Ένα φεγγαράκι ανήσυχο, που αφήνει τον ουρανό για να ταξιδέψει πιο χαμηλά, να δει τη γη κατά πρόσωπο. Είναι τόσο περίεργο , που πέφτει στην παγίδα... Για να δούμε τι θ' απογίνει ο λαμπερός μας νυχτερινός φίλος! Στο παραμύθι "Πώς χάθηκε το φεγγάρι;" της Θωμαής Τσιμερίκα!
Πώς χάθηκε το φεγγάρι; -ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό, έβγαινε κάθε βράδυ, ψηλά στον ουρανό το φεγγάρι . Μια νύχτα αποφάσισε , να κατεβεί , λίγο πιο χαμηλά , να δει τον κόσμο από κοντά . Έτσι κάθισε πάνω στη μυρτιά . Μια φωνή ακούστηκε , μέσα από τα κλαδιά . Ήταν η κυρά κουκουβάγια « πρόσεξε , φεγγάρι , μην κατέβεις παρακάτω , γιατί μπορεί να σκοντάψεις» . Το φεγγάρι δεν άκουσε την συμβουλή . Κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά , κάθισε πάνω σε ένα κλαδί , τότε ακούστηκε ένα «τσακ» , έσπασε το κλαδί , το φεγγάρι κάνει μια « μπλουμ» , έπεσε μέσα στο ποτάμι.
Τώρα ένα μαύρο πέπλο , απλώθηκε στον ουρανό , τα αστεράκια κρύφτηκαν από τη στεναχώρια . Το ποτάμι όμως ήταν γεμάτο φαναράκια , που έμοιαζαν με νουφαράκια . Οι άνθρωποι αναρωτήθηκαν που χάθηκε το φεγγάρι ; Έψαχναν ολημερίς και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον , που πήγε το φεγγάρι ; Ένας περαστικός , ξένος σε αυτά τα μέρη , τους φώναξε και τους είπε « το φεγγάρι , που ψάχνετε , το είδα πού έπεσε , στο ποτάμι» .
«Αααα» , φώναξαν όλοι , « τι συμφορά μας βρήκε τώρα , η νύχτα είναι βαριά , σαν μελαγχολία θα τριγυρνά , μα γιατί συνέβη αυτό» ; ρωτούσαν . « Γιατί μάλλον κουράστηκε» , είπε ο περαστικός . Κάποιος άλλος είπε « μήπως , κακός μάγος το έκλεψε» ; « Τώρα πώς θα το βγάλουμε ; με δίχτυ ίσως ή με απόχη» . Ο περαστικός που ήταν έξυπνος , απάντησε εμείς θα προσπαθήσουμε , αλλά θα πρέπει και το ίδιο το φεγγάρι , να θέλει να βγει και όχι να θέλει να πνιγεί» . Οι μέρες περνούσαν και το φεγγάρι , δεν φαινόταν πουθενά , παρά μόνο τα βράδια , το ποτάμι έφεγγε μέσα στο σκοτάδι , σαν να γινόταν κάτω στο βυθό συνωμοσία κάτω από το φως του φεγγαριού . Το φεγγάρι μάλλον του άρεσε , μέσα στο νερό και απ’ ότι κατάλαβα και γω που πέρασα και το είδα δεν είχε σκοπό να βγει.
Έτσι όταν η νύχτα φορούσε το μαύρο της φουστάνι , με τον μακρύ ποδόγυρο , λίγα ήταν τα αστεράκια , που κολλούσαν πάνω του , σαν καρφίτσες φωτεινές . Το φεγγάρι ξάπλωνε μέσα στο νερό και κολυμπούσε σαν ψαράκι. Οι άνθρωποι , φοβόταν να μην πνιγεί , γιατί ήταν μικρό και δεν ήξερε κολύμπι και αυτό όμως φοβόταν , να μην πιάσει πάτο . Τότε φάνηκε ένα σπαθί , που έλαμπε η κόψη του , στον ουρανό , έμοιαζε με αστερισμό , ήρθε να αναπληρώσει το φεγγάρι ; Ή να το βοηθήσει να βγει ; Το κοφτερό σπαθί φώναξε « θα σε βοηθήσω να βγεις , αν μου πεις που κρύβεται ο θυμός . Τον ψάχνω χρόνια».
Το φεγγάρι φοβήθηκε , με φωνή που έτρεμε απάντησε « ζει μέσα στις σκοτεινές καρδιές , μέσα στις σκιές των δέντρων …αλλά εσύ πώς θα με βοηθήσεις , είσαι κοφτερό , θα με κόψεις στα δυο» . « Κι αν σε κόψω , μισοφέγγαρα θα κάνω , θα έχεις δύο πρόσωπα , δύο ζωές , θα σου ρίξω χρυσό σκοινί , για να ανεβείς στο θρόνο σου , που έμεινε άδειος και σκοτεινός» . « Και πώς θα γίνει αυτό» ; ρώτησε το φεγγάρι . « Θα προσπαθήσω να κλάψω , η σταγόνα των δακρύων μου , είναι χρυσή , τότε η μια σταγόνα με την άλλη , θα ενωθούν μεταξύ τους» . Ξαφνικά το σπαθί άρχισε να κλαίει , τα δάκρυά του έπεφταν πάνω από το φεγγάρι . Αυτό κάνει μια « χραπ» , έπιασε την χρυσή αλυσίδα . Τότε ένα πυροτέχνημα φεγγαριού , είδαν οι χωριανοί πάνω στο ουρανό και φώναξαν όλοι « Το φεγγάρι , είναι εδώ» .