Θα δούμε ένα επίκαιρο διήγημα για την αγαπημένη μας φιγούρα της Κυρά Σαρακοστής! Συγγραφέας του ο Οδυσσέας Νασιόπουλος!
Κυρά Σαρακοστή-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ
«Τι φτιάχνεις ἐκεῖ γιαγιά;» Ἔτσι ξεκινοῦσε πάντα, ἔτσι την θυμάμαι ἐκεῖ στὰ 90 χρόνια της ὅρθια ἀκόμα, νὰ μου μαθαίνει συνεχώς κάτι ἀπό την ζωή. Κι εἶχε ζήσει πολλά, πάρα πολλά ἡ γιαγιά μου. Και κυρίως ἥξερε πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ μεταδίδει την ἀγάπη της για τον τόπο της, για ἥθη και ἔθιμά του. «Ἀν ἔχει ρίζες γερές τὸ δέντρο παιδί μου, ὅσο και ἀν το κλαδέψεις καὶ κόψεις,πάλι θὰ ξαναφουντώσει πιο μεγάλο ἀπό πριν, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος για τὸν τόπο του, ἀν δεν ἔχει ρίζες βαθιές νὰ σταθεί, νὰ κρατηθεί τότε, γίνεται φύλλο στον ἄνεμο», μας ἔλεγε. Κι εἶχε δίκιο. Μικροπαντρεύτηκε, τον ἔχασε στον Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο, ὕστερα ξαναπαντρεύτηκε και τις δύο ἀπ’ ἀγάπη, πέντε παιδιά ἔκανε κι ἀνέθρεψε μὲ χίλιες δυο στερήσεις καὶ κακουχίες. Ἄριστη κι ὀνομαστὴ νοικοκυρά μέχρι τὰ τελευταία της.
-«Λοιπόν, δεν θα μου πεῖς, τι φτιάχνεις;
-«Μα τι ἄλλο κόρη μου, την Κυρὰ Σαρακοστή. Ἕνα ἀπό τὰ πιο παμπάλαια ἔθιμά μας.Το πήρα ἀπ’ τη γιαγιά μου, κι 'κείνη ἀπ’ την δικιά της».
-«Και ποία εἶναι γιαγιά αὐτή ἡ Κυρά Σαρακοστή;
-«Ἡ Κύρα Σαρακοστή, κορίτσι μου, εἶμαι μια ὅμορφη κυρία που ἀπό την Καθαρά Δευτέρα μέχρι ἀνήμερα τῆς Λαμπρῆς νηστεύει, σαράντα μέρες καὶ νύχτες.
-Ὅμορφη σαν και σένα γιαγιά; Και ἐκείνη χαμογέλασε. Κι ἧταν ὄμορφη σαν νεράιδα ἡ γιαγιά μου,λυγερὴ και λεβέντισσα που την ζήλευαν ὅλοι, εἶχαν νὰ το λένε ὅλοι για τὰ κατάξανθα μαλλιά της,τὰ καταγάλανα μάτια της. Να σαν τον οὐρανό της Ἑλλάδας.
-Δεν ξέρω κόρη μου, ἀν το θέλεις ἐσύ μπορεί, ἐγώ λέω ὅμως ὄμορφη σαν κι σένα. Μικρή μου κυρά Σαρακοστή.
-Και πῶς τη φτιάχνεις γιαγιά τὴν Κυρά Σαρακοστή; Α! Ξέρω πως, ἡ μαμά μου ' δειξε, περίμενε θα στὴν ζωγραφίσω.
Καὶ στὸ λευκὸ χαρτί μὲ μαύρο μολύβι, φάνηκε μιὰ γυναίκα μὲ φαρδιὰ φούστα, μ’ ἕνα σταυρὸ στὸ κεφάλι και σταυρωμένα χέρια σὲ στάση προσευχῆς, δίχως στόμα λόγῳ νηστείας. Μ’ ἑπτὰ πόδια ἕνα για κᾶθε βδομάδα τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς.
-Να γιαγιά ἔτσι μου τὴν ζωγράφισε ἡ μαμά.
-Ναι, σωστά την ἔκανες. Ἀλλά, ἀχ! Ἡ μαμά σου, δεν στα ἔμαθε ὅλα.
-Γιατί γιαγιά το λες αὐτό;
-Γιατί Φωτεινούλα μου; Ἐμεῖς πατροπαράδοτα τὴν Κυρὰ Σαρακοστή τὴν φτιάχνουμε μὲ ζυμάρι,ἔτσι την ἔμαθε κι ἡ μαμά σου. Αχ! Αὐτή ἡ πεθερά της φταίει που στὰ μέρη τους τὴν κάνουνε μὲ χαρτί. Ἀλλὰ τέλος πάντων.
-Καὶ πῶς γίνεται γιαγιά μὲ ζυμάρι;
-Νὰ δες, θα σοῦ δείξω. Πρώτα φτιάχνουμε τὸ ζυμάρι. Ἀνακατεύουμε μια κούπα νερό περίπου, μία κούπα ἀλάτι καὶ μια κούπα ἀλεύρι. Βάζουμε ὅσο νερό χρειάζεται στὸ ζύμωμα. Της δίνουμε τὸ σχήμα που ζωγράφισες πρωτύτερα. Κι ὕστερα «το στεγνώνουμε» στὸ φούρνο ὄχι σὲ δυνατὴ φωτιά για 30 λεπτά περίπου, ἀφοῦ τὸ ζητοῦμενο εἶναι νὰ στεγνώσει καὶ νὰ σκληρύνει κι ὄχι νὰ ψηθεί. Κι ἔτοιμη ἡ Κυρὰ Σαρακοστή μας.
-Α! Οὔτε ζωγραφιστή να ἧταν. Εἶπε ἡ μικρή καὶ χαμογέλασε. Τρώγεται γιαγιά;
-Ὅχι μὲ τίποτα φτιάχνεται παρὰ μόνο γιὰ τὸ καλό, ἀφού εἶναι ἀλατόζυμο, ὅπως τὸ λένε. Τὸ ζυμάρι ἔχει ἐπίτηδες μεγάλη ποσότητα ἀλατιοῦ, γιὰ νὰ μπορεί νὰ συντηρηθεί και τις 7 ἐβδομάδες τῆς Σαρακοστῆς καὶ νὰ μη μουχλιάσει. Ἀλλά καὶ κάτι ἀκόμα τὸ νόμισμα μέσα στὸ ζυμάρι. Το ὅποιο σε ὅποιον ἔπεφτε στὸ τέλος τῆς 7ης ἐβδομάδας που τὸ κάθε μέλος τῆς οἰκογένειας ἔκοβε μὲ τὸ χέρι ἀπό ἕνα μικρὸ κομμάτι της, αὐτός θα εἶχε τὴν τύχη μὲ τὸ μέρος του.
-Ἔχει νόμισμα δηλαδή μέσα τώρα; Ἐγώ θὰ τὸ κερδίσω. Και γιαγιά, μὲ τὴν χάρτινη Σαρακοστή τι κάνανε;
-Μὲ τὴν χάρτινη κορίτσι μου. Ξεκινώντας ἀπό τὴν Καθαρά Δευτέρα, κάθε Σάββατο που περνούσε, της ἔκοβαν και ἀπό ἕνα πόδι κι ἔτσι ἥξεραν πόσες ἐβδομάδες ἀπέμεναν μέχρι τὸ Πάσχα. Τὸ Μεγάλο Σάββατο ἔκοβαν καὶ τὸ τελευταίο της πόδι καὶ τὸ κομμάτι αὐτό χαρτί το ἔκρυβαν σ’ ἕνα ξερό σύκο ἀπό αὐτά που εἶχαν ἀποξηράνει τὸ καλοκαίρι ἤ στὸ ψωμί που ἔψηναν γιὰ τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης. Ὅποιος ἔβρισκε τὸ χάρτινο πόδι της Κυράς Σαρακοστῆς στὴ φέτα τοῦ ψωμιοῦ που του ἀναλογοῦσε ἤ στὸ σύκο που ἔπιανε ἀπό τὸ καλάθι, πίστευαν πῶς θα ἥταν καλότυχος, θα του ἔφερνε τύχη, γούρι.
-Δηλαδή, εἵτε μὲ τὸ ζυμάρι, εἵτε μὲ τὸ χαρτί. Πάντα κάποιος θα ἔβγαινε καλότυχος.
-Ναι κάπως ἔτσι. Ὅταν ἥμουν μικρή, λέγαμε κι ἕνα ποιηματάκι για την Κυρά-Σαρακοστή, θες νὰ τὸ ποῦμε;
-Ναι γιαγιά, θέλω, θέλω.
-Α! Για να δοῦμε, πως πάει. Αχ, πῶς πέρασαν τὰ χρόνια, ἀλλά… Α! Ναι, τὸ θυμήθηκα.
«Την κυρά Σαρακοστή που 'ναι ἔθιμο παλιό οἱ γιαγιάδες μας τη φτιάχναν με ἀλεύρι καὶ νερό.
Για στολίδι της φορούσαν
στο κεφάλι ἕνα σταυρό,
μὰ τὸ στόμα τὸ ξεχνούσαν
γιατί νήστευε καιρό.
Και τις μέρες τις μετρούσαν
με τα πόδια της τα ἑπτά,
κόβαν ἕνα την βδομάδα
μέχρι να 'ρθει ἡ πασχαλιά».
-Ὡραίο γιαγιά μ’ ἄρεσει. Θα τὸ θυμάμαι, να εἶσαι σίγουρη.
-Εἶμαι Φωτεινούλα μου. Εἶμαι σίγουρη ὅ, τι θα γίνεις μια ὑπέροχη κυρία Σαρακοστή.
-Σαν κι ἐσενα Γιαγιά. Εἶπε, ἡ μικρή κι ἐκείνη χαμογέλασε.
Οδυσσέας Νασιόπουλος
17/3/2021
Τρίκαλα