Δέκα ποιήματα της Νόρας Νατζαριάν

Δέκα ποιήματα της Νόρας Νατζαριάν

Σήμερα θα κολυμπήσουμε στα βαθιά της ποίησης, της προσκεκλημένης μου λογοτέχνιδας Νόρας Νατζαριάν. Γεννήθηκε στη Λεμεσό και σπούδασε στην Αγγλία.Έχει εκδώσει τρεις  συλλογές με ποιήματα και τρεις με διηγήματα. Έργα της έχουν συμπεριληφθεί σε παγκόσμιες ανθολογίες κι έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Έχει βραβευθεί πολλές φορές σε διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Τα ποιήματά της είναι έντονα περιγραφικά, πίνακες ζωγράφου που εστιάζει στη λεπτομέρεια. Η ματιά της είναι  τρυφερή και διεισδυτική. Εμπνέεται από το αδικημένο νησί της Αφροδίτης ,από την ιστορία, από την τέχνη,από τη φύση, απ' τις σύγχρονες σχέσεις και τις συμπληγάδες τους. Ο εκλεπτυσμένος της λόγος , είναι κατανοητός στον μέσο άνθρωπο κι αυτό είναι πολύ μεγάλη κατάκτηση ,στην πάλη του δημιουργού να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη. Θα παρουσιάσουμε δέκα καταπληκτικά ποιήματά της!

Μια Νύχτα στην Αμαθούντα

Την κατασκεύασες από μάρμαρο
αυτή τη γυναίκα, άσπρη σαν γάλα,
και την έλουσες μες στο φεγγαρόφωτο.

Της έδωσες αστέρια για μάτια, μαλλιά,
χείλη και τη χάιδεψες - Ω! Μα τόσο απαλά -
κι’ εκείνη, πότε μάρμαρο, πότε γυναίκα, μίλησε.

“Πυγμαλίωνα,” είπε, “αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ-
αυτή την ώρα, τη φωνή της νύχτας, τη σιωπή,
τα πέτρινα τραγούδια, το πρώτο μου πρόσωπο.”

Ήταν η νύχτα που την έκανες γυναίκα,
και που σ’ έκανε άντρα.
Και τα κύματα διέσχιζαν την άμμο
στις μύτες των ποδιών τους.

Εύα

Ποιος με θυμάται τώρα;
Κρύβομαι πίσω από δέντρα
ντυμένη στα γυμνά και περιμένω
τον Αδάμ να με αναγνωρίσει.

Το στόμα μου είναι μέσα σ’ ένα μήλο
και δεν μπορώ να μιλήσω.
Είμαι μια φωνή παγιδευμένη
μέσα στα τραγούδια του Αδάμ.

Gar ou Chgar (Μια Φορά κι ένα Καιρό)

Ξαναπές μου εκείνο το παραμύθι, πατέρα.

Το παραμύθι για την ακρωτηριασμένη χώρα
και τα όνειρά της που εξοντώθηκαν.
Για την εκκλησία που έκλαψε,
την αλήθεια που κατηγορήθηκε πως έλεγε ψέματα,
τις φωνές που ξεσχίστηκαν σαν άκρα του σώματος.

Πες μου για τη χώρα όπου δεν γεννηθήκαμε
αλλά που εκεί πεθαίνουμε κάθε μέρα της ζωής μας.

Πες μου για άλλη μια φορά
γιατί οι αρμένικες ιστορίες είναι τόσο θλιβερές
και γιατί υπάρχουν τόσα πολλά γράμματα που σε πνίγουν
όταν οι λέξεις σου σβήνουν και τα χείλη σου τρέμουν.
Πες μου πόσο θα ήθελες να μην υπάρχουν όλα αυτά,
αλλά υπάρχουν. Και δεν είναι παραμύθι…

Είναι η ιστορία μας.
Gar ou chgar.
Υπήρχε μια φορά, και δεν υπήρχε.
Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο ν’ αρχίσει κανείς
“Μια φορά κι έναν καιρό” και να τελειώσει “...αυτοί καλύτερα”.
Αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο στα παραμύθια που μου λες.

Καταρράκτης

Με ρώτησες τι έκανα
την περασμένη Κυριακή, όταν
με πήρες τηλέφωνο και δεν το απάντησα.

Στεκόμουν μπροστά από ένα καταρράκτη
στην πινακοθήκη Τέιτ. Όχι μακριά, όπως
οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά κοντά, πολύ κοντά, και κοίταζα

και κοίταζα αυτό το αφηρημένο τοπίο
που κρυβόταν πίσω από λευκούς καταρράκτες. Δεν ήμουν σίγουρη
αν ήταν τα δέντρα πρώτα, ή το νερό, ή τις σκιές που αναγνώριζα

Ήταν όλα σκεπασμένα σε μια ελαφριά ομίχλη,
αλλά ήξερα ξεκάθαρα ότι τα μάτια της γης που
με παρακολουθούσαν, χαμένη, εδώ, κάπου στο Λονδίνο

με παρότρυναν να μπω κι εγώ κάτω από το νερό που χτύπαγε
μαζί με άλλους σαν κι εμένα που κρατιόντουσαν
πάνω στο βράχο της ταυτότητάς τους,
σ’ αυτόν τον ατελείωτο καταρράκτη που έρεε
και έπεφτε και έπεφτε ασταμάτητα.

Με ρώτησες κάποτε
τι σημαίνει να είσαι Αρμένιος.
Είναι αρκετά δύσκολο να το εξηγήσει κανείς.

*Εμπνευσμένο από πίνακα του Αρσίλ Γκόρκι (1904 – 1948)
Ο αρμενικής καταγωγής Αρσίλ Γκόρκι θεωρείται από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς ζωγράφους του 20ού αιώνα.

Όπως την Ανεράδα

Αυτοί που με ακολούθησαν,
αυτοί που θαμπώθηκαν.
Αυτοί που με έπλασαν όπως ήθελαν αυτοί.
Αυτοί που χαμογέλασαν, αυτοί που πόνεσαν.
Αυτοί που έτρεξαν, αυτοί που τρόμαξαν,
αυτοί που έκλαψαν, αυτοί που γέλασαν,
αυτοί που έφυγαν, αυτοί που γύρισαν.
Αυτοί που με κυνήγησαν, αυτοί που με πόθησαν.
Αυτοί, αυτοί, όλοι αυτοί που μ’ αγάπησαν, με μίσησαν,
με φοβήθηκαν, με θυμήθηκαν, με ξέχασαν,
με ονειρεύτηκαν, με ερωτεύτηκαν,
με έχασαν.

Χάρη σε όλους αυτούς έζησα.

Και η ζωή μου τελικά ένας κάμπος, ένα βουνό, ένα απέραντο χαχανητό.

Μετάξι

Άνοιξη. Άγγιξες τα φύλλα με το δέρμα σου
κι ένοιωσες σιγουριά. Αυτή είναι η ζωή μου,
σκέφτηκες, αυτό το φρέσκο φύλλο μουριάς.
Και μάσησες σιωπηλά τις πράσινες στιγμές
κι αναρωτήθηκες αν αυτό σήμαινε
πως μεγάλωνες, έτσι που φούσκωνε
και μάκραινε το κορμί σου.

Μια μέρα, άρχισες να γνέθεις
το χρυσαφένιο κουκούλι γύρω σου.
Φάνηκε σαν να κρυβόσουνα λίγο
απ' το λαμπρό φως του ήλιου,
σαν να μας αποχαιρετούσες.
Σχεδόν σαν να πέθαινες. Μα κάναμε λάθος.
Η μακριά εκείνη ευθεία γραμμή

ήτανε η ζωή σου σε μετάξι –
γνήσια και λευκή.

Αηδόνι στις Πλάτρες

Σ’ άκουσε ο Σεφέρης μια φορά, πριν από χρόνια.
Η φωνή σου μέσα στον αέρα του καλοκαιριού
αγαλλίαζε και γέμιζε ολόκληρη τη σιωπή.
Την κάθε άδεια ρωγμή.

Κατάλαβε τότε πως όλα του τα χρόνια
είχαν περάσει σαν τ’ άσχημα τραγούδια του κόρακα
τόσο δεμένα στο έδαφος, τόσο βραχνά,
κράζοντας απερίσκεπτα, κράζοντας ...

Την κατέγραψε στη μνήμη του
αυτή τη στιγμή, σαν η μόνη της ζωής του
όπου χίλιες κουρασμένες ώρες
ξέχασαν το βάρος τους και πέταξαν.

Περίπου 365 μ.Χ.

Ένας δυνατός σεισμός κατέστρεψε το Κούριο, περίπου στα 365 μ.Χ. Οι σκελετοί ενός νεαρού ζευγαριού που πιστεύεται πως πέθαναν στο σεισμό βρίσκονται στο μουσείο του Κουρίου στην Επισκοπή.

Κάποτε νομίζω πως μου χαμογελούν
αυτοί οι σκελετοί
άνδρας, γυναίκα και παιδί
κόκκαλο με κόκκαλο, κρανίο με κρανίο,
αχώριστοι.

Μέσα σ’ αυτό το αδειανό δωμάτιο μουσείου
η αγάπη τους εκτίθεται
σε μια γυάλινη προθήκη.

Όμως χαμογελούν
λες και ο κόσμος τους ποτέ να μην κομματιάστηκε.
Σαν να κοροΐδεύουν το γυαλί
που σκεπάζει τα λεπτά τους κόκκαλα
ως μια αόρατη κουβέρτα από δέρμα.

Δάκτυλα
(Κύπρος, 1974)

Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα,
όπως ένα νεογέννητο
πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα
τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.

Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο.
Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της
καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν)
κι εσύ έκανες ποδήλατο
ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλά της
που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.

Άρχισες να νιώθεις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη.
Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου
καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς
με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια.
Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε
ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα-πέντε.

Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου
έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου
και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού
και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε,
σε άρπαξε, σ’έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα
σου άφησαν το παγωτό να πέσει χάμω.

Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς)
και κάτι στα μάτια του φώναζε.
Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι.
Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει
αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες
κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε. Πέντε.

Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε.
Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα.
Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία.
Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο.
Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα.
Πού να ’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν.

Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα
μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.

Γιασεμί

Πλησίασε στη γραμμή.
Το άρωμα, η λευκή ευωδιά
την καθοδηγούσε. Γιασεμί.

Ήταν η παιδική της ηλικία και πάλι
που την επισκεπτόταν. Όπως μια μικρή ανάσα
λουλουδιών απ’ τον κήπο κάποιου άλλου

σαν περνούσε, κοριτσάκι που μελωδούσε
τα κάγκελα σαν να ήταν άρπα.
Έλα, έλα, το άρωμα την τραβούσε

Πάντοτε. Μα ο κήπος δεν ήταν δικός της,
της έλεγαν. Ούτε και το άρωμα που την παρέσερνε
και την προκαλούσε να μπει παράνομα.

Τώρα, ενώ περνούσε την μη ευθεία,
την αόρατη, την αδιαπέραστη γραμμή,
και καθώς ο στρατιώτης με το γαλάζιο μπερέ

παρακολουθούσε τα πόδια της, μετρώντας τα χιλιοστά
με τα μάτια και άνοιγε το στόμα του
για να φωνάξει το ΑΛΤ!

αυτή ήταν μικρό παιδί που έτρεχε, δυνατή.
ΑΛΤ! της φώναζαν αλλά δεν γυρνούσε.
Εξοργισμένες σελίδες έλειπαν απ’ το βιβλίο

της ζωής της. Με κομμένη την ανάσα σκεφτόταν ολοένα
το γιασεμί που θα εύρισκε, το σπίτι που θα έβλεπε,
τον κήπο, τον φράχτη –

Και τη θαμμένη καρδιά
του πατέρα της.

Βιογραφικό σημείωμα

Η Νόρα Nατζαριάν είναι μια βραβευμένη Κύπρια ποιήτρια και διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στην Λεμεσό και σπούδασε στην Αγγλία. Έχει δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές The Voice at the Top of the Stairs (Η φωνή στο πάνω τέλος της σκάλας) (2001), Cleft in Twain (Σπασμένη στα δύο) (2003) και 25 Ways to Kiss a Man (25 τρόποι να φιλήσετε έναν άντρα) (2004) και τρία βιβλία με διηγήματά της, το Ledra Street (Οδός Λήδρας) (2006), το Girl, Wolf, Bones (Κορίτσι, Λύκος, Oστά) (2011) και το Selfie (2017). Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και ανθολογίες παγκοσμίως και έχει κερδίσει βραβεία και επαίνους σε διάφορους διεθνείς διαγωνισμούς. Έργα της στα ελληνικά έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Φιλελεύθερος και Χαραυγή, στα περιοδικά Άνευ, Νέα Εποχή, Ιστορίες Μπονζάι , Χάρτης καθώς και στις ανθολογίες Κύπρος, Καταφύγιο Μικρασιατών Προσφύγων (2015) και Μες στους ανέμους τους κρυφούς ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ - Εικαστικές και Ποιητικές Προεκτάσεις (2018).

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;