Ένα πολύ όμορφο άρθρο του φίλου καλλιτέχνη και δημοσιογράφου Πάνου Χατζηγεωργιάδη δημοσιεύω σήμερα. Μιλά για το χρονογράφημα ως είδος και υμνεί μια από τις θρυλικές μορφές που το τίμησαν, τον Τίμο Μωραϊτίνη. Αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι του παρελθόντος, πρέπει να παραμείνουν ζωντανοί στη συνείδησή μας ως φάροι ταλέντου,καλλιέργειας και ήθους. Εύγε στον δημιουργό του αφιερώματος αυτού!
Το χρονογράφημα στον Τίμο Μωραϊτίνη
Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Το χρονογράφημα το δίχως άλλο είναι εκείνη η μορφή του γραπτού λόγου, η οποία διασυνδέει με έναν αδιόρατο σχεδόν και επιτυχημένο τρόπο εάν γράφεται από κάποιον ταλαντούχο χρονογράφο, την λογοτεχνική γραφίδα με κομμάτια της καθημερινότητας και την επικαιρότητα γενικώς.
Ως είδος γραπτού λόγου, έχει θα έλεγε κανείς μακρά ιστορία στις Ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά, από τα μέσα του 19ου αιώνος ως και αρκετά χρόνια έπειτα το δεύτερο μισό του προτεραίου, 20ου αιώνα.
Μορφολογικά καθορίζεται από την πρόθεση του συντάκτη του, να είναι σύντομος, επίκαιρος, στοχαστικός αλλά συνάμα και αποφασισμένος να διασκεδάσει, προβληματίσει και γενικότερα καθοδηγήσει με θετικό τρόπο την σκέψη του αναγνώστη επάνω σε ζητήματα κοινωνικά, πολιτικά, ιστορικά. Πρόκειται αν κάποιος μπορούσε να τοποθετήσει το είδος του χρονογραφήματος σε μια ζυγαριά, το περισσότερο κείμενο προορισμένο προς “δημοσιογραφική χρήση' παρά ως λογοτεχνικό αυστηρώς είδος.
Βεβαίως τις δεκαετίες που πέρασαν πλείστοι υπήρξαν οι δάσκαλοι του χρονογραφήματος οι οποίοι συνάμα (ως ήτο σύνηθες τότε) ήσαν και λογοτέχνες μα και δημοσιογράφοι. Ήταν τότε ο “χρυσούς αιών” της δημοσιογραφίας, ο οποίος γέννησε το χρονογράφημα και το προσέφερε ως αναπόσπαστο στοιχείο μιας οιασδήποτε εφημερίδας ,η οποία ήθελε να τιμά το όνομα και το λειτούργημά της.
Σκεφθείτε δε, πως όταν η εφημερίδα είχε μια πραγματική χρηστική αξία, ήτοι το να αναγγέλλει καθημερινά ή σε εβδομαδιαία βάση την επικαιρότητα, το πόσο σημαντικός ήταν ο σχολιασμός αυτής διαμέσου ενός επιτυχημένου χρονογραφήματος. Χρόνο με τον χρόνο και με τον αναγκαστικό παροπλισμό εκ των συνθηκών, των εφημερίδων ως το αποκλειστικό μέσο για την ενημέρωση του λαού και των αναγνωστών γενικώς, το είδος παρήκμασε ως και τείνει προς εξαφάνιση.
Βλέπετε σήμερα η επικαιρότητα “τρέχει” με τόσο γρήγορους ρυθμούς, όπου η ανάγκη για τον σχολιασμό της, επήγε και τούτη στο περιθώριο μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό ειδήσεων και γεγονότων που ενώ και πριν διακόσια χρόνια η ημέρα διέθετε μόλις... εικοσιτέσσερεις ώρες, όσες ακριβώς και σήμερα δηλαδή, ο χρόνος μοιάζει να περνά πολύ πιο γρήγορα.
Δεν είναι δύσκολο αν κάποιος το ζητήσει να εντοπίσει αξιόλογους χρονογράφους στις περασμένες δεκαετίες. “Πρωτομάστορας” θεωρείται ο Κωνσταντίνος Πωπ (1813 – 1878) εξαίρετος δημοσιογράφος της εποχής του ενώ η “Εφημερίς” του Κορομηλά εισήγαγε για πρώτη φορά το είδος στις συνεδέλφισσές της... εφημερίδες.
Λόγω του γεγονότος πως κυριότεροι εκπρόσωποι του χρονογραφήματος θεωρούνται οι ήδη λογοτέχνες, οι οποίοι εύρισκαν την ευκαιρία να δημοσιογραφήσουν και να εκφράσουν απόψεις διαμέσου του χρονογραφήματος, το είδος αυτό του γραπτού μας λόγου επήρε σύντομα την αύρα, το άρωμα το λογοτεχνικό, εκφεύγοντας από την στείρα καταγραφή της καθημερινότητας και ήρθε για να καλύψει μιαν ανάγκη ερμηνείας αυτής με έναν λόγο πιο ποιητικό, πιο λεπτό στους τρόπους της έκφρασης μα και συνάμα ενίοτε πιο εύστοχο από ένα απλό δημοσιογραφικό κείμενο. Το χρονογράφημα εν ολίγοις διαμορφώθηκε από τις λογοτεχνικές πένες το περισσότερο αν και θεωρείται κομμάτι όχι τόσο της λογοτεχνίας αλλά της δημοσιογραφίας μιας και εστεγάσθη σε περιοδικά καταρχάς και σε εφημερίδες αργότερα.
Στα πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια λοιπόν του χρονογραφήματος, πέρασαν από τις εφημερίδες χιλιάδες όλα τούτα τα μικρά στο εύρος, απλά στην μορφή και εύστοχα όσο το επιτρέπει η διανόηση του συντάκτη – διανοούμενου, κείμενα, που σκοπό είχαν από το απλώς να προσφέρουν ένα μειδίαμα στον αναγνώστη ως και να τον κάνουν να προβληματιστεί τόσο πολύ...ως το επόμενο χρονογράφημα της ερχόμενης ημέρας.
Θα χαρακτήριζε κανείς το είδος ως μια αθέλητη προσπάθεια του λογοτεχνικού κόσμου, να επικοινωνήσει το πρίσμα από όπου έβλεπε τα πράγματα προς τον λαό. Και το...πείραμα πέτυχε. Και ανέδειξε τόσο αξιόλογα κείμενα όπου ανέτως και σήμερα ακόμη παρά το γεγονός πως αφορούν μιαν επικαιρότητα λησμονημένη, δεν είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία κείμενα τα οποία και σήμερα δεν μπορούν να αναγνωστούν. Να αναγνωστούν και να προβληματίσουν. Να αναγνωστούν και να εκτρέψουν την προσοχή του λαού επάνω σε ένα ζήτημα σε ατραπούς που δεν θα ήτο ποτέ δυνατόν να αναλυθούν από τον απλό αναγνώστη και τον απλό δημοσιογράφο.
Δεν πρόκειται λοιπόν συνήθως για ένα κειμενάκι που σατιρίζει την επικαιρότητα, αλλά για ένα κείμενο που γράφεται με σκοπό και τον προβληματισμό του αναγνώστη σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση.
Εξαίσιοι χρονογράφοι υπήρξαν οι Παύλος Νιρβάνας, Εμμανουήλ Ροΐδης, ο τεράστιος θεατρικός συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος (με το πλήθος των ηθογραφιών του), ο Δημήτρης Ψαθάς, Ο Κώστας Χαιρόπουλος, ο Μπάμπης Άννινος, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Δημήτριος Καμπούρογλους και φυσικά ο πολυγραφότατος Τίμος Μωραϊτίνης για τον οποίον και προτίθεμαι να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στο παρόν μικρό μου κείμενο για το χρονογράφημα στην Ελλάδα.
Ο Τίμος Μωραϊτίνης υπήρξε εμβληματική μορφή των νεοελληνικών μας γραμμάτων. Δεν ήταν μόνον πολυγραφότατος ως θεατρικός συγγραφέας με δεκάδες θεατρικά έργα, δεν ήταν μόνον δημοσιογράφος, ήταν και ένας εξαίσιος εργάτης του λόγου και της συγγραφής, που ανέβασε και κατ ’άλλους ολοκλήρωσε την γενική εικόνα του είδους στο συλλογικό ασυνείδητο. Υπηρέτησε πιστά το χρονογράφημα επί δεκαετίες και κοντά για εξήντα ολάκερα χρόνια. Υπηρέτησε το είδος με μιαν αυταπάρνηση θα την έλεγε κανείς παροιμιώδη. Άνθρωπος ο ίδιος γεννημένος στην παλιά καλή Αθήνα των λίγο έπειτα από το μέσον του 19ου αιώνα χρόνων, έφερε ακέραια την αύρα της Belle Epoque στον γραπτό λόγο στην Ελλάδα. Ρομαντισμός, σατιρική διάθεση, συμβολισμοί εντονότατοι και παραλληλισμοί, καθώς και μια εντελώς λεπτή αίσθηση του χιούμορ μα ποτέ της κακεντρεχούς ειρωνείας, διατρέχουν το χρονογράφημα στον Τίμο Μωραϊτίνη.
Ο Μωραϊτίνης είναι ο άνθρωπος ο οποίος κόσμησε τις σελίδες των εφημερίδων που συνεργάστηκε (και ήσαν αυτές οι περισσότερες στα εξήντα χρόνια της δημοσιογραφικής και λογοτεχνικής του παραγωγής) και μας άφησε πραγματικά μικρά σε έκταση μα περίτεχνα λογοτεχνικά αριστουργήματα, που ανεβάζουν κατά πολύ το μέτρο σύγκρισης όσων θέλησαν και θέλουν να ασχοληθούν με το είδος του χρονογραφήματος αν και πλέον ως προανέφερα, η σχεδόν κυκλοφοριακή κατάργηση των εφημερίδων αποτέλεσμα του ότι ξεπεράστηκαν ως μέσον επικοινωνίας, έχει καταντήσει το χρονογράφημα είδος προς εξαφάνιση, αν δεν έχει εξαφανιστεί ήδη, τουλάχιστον στην μορφή που το γνώρισε το αναγνωστικό κοινό, τις δεκαετίες που ως είδος μεσουράνησε ως κοινωνική ανάγκη θα το έλεγε κανείς, σχολιασμού του παρόντος αλλά και προβληματισμού.
Η θεματολογία στον Μωραϊτίνη είναι τόσο ευχάριστα μεγάλη σε ποικιλία, όπου έρχεσαι πάντα να σκεφτείς το πόση πνευματική εργασία απαιτούνταν από τον ίδιο στην καταγραφή μα και το κυριότερο στην ανάλυση των θεμάτων του. Στις αρχές ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, θα γράψει στην ελαφρά καθαρεύουσα και αργότερα στην δημοτική, όμως η γλώσσα δεν τον εμπόδισε ούτε μια στιγμή στο να περάσει το μήνυμα που ήθελε σε κάθε ένα ξεχωριστά από τα κείμενά του. Και τα κείμενα του Μωραϊτίνη δεν μένουν στην απλή καταγραφή μιας επικαιρότητας η οποία θα έπαυε μετά από μερικές ημέρες. Θα έλεγε κανείς πως ασχολούνται στην μεγάλη τους πλειοψηφία με θέματα διαχρονικά, τα οποία σωστά δοσμένα αφορούν και το τότε μα το κυριότερο και το σήμερα.
Πλήθος εικόνων, χαρακτήρων, ανθρώπινων τύπων, στιγμών της καθημερινής ζωής σε μια γειτονιά, δίπλα σε ένα παράθυρο της αρχαίας γειτονιάς στην Πλάκα ή γεγονότα που αφορούν το παγκόσμιο γίγνεσθαι χρησιμοποιούνται με σκοπό την εξαγωγή γενικότερων, φιλοσοφικών ενίοτε συμπερασμάτων για την ανθρώπινη φύση, την συμπεριφορά, την αξία των σχέσεων, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας κι όλα τούτα τα στοιχεία και επιμέρους συστατικά, μέσα στο λογοτεχνικό εργαστήριο του Μωραϊτίνη αποκτούν μιαν ιδιαίτερη αίσθηση και αξία. Ο Τίμος Μωραϊτίνης είναι ένας δάσκαλος όχι μόνον του είδους, αλλά και ένας φιλοσοφημένος πνευματικός άνθρωπος που δεν αφήνει σε κανέναν το περιθώριο να μην γελάσει, να μην σκεφθεί, να μην προβληματιστεί, να μην γίνει καλύτερος άνθρωπος από τα χθες που δεν είχε έρθει σε επαφή με το φωτεινό πνεύμα του συντάκτη των κειμένων αυτών.
Στα επιδέξια χέρια του Μωραϊτίνη, το χρονογράφημα γίνεται όπλο και εργαλείο μαζί. Γίνεται ο τρόπος που θα κατορθώσει κάποιος να πείσει τους άλλους πως η παιδεία οδηγεί ως μοναδική ατραπός προς την ελευθερία ως τονίζει ο Ρήγας Φεραίος. Στην ελευθερία πνεύματος κυρίως. Ο Μωραϊτίνης αναπολεί, διδάσκει, αντιστέκεται όταν χρειάζεται διαμέσου του χρονογραφήματος στην οιαδήποτε μορφή κατοχής. Και στην γερμανική κατοχή, μεσήλιξ πλέον χρησιμοποιεί το χρονογράφημα ώστε να δώσει κουράγιο στους συμπατριώτες του. Να τους κάνει να πιστέψουν στο αύριο που έρχεται και που τίποτα και κανείς βάρβαρος δεν μπορεί να το σταματήσει. Και όλα τούτα τα πετυχαίνει μέσα από τον λόγο ενός ευπατρίδη της λογοτεχνίας μας, ενός αδέσμευτου ανθρώπου έμπλεου του αισθήματος της αξιοπρέπειας και με μιαν ευγένεια ψυχής και μορφής, που δεν είναι ποτέ δυνατόν να διδαχθεί από κανενός είδους σχολειό. Είτε την έχεις τούτη την ευγένεια την ακούσια, την απροσποίητη και ζεις μαζί της ως μια οικεία, προσφιλή σου μορφή ενυπάρχουσα εντός σου από του λίκνου έως του τάφου, είτε όχι.
Εν ολίγοις αν κάποιος θέλει να εντρυφήσει στο είδος του χρονογραφήματος, οφείλει να αναζητήσει, να μελετήσει ενδελεχώς και επισταμένως Τίμο Μωραϊτίνη και πρωτίστως αυτόν.