Ο καλεσμένος μου, λέγεται Γιώργος Τσελώνης κι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα ποιητική φωνή. Έχει σπουδάσει μετάφραση στην αγγλική κι ιταλική γλώσσα. Επαγγελματικά ασχολείται με την επιμέλεια-διόρθωση κειμένων, σε εκδοτικό οίκο. Έγραψε τη βιογραφία της τραγουδίστριας Patti Smith,όπου περιλαμβάνονται και μεταφρασμένοι στίχοι τραγουδιών της. Πρόσφατα έγινε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Έργα του έχουν δημοσιευθεί στον ηλεκτρονικό κι έντυπο τύπο,καθώς και στο προσωπικό του ιστολόγιο. Στιχουργήματά του μελοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν σε μουσικές παραστάσεις από το συγκρότημα Incirrina. Τα ποιήματά του είναι ανατρεπτικά,τολμηρά και χειμαρρώδη. Με μια πανδαισία αλληγοριών και φανταχτερών εικόνων, συνθέτει πρωτότυπα "παραμύθια". Εμπνέεται συχνά από την ιστορία ,τη μυθολογία και τη Βίβλο,απ' όπου δανείζεται τους ήρωες και τους βάζει ν'αναμετρηθούν με τη σημερινή πραγματικότητα. Οι αξίες και τα καθιερωμένα πιστεύω χρωματίζονται αλλιώς στα γραπτά του,μεταλλάσσονται. Το χιούμορ κι ο σαρκασμός παίζουν σημαντικό ρόλο στη γραφή του. Ο λόγος του είναι πλούσιος, πυκνός κι ατμοσφαιρικός. Θα δούμε δεκατέσσερα ποιήματά του από τη συλλογή του "Τοπογράφος ονείρων"!
**********************
Φαρσέρ ημών
ο εν τοις παγεροίς
αγιασθήτω το ανόμημά σου·
απελθέτω η τυραννία σου·
γενηθήτω το μειδίαμά σου,
ως εν ουρανώ
κι επί της ακτής·
τον πόνον ημών τον περιούσιον
μετρίασον σήμερον·
και άφες ημίν τα ονειροπολήματα ημών,
ως και ημείς αφίεμεν τοις εγερθέταις ημών·
και εμβάπτισον ημάς εις ηδονισμόν,
αλλά ρύσαι ημάς
από του ανιαρού.
«Κουβούκλιο Επιταφίου με βάραθρο κλίσης 180 μοιρών»
Ο αναρριχητής που γκρεμοτσακίστηκε
την ώρα του Επιταφίου,
θ’ ανέβει με δρασκελιές
τον γκρεμό με τις μαργαρίτες
προβάλλοντας ξαφνικά
την ώρα της Θείας Λειτουργίας
μέσ’ απ’ το κουβούκλιο.
«Το χρονικό της ασφάλτου»
Ι. Ραδιενεργό δισάκι
Παραμονές της σφαγής
νύχτα γιασεμιού,
στη γλυκιά προσμονή
του Αθηναϊκού Εσπερινού,
στη γωνιά του δρόμου
οι γενεές των ζητιάνων
διαδέχονται αρμονικά
η μια την άλλη.
Αδιακρίτως ο χρόνος
τους βασιλείς καταπίνει
αφήνοντας για το τέλος
την αφόδευση του στέμματος
και τα λοιπά τιμαλφή.
Ο Τειρεσίας των τσιμεντουπόλεων
σκύβει κάθε σούρουπο το κεφάλι του
πάνω απ’ τα σπλάχνα της μπετονιέρας
για μια προφητεία ταχείας πήξεως.
Στο ψηλότερο μπαλκόνι
της πολυκατοικίας
ο τελευταίος ένοικος
στέκεται όρθιος
καθώς το οδόστρωμα
καταπίνει το κτίριο αύτανδρο.
Άσε με να σου εξιστορήσω
το χρονικό της ασφάλτου
που μόνο ο άνεμος
μπορεί ν’ αφηγηθεί.
ΙΙ. Τριαξονικό θυσιαστήριο
Γρήγορο βήμα φάλαγγας.
Τυφλοί προελαύνουν
με το χέρι προτεταμένο.
Οι λεγεώνες του Καίσαρα
επιστρέφουν από την κόλαση.
Φλεγόμενες πιλοτές αυτοκινήτων.
Οι πόρτες ασφαλίζουν μόνες τους.
Κέρινα ανδρείκελα γίνονται
άμορφες μάζες στα καθίσματα.
Το είδωλο του Χριστού
εμφανίζεται στον τοίχο
με τα χέρια ανοιχτά
ευλογώντας τον τόπο της θυσίας.
Δερμάτινα γάντια
με κομμένα δάχτυλα.
Η πόλη βαριανασαίνει στραγγαλισμένη.
Το ηλεκτρικό περιδέραιο
τυλιγμένο στον λαιμό της.
Φωταγωγημένος βόθρος
με εορταστική ατμόσφαιρα.
Η αράχνη που σύνθλιψες
διαλύθηκε σε μυριάδες νησιά.
Τρομαγμένο ζώο γρυλίζει πανικόβλητο.
Τα φώτα των ΙΧ πέφτουν πάνω του
κάνοντας την αιωρούμενη τέφρα
να μοιάζει με χρυσόσκονη.
Οδηγοί τροχοφόρων
φασκιωμένοι με γάζες,
υπνωτισμένοι από ασύρματες συσκευές.
Αόρατοι άνθρωποι
τυφλωμένοι επ’ άπειρον,
ανίκανοι να ενωθούν με τον ήλιο,
πυρπολούν με μίσος τη σελήνη.
Μούμιες ψάχνουν για καταφύγιο
προτού τις διαμελίσουν τα σκυλιά της αυγής.
«Η φλεγόμενη ταξιανθία των αθανάτων»
Απλώνοντας τις ρίζες τους
βαθιά ο ένας μέσα στον άλλον
οι εραστές αποκοιμήθηκαν χαμογελαστοί
με μια κηλίδα αίμα στα χείλη
έχοντας έγκαιρα δει
να κρέμεται από το ταβάνι
μια μυγοπαγίδα για αναρχικούς.
Παραμονές Χριστουγέννων
οι σφαίρες θα ριζώσουν
στα κορμιά των δολοφονημένων
φτιάχνοντας φωλιά
κι έπειτα εποστρακισμένες θα επιστρέψουν
στον κρόταφο του θύτη
με αυθόρμητη καθυστέρηση
δεκαπέντε ετών.
Και θα μας βρείτε μπροστά σας
σαράβαλους και καλούς,
σαράβαλους και τρελούς,
κρατώντας στο τεντωμένο χέρι μας
ένα φλασκί με κεραυνούς.
“Darkstar”
Πίσω από τις πολεμίστρες
το γυμνό σου κορμί
αστέρι που ξεδιπλώνεται
απ’ άκρη σ’ άκρη στο στερέωμα.
Ρητινώδη χείλη
δείχνουν τον δρόμο στους χαμένους εραστές
κάνοντας τις βελόνες της πυξίδας να κολλάνε.
Λευκές πουκαμίσες
ανεμίζουν σε σχισμές βράχων
αναψοκοκκινισμένες απ’ την αρμύρα.
Το όρος Σάος τρέμει σύγκορμο
σαν ανάστροφος ύφαλος.
Οι Κάβειροι ορέγονται
την ανατροπή της βλάστησης
δουλεύοντας ακατάπαυστα
με σφυρί κι αμόνι.
Μπρος στα έκπληκτα μάτια του βουτηχτή
ο ύφαλος απλώνεται σε ανείπωτα βάθη,
την ώρα που το κήτος
περνάει από δίπλα του
αντανακλώντας στον σκοτεινό
καθρέφτη της σάρκας του
το φως κάποιου μακρινού ήλιου.
«Ναυαγοί φιλαρμονικής»
Ο θεριστής που πνίγηκε
με μια φυσαρμόνικα στην τσέπη
μέσα σε αλλεπάλληλα κύματα από στάχυα.
Ο υψίφωνος που κάηκε ζωντανός
ζεσταίνοντας μια νύχτα τα πόδια του
στην κορυφή της υψικαμίνου.
Ο τροβαδούρος που γεννήθηκε
θνησιγενής
μ’ ένα μελίσσι αντί για πνευμόνια.
Απόψε θυμήθηκα
τους αγνοούμενους
μιας κυριακάτικης εκδρομής.
Ναυαγούς φιλαρμονικής
για τους οποίους ποτέ
δεν έμαθε κανείς.
Τεθνεώτες αεί σοφώτεροι ζώντων εισίν.
«Δεκέμβριος»
Από χρόνια μελαγχολία κινδυνεύουν
όσοι στου ήλιου τις τελευταίες αχτίδες
απλώσουν τα ρούχα τους για να στεγνώσουν.
Ο βελούδινος ανθός του σούρουπου
θα καταβροχθίσει τα πουλιά
που κουρνιάζουν πίσω
από του ήλιου τις καταπακτές.
Το έμαθα
απ’ του παγωμένου αέρα το μουρμουρητό,
απ’ τον τυμπανιστή που ταξιδεύει με τον άνεμο,
από το τρένο της νύχτας
που καλπάζει σε πύρινες ράγες.
Απόψε με επισκέπτεται
ο βασιλιάς άνεμος
φέρνοντας στο δισάκι του
τα οστά του ταξιδιώτη.
«Αντάμωμα στις φλόγες»
Όταν ύστερα από χρόνια
το καύκαλό μου θ’ αστράφτει στον ήλιο
παραδομένο στη ζεστή ανάμνηση
κάποιας Κυριακής,
τότε στο βόρειο
ημισφαίριο του κρανίου μου
η τέφρα θα πέφτει πυκνή.
Το ξέρω
πως μέσ’ από φύλλα
προκατακλυσμιαίας βλάστησης
εγχάρακτη πορεία θ’ ακολουθεί.
Φλέβες φουσκωμένες
θα σκάνε με κρότο
και αίλουροι ποταμοί της Αφρικής
θα κρημνίζονται με πάταγο από ψηλά.
Έως τότε
θα περιμένω να μαζέψουμε
τα τελευταία αποκεφαλισμένα μανιτάρια
προτού γίνουν βορά των βοοειδών.
«Εν υπνώσει»
Ξυπνάς με χώμα στα μαλλιά
κι αστέρια στα πνευμόνια.
Μαζί σου αν πλαγιάσω
πριν απ’ τη μάχη
την αυγή,
το δέρμα της ασπίδας σου
θα είναι ακόμη τρυφερό.
Εκείνη την ώρα
του ύπνου ο πέλεκυς
θα πλέει σιωπηλός στον ποταμό
πετώντας θλιμμένος μακριά
πάνω από σύννεφα κίτρινα
νυχτερινά,
ρίχνοντας από ψηλά
των φτερών του τη σκιά.
Κόρη λουσμένη στο φως,
παίζοντας πιάνο
διαλύεις τους κρυστάλλους
με τις αντανακλάσεις σου να τρεμοπαίζουν
σαν κεράκια πίσω απ’ τα βουνά.
«Νόστος για τη γη του κορμιού σου»
Τ’ αποδημητικά πουλιά
ανοίγουν τούνελ
μέσα από ξύλινα αμπέλια
πετώντας προς τον Νότο.
Ξέρω πως ποτέ δεν θα επιστρέψουν
απ’ τα νότια κελάρια
της άνυδρης γης του Χαλκού,
όσο εγώ απομακρύνομαι
επτά σώματα από το δικό σου.
«Καλυψώ [Νυχτερινό]»
Στοίχειωνες για καιρό
τις αντανακλάσεις
αφότου υπήρξαμε
φασματικοί εραστές
σε αόρατο καραβάνι
μια νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Τώρα στέκεσαι όρθια
γέρνοντας γυμνή
σε πλάγιο καθρέφτη
τις τέσσερις άκρες του γραπώνοντας
με τα σγουρά μαλλιά σου
σαν κισσός.
Καθώς βυθίζω μέσα σου
το γυμνό μου κορμί
με υποδέχονται απέραντοι
καυτοί κρουνοί
από μαύρο αλάβαστρο
σε σκοτεινή δεξαμενή.
Και είμαι της γης
το αντικαθρέφτισμα,
ένα νόμισμα χλωμό
που σε κοιτά θλιμμένο από ψηλά
μέσ’ απ’ την κόγχη της σελήνης.
«Ζείδωρο πρόσφορο»
Φωτεινά κλαδιά
απλώνουν τα χέρια τους
αφήνοντας στις παλάμες σου
φωσφορίζοντες καρπούς.
Αγκάθια αιχμαλωτισμένα
ανάμεσα στις φωτοσκιάσεις του σταυρού.
Τα κύματα της θάλασσας,
σκοτεινά ψηφία σε μαύρη οθόνη,
σαρώνουν το παραπέτασμα
πίσω απ’ το βλέμμα σου.
Ο ατλαζένιος ουρανός δεν φοβάται
την έφοδο του γυαλόχαρτου.
Κένταυροι στο ηλιοβασίλεμα
στην άκρη του γκρεμού.
Έλαμψες για μια στιγμή
στη μέση της αίθουσας
γέρνοντας το κεφάλι
σαν κύκνος σε λαιμητόμο.
Οι άνθρωποι σταλαγμίτες
περιμένουν το ταίρι τους
να στάξει από ψηλά,
προσμένοντας το φιλί του Προμηθέα
που θα τους κλέψει το φως
από τις κόγχες των ματιών.
Ένα χερουβείμ
κυλιέται στις λάσπες·
μελαψός άγγελος
λουσμένος στο φως.
«Το φάντασμα του William Blake»
Τα πνεύματα του δάσους
τρύπωσαν στον καυστήρα της νύχτας
κι αυτός δουλεύει ακατάπαυστα.
Τα μάτια σαν κλείσω
μνήματα και φοινικιές
αστράφτουν μπρος μου
στη σειρά.
Καθώς η νύχτα ξεμακραίνει
τα πουλιά της Μελάνης
με σηκώνουν λιπόθυμο
στις φτερούγες τους.
Οι φτέρνες μου βουτηγμένες
στον ποταμό της λήθης.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιώργος Τσελώνης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1978. Σπούδασε μετάφραση στα αγγλικά και στα ιταλικά. Σήμερα εργάζεται ως εσωτερικός διορθωτής-επιμελητής σε εκδοτικό οίκο. Έχει γράψει τη μουσική βιογραφία Patti Smith: Sketches of Pain/Εξόριστη στη λεωφόρο του Rock ‘n’ Roll (εκδόσεις Οξύ, 2008), στην οποία περιλαμβάνονται και μεταφράσεις στίχων της καλλιτέχνιδας. Παίζει ερασιτεχνικά μπλουζ φυσαρμόνικα και διατηρεί το blog “Nobodaddy” (giorgostselonis.blogspot.com), όπου περιέχονται επιλεγμένα κείμενα που έχει γράψει, μεταφράσει ή αφιερώματα που έχει επιμεληθεί. Ποιήματά του έχουν προδημοσιευθεί στην ηλεκτρονική σελίδα, αλλά και σε έντυπη έκδοση, του περιοδικού «Μανδραγόρας» (αναρτήσεις Φεβρουαρίου 2019 και, αντίστοιχα, τχ. 60 του Απριλίου 2019). Στίχοι ποιημάτων από την παρούσα, πρώτη του, ποιητική συλλογή έχουν μελοποιηθεί και παρουσιαστεί ζωντανά από το μουσικό συγκρότημα Incirrina.
E-mail επικοινωνίας: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
facebook: giorgostselonis