Ποιος βοήθησε ένα γλυκό πανέμορφο τριανταφυλλάκι ν'αποκτήσει αγκάθια ; Θα το μάθουμε στο παραμύθι της Θωμαής Τσιμερίκα "Γιατί τα τριαντάφυλλα έχουν αγκάθια"!
Γιατί τα τριαντάφυλλα έχουν αγκάθια-ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό , μέσα σε ένα μεγάλο κήπο με πολλά λουλούδια ζούσε ένα τριαντάφυλλο . Ήταν κόκκινο , σαν τη φωτιά. Μιλούσε , τραγουδούσε και λίκνιζε το κορμάκι του , όταν ο ήλιος έμπαινε στην κρυψώνα του. Ένα βράδυ πέρασε δίπλα του το αεράκι και του ψιθύρισε « είσαι όμορφο πολύ , με καρδιά χρυσή , όμως οι άνθρωποι θα σε κόψουν μια χαραυγή , για να σε βάλουν στο βάζο , γι’ αυτό πρέπει λύση να βρεις , να μην σε πειράξει κανείς». Αυτά είπε ο αγέρας και εξαφανίστηκε.
Το τριανταφυλλάκι έπεσε σε περισυλλογή. «Τι να εννοούσε ο αγέρας άραγε ;» αυτά σκεφτόταν και αποκοιμήθηκε με το νανούρισμα των αστεριών , γιατί ξέχασα να σας πω , πως κάθε βράδυ τα αστέρια του τραγουδούσαν τρυφερά , γιατί το τριανταφυλλάκι δεν είχε μαμά . Την άλλη μέρα το πρωί , ξύπνησε άνοιξε τα ροδοπέταλα και χασμουρήθηκε « καλημέρα» του φώναξε ο ήλιος. Το τριανταφυλλάκι όμως δεν τον κοίταξε καν , ήταν σκεφτικό. Την στιγμή εκείνη ακούστηκαν στον κήπο γέλια και χαρούμενες φωνές.
Το τριανταφυλλάκι σήκωσε τα ροδοπέταλά του να δει τι συμβαίνει Τότε είδε να το πλησιάζουν δύο κοπέλες. « Ωωωω , τι όμορφο , δροσερό τριανταφυλλάκι , με ωραία ευωδιά , να το κόψουμε να το βάλουμε στο βάζο , να το δείξουμε και στη γιαγιά» είπε η μια από τις δύο και το έπιασε με το λευκό , λεπτό χεράκι της. Το τριανταφυλλάκι τρόμαξε τόσο που κόντευε να λιποθημήσει , όταν άκουσε όμως την άλλη κοπέλα ανακουφίστηκε « μην το κόψεις ακόμα , ας το αφήσουμε να δει τον ήλιο και σήμερα , έτσι αύριο σίγουρα θα είναι πιο λαμπερό , πιο μυρωδάτο , πιο κόκκινο» αυτά είπε και της τράβηξε το χέρι.
Όταν οι δυο κοπέλες απομακρύνθηκαν από κοντά του το τριανταφυλλάκι , ένιωσε να έχει πυρετό « τι με περιμένει ; πως θα γλιτώσω ; χωρίς να πειράξω κανέναν , θέλουν να με κόψουν , να με τραυματίσουν , δεν θέλω να φύγω από αυτόν τον όμορφο κήπο» αυτά είπε και ξέσπασε σε λυγμούς. Την στιγμή εκείνη ο ήλιος που έκανε τον πρωινό του περίπατο το είδε στεναχωρημένο και θέλησε να μάθει το λόγο. Γιατί όπως ξέρουμε ο καλός μας ήλιος ζεσταίνει τις καρδιές μας κάθε φορά που νιώθουμε λύπη. «Τι έπαθες τριανταφυλλάκι και δεν κοιτάς τον ουρανό , όπως έκανες τόσο καιρό;» το ρώτησε ο ήλιος. Το τριανταφυλλάκι έσκυψε τα ροδοπέταλα στη γη και του είπε τι του είχε συμβεί.
Ο ήλιος μάζεψε τη μια αχτίδα του και άγγιξε το μέτωπό του. Σκεφτόταν λύση , δεν ήθελε να αφήσει μόνο το τριανταφυλλάκι ώσπου φώναξε χαρούμενα απλώνοντας τις χρυσές αχτίδες του στον κόσμο « βρήκα λύση θα σου γεμίσω αγκαθάκια το κορμί , έτσι όταν θα’ρθούν να σε πληγώσουν , θα τους τσιμπήσεις και συ και δεν θα σε ξανακουμπήσουν». Τότε το τριανταφυλλάκι τον ρώτησε « μα πώς θα το κάνεις αυτό ;». Ο ήλιος έβαλε τη μια αχτίδα στη χρυσή του τσέπη και έβγαλε ένα χρυσό κουτάκι. Το άνοιξε και είπε « βελονίτσες μου χρυσές , μεγάλες και μικρές , στο τριανταφυλλάκι θα σας στείλω , το κορμάκι του να στολίσετε για λίγο , κυνδυνεύει η ζωή του, πρέπει να έχει δύναμη στο κορμί του» . Ο ήλιος συνέχισε λέγοντας «αγέρα , ξάδερφέ μου μακρινέ μια χάρη θα ζητήσω από σένα , όταν το κουτάκι θα αναποδογυρίσω να φυσήξεις δυνατά , να φύγουν οι βελονίτσες μου μακριά».
Ο αγέρας δέχτηκε , το φύσημά του , ήταν το καλύτερο , δεν μπορούσε κανένας να τον νικήσει. Πήγε δίπλα στον ήλιο , ο οποίος φόρεσε κασκόλ γιατί φοβόταν παρέα με τον αγέρα να μην κρυώσε. Όταν ο ήλιος αναποδογύρισε το κουτάκι με τις βελονίτσες ο αγέρας φύσηξε τόσο δυνατά που οι βελόνες έπεσαν στο τριανταφυλλάκι. Όμως δεν το πόνεσαν , ο καλός μας ήλιος φρόντισε γι’ αυτό . Τους είχε δώσει οδηγία να είναι καλές μαζί του και να το προστατεύουν.Έτσι το τριανταφυλλάκι γέμισε αγκαθάκια. Ο αγέρας όταν είδε ότι όλα πήγαν καλά έφυγε για τα βουνά. Το τριανταφυλλάκι πρόσεξε το κορμάκι του , είχε αλλάξει , παρ’ όλα αυτά ήταν το ίδιο όμορφο αλλά ένιωθε πιο δυνατό , τώρα πια δεν φοβόταν. Κοίταξε τον ήλιο και του είπε « ευχαριστώ». Ο ήλιος χαμογέλασε από ψηλά και του φώναξε « όλα θα πάνε καλά». Όταν νύχτωσε ο ήλιος πήγε για ύπνο. Το τριανταφυλλάκι έμεινε ξάγρυπνο όλη τη νύχτα , σκεφτόταν όλα αυτά που του είχαν συμβεί.
Την επόμενη μέρα , όταν ο ήλιος κάθισε στον θρόνο του , οι δύο κοπέλες έφτασαν πάλι στον κήπο. Πλησίασαν το τριανταφυλλάκι. Καθώς η μία πήγε να το κόψει φώναξε φοβισμένη « με τσίμπησε , με τρύπησε σαν βελόνα το χεράκι μου , με πόνεσε , χθες ήταν πιο καλό , σήμερα φαίνεται εχθρικό». Τα δυο κορίτσια φοβήθηκαν και απομακρύνθηκαν « χθες ήμουν πιο καλό» είπε το τριανταφυλλάκι « αλλά σήμερα αποφάσισα πως πρέπει να έχω και κανένα αγκαθάκι». Ο ήλιος και το τριαντάφυλλο έγιναν φίλοι και έζησαν αυτοί καλά , εμείς καλύτερα και τα λουλούδια του κήπου ήταν ευτυχισμένα.