φουρτούνες
που πέρασαν στην πικρή λαδερή θάλασσα
της μοίρας.

Πηγή: stixoi/info

Ελλάς-ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ

«Σαν το ζαφείρι ήταν της θάλασσας το χρώμα
κι έμοιαζε οπάλιο πυρωμένο τ’ ουρανού το δώμα.
Σηκώσαμε πανιά … Και πρίμο φύσαγε τ’ αγέρι,
στις ανατολικές γαλάζιες χώρες να μας φέρει.
Απ’ την ολόρθη πλώρη, βιαστικό το βλέμμα
τη Ζάκυνθο αγναντεύει, το κάθε της ρέμα
και το κάθε λιοστάσι,
της Ιθάκης τ’ ακροθαλάσσι,
του Λύκαιου τα κορφοβούνια χιονισμένα,
της Αρκαδίας τα βουνά μ’ ανθούς σπαρμένα.
Κανείς άλλος ήχος τη σιωπή δεν ταράζει,
παρά το πανί που στο κατάρτι παφλάζει,
το νερό που στα πλάγια του πλοίου φλοισβίζει
και γέλιο κοριτσιών που στην πρύμνη αναβρύζει.
Την ώρα που άρχιζε να φλέγεται η Δύση
κι ήλιος πορφυρός στα νερά είχε καθίσει,
τη γη της Ελλάδας είχα τέλος πατήσει.»

Μετάφραση: Στάθης Σπηλιωτόπουλος
Πηγή:http://ebooks.edu.gr
 

Στο θέατρο του Άργους-ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ

Τσουκνίδες και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί:
κανένας ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας
δεν τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία
τρομάζει τον αέρα• το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά
εκεί που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς•
μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας,
οι χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη•
και το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
Δεν είναι τώρα η εποχή να θρηνούμε τα περασμένα,
το ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου,
ή τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας,
διότι τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας,
ο κόσμος γέμισε πανούκλα,
αμαρτία και έγκλημα,
ακόμα και ο Θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!

Όσκαρ Ουάιλντ, Άργος 1877
Μετάφραση: Γιάννης Καρβέλας

Πηγή: https://argolika.gr

Ίσκιος-ΓΚΙΓΙΟΜ ΑΠΟΛΙΝΕΡ

Να σεις πάλι δίπλα μου
Μνήμες των νεκρών συντρόφων στον πόλεμο
Η ελιά του χρόνου
Μνήμες που δε φτιάχνετε παρά μια μονάχα
Καθώς εκατό γούνες δε φτιάχνουν παρά ένα μονάχα πανωφόρι
Καθώς αυτές οι χιλιάδες πληγές δε φτιάχνουν παρά ένα μόνο άρθρο
στην εφημερίδα.

Μορφή που πήρατε σκοτεινή κι αψηλάφητη
Το μεταβλητό σχήμα του ίσκιου μου
Ένας Ινδός παραμονεύει μες στην αιωνιότητα
Ίσκιε γλιστράτε δίπλα μου
Όμως δεν μ’ ακούτε πια
Δε θα γνωρίσετε ποτέ τα θεϊκά ποιήματα που τραγουδώ
Ενώ εγώ σας ακούω και σας βλέπω ακόμα
Μοίρες
Ίσκιε πολύμορφε που ο ήλιος σας προστατεύει
Εσείς που μ’ αγαπάτε τόσο ώστε να μην μ’ εγκαταλείψετε ποτέ
Και χορεύετε κάτω απ’ τον ήλιο δίχως να σηκώνετε σκόνη
Ίσκιε μελάνι του ήλιου
Γραφή του φωτός μου
Κάσα των θλίψεων
Ένας θεός που ταπεινώνεται.

Μετάφραση: Μ. Στεφανοπούλου
Πηγή: stixoi/info

Ρομάντζα της σελήνης -ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

Ήρθε η σελήνη στο αργαστήρι
με μισοφόρι από νάρδους.
Το παιδί την κοιτάει, την κοιτάει.
Το παιδί τη βλέπει ολοένα.
Στ’ αγέρι το ταραγμένο
απλώνει η σελήνη τα μπράτσα,
κι αγνή και φιλήδονη, δείχνει
τα σκληρά της τα στήθη από τσίγκο.
Φύγε, σελήνη, σελήνη.
Αν ερχόταν οι Τσιγγάνοι
θάφταχναν με την καρδιά σου
χαλκάδες κι άσπρα γιορντάνια.
Παιδί μου, άφησέ με να χορέψω.
Όταν έρθουν οι Τσιγγάνοι
τα σ’ εύρουν πάνω στ’ αμόνι
με τα ματάκια κλεισμένα.
Φύγε, σελήνη, σελήνη,
γιατί ακούω τ’ άλογά τους.
Άφησέ με, παιδί, μην πατάς
την κολλαριστή ασπράδα μου.

Ζύγωνε πια ο καβαλάρης
χτυπώντας το ταμπούρλο του κόσμου.
Μες στο αργαστήρι τ’ αγόρι
έχει τα μάτια κλεισμένα.

Έρχονταν απ’ το λιοστάσι,
μπρούντζος κι όνειρο, οι Τσιγγάνοι.
Με τα κεφάλια υψωμένα
και μισοκλεισμένα μάτια.

Πώς τραγουδά η κουκουβάγια,
αχ, πάνω στο δέντρο πώς σκούζει!
Στα ουράνια πάει η σελήνη
μ’ ένα αγόρι από το χέρι.

Μες στο αργαστήρι θρηνούνε
μ’ άγριες κραυγές οι Τσιγγάνοι.
Ο αγέρας φυλάει βάρδια,
ο αγέρας φυλάει ολοένα.

Πηγή: stixoi.info

Τραγούδι του καβαλάρη-ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ 

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.

Άλογο μαύρο, φεγγάρι μεγάλο
κι ελιές στο δισάκι μου.
Αν και ξέρω τους δρόμους,
ποτέ δε θα φτάσω στην Κόρδοβα.

Μέσ’ απ’ τον κάμπο, μέσ’ απ’ τον αέρα,
άλογο μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.
Ο θάνατος με κοιτάζει
απ’ τους πύργους της Κόρδοβα.

Αχ, τι δρόμος μακρύς!
Αχ, γενναίο άλογό μου!
Αχ, και με περιμένει ο θάνατος,
πριν φτάσω στην Κόρδοβα!

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.

Πηγή: stixoi.info

Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;