Τέσσερα ποιήματα κι ένα πεζό της Σοφίας Χατζηδημητρίου

Τέσσερα ποιήματα κι ένα πεζό της Σοφίας Χατζηδημητρίου

Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Σοφία Χατζηδημητρίου. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία στην Ελλάδα και Ψυχολογία στην Αγγλία, όπου και μετεκπαιδεύτηκε στην Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία. Μετά από εννιά χρόνια διαμονής κι εργασίας στη Μεγάλη Βρετανία, επέστρεψε στην Ελλάδα κι εργάζεται ιδιωτικά ως Ψυχοθεραπεύτρια. Ασχολείται με την ποίηση και την Ψυχοθεραπευτική φωτογραφία. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, ενώ είναι υπό έκδοση και η δεύτερή της ποιητική δουλειά. Η ποίησή της είναι υπαρξιακή, συμβολική, προσωποκεντρική. Εκφράζεται συχνά σε πρώτο πρόσωπο, αναδεικνύοντας μια εξομολογητική οπτική. Ο λόγος της είναι μεστός, βαθύς , συγκινητικός, με ισχυρές αλληγορίες και ηχηρές εικόνες. Την πένα της απασχολούν τα εσωτερικά ερωτήματα, τα τραύματα, οι σχέσεις, ο έρωτας. Θα δούμε τέσσερα ποιήματά της κι ένα πεζό. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα είναι δικές της κι έχουν τραβηχτεί για τον ιστότοπο Ψυχοθεραπείας μέσω της Φωτογραφίας https://photocure.gr.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Στο ύψος της Μεταμόρφωσης
ο πατέρας μου κάνει πάντα
τον σταυρό του•
πιστός στα θαύματα
που δεν πιστεύει
και στις δυνάμεις που περνάνε
σαν τα μοναχικά λεωφορεία
μόνο απ' την σφιγμένη του λωρίδα
λέει ευχαριστώ για το αναπάντεχο
και το γεφύρι που τον έσωσε.
Κάπου εκεί, στο οδόστρωμα, υπάρχει
μια αδιάφορη λακκούβα•
αδιάφορη, για τους άλλους.
Καθώς επέστρεφα το βράδυ εκείνο
απ' τα φιλιά σου στην πραγματικότητα
σκεπτόμενη πως, όντως, μ' ερωτεύτηκες
-μετά από τόσα παρακάλια και κλάματα-
έπεσα σ' εκείνη την λακκούβα
και ταράχτηκα•
γιατί, απ' όλα μου τα πάθη και τα λάθη,
αυτό για το οποίο τελικά με καταδίκασες
ήταν που σε απείλησα
με την καρδιά στον κρόταφο.
Στο ύψος της Μεταμόρφωσης
διστάζω πάντα να κάνω
τον σταυρό μου.

-- Σοφία Χατζηδημητρίου, Άγνωστοι Αγαπημένοι, Εκδόσεις Μελάνι

ΣΑΧΑΡΑ

Ζεστός και έρημος
κραδαίνεις τους πόνους μου
με ανεπαίσθητες κινήσεις.
Χάνομαι στους αμμόλοφους
και εμφανίζομαι ξανά
όταν ξεχύνεται
μες απ' τα σπλάχνα σου
το πιο παλιό σου αίμα.
Αποδράμεις
σαν την όγδοη πληγή
που φανερώνεται φευγαλέα
πάνω σ' ένα πυρετικό παραλήρημα.
Ξεδιψώ στην πηγή της
κι εκβάλλω πάλι
στην απεραντοσύνη
της απουσίας σου.
Δεν έχω δισταγμό•
επιθυμία
δεν έχω.
Είμαι κενό
που το διχάζουν
οι ορμές σου
και γεννιέται.

-- Σοφία Χατζηδημητρίου, πρώτη δημοσίευση, από την υπό έκδοση Συλλογή 'Ανεπίδοτος Έρωτας'.

Απόψε γεννιέμαι ξανά μες στο σκοτάδι, ανάμεσα σε δυο πέτρες που χτυπιούνται αλύπητα. Έτσι ανάβω. Αυτός φαίνεται ο μόνος βασανιστικός τρόπος να είμαι μαζί σου. Να είμαι• γενικώς και οριστικώς. Ιδρώνω και κρυώνω μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Το κορμί μου έρμαιο της σκέψης σου. Η σκέψη μου έρμαιο της σκέψης σου. Το δωμάτιο. Το σύμπαν. Το μετά το σύμπαν. Το συμβάν της σύλληψής μου. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο κόλπος της, το σπέρμα του. Εσύ. Παντού εσύ.

Απλώνω το χέρι μου στο κομοδίνο σε ημιλιπόθυμη κατάσταση και γυρίζω πάλι την κλεψύδρα. Λέω, δεν μπορεί, θα σε βρω στην άλλη μεριά του χρόνου. Βρίσκω μόνο κενό• άλλοτε με πλακώνει κι άλλοτε πέφτω μέσα του με εφιαλτική βραδύτητα. Δεν είσαι πουθενά μες στο χρόνο που ξέρω. Δεν είσαι στο χώρο που ορίζω. Έχω ψάξει σε όλες τις κιτρινισμένες μου κούτες στο πατάρι. Παλιές φωτογραφίες απ' όπου λείπεις. Δεν σε βλέπω στο πρόσωπό μου. Αυτό το πρόσωπο, μου είναι άγνωστο. Κατέβηκα και στο κελάρι. Βρήκα τα μπουκάλια που άδειασα για να σε πιω, πλην ενός που έσπασα πάνω στα νεύρα μου, επειδή στέρεψε νωρίς. Το πέταξα το μεσημέρι στον κάδο της ανακύκλωσης. Τι ώρα περνάει το απορριμματοφόρο; Θα κατέβω να ψάξω, να σε βρω και να σε σώσω. Εκεί θα ήσουν, εκεί, λίγο πριν νευριάσω. Θα το κολλήσω, υπόσχομαι. Όλα τα κομμάτια, ένα ένα. Δεν ήθελα να θυμώσω, δεν ήθελα.

Κάνει κρύο έξω. Ο κάδος άδειασε. Δεν πρόλαβα. Δεν σε βρίσκω. Μπορεί να σε πήρε ο άστεγος που έσερνε ένα καρότσι. Ξέρουν από αξία οι ρακοσυλλέκτες. Εγώ έψαχνα χρυσό και τώρα είμαι ράκος. Δεν σε βρίσκω. Κι όμως, είσαι παντού. Μέσα μου, επάνω μου, πίσω μου, μπροστά μου, γύρω μου, πλάι μου, στο κέντρο και στις άκρες μου. Ξεπηδάς μες απ' τους ρόζους των δαχτύλων μου που έπλαθαν το κορμί σου, ακούραστα. Τίποτε δεν μπορώ ν' αγγίξω χωρίς να θυμηθώ το χνούδι σου• βρεφικό, ήσυχο. Θα μου στρίψει σίγουρα απόψε. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Λένε, βοηθάει. Εισχωρείς μεσ' από τα ρουθούνια μου. Μου μυρίζει λιβάνι. Λιβάδι. Κερί. Καμπάνα. Λουλούδι στα μαλλιά σου. Χρυσή βέρα στο χέρι σου. Θάλασσα. Σεντόνια. Αλάτι. Το δέρμα σου. Το δάκρυ σου. Παίζαμε με τις λέξεις. Θυμάσαι; Τώρα λιγόστεψαν και πλήθυνες. Δεν γίνεται. Θα τρελαθώ. Παλιά, τρελαινόμουν στα ψέματα και τώρα που αληθεύω, κοίτα που θα τρελαθώ στ' αλήθεια.

Θέωση και ανημποριά, ανημποριά και θέωση. Η τραμπάλα μου• η παιδική χαρά που κάλυπτε τη λύπη μου, επειδή δεν σε ήξερα ακόμη. Οι πέτρες που χτυπιούνται στην αλάνα του κορμιού μας. Ναι, ένα είναι• μη ρωτάς. Κι εγώ η εξαρτημένη σπίθα. Σπίθα εξαρτημένη. Ο παραλογισμός των αντιθέσεων που με στέλνει στα αζήτητα, με κατατάσσει στους ανυπόφορους ανθρώπους, ο παραλογισμός αυτός που με φέρνει στον πυρήνα των πάντων, στον πυρήνα της καρδιάς σου, νομίζω. Γελιέμαι πως αποκτώ αξία, πως ίσως με δει και με ακούσει κάποιος. Μα ποιος να δει και να ακούσει όπως εσύ; Με είδες πιο πολύ απ' όσο πρέπει. Είχα ορκιστεί• κανείς ποτέ να μην με δει. Μ' αξίωσες, αλλά ο νους μου με κοροϊδεύει πως μ' απαξίωσες. Μόνο ο νους μου.

Η τραμπάλα των παιδικών μου χρόνων, που, απ' την μια, με θέλει να με κρατάς δέσμιο μιας αυταπάτης, με το βάρος σου, στα σύννεφα και, από την άλλη, να σ' εκτοξεύω στον κόσμο των θεών με τις τραγικές μου πτώσεις. Δεν θα ζητήσω συγγνώμη. Θα ζητήσω όλες τις συγγνώμες που δεν ζήτησε ποτέ κανείς. Στον τάφο σου επάνω θα τις ζητήσω, όχι τώρα. Τώρα θα με καταπιείς. Τώρα θέλω να με καταπιείς. Όλα μας να τα καταπιείς• μέχρι την τελευταία σταγόνα.

Τώρα θέλω να έρθεις να παίξουμε μέχρι δακρύων. Να κλάψουμε μέχρι γελοιότητας. Έλα. Αρκεί να έρθεις, ξανά. Κι ας σ' έδιωξα, έλα. Θα σε ξαναδιώξω, το ξέρω. Γιατί θα μ' ανεβάσεις πάλι στα σύννεφα, εσύ, με το βάρος σου. Γιατί θα σ' εκτοξεύσω πάλι μακριά μου, εγώ, με τις πτώσεις μου. Δεν πειράζει. Έλα. Κι ας πειράζει. Πειράζει, γιατί φορές σκέφτομαι πως εσύ δεν έχεις βάρος τελικά κι εγώ δεν πέφτω, όσο κι αν πέφτω. Δεν πέφτω. Να 'μαι! Στέκομαι. Πειράζει - δεν πειράζει. Κορόνα - γράμματα. Πού είναι το κέρμα μου; Θα το γυρίσω και απόψε, αλλά δεν θα σου πω συγγνώμη. Κορόνα - γράμματα, το ίδιο. Φοβάμαι να ξανάρθεις. Φοβάμαι να σε ξαναδιώξω, φοβάμαι μην με τιμωρήσεις, φοβάμαι μήπως δεν έρθεις ποτέ ξανά - ούτε με την συγγνώμη. Γιατί να παίξω τον τελευταίο μου άσο; Αυτό θα σήμαινε ότι τελειώνει το παιχνίδι. Κι αν τελειώσει άσχημα; Μα δεν είναι παιχνίδι. Πρέπει να σηκωθώ. Το μαξιλάρι μου είναι μούσκεμα.

Σηκώνομαι με τρέμουλο. Ανοίγω το ψυγείο, με την ελπίδα να βρω κάτι να φάω που δεν έχω φάει ποτέ ξανά. Ματαιώνομαι. Κρατάω την πόρτα του ακόμη ανοιχτή. Το φως του με λούζει σαν υπερκόσμια ενέργεια. Για μια στιγμή αιωρούμαι στο διάστημα κι η σκόνη του δωματίου είναι αστρόσκονη, τα πορτοκάλια πλανήτες, το φωτιστικό διαστημόπλοιο, οι κουρτίνες βαρυτικές ακτίνες, η πόρτα του πλυντηρίου μαύρη τρύπα κι εγώ ο μοναδικός άνθρωπος έξω από τη γη. Κοιτάζω τις παντόφλες μου. Θυμάμαι τις δικές σου. Εκεί με πήγες, στ' άστρα. Φορούσαμε παντόφλες. Μισούσα τις δικές σου, γιατί τις λάτρευα, όπως κάθε τι δικό σου. Μετά, με άφησες ή σε άφησα. Δεν θυμάμαι πια. Θέλω να πιστεύω ότι με άφησες. Με βολεύει έτσι. Γυρίζω στο κρεβάτι να κουλουριαστώ σαν πεινασμένο ζώο που έχασε τη μάνα του. Γυρίζω και με καίει η ταχύτητα της επιστροφής. Εξαϋλώθηκα; Δυστυχώς, όχι. Είναι μόλις τρεις και είμαι τριών. Στον επόμενο τόνο, κάτι άλλο θα τραβήξει την προσοχή σου και θα με αφήσεις οριστικά.

Ποτέ μου δεν ευχήθηκα την αγκαλιά τόσο πεζών πραγμάτων. Να ξημερώσει, ν' ανέβω στον τροχό της γνώριμης τύχης μου , να πάψεις να με βασανίζεις. Ή, έστω, να μπορώ να μου λέω ψέματα, λέγοντας ψέματα για σένα σε άλλους. Όχι, δεν σε πιστεύω. Μια πλάνη ήταν όλα, μια αστραπή, ένα κούνημα του μυαλού μου, μια ψευδαίσθηση. Πέρασε. Δεν πέρασε, αλλά αυτό δεν το λέω. Κρέμομαι από τους πεζούς και τα πεζά πράγματα. Αυτοί είναι γήινοι, περαστικοί. Δεν θα με βλάψουν. Δεν με νοιάζει να τους χάσω. Είναι όλοι ίδιοι και άπειροι. Αν δεν με κρατήσει ο ένας, θα με κρατήσει ο επόμενος. Αν δεν θέλω τον έναν, θα περάσω στον επόμενο. Εξάλλου, εγώ πληρώνω, αλλά όχι με το αίμα μου. Αυτό είναι το καλό με τα πεζά πράγματα. Είναι άπειρα και προσιτά. Εσύ είσαι το άπειρο. Δεν βαστάζεται αυτό. Τρεις και πέντε, μόνο.

Βγαίνω στο μπαλκόνι. Ίσως, αν γθυθώ και ξεπαγιάσω, να φύγεις από μέσα μου. Ίσως να έρθεις να με σκεπάσεις, όπως τότε. Ίσως να έρθεις να γδυθείς κι εσύ γι' αντίποινα και ίσως μετά ν' αγκαλιαστούμε γυμνοί, κάτω από τα άστρα και τις τέντες των γειτονικών διαμερισμάτων. Ίσως να κάνουμε έρωτα, τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, σε κάποιο άλλο μπαλκόνι ενός άλλου σύμπαντος ή μιας άλλης γειτονιάς, ίσως με άλλα σώματα και άλλα πρόσωπα. Όχι, δεν θέλω. Σε θέλω για μένα. Μόνο. Ούτε παράλληλα σύμπαντα, ούτε παράλληλα πρόσωπα, ούτε τίποτε παράλληλο που δεν ενώνει. Έλα να με συνθλίψεις με ταχύτητα, να με βγάλεις από τη μιζέρια μου. Κάνε το γρήγορα. Κάν' το αργά, ατελείωτα. Κάν' το.

Θέλω τον πρωινό μου καφέ. Θέλω τα τσιγάρα μου. Θέλω τα άσκοπα τηλέφωνά μου. Θέλω τη βοή του δρόμου. Θέλω τη βόλτα μου στο πάρκο και το ανούσιο κουτσομπολιό της Κυριακής. Θέλω τα πεζά μου πράγματα. Θέλω να μην θέλω τίποτε. Θέλω να έρθεις να μου πεις τι να θέλω. Θέλω την ουσία. Θέλω την συνουσία. Μαζί σου. Τώρα. Θέλω να θέλω μόνο εσένα κι εσύ, μόνο εμένα.

Στο μπαλκόνι, γυμνοί. Στο δρόμο, άστεγοι. Στον κόσμο, αχώρετοι. Στ' αστέρια, αέρινοι. Στην αγάπη μας, αιώνιοι.

-- Σοφία Χατζηδημητρίου, {Δέκα Μικρές Προσευχές (απόσπασμα), ανέκδοτο}.

ΜΝΗΜΗ ΜΑΝΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Μην μου σκοτίζεσαι• σκούζουνε πάλι
τα σκυλιά στα μπαλκόνια
-όπως χθες έτσι και αύριο-
όμως σήμερα
τα φώτα σβήσανε νωρίς
στο λιμάνι κι η προκυμαία
γένηκε στενή σαν γλώσσα
λιμασμένη.
Μην απελπίζεσαι• έχει ακόμη
αίμα στα σφαγεία
-όπως χθες έτσι και αύριο-
όμως σήμερα
μεγάλωσε ο βασιλικός
και τσάκισε την γλάστρα
κατέθεσαν τις λόγχες τους
τα κυπαρίσσια και τον φίλησαν.
Το λάδι στέρεψε στο καντηλάκι.
Τι να το κάνει ο νεκρός το φως
τώρα που βλέπει;

-- Σοφία Χατζηδημητρίου, ανέκδοτο

ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ

Νομίζω κοιμάμαι ακόμη. Νομίζω
σε ονειρεύτηκα πάλι απόψε. Ίσως και
να μην ξύπνησα ποτέ.
Το στήθος σου ήταν πύλη•
θεόρατη θεάρεστη.
Ο θάνατος κάλπασε από μέσα της
επηρμένος
κρατώντας το ψηλό καπέλο του
πεισμωμένα πάνω στο κεφάλι.
Εσύ χωρούσες -παρόλα αυτά-
τόσο αυτόν τον άθλιο
όσο τις μαύρες νύχτες
και το χιόνι.
Το σκεύος σου το πήλινο
το ιερό σου δέρμα
με σκέπαζε
σαν φλόγα ακοίμητη
που φώτιζε σιγανά
όλων
τα αιχμηρά περάσματα.
Ήσουν, αγάπη μου,
αίμα
και ξεδιψούσα μεθώντας σε
σώμα
και χόρταινα ώστε να σε θηλάσω.
Ήρθα την τελευταία ώρα
πρώτη
και με κατάργησα ολόκληρη
επάνω στο κορμί σου
με δύο μόνο αναπνοές.
Είδα την αρχή και το τέλος
να ζουν κάτω απ' την ίδια στέγη
κι εγώ κρατούσα
τρέμοντας το κλειδί
του μυστικού αυτού σπιτιού
που μου 'βαλες στο χέρι.
Αυτό δεν ήταν έρωτας•
κάτι άλλο ήταν.
Όταν ενωθήκαμε
όλα τα σύμπαντα
αλήθευσαν και φεγγοβόλησαν
οι ρίζες των κορμών μας
καθώς υψώνοντας τα χέρια μας
στα σύννεφα
εκείνα γίνανε οστά
λαμπρά ακτινοβόλα.
Το πρόσωπό σου
ήταν Ήλιος τρυφερός.
Έλουσες τις πτυχώσεις μου
αφήνοντας το σπέρμα σου
στις άγονες πληγές μου.
Κολυμπούσαμε γυμνοί και άδολοι
ο ένας
μέσα στο βλέμμα
του άλλου.
Είχες στο πάτωμα κοντά σου
ένα πανέρι αδειανό
και σκέφτηκα να σ'το γεμίσω
για το δρόμο,
αν θα φύγεις.
Μόνο το σκέφτηκα.
Κάτι άλλο
δεν χρειάστηκε να κάνω.
Δεν ήθελα να φύγεις.
Ούτε να σε κρατήσω ήθελα.
Έτσι κι αλλιώς
δεν υφαρπάζεται αυτό
που σ' επιλέγει.

-- Σοφία Χατζηδημητρίου, Πρώτη δημοσίευση, από την υπό έκδοση Συλλογή, 'Ανεπίδοτος Έρωτας'.

Βιογραφικό σημείωμα

Ξεκίνησα το Ψυχοθεραπευτικό μου ταξίδι από την Αγγλία, το 1995, στο University of Kent at Canterbury (University of Kent Alumni), όπου έκανα και το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών και της εκπαίδευσής μου για 9 χρόνια, υποστηριζόμενη τα τρία τελευταία χρόνια με υποτροφία από το Ίδρυμα Ωνάση / Onassis Foundation​.

Παράλληλα, από το 1999 έως το 2004 εργάστηκα ως Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια σε διάφορες δομές του ΕΣΥ της Αγγλίας (NHS England). Στο Institute of Group Analysis του Λονδίνου παρακολούθησα μετεκπαιδευτικό πρόγραμμα στην Ομαδική Ψυχοθεραπεία τον τελευταίο χρόνο παραμονής μου στην Αγγλία και από το 2004 συνέχισα την πορεία μου στην Ελλάδα, όπου ιδιωτεύω έκτοτε, βλέποντας θεραπευόμενους ατομικά, σε ομάδες ή ζεύγη.

Θα διαπιστώσετε πως έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στην Ποίηση, όπως και στην Φωτογραφία, οι οποίες για μένα, αλλά πιστεύω και για πολλούς από εσάς, λειτουργούν - δυνητικά - θεραπευτικά και μπορούν να μετουσιώνουν, μέσω συμβολισμών, τις υπαρξιακές μας αγωνίες, τις εσωτερικές μας συγκρούσεις, τα τράυματά μας, μεταβολίζοντάς τα, ομορφαίνοντάς τα και αποδίδοντας ουσιαστικά σε αυτά την υπερβατική τους διάσταση.

Η Ποίηση είναι Προσευχή, αναζήτηση νοήματος, βάλσαμο για τις τραυματισμένες ψυχές μας, ένα ζεύγος φτερά για τα πήλινα κορμιά μας, όπως και η Φωτογραφία ένα μοναδικό μέσον πρόσληψης, κατανόησης, προσέγγισης και αφήγησης του κόσμου μας, εσωτερικού και εξωτερικού.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;