Οκτώ ποιήματα του Νίκου Φρατζέτη

Οκτώ ποιήματα του Νίκου Φρατζέτη

Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Νίκο Φρατζέτη. Ο καλεσμένος μου ζει στην Αθήνα κι εργάζεται στον χώρο του βιβλίου. Από το 2012 μέχρι σήμερα έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Έργα του φιλοξενούνται στον ηλεκτρονικό τύπο. Τα ποιήματά του είναι ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος. Ο λόγος του είναι φρέσκος, τολμηρός, ατμοσφαιρικός, με ολοζώντανες εικόνες, στέρεη σκηνοθεσία και κινηματογραφικό ρυθμό. Ένας υπόγειος σαρκασμός σφραγίζει τα νοήματα. Άλλοτε εκφράζεται σε πρώτο πρόσωπο δίνοντας στην αφήγησή του έναν τόνο εξομολογητικό, άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, συστήνοντας άτομα της διπλανής πόρτας, άλλοτε πάλι συνομιλεί εύστοχα με χαρακτήρες της ιστορικής και μυθολογικής πραγματικότητας. Πάντα όμως με όχημα την αμεσότητα της γραφής οδηγεί τον αναγνώστη στο σκηνικό δράσης, τον πείθει για την αλήθεια των λόγων του κι επικοινωνεί μαζί του συγκινησιακά. Τον απασχολεί η καθημερινότητα και οι υπαρξιακές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, τα όνειρα, οι δυσκολίες του, τα ξέφωτα κι οι γκρεμοί του. Θ' απολαύσουμε οχτώ πολύ όμορφα ποιήματά του!

Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Βάλε κονιάκ στο ποτήρι μου.
Ό,τι πιο φθηνό.
Το πιο άθλιο ποτό που μπορείς να βρεις στα βρώμικα ντουλάπια σου.
Άσε με να μεθώ.
Να είσαι εκεί.
Εκεί που δεν θα έχω πια την κυριότητα των λόγων μου.
Θα ουρλιάζω τα ονόματα που σου έχω χαρισμένα.
Μην σκοτίζεσαι να καταλάβεις.
Ποιο το νόημα άλλωστε;
Τάισέ με το χειρότερο φαΐ σου.
Ωμό.
Πέτα το σε μια γωνία.
Θα συρθώ σαν το σκυλί για να σε ευγνωμονήσω.
Το χειρότερο εαυτό μου ξεσκονίζοντας μπροστά σου.
Θα σταθώ τρεκλίζοντας κρατώντας τους ώμους σου,
κουρασμένος, καθαγιασμένος, γυμνός.
Θα γίνω αυτός που πραγματικά είμαι.
Χωρίς υπεκφυγές, χωρίς ευγένειες.
Δεν θα είμαι αυτός που κρύβει το νερό,
που ντύνουν τα άψογα τα ρούχα,
που οι καλοί μου τρόποι ιστορούν.
Βαδίζοντας αργά και μεθυσμένα,
τα χείλη σου προσδοκώντας να βρω.
Χαρίζοντάς σου τα πιο φρικώδη σχέδια.
Την τέχνη σου αποθεώνοντας μες στα λευκά χαρτιά.
Κομμάτι θα γίνω κι εγώ του μαύρου μολυβιού σου.
Στις σκοτεινότερές σου σκέψεις,
στις πιο μύχιες φοβίες των παιδικών σου χρόνων,
άσε με να γίνω φως.
Μόνο ένα σου ζητώ.
Μην λυπηθείς αυτό που δείχνω ότι είμαι.
Μα αγάπα αυτό που μέσα από την κόλαση της σκέψης μου γεννιέται.
Δώσε μου φτερά.
Κάνε με τον σκοτεινό σου άγγελο.
Μονάχα μην με συμπονέσεις.
Αυτό ξέρεις μπορεί στο τέλος να σκοτώσει.

(Υπακοή, εκδ. Άπαρσις ,2012)

ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΚΑΙ Ο ΦΩΚΝΕΡ

Ταξιδεύω στα τρένα της πόλης.
Βουλιάζω στον κόσμο.

Μέσα στην βιασύνη, στον φόβο.
Αμήχανα γέλια, αδιάφορες κουβέντες, ένας επιβάτης διαβάζει Φώκνερ μειδιώντας.
Αδειάζω το βλέμμα μου στο ψεύτικο φως των βαγονιών.
Γυρίζω αλλά δεν φεύγω ποτέ.
Στην ασφάλεια των δικών μου φόβων, των δικών μου ιδιοτροπιών.
Αναμένοντας πάντα την επόμενη μέρα.
Να με χωνέψει ξανά το βαγόνι του τρένου, να δω πάλι τον επιβάτη με τον Φώκνερ, τον άπληστο ζητιάνο
να ζητά ελεημοσύνη, τις βρώμικες γριές να μασουλάνε κατάρες.
Μια ρουτίνα που αλλάζει ντύμα μέρα τη μέρα.
Μια ψίχα ελπίδας ότι κάποτε θα εκτροχιαστεί και αυτό το τρένο.

(Το Τρένο και ο Φώκνερ, εκδ. Κίχλη 2018.)

Η ΜΑΤΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Ο Ιάσονας καθόταν στην αυλή του σπιτιού και σχεδίαζε την μεγάλη του εκστρατεία.
Είχε απλώσει σε ένα τραπεζάκι, ρυθμού ροκοκό, έναν ναυτικό χάρτη της Μεσογείου, ένα διαβήτη, μια
πυξίδα, έναν χάρακα και έναν εξάντα.
Μην γνωρίζοντας τίποτα ιδιαίτερο για την ναυσιπλοΐα προμηθεύτηκε ένα ειδικό βιβλίο , “ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ
ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ”, για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του.

Άρχισε να συχνάζει στα περίφημα τσιπουράδικα του λιμανιού για να βρει το πλήρωμά του.
Πλησίαζε τους πιο γεροδεμένους και εκείνους που το μούτρο τους φαινόταν ξύπνιο και άρχισε να
εξιστορεί το σπουδαίο σχέδιο.
Ο Ιάσονας έχασε την δουλειά του.
Βρήκε κάπου αλλού με λιγότερα χρήματα και με περισσότερες ώρες εργασίας.
Θεώρησε ότι απλά είναι μια παρένθεση.
Μια παρένθεση που άρχισε να του κατασπαράσσει τα χρόνια.
Τα όνειρά του καλά σφηνωμένα στο κεφάλι του.
Ο χρόνος όμως είναι μια γερή αλεστική μηχανή.
Ο εξάντας έπεσε από το τραπεζάκι και έσπασε.
Η κεφαλή του διαβήτη σκούριασε και τα πόδια του δεν υπάκουαν πια σε κύκλους.
Μια κρύα νύχτα πέταξε τον ναυτικό χάρτη της Μεσογείου στην ξυλόσομπα για προσάναμμα.
Η πυξίδα έδειχνε πάντα Νότο.
Τα σχέδια, σαν φωτογραφίες κρεμασμένες σε σάπια κάδρα, με ξύλα σαρακοφαγωμένα και ξερά, άρχισαν
να γλιστρούν από τις κορνίζες τους και να χάνονται.
Όταν πια είχε γεράσει για τα καλά, αναπολούσε την σπουδαία εκστρατεία που ματαίωσε.
Μα το δικαιολογούσε.
“Η δουλειά ξέρετε...”.

(Το Τρένο και ο Φώκνερ, εκδ. Κίχλη 2018.)

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ

Κατοικώ κοντά στην θάλασσα.
Τον Ιούνιο οι γλάροι χάνουν τον δρόμο τους και πετούν πάνω από το μπαλκόνι μου.
Μα θα βρεθεί ένας ή δυο που θα τους οδηγήσουν όλους στην θάλασσα.
Θα κυκλώσουν το κομμάτι του ουρανού που τους αναλογεί
και με περηφάνια και αξιοπρέπεια θα γυρίσουν στην σωστή τη ρότα.
Πάντα όμως υπάρχει ένας γλάρος που δεν θα ακολουθήσει τους άλλους.
Θα τραβήξει τον δικό του δρόμο για την θάλασσα.
Είναι η σιγουριά μου οι γλάροι κάθε καλοκαίρι.

(Η Χαρτοπετσέτα, εκδ.Κίχλη 2020.)

ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Μου λείπει να καπνίζω το τσιγάρο στο παράθυρο.
Η βροχή να χτυπάει το τζάμι.
Να είναι μεσημέρι- χειμώνας.
Όλοι να ανάβουν ένα φως στο σπίτι.
Τα παράθυρα είναι το μεγάλο δώρο της αρχιτεκτονικής στους ανθρώπους.
Μετριάζουν τον φόβο της απομόνωσης.
Τον φόβο της μοναξιάς.
Χρωματίζουν τις ώρες με νόημα.
Πάντα είχα την ελπίδα ότι θα έμενα σε σπίτι με παράθυρα παρέα με ένα τασάκι,
ένα τσιγάρο και την γάτα μου.
Να ταξιδεύω μαζί με τους περαστικούς στις δικές τους ιστορίες.
Να απαλύνω με όποιο τρόπο μπορώ τους δικούς τους πόνους.

( Η Χαρτοπετσέτα, εκδ.Κίχλη 2020.)

ΕΝ ΠΛΗΡΕΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙ

Σήμερα ένας άντρας έπεσε στις γραμμές του τρένου.
Αν σώθηκε ή σκοτώθηκε
δεν έχει και τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι ένας άνθρωπος
σηκώθηκε το πρωί από το κρεβάτι του,
πήρε το πρωινό του,
καλημέρισε τη συντροφό του, μπορεί και τα παιδιά του
-ίσως και να μην καλημέρισε κανέναν και απλώς να ήπιε τον καφέ του και να κάπνισε το τσιγάρο του-,
πήρε το λεωφορείο που παίρνει κάθε πρωί,
μα κάτι άλλαξε στην διαδρομή.
Μπορεί να το είχε σχεδιάσει εδώ και μέρες.
Μπορεί να ζούσε με αυτό.
Σημασία έχει ότι έπεσε στις γραμμές του τρένου
εν πλήρει συνειδήσει.

( Ένα Ταγκό στο Σαντιάγο, εκδ. Κίχλη 2023.)

ΑΠΟΒΑΘΡΑ

Σφύριξαν τα φρένα του τρένου.
Έχωσε βαθιά τα χέρια του στις τσέπες του παλτού.
Με τόση ορμή, που κόντεψε να σχίσει τις ραφές.
Έβλεπε τους επιβάτες έναν έναν να κατεβαίνουν στην αποβάθρα.
Επέλεξε να στέκεται στην ανατολική είσοδο,
για να δώσει
έναν συμβολισμό περαιτέρω στην αντάμωσή τους.
Άρχισε να νιώθει μια κλωστή ιδρώτα να κυλάει αργά στον σβέρκο του.
Ήταν η συνηθισμένη αντίδραση του οργανισμού του στο άγχος.
Πέρσαν δέκα λεπτά και η αποβάθρα άδειασε.
Έκανε τον γύρο του σταθμού.
Υπέθεσε ότι, αν δεν τον έβλεπε, θα τον ειδοποιούσε.
Κοίταξε ξανά το τηλέφωνό του.
Είχε ένα μήνυμα.
Αναστέναξε ανακουφισμένος.
Μόλις το διάβασε, κοκάλωσε.
Δεν ένιωθε για μερικές στιγμές τα πόδια του.
Ένα κύμα ιδρώτα χτύπησε την πλάτη του.
Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και η ραφή της αριστερής του τσέπης ξηλώθηκε.
Ένα απέιθαρχο δάκρυ παρασύρθηκε από τον άνεμο.
Το κινητό με σπασμένη τώρα οθόνη
περίμενε στο πεζοδρόμιο τον επόμενο κάτοχό του.
Το μήνυμα στην οθόνη έγραφε:
« Δεν θα έρθω ξανά. Μην περιμένεις».

(Ένα Ταγκό στο Σαντιάγο, εκδ. Κίχλη 2023.)

ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Υπάρχουν βράδια που δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Αναπολώ στιγμές του παρελθόντος.
Ένα βράδυ στα είκοσί μου χρόνια, στην Άνδρο,
που ξαπλωμένος κάπνιζα και μ' έπνιγε ο καπνός
δίπλα σε μια γυναίκα πάλλευκη.
Τα απογεύματα των πρώτων μου εφηβικών χρόνων που με δύο φίλους κλέβαμε σοκολάτες από μια
αποθήκη τροφίμων.
Ύστερα τρέχαμε γεμάτοι ενοχές,
με μια πρωτόγνωρη λαχτάρα να δρέψουμε τους καρπούς της παρανομίας μας.
Τους έχω χάσει πια.
Η αϋπνία μου θολώνει το βλέμμα.
Πίνω νερό και καπνίζω το τελευταίο μου τσιγάρο.
Τότε έρχονται να με επισκεφτούν τα φαντάσματα.

Ένας φίλος, με μπλαβιασμένο πρόσωπο , το χείλος του να κρέμεται σαν σταγόνα στα δεξιά
ακριβώς όπως την μέρα που τον θάψαμε.
Εισβάλλει στο σαλόνι μου σαν άλλος Μωυσής, κρατώντας δυο βιβλία, ένα σε κάθε χέρι.
Γελάει με το γέλιο εκείνο που τράνταζε το πελώριο κορμί του
και μου μιλάει για το παρόν του,
που για μένα είναι ήδη παρελθόν.

Καταφτάνει η γιαγιά μου κρατώντας ένα ξύλινο αυγό στα χέρια,
βαμμένο κόκκινο για να τους σπάσω όλους στο πασχαλινό τραπέζι.
Την θυμίζω ότι είναι φάντασμα και ότι το αυγό της είναι πια αέρας.
Της ορκίζομαι ότι αυτή τη φορά θα το δεχόμουν.
Γελά και χάνεται.

Έρχεται ο παππούς μου με το μαλλί του κολλημένο προς τα πίσω,
βγάζει ένα κουτάκι σπίρτα από την τσέπη της ζακέτας του και ένα πακέτο τσιγάρα 22.
Κάθεται δίπλα μου στον καναπέ.
Χαϊδεύει το περιποιημένο του μουστάκι , ανάβει τσιγάρο και κοιτάζει τα κίτρινά του δάχτυλα.
Με ρωτά αν θέλω να παίξουμε τάβλι.
Του εξηγώ πως είναι αδύνατο.
Χαμογελά και σβήνει από το βλέμμα μου.

Χαρούμενα φαντάσματα οι νεκροί μου.

Πίνω ένα ποτήρι γάλα.
Ελπίζω στις υπνωτικές του ιδιότητες.
Φευ.
Ανάβω ένα ακόμα τσιγάρο.
Ούτως ή άλλως σε δύο ώρες πρέπει να σηκωθώ για τη δουλειά.
Ευτυχώς ο παππούς ξέχασε το πακέτο του.

( Η Χαρτοπετσέτα, εκδ.Κίχλη 2020.)

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Νίκος Φρατζέτης ζει στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές . Υπακοή (εκδ.Άπαρσις 2012), Το Τρένο και ο Φώκνερ (εκδ. Κίχλη 2018), Η Χαρτοπετσέτα (εκδ. Κίχλη 2020) και η τελευταία Ένα Ταγκο στο Σαντιάγο (εκδ. Κίχλη 2023). Εργάζεται στον χώρο του βιβλίου τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr