Ο Τζακ ήταν ένα θλιμμένο παλικάρι με χρυσή καρδιά, μέχρι που η ζωή του χαμογέλασε ή την έκανε αυτός ν'αλλάξει ρότα...Όλα αυτά διαδραματίζονται στο παραμύθι "Ο λυπημένος Τζακ" της Θωμαής Τσιμερίκα!
Ο λυπημένος Τζακ-ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό , σε ένα μακρινό βασίλειο , ζούσε μια όμορφη πριγκίπισσα. Ο βασιλιάς πατέρας της , ήθελε να της βρει γαμπρό. Έτσι περνούσαν από το παλάτι πολλοί πρίγκιπες , αλλά η νεαρή πριγκίπισσα τους έδιωχνε. Τότε ο βασιλιάς έστειλε Τελάλη σε όλα τα χωριά και τα βασίλεια της χώρας. Αποφάσισε να κάνει έναν χορό στο παλάτι ,για να γίνει η επιλογή του γαμπρού από την όμορφη πριγκίπισσα. Ο Τελάλης έφυγε γρήγορα να εκτελέσει την εντολή του βασιλιά . Όλοι οι νέοι πλούσιοι και φτωχοί , σαν έμαθαν τα νέα αποφάσισαν να πάνε τον χορό.
Στον χορό αυτόν θα πήγαιναν και οι δύο από τους τρεις γιους του Κυρ Λεωνίδα. Ο μεγαλύτερος γιος είπε στον μικρότερο αδελφό του « Τζακ , γιατί δεν έρχεσαι και εσύ μαζί , μήπως χαμογελάσεις ,δεν βαρέθηκες να είσαι συνέχεια κατσουφιασμένος ;» Γιατί πρέπει να σας πω ότι ο Τζάκ πάντα ήταν λυπημένος , από την ημέρα που γεννήθηκε. Ο Τζακ το σκέφτηκε « θα πάω , τι έχω να χάσω» είπε από μέσα του. Ανέβηκαν ο καθένας στο άλογό του και ξεκίνησαν το ταξίδι. Στο δρόμο σταμάτησαν σε ένα ποταμάκι να ξεκουραστούν και τα άλογα νερό να πιουν.
Τότε ο Τζακ , έσκυψε πάνω από το ποτάμι και τρόμαξε , βλέποντας το πρόσωπό του. « Μα που πάω εγώ ένας λυπημένος , φτωχός χωρικός ; Αν με δει έτσι η πριγκίπισσα σίγουρα θα με διώξει από το παλάτι» .Την στιγμή που τα σκεφτόταν , πρόσεξε ένα λευκό νούφαρο. Ήταν τόσο όμορφο , που το πήρε μαζί του.« Τι το θέλεις ;» ρώτησαν με περιέργεια τα αδέλφια του. « Για να μου θυμίζει τη λύπη μου» απάντησε ο Τζακ. Περπατούσαν μέρες , ώσπου κάθισαν κάτω από μια βελανιδιά να ξεκουραστούν. Τότε άκουσαν ένα γλυκό κελάηδισμα , ήταν αηδονιού λαλιά.
Ο Τζακ του είπε « θα σε πάρω μαζί μου , κελαηδάς τόσο όμορφα . Θα σε πάω δώρο στην πριγκίπισσα , θα είναι αγένεια να πάω με άδεια χέρια». Το αηδόνι χάρηκε με την απόφασή του , πέταξε και κάθισε στον δεξιό ώμο του Τζακ. Τα αδέλφια του απόρησαν και του είπαν θυμωμένα « θα μας διώξουν όλους από το παλάτι , όταν δουν τι κουβαλάς μαζί σου. Ο Τζακ στεναχωρέθηκε με τα λόγια των αδελφών του και άρχισε να κλαίει. Τότε πέρασε από πάνω του ένας αετός και του έριξε ένα μαντήλι. « Πάρ'το» του φώναξε « είναι μαγικό , διώχνει τη λύπη , τον καημό». Ο Τζακ σκούπισε τα πολύτιμα δάκρυά του και το έβαλε στην τσέπη του.
Μετά από πολλές μέρες ταξίδι έφτασαν στο παλάτι. Ο χορός είχε αρχίσει.Πρίγκιπες από τα γύρω βασίλεια , αλλά και πολλοί νέοι των γύρω χωριών ήταν εκεί. Η πριγκίπισσα όμως δεν δεχόταν κανέναν ,να παντρευτεί. Άρχισε έναν έναν να τους διώχνει. Έφτασε και η σειρά του Τζακ. Παρουσιάστηκε στην πριγκίπισσα « αααα» φώναξε η νεαρή κοπέλα και κρύφτηκε πίσω από τον θρόνο της. « Ποιος είσαι εσύ ; να φύγεις αμέσως , ποτέ δεν θα σε επέλεγα για άντρα μου,φαίνεσαι τόσο λυπημένος που δεν θέλω να κλαίω και εγώ μαζί σου» αυτά του είπε και παρέμεινε κρυμμένη.
Ο καημένος ο Τζακ , λυπημένος καθώς ήταν , κοίταξε τον δεξί του ώμο. Τότε το όμορφο αηδόνι που είδε τη λύπη , μέσα στα μάτια του άρχισε να κελαηδά γλυκά. Στη νεαρή πριγκίπισσα , άρεσε πολύ αυτό που άκουγε , βγήκε από την κρυψώνα της. Άρχισε να ψάχνει και αναρωτιόταν από πού ερχόταν αυτή η γλυκιά μελωδία. « Ποιο πουλί κελαηδά τόσο γλυκά ;» ρώτησε . Τότε ο Τζακ απάντησε « είναι αηδόνι ,το δώρο που σου χαρίζω , να το έχεις στο δωμάτιό σου , να σου διώχνει τη λύπη. Να σου φτιάχνει την ημέρα , όταν θα μου λες κάθε πρωί καλημέρα».
Η πριγκίπισσα θύμωσε και του απάντησε « επειδή το δώρο θα δεχτώ , δεν σημαίνει ότι θα σε παντρευτώ». Ο βασιλιάς κάλεσε σε δείπνο όλους τους υποψήφιους γαμπρούς ,να τους ευχαριστήσει και να τους ζητήσει συγνώμη για τη συμπεριφορά της θυγατέρας του. Αφού κάθισαν όλοι στο βασιλικό τραπέζι , ο Τζακ έβγαλε το νούφαρο και το έβαλε στο κέντρο του τραπεζιού.Περνώντας η πριγκίπισσα από τη μεγάλη αίθουσα το είδε και ενθουσιάστηκε από την όμορφιά του. Ενώ αρνιόταν να δειπνήσει μαζί τους , της άρεσε τόσο πολύ το νούφαρο που φώναξε « Ποιος έφερε αυτό το παράξενο λουλούδι στο παλάτι ;». « Εγώ» απάντησε λυπημένα ο Τζακ. « Εσύ ; πάλι εσύ ;πού τα βρήκες εσύ , αυτά τα πολύτιμα δώρα ; και μόνο που σε βλέπω θέλω να κλάψω» αυτά είπε η πριγκίπισσα και άρχισε να κλαίει.
Ο πατέρας της , στεναχωρέθηκε γιατί την είχε και μοναχοκόρη.Σκέφτηκε να διώξει τον Τζακ , αλλά πριν προλάβει να δώσει αυτή τη διαταγή στους στρατιώτες του , ο Τζακ πέταξε το μαγικό μαντήλι προς την πριγκίπισσα. Το μαντηλάκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή « τα δάκρυά σου θέλω να σκουπίσω , λύπη να μην αφήσω» . Η πριγκίπισσα για άλλη μια φορά ενθουσιάστηκε . Έπιασε το μαντήλι με τα λεπτά χεράκια της και φώναξε « μαντήλι αγαπημένο , μέσα στο δάκρυ βουτηγμένο , είχα να κλάψω από την ημέρα , που έφυγε η μητέρα. Μου έφερες στο νου τόσες αναμνήσεις μαντηλάκι μαγικό , γι’ αυτό τον Τζακ θα παντρευτώ».
Ο λυπημένος Τζακ , την κοίταξε απορρημένος και της είπε με λύπη « μαζί μου , θα είσαι γεμάτη λύπη». « Όχι» απάντησε η νεαρή κοπέλα « θα είμαι ευτυχισμένη. Μπορεί να είσαι λυπημένος , αλλά έχεις καλή καρδιά , μου το είπε αηδονιού λαλιά. Το νούφαρο , μου έδειξε τα όμορφα συναισθήματά σου και το μαγικό μαντήλι , το έφερα στα δυο μου χείλη» αυτά είπε η πριγκίπισσα και όλοι οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να χειροκροτούν την αλλαγή της στη συμπεριφορά της.
Έγινε ο γάμος με λύπες και χαρές. Ο πατέρας και τα αδέλφια του Τζακ ήταν πολύ χαρούμενοι. Οι καλεσμένοι χόρευαν και τραγουδούσαν και για αγάπη όλοι μιλούσαν. Εκείνο το βράδυ ο Τζακ έκανε στην άκρη τη λύπη και η μέλλουσα γυναίκα του , του χαμογέλασε τρυφερά. Μετά το γλέντι ανέβηκαν στη βασιλική άμαξα και ξεκίνησαν για ταξίδι , οδηγό είχαν το αηδόνι. Το νούφαρο τους έδινε ζωή με τα χρώματά του και το μαγικό μαντήλι το είχαν στην καρδιά τους , εκεί μέσα φύλαγαν τα μυστικά τους .Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
Έννεπε Μούσα,Ιστότοπος ποίησης και μουσικής