Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" φιλοξενώ τον ποιητή Δημήτρη Τσικριτέα. Ο καλεσμένος μου σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός κι εργάζεται σε δική του επιχείρηση με αντικείμενο τις Η/Μ εγκαταστάσεις. Ασχολείται από τη νεανική του ηλικία με την ανάγνωση βιβλίων και την ποιητική δημιουργία. Μέσα στο 2022 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δρόμων η ποιητική συλλογή "Κρυμμένα λόγια". Είναι η πρώτη του εκδοτική απόπειρα. Η ποίησή του είναι λυρική, υπαρξιακή, φιλοσοφική. Ο λόγος του είναι περίτεχνος, γλαφυρός, χυμώδης, συγκινητικός. Η πένα του συνομιλεί με τον έρωτα, τις σχέσεις, τα όνειρα, τις αναμνήσεις. Τον απασχολεί ο χρόνος που φεύγει, οι επιθυμίες, οι ματαιώσεις. Θα τον γνωρίσουμε μέσα από δέκα πολύ όμορφα ποιήματα από το βιβλίο του "Κρυμμένα λόγια"! Εύχομαι καλή συνέχεια!
Τη γυναίκα τη ντύνει η γύμνια της
Γυναίκα
κρυμμένη στο εαρινό σου φόρεμα
το φωτισμένο με αστρικά σμήνη
γεμάτα κτυποκάρδια
στεναγμούς λαχτάρες
πάθη
και φεγγάρια καλοκαιρινής νύχτας
Τα χέρια σου
βραχιόλια δαχτυλιδόπετρες
τα στολίζουν
Η φλόγα σου
μπουκέτο από λευκούς κύκνους
ξεχύνεται στα νερά
μιας ακύμαντης λίμνης
Μα στα φλογισμένα μου μάτια
ω! γυναίκα
η γύμνια σε ντύνει
σε στολίζει
και λάμπει το κορμί γυμνό
σαν ένα αστέρι που έπεσε στη γη
κύλησε
από τον έναστρο ουρανό
Ένα κύμα η γύμνια σου
που δεν ξαπλώνει στη στεριά
να μ’ αγκαλιάσει
και περιμένω χρόνια
με λαχτάρα τον υδάτινο ερχομό του.
Γερμένος στον απέναντι τοίχο
Γερμένος στον απέναντι τοίχο
σιμά στην πεσμένη καγκελόπορτα
στέκει ο παλιός καθρέφτης ραγισμένος
ξέσκεπος
από την αναπνοή της σκόνης
κι απ’ τη φωνή του χρόνου θαμπωμένος
Δεν αντικατοπτρίζει τη μορφή μου
στο λόγο δεν αναζητά τη δροσιά της σκέψης μου
και τα μάτια μου εμπρός του σιωπούν
Το άρωμα των νεανικών στεναγμών
κρύβει βαθιά
σε παλιές κλειδωμένες αποσκευές
ξεχασμένες αναζητήσεις
λησμονημένες επαναστάσεις
Στο βάθος ο παλιός καλός στρατηλάτης
σε ξύλινο αλογάκι καβάλα
περιμένει μάταια
να ξεκινήσει την εξέγερση
Σάπισαν τα όνειρα
στένεψε ο χρόνος, τα πουλιά φτερούγισαν
ο άνεμος σιωπηλά ρίχνει τα φύλλα των δέντρων
και ο ραγισμένος καθρέφτης πλαγιάζει στο χώμα…
17\11\22
Το παρελθόν είναι μνήμη
Το παρελθόν είναι μνήμη, είπε
με το ξεραμένο αίμα στις πληγές
τις πεταμένες λέξεις στο ρείθρο του δρόμου
ανάμεσα σε πέτρες και σε σταμναγκάθια
Μετά σ’ ένα μεγάλο κάθισε λιθάρι
να ζεσταθεί άναψε φωτιά
ακούμπησε τον αγκώνα στο γόνατο
το χέρι για αντιστύλι στο κεφάλι
και άπλωσε το βλέμμα στον ουρανό.
Ένα σύννεφο αθόρυβα λάμνει στο γαλάζιο φόντο
χρυσίζει το φέγγος του ήλιου
της μοναξιάς του το τρεμούλιασμα
Άξαφνα κάποιο ψηλό βουνό
το χέρι απλώνει και το σταματά
δασμό σταγόνες αίματος πληρώνει
να συνεχίσει το ταξίδι του ζητά
δίχως να γνωρίζει πού πάει και από πού ήρθε
Τότε το κεφάλι χαμήλωσε
τα μάτια στο χώμα στύλωσε
κι αφουγκράστηκε την ανάσα της γης
τη θέρμη της ψηλάφησε
και μ’ ένα ξερό κλαδί ανακάτεψε
τη στάχτη της φωτιάς
Το σκουριασμένο ρόπτρο ήχησε
– Είναι κανείς εδώ, ακούστηκε βραχνή φωνή
Τα πόδια σέρνοντας προχώρησε αργά
την πόρτα άνοιξε
και έφυγε μες τον καπνό το σύννεφο να βρει.
Έβρεχε όλη μέρα…
Έβρεχε όλη μέρα, έβρεχε πολύ
γέμισαν νερό τα λούκια με νεροσυρμές οι δρόμοι
με το τρένο είχες πει «θα 'ρθώ»
με το τρένο της γραμμής
κι ανακαλούσα τις παλιές κρυμμένες ώρες
που πλάγιαζαν στην άμμο
που γέρνανε στη χλόη
κι απλώνανε γυμνό το φως στις στάλες της βροχής
και ράντιζαν, θυμάμαι τα βάθη της ψυχής
Τρεις φαντάροι ατέλειωτα καπνίζουν
στου σταθμού το υπόστεγο
δυο περιστέρια
σκύβουν απ’ τα κλαδιά του δέντρου και με κοιτούν
αναπεταρίζουν δεν τα τρομάζει ο καιρός
Ξάφνου τ’ αυτιά μου σκεπάζει του σταθμάρχη η φωνή
–το τρένο δεν θα ’ρθει
ακύρωσε το δρομολόγιο η βροχή
Στους λασπωμένους δρόμους τώρα επιστρέφει μόνη η ψυχή
στους μουσκεμένους τοίχους πώς να κρατηθεί
σκορπιέται στον άνεμο και στις σταγόνες της βροχής…
7\10\22
Δεν ξέρω πώς βρέθηκε
Δεν ξέρω πώς βρέθηκε μέσα στο σπίτι
αυτό το ταριχευμένο όνειρο
σε σκοτεινό δωμάτιο ήταν κλειδωμένο
στο υπόγειο ξεχασμένο
Ποιος ξεκλείδωσε την πόρτα και πού βρήκε το κλειδί;
Τώρα κινείται αιωρούμενο
στην κάμαρα
αναποφάσιστο, όπως τότε
που συνεχώς ανάβαλε την ενσάρκωσή του
Θυμάμαι είχα αγαπήσει αυτό το όνειρο
το είχα αγαπήσει, γιατί δεν με άφηνε να μεγαλώσω
με έναστρο φως τις νύχτες μου καλλώπιζε
τις μέρες με χαρά
και με άρωμα τη νιότη μου γέμιζε
Τη θάλασσα ζωγράφιζα
κι άκουγα το φλοίσβο της
ζωγράφιζα
και των πουλιών το πέταγμα
που με ταξίδευαν μακριά πέρα από τη θάλασσα
Ξαφνικά το όνειρο χάθηκε, κάποιος το έκρυψε
Τότε, όλα τα πράγματα γίνανε δυσανάλογα μεγάλα
έμεινα μόνος
ανήμπορος κι ανυπεράσπιστος
τα μαλλιά μου άσπρισαν γρήγορα
και τα χείλη μου χάσανε τη ζαχαρένια γεύση
Αναρωτιέμαι γιατί εμφανίσθηκε πάλι;
κανέναν δεν πρόσμενα
Τι ήρθε να κάνει;
ο χρόνος μου ρυτίδιασε, συρρικνώθηκε και στένεψε
δεν μπορώ να κουβεντιάζω με όνειρα πια
την ώρα που γύρω μου χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από πείνα
και σκοτώνονται από όπλα που οδηγούνε στην ειρήνη
Μόνο το λυχνάρι έμεινε σε μια γωνιά
να κρατά συντροφιά
και αντλεί από το μυαλό μου αναλαμπές
καινούργιες και παλιές… διαδρομές του ονείρου
Σηκώθηκε σιωπηλά απ’ το τραπέζι
Σηκώθηκε σιωπηλά απ’ το τραπέζι
με το μανίκι σκούπισε το στόμα
προχώρησε αργά προς την πόρτα
χωρίς να μας κοιτάξει
την άνοιξε και χάθηκε μες στο σκοτάδι
όπως ακριβώς ήρθε
ξαφνικά
χωρίς να γνωρίζουμε κάτι γι’ αυτόν
τη σκιά του διακρίναμε
να γλιστρά μέσα στην ομίχλη του δρόμου
και του χρόνου
το τριζοβόλημα των ξεραμένων φύλλων
και των ξερόκλαδων στο χώμα
μαρτυρούσανε τα βήματά του
πού οδηγούσαν δεν ξέραμε
στο χθες, στο αύριο ή έσμιγαν το χρόνο στο σήμερα
Η φωνή του αίμα κομμένης φλέβας
άχνιζε ζεστή στ’ αυτιά μας
και το στήθος μας δονούσε δυνατά
– Φτερούγα τη φτερούγα μεγαλώνει ο ουρανός, έλεγε
όσο πιο ψηλά ανέβεις
τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πτήση σου
– Ο κελαϊδισμός του πουλιού
τη φυλλωσιά του δέντρου κρύβει
κι η φυλλωσιά του δέντρου τον κελαϊδισμό φυλάει
– Το ουράνιο τόξο
άχρωμο κι ασπρόμαυρο φαντάζει
όταν με χαμηλωμένο βλέμμα το κοιτάς
σήκωσε ψηλά το κεφάλι
την πανδαισία των χρωμάτων να γευτείς
– Στο τέλος της μέρας η χαρά σε καρτερεί
και η ελπίδα για τη νέα που έρχεται
μόχθησε γι’ αυτό
και μη διαψεύσεις αυτή την προσδοκία
Σηκωθήκαμε γρήγορα όταν έφυγε
κλειδώσαμε την πόρτα
ασφαλίσαμε τα παράθυρα
και σύραμε τις κουρτίνες
η μυρωδιά του σώματός του
ευωδιά κάμπου και φρεσκοσκαμμένου χωραφιού
να μείνει στην κάμαρα
και τα λόγια του να μείνουν κοντά μας
Και όμως κανείς δεν τον ακολούθησε…
O ίσκιος σου με ακολουθεί παντού
O ίσκιος σου με ακολουθεί παντού
εμποδίζοντάς με να περάσω το κατώφλι αυτής της πόρτας
φοβάσαι πως δεν θα γυρίσω
αλλά δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου
πρέπει να μπω στο κουβάρι που θρέφεται με νιάτα
στο σκοτεινό κουβάρι με τις αμέτρητες διαδρομές
που από μια παράξενη νομοτέλεια δεν οδηγούν πουθενά
Άφησε το χέρι μου, μην το κρατάς
χρόνους και χρόνια ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό το τόλμημα
πέρα από το πέλαγος μα τώρα έφτασε η ώρα
δεν θα χαθώ μη φοβάσαι
το μίτο ξετυλίγοντας αργά – αργά
ζεσταίνεται η ψυχή μου και η ψυχή σου με λιακάδα
υφαίνει και ντύνει τις μέρες της νιότης μας
και όσο μάχομαι εκεί κλεισμένος
έχε τα μάτια στραμμένα προς τον ήλιο
στο σώμα μου θα νιώθω τη φλόγα της ματιά σου
Ταύρος δεν υπάρχει
η άγνοια, ο τρόμος κι ο φόβος του μυαλού τον γεννά
σε δαιδαλώδεις πέτρινους διαδρόμους
αιμοβόρος παλιάτσος είναι με προσωπείο
Μη φοβάσαι θα γυρίσω ξανά
πριν προφτάσει η νύχτα να πλέξει τα μαλλιά της
πριν κλείσει την πόρτα
και χάσει ο ουρανός το γαλανό του χρώμα
Πάντα επιστρέφω
νικητής
πριν την απελπισία από την απουσία μου
Πάνω στο παλιό ροζιασμένο τραπέζι
Πάνω στο παλιό ροζιασμένο τραπέζι
ψωμί, φέτα με ρίγανη και λάδι
δύο ποτήρια γυάλινα ξανθό κρασί
λικνίζουνε τη μέρα
δυο ψάθινες καρέκλες μάς καρτερούνε
η φυλλωσιά του πεύκου
μαλώνει με τον αγέρα και με τα πουλιά
νεανικός κρυφός ο πόθος
του έρωτα και της ζωής
απ’ το κατάρτι αναπηδά του ονείρου
στης αμμουδιάς το κύμα
Ένα τζιτζίκι γλίστρησε
μεθυσμένο από το φως του καλοκαιριού
ακούμπησε τον γυμνό σου ώμο
τρόμαξες στο πλευρό μου να φυλαχτείς
έγειρες
ενώ δίπλα στην πηγή πάγωνε το καρπούζι
για να μας δροσίσει
όπως και το κόκκινο υγρό φόρεμα των χειλιών σου
Παραπέρα
καταμεσήμερο καλοκαιριού
το πράο φρύδι της θάλασσας
χαμογελάει λίγο πριν την επιθυμία
λίγο μετά την ευχαρίστηση
κι ο άνεμος καταλαγιάζει
χαϊδεύοντας τους πόρους του δέρματός μας …
Ύπνος βαθύς, γλυκός με πήρε
Ύπνος βαθύς, γλυκός με πήρε
την ώρα που δεν έπρεπε
το κτύπημα δεν άκουσα στην πόρτα
Όταν άνοιξα κανείς δεν περίμενε
στον προαύλιο χώρο
φως λιγοστό τον ορίζοντα αχνοδιάβαινε
προσπαθώντας μάταια να κρατηθεί
τα σύννεφα χρωμάτιζε
Αμίλητος κι αμήχανος
κάθισα στης πόρτας το πεζούλι
χορταριασμένη η σκέψη μου
το μούχρωμα βύζαινε αργά-αργά
ώσπου ήρθε η νύχτα
Τότε
τη μαρτυρία των άστρων ζήτησα
ν’ αποκαλύψουν
ποιος κτύπησε την πόρτα κι έφυγε;
ή ήτανε ο αντίλαλος μιας μακρινής ανάμνησης
– Φοβήθηκε να περιμένει μ’ αποκρίθηκαν
φοβήθηκε μη γεράσει κι έφυγε μες στο σκοτάδι
στο σύνορο του χρόνου τράβηξε
τον ήλιο αναζητώντας ή το φεγγάρι…
9\9\22
Ο ουρανός δεν κοιμάται ποτέ
Ο ουρανός δεν κοιμάται ποτέ
στο άπειρο απλώνεται
συνταξιδεύουν στοχασμοί και μνήμη
ο ήχος τους ρυθμικά ακουμπά τ’ αστέρια
με τη σειρά τους αυτά αναπνέουν
δίνουνε λάμψη στο στερέωμα
και χαϊδεύουν την γήινη ομορφιά
Άδικα προσδοκάς το σύννεφο
να σβήσει σαν σφουγγάρι
κάποιο κομμάτι τ’ ουρανού σου
δεν υπάρχει σφουγγάρι τέτοιο
Ό,τι φεύγει επιστρέφει πιο ισχυρό
μέσα απ’ τις κραυγές και μέσα απ’ τα χρώματα
της θύμησης του ονείρου
χωρίς ρυτίδες δίχως να γερνά
με συντροφιά το γαλανό
απαύγασμα τ’ ουρανού…
3\11\22
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Δημήτρης Τσικριτέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός Τ.Ε. στην Αθήνα. Έχει δικιά του επιχείρηση με αντικείμενο τις Η/Μ εγκαταστάσεις. Ασχολείται με τον αθλητισμό και από νεαρή ηλικία εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για την ανάγνωση και τη γραφή της ποίησης. Τόπος διαμονής του είναι η Αλσούπολη,όπου ζει με τη σύζυγό του Κατερίνα Μελιάδου και τους δυο γιους του Αντρέα και Γιώργο.
Βρείτε την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Τσικριτέα στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.e-shop.gr