Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Νίκο Κωσταγιόλα. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί στον ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο. Πολύ σύντομα θα κυκλοφορήσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο "Σαν άλλος Σαούλ:ένα σατυρικό δράμα". Η ποίησή του κινείται στα μονοπάτια της αφηγηματικής λυρικής γραφής. Ο λόγος του είναι πλούσιος, γλαφυρός, διεισδυτικός με ζωντανές εικόνες κι έντονη δραματικότητα. Θ' απολαύσουμε δέκα υπέροχα ποιήματά του από την υπό έκδοση δουλειά του που περιμένω με ανυπομονησία!
Από το, υπό έκδοση, «Σαν άλλος Σαούλ: ένα σατυρικό δράμα»
Σειληνός:
ΑΠΟΒΛΗΤΗ ΧΩΡΑ
Ψέματα!
Ο Σεπτέμβρης ήταν εξαρχής ο μήνας ο σκληρότερος
στομωμένη χλωροφύλλη
σμίγοντας με σάβανα του χώματος
ρίχνοντας φόλα στα ζεστά
της μνήμης κατοικίδια
φράσσοντας τις γρίλιες των ματιών
με πρόωρη παρακμή
Τα καλοκαίρια τα τριζόνια
μάς ημέρευαν
οι τζίτζικες με τις κρουστές
γαστέρες συντροφιά
μας κράταγαν τα μεσημέρια
στου ήλιου τ’ ανάγερμα
ξεθεωμένα μας ανέθρεφαν φιλιά
το στόμα παραμίλαγε στυφό
ξαπόσταμα ζητώντας
Κι ο χειμώνας
έφερνε αλκυονίδες
λίγη στοργή, λίγη αγάπη εξαγοράζοντας
προτού στρώσει νεκρούς και υετούς
σε μια ποδιά ολόλευκη
για πάντοτε θαμμένους
Ω ναι, μπορώ πλέον με σιγουριά ν’ αποφανθώ
πως γελαστήκαμε
ήταν ο Σεπτέμβρης
καθώς φαίνεται, εξαρχής
ο μήνας ο σκληρότερος.
Εφήμερος:
ΟΨΕΙΣ ΥΔΑΤΩΝ
Ήλιος πολύς, αφιλότιμος, δεν σου χαρίζονταν. Αυλόπορτα από σίδηρο κι αρμπουρωμένα κυπαρίσσια και λευκό, προπάντων σπάταλο λευκό στις πλάκες, γαλαντόμο. Οι δύο άξονες του καρτεσιανού πανόπτες. Η πάλαι ποτέ αιματοβαμμένη τετρακτύς του κρανιότοπου, δυο χιλιετίες και.
Πήρα την κούρτη όλο ευθεία κι έφτασα στη βρύση. Με το γεμάτο ως επάνω λατί βάλθηκα να ξεπλένω όσες ακαθαρσίες είχαν συναχθεί ερήμην μου από τα πουλιά, μαζί κι ένα ξερό, σκελεθρωμένο σαμιαμίδι θαρρείς που ακόμα σπαρταρούσε οιονεί θαραπαμένο απ’ το νερό. «Κάτι ανώτερο μποδάει τη ζωή δω χάμω» αναλογίστηκα.
Μπουγέλωσα τον τάφο λούτσα για δεσπέτο κι έβγαλα από τη σακούλα τα συμπράγκαλα. Λίγα τσερίνια, λίγο λιβάνι, τα καρβουνάκια μετρημένα. Δεν περισσεύει τίποτε για τους νεκρούς. Άναψα το θυμιατό, λιβάνισα, έκαμα το σταυρό μου, όλη η ακολουθία ευλαβικά, ως έπρεπε. Παλιννοστούσε η μνήμη αιμοδιψής. Τα βλέφαρα αγωνίζονταν να μην σκιρτήσουν. Κάνε κράτει. Όχι ακόμα.
Σε λίγο ο Άη Γιαννόπουλος ξεμάκραινε. Άφησα ένα «και του χρόνου να ’μαστε καλά» εθιμοτυπικό να δραπετεύσει. Άξαφνα στα μάγουλά μου έτρεξε νερό, θυμητικό, εξαγνίζοντας.
Αφηγητής:
[ 21 Ιανουαρίου 2020 – Επίσκεψη στη Λωζάνη. Ψιλόβροχο. Πάντοτε.
Βροχή ποτιστική, ανίκανη για καθαρμούς. Η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει, που έλεγε κι ο Κόντες, ελαφρύ το χώμα του. Ίσως έτσι σκυμμένος από το λυσσαλέο μαστίγωμα του καιρού να έβλεπα πιο ξεκάθαρα, πιο απογυμνωμένα τα πράγματα. Έτσι ώστε, όταν σηκωθώ, η απάντηση να έρθει αβίαστα σαν περιστέρι τσιμπολογώντας τη θλίψη, λες κι ήταν ψίχουλο στην παλάμη μου. Ο νους μου γύρεψε συνειρμικά τους παράνομους εραστές της Θείας Κωμωδίας. Οι παράνομοι εραστές, κατά τον Δάντη,
έρμαια των λάγνων τους ενστίκτων: τα κορμιά τους τα κουμαντάρει η θύελλα, τα παρασέρνει πέρα-δώθε. Μια δίνη ασώματη εδώ. «Να μιλάς», μου λένε στο τηλέφωνο. «Να εκβιάζω τον οίκτο τους...»,
απαντώ. Κείνα τα τατουάζ «Να μ’ αγαπάω», «Να με προσέχω», στιγμιαία φαντάζουνε κάπως λιγότερο γελοία. ]
~.~
Από την ενότητα «Memento Mori»
ΛΕΙΨΑΝΑ ΑΝΔΡΩΝ, ΠΟΜΠΗΙΑ
Υπό τον θάνατον ουδέν κρυπτόν
εκεί – κατάχαμα – τους βρήκαν τεφρωμένους
και γύψο χύσαν στα σφιγμένα μέλη
να σαρκωθεί ο σπάνιος σπαραγμός τους
Ο ένας – είπαν – θα’ ταν δούλος, σκλάβος
από τους πολλούς που εμπορεύονταν
στα fora τότε και τα σκλαβοπάζαρα
– λάφυρο πιθανώς κάποιου πολέμου –
Τον βρήκε μέσα σε λιτό χιτώνι
η ώρα κείνη της καταστροφής
(θα κουβαλούσε κάποιο του αφέντη
του άχθος πάνω απ’ τους σακατεμένους
απ’ τα μυριάδες κρίματα σπονδύλους
σαν άρχισεν η γη να τρέμει).
Ο άλλος
Είπαν πατρίκιος.
Μια πλουμιστή
χλαμύδα φόραγε όταν η λαίλαπα
κατάπιε μια για πάντα το κορμί του
και λίπος θα’ τρεχε απ’ τα χείλη του
όταν στο έλεος παραδινότανε
το εύπορο σαρκίο του της στάχτης
κι η σκοτεινιά του λάβαινε την όραση
– δε θα ξανάβλεπε ποτέ του μάλαμα
μήτε του ήλιου τ’ ακριβό το φως –
Εκεί, λοιπόν, κατάχαμα τους βρήκαν
δύο απολιθωμένης λάβας μάζες
τον πλούσιο, τον φτωχό πανομοιότυπους
– μονάχα από τα δόντια τους ξεχώριζες
που λαμπυρίζαν κάτασπρα εξώκοσμα
σ τ ι λ π ν ά – στο τελευταίο τους καταφύγιο
Υπό τον θάνατον ουδέν κρυπτόν
γι’ αυτόν όλοι όμοιον οβολό κομίζουμε.
ΚΑΡΔΑΚΙ
στον Κωνσταντίνο Κομιανό
Πλίνθοι μόνο
πλίνθοι ανάκατοι, ακέφαλες κολώνες
μουσκεμένες στο ηλιοφώς – μιαν ανθοδέσμη πράσινη
κρησαρισμένη από τα λιόδεντρα –
ένας βωμός όλος σκουριά εκεί που στάθηκε η βροχή
και μια τρεχάτη σαύρα ξαποσταίνοντας
σε κάτι που θα πρέπει να’ ταν σπόνδυλος
κρυμμένος κάτω από πουκάμισα κισσών
πλάι σ’ ανάκλιντρα φρυγμένων φύλλων
που το τακούνι κάποιου θα συνθλίψει
Πλίνθοι επί πλίνθων
κέραμοι επί κεράμων
σ’ ύπνο ληθαργικό μηριαία οστά
ώσπου μια αδιάκριτη σκαπάνη τον βεβήλωσε
ώσπου μια ημιμαθής πλακέτα τα αποστείρωσε
– τώρα ο ορίζοντάς τους είναι μια προθήκη
Χέρια τυφλά, νυχιάζοντας το χάος για ένα νήμα
χείλη που ψιθυρίζουν μάταια γι’ Αναγέννηση.
~.~
Από την ενότητα «Έμμετρα με σημαία ευκαιρίας»
ΕΩΘΙΝΟ
Ποιος ποταμός ενοχής σε θυμάται;
Ποιος είναι αλήθεια της γης αδελφός;
Ποιος τον όρθρο ραμφίζει;
Της νιότης πιρόγες πού πλέετε πού πάτε;
–«Στύλωσε τα μάτια προς το φως
και δες – να! – ροδαμίζει
ο σκοπός της ζωής: η ανίατη ανία».
Μπούχτισα με τούτα τα βιβλία
– δε θέλω άλλο πια.
Μπήξτε μου μια λόγχη στην καρδιά·
τέτοια μόνο ο νους του ανθρώπου ορίζει
στ' άγονο μετερίζι
ετούτο εδώ, που λίμνασα και χάλασα,
στη λαύρα γη, στον έρημο το θόλο.
Σπούδασα το σβώλο,
δίψασα φτερούγα γυναικεία.
Ποιαν έχω τελευταία επιθυμία;
Να δω τη θάλασσα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Σα φορτηγά με συμπαρέσυραν οι μέρες
στο καναβάτσο πάνω ρίξαν το κορμί μου,
κι από τα βάθη του όπως έβγαινε η ψυχή μου
και αναπέμπονταν σα νέφος περιστέρες
ηχούσαν σάλπιγγες στριγκές στους γύρω αιθέρες,
σαν εμβατήριο απ' τα στήθια ενός δοκίμου
αναιμικό, χωλό, εν είδει παρασήμου
σ' όλες που αρμόζει τις μετριότατες καριέρες
σαν κλείσει το άχθος τους σ' αυτό το μετερίζι
κι οι αναιδείς φροντίδες τους πια διαψευστούν.
Μα να, του κόσμου η αγαστή πρόνοια προβαίνει
των προσμονών μου τον αφρό κι ανακυκλίζει
– πριν της αυγής τα πετεινά τρις ν’ ακουστούν
με φρέσκο δέρμα, αλαφροΐσκιωτο τον δένει
και την κλεψύδρα του ανάστροφα γυρίζει:
τώρα σε νέο ξενιστή τ' όνειρο ασθμαίνει.
~.~
Από την ενότητα «Παραλογές»
ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΑ
Οι γυναίκες έβραζαν το στάρι, οι άντρες γυαλίζαν τα κλαρίνα
και τα παιδιά – ανυποψίαστα – κυνηγούσαν το’ να τ’ άλλο
με τα βάγια της Λαμπρής για ξίφη ή – τα μικρότερα –
τσουλούσαν το τροχήλατο, ξυλένιο, βαθυπράσινο αλογάκι
ως την άκρη του ηλιογέρματος.
Έτσι, όπως ήταν φυσικό, κανείς δεν πρόσεξε
την ακάλυπτη γωνιά του καθρέφτη πάνω από το σκρίνιο
να ζωντανεύει απ’ τις μουριές
καθώς ο άνεμος τις έπαιρνε στα χέρια του
ούτε και βέβαια αντίκρισε, στου βουνού τα πλευρά,
αρίφνητες ράχες ψαριών, να σελαγίζουν στο ξαστέρωμα
πόσο μάλλον, τον μικρό αθίγγανο στον κήπο
γερμένο πλάι στην άμαξα με τα μαυροντυμμένα, αμήχανα άλογα
και τους χρυσοκέντητους σταυρούς,
χαμογελώντας χαζοβιόλικα – σαρδόνια στο μυαλό του –,
παίζοντας ζογκλερικά στα χέρια του δυο μανταρίνια
για να τα ισοπεδώσει τέλος ηχηρά στα φιλντισένια δόντια του
αφότου πρώτα σιγουρεύονταν πως τα’ χε γδάρει
ολωσδιόλου απ’ τις κλωστές τους
σα να ξεπουπουλιάζει τις ελπίδες μας πως θα ξημέρωνε
ή να μαδάει μαργαρίτες για το «δεύρο» του νεκρού.
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ
Η πόλη άλλαζε πλευρό στον ύπνο της κι εκείνος
ανέβαινε μ’ ένα σάλτο στο περβάζι κι από κει νυχοπατώντας
έπαιρνε την παλιά, σκουριασμένη σκάλα της υπηρεσίας ως την ταράτσα,
νέος, ωραίος, κασσιτερωμένος ίσως απ’ τους φανοστάτες
– ένας Ερμής του Πραξιτέλη, με κάτι ανάλαφρο στο βλέμμα του παρμένο απ’ τα παιδιά
ή τους απεγνωσμένους
Προφανώς και δεν πέταξε. Οι λίγοι αυτόπτες μάρτυρες ψιθύριζαν την επομένη
πως την ώρα επάνω της ανάληψής του – θες από κάποιο (ίσως κι εκούσιο) σφάλμα υπολογισμού,
από κάποια αιφνίδια έξαρση μεμψιμοιριάς ή αγάπης
πού τρέφει ο σκλάβος για τις αλυσίδες του – η μορφή του κουβαριάστηκε
μα πριν η πτώση μνημειωθεί
γδάραν τα νύχια του τον γρύπα του ακροκέραμου κι έμεινε εκεί
μια γεύση απ’ το προφίλ του· το τελευταίο στίγμα του – είπανε – σ’ αυτή τη γη,
στο αυστηρά γεωμετρημένο μέλλον που του ετοίμαζαν
Ύστερα, μετά το πέρας των σειρήνων
όταν κοπάσαν οι κραυγές και τ’ αλυχτήματα
σύραν στο σημείο τα βαριά τους βήματα, σα μόλις γεννημένοι απ’ τις σκιές,
ή σα να βρίσκονταν απ’ την αρχή κρυμμένοι εκεί και περιμένανε
τον αποτρόπαιο γδούπο για σινιάλο οι οδοκαθαριστές
για να περισυλλέξουν από το πλακόστρωτο τα σκόρπια μέλη,
ρίχνοντας πότε-πότε ένοχες, κλεφτές ματιές στο εναποτύπωμα
σφυρίζοντας ζηλόφθονα
ένα στιπλνό στο φεγγαρόφωτο «από σπόντα»
μέσ’ από τα δόντια τους
Μονάχα ο ένας απ’ αυτούς – ο πλέον τυχερός – σαν έγδυνε προσεκτικά
ένα χρυσό ρολόι από ένα λείψανο καρπού
και το παράχωνε στα μουλωχτά στην τσέπη
– όχι παρακινημένος, βέβαια, απ’ την αξία του, μα από μια ανεξήγητη,
πηγαία βεβαιότητα πως τα ρολόγια
δέεται να’ χουν νόημα και ξέχωρα από τους νεκρούς τους –
επαναλάμβανε ασυγκράτητα, σχεδόν ανάρμοστα
ανάμεσα στων αλλωνών τα ρουθουνίσματα και τις φτυαριές
σαν αναγούλιασμα ή σα να τους μαλώνει
κάτι που η βολή της κλειδαμπαρωμένης πόρτας μας
επέτρεπε έκτακτα να παρακούσουμε
σαν «υστεροφημία».
KINTSUGI
Έκοβε κομμάτια από το σώμα του
κι ύστερα τα ζύμωνε μακρόστενα
– κεριά να τα καρφώσει στο μανουάλι
σπρώχνοντας τη νύχτα –
μια περιφερόμενη πληγή που όλο ξεχείλωνε
μήπως και βρει μια δίοδο ο Θεός
στην ύπαρξή του.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Νίκος Κωσταγιόλας γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Ποιήματα καθώς και μεταφράσεις του εχουν φιλοξενηθεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το ποιητικό βιβλίο του με τιτλο «Σαν άλλος Σαούλ: ενα σατυρικό δράμα» αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2023 απο τις εκδόσεις Εκάτη.