Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Γιάννη Ανδρουλιδάκη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή.Ζει στην Καλαμάτα και διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει συνεργαστεί με τοπικές εφημερίδες της Κρήτης και της Μεσσηνίας, την Εφημερίδα των Συντακτών και την Ελευθεροτυπία. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές,την "Άπαρση" και τη "Βισταλόγκα". Η ποίησή του είναι αφηγηματική,λυρική και στοχαστική. Ο Καββαδίας κι ο Όμηρος είναι πνευματικά παρόντες στα δυο βιβλία του. Όμως ο κόσμος της θάλασσας για τον Καββαδία αποτελεί συνθήκη εργασίας. Το ταξίδι του ομηρικού Οδυσσέα είναι πραγματικό. Στα βιβλία όμως του ποιητή Ανδρουλιδάκη το υγρό στοιχείο λειτουργεί ως μεταφορικός καμβάς. Η ζωή είναι η θάλασσα κι οι άνθρωποι το πλήρωμά της. Την πένα του δημιουργού απασχολούν τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, οι απανταχού αδύναμοι της γης, η κοινωνική αδικία.Καταγράφει το ταξίδι των ηρώων του με τα όνειρα και τις ματαιώσεις του,τη νηνεμία και τη θύελλα. Ζωγραφίζει τον έρωτα και την αγάπη ως νησίδες μοναδικές του βίου κι όχι ως εφήμερες διαδρομές. Ο λόγος του είναι σμιλεμένος, πολύχρωμος,μεστός,με γλαφυρές εικόνες κι εμπνευσμένα σχήματα. Κυλάει αβίαστα και φυσικά, περνώντας άμεσα στον αναγνώστη.Είναι μια γραφή που προσωπικά με συγκινεί και με γοητεύει. Θα μοιραστώ μαζί σας δέκα υπέροχα ποιήματά του!
Ποιητική συλλογή "Άπαρση",Εκδόσεις Κοροντζή,2018
Κάποτε θ'ανοίξω το παράθυρο
και θα χαμογελάσω στη μέρα
που τίποτα δε θα μου υποσχεθεί.
Θα'ναι καλοκαίρι
και η θάλασσα αρυτίδωτη
θα γαργαλάει τα πόδια των βράχων.
Αύριο θ'ανοίξω μια μικρή χαραμάδα
να τρυπώσω στην ψυχή σου.
Θα'ναι φθινόπωρο
και θα χαμογελάσω στην αστεροφωτισμένη νυχτιά
που θα μοιάζει στη ματιά σου.
Τη μέρα εκείνη
που θα φορέσω τα γιορτινά μου
θα'ναι χειμώνας
και θα χαμογελάσω στα γυμνά πλατάνια
του ποταμού που σε συντροφεύει.
Αποχαιρετώντας σε
θα τραγουδήσω στη λύπη.
Θα 'ναι άνοιξη μυρωδάτη
κι η μέρα θα φωτίζεται
απ' του προσώπου σου τη λάμψη.
******************************
Τον ομφάλιο λώρο της θάλασσας
που μας ενώνει
θα κόψω
ανάσα ερμαφρόδιτη
κι αγάπη του πήγαινε-έλα.
Τα πέλαγα χέρσα
σαν τον Γολγοθά
και τα λόγια σου μολύβι
σαν το σταυρό του μαρτυρίου.
Με τρεμούληδες ανέμους μιλώ
σε καιρούς κωφάλαλους.
Το σκαρί τσακισμένο
κι οι ναύτες βρίζουν και ξερνούν
σάπια δόντια και χολή.
Τ'ορίζοντα την άκρη
δε θα βρω ποτέ
όσο κι αν ταξιδεύω
και στα μικρά λιμάνια
με τους πρόχειρους μόλους
με περιμένουν
άνεμοι νοτιοανατολικοί.
Κατάρα της γενιάς μου
να πλανιέται στα τυφλά.
******************************
Κοιμήθηκες πολλές φορές
στης ουτοπίας τον αστερισμό
στην πλάνη του δικού της γαλαξία
που σε γυρόφερνε.
Κι έβλεπες τους μελλοντικούς αιώνες
να αιμορραγούν,
τη θάλασσα να φρυγανίζεται
απ'της κατάρας τις φλόγες.
Κι άκουγες τον αντίλαλο
των αναστεναγμών της
να κροταλίζει στης ομίχλης τον καιρό
το στίγμα δίνοντας στους ναυαγούς
να ξεγλιστρήσουν απ' την τρικυμία
των ματιών της.
Της φήμης σε ξελόγιασε η βροχή
κι ο ήχος απ'τα κύμβαλα των όρκων της
και σε παρέσυρε σ'αγκαθωτά στενά
και σε βαθιές χαράδρες
για να ξεχειμωνιάσεις
στου νιφετού τη δίνη.
Τ'ακόρυφα βουνά χαϊδεύεις με το βλέμμα σου
κι αναπολείς τον κόσμο της σιωπής.
Ποιητική συλλογή "Βισταλόγκα",Εκδόσεις Κέδρος,2019
Κι έμεινα εδώ,μπαμπά,
Ν’ αποχαιρετίσω τους υπόλοιπους,
τη μαμά,τους θείους και τους άλλους συγγενείς,
τη γενιά που χανόταν.
Άλλωστε σ'το υποσχέθηκα
στο στερνό φιλί
καθώς έσφιγγα
τα παγωμένα σου δάχτυλα.
Κι από τότε,
πίστεψέ με
δεν παραλείπω κανέναν
και το μεγάλο τετράδιο των απόντων
ανελλιπώς συμπληρώνω.
Κι ύστερα,μπαμπά,
προστέθηκαν κι άλλοι
στον μακρύ κατάλογο των αποδημούντων.
Ο πεινασμένος που ξεπάγιασε
κάτω από τους κάδους των σκουπιδιών,
ο άνεργος
που στις γραμμές του τρένου αλέστηκε
κι ο Αντώνης απ'το Άργος
που μίσεψε με τη σύριγγα στο χέρι.
Ακόμη οι χιλιάδες των προσφύγων
που κύματα κύματα πνίγονται στο Αιγαίο.
Όλους αυτούς
τους νιώθω συγγενείς,μπαμπά.
Εξάλλου εσύ μου'μαθες
πως είναι άνθρωποι.
Κι άνοιξα καινούργιο κεφάλαιο.
Κι αφού δεν ξέρω τα ονόματά τους,
βάζω σταυρούς,εκατοντάδες σταυρούς,
με τη φράση
"ικέτης σ' άξενη γη".
******************************
Απ' τ' αστέρια
ξεχώριζα τα λιγότερο φωτεινά
και τα απομονωμένα,
τα άγνωστα και τα ανώνυμα,
για να με συντροφεύουν τις νύχτες,
γιατί έχουν κάτι
απ'τα δικά μου παράπονα
και τη μελαγχολία.
Κι απ'αυτά,το πιο ταπεινό
και μικρόσωμο διάλεξα
να κανακεύω τα μεσάνυχτα,
γιατί σου μοιάζει.
Κι έτσι που χωρά στο φύλλο
της χαρουπιάς,
θα το κατεβάσω στην αυλή μου,
για να καλύπτει την απουσία σου.
******************************
1
Χθες ήταν που μοιραζόμουν
το κρασί μου
μ'αλκοολικούς και πρεζόνια,
με τον καλό ληστή και τον Βαραββά
και με τη Δωροθέα,
φορέα του AIDS,
που έκλεισε η ζωή της στα είκοσι οκτώ.
Ο Χριστός απουσίαζε.
Μιλούσε σε προεκλογική συγκέντρωση
για τη σωτηρία της ψυχής.
******************************
Αν ζούσε
ο μικρός Αϊλάν,
θα'χε την ηλικία
της κόρης μου.
Θα'παιρνε μαρκαδόρους
να ζωγραφίσει θάλασσες.
Θα'φτιαχνε
χάρτινα καραβάκια
και στην υδρόγειο σφαίρα
θα σχεδίαζε ταξίδια.
Μα από τότε που πέτρωσε το σώμα του
στην ακτή Akyrlar της Αλικαρνασσού
με μαύρο χρώμα
στον ουρανό ζωγραφίζει
την ανθρώπινη ασπλαχνιά.
Ο Αϊλάν,με το κόκκινο μπλουζάκι
και το σκούρο μπλε παντελόνι.
******************************
1
Φύγανε οι μέρες,
κύλησαν οι βδομάδες,
πέρασαν τα χρόνια.
Αδιάψευστοι μάρτυρες
το οργωμένο μέτωπο,
τα άσπρα μαλλιά
και οι κηλίδες στα χέρια.
Αύριο ξένο αέρα θα μυρίζω
σε σκοτεινό ουρανό.
Τη στερνή μέρα
τουρτουρίζω στη μοναξιά,πριγκιπέσα μου.
Γίνε του ήλιου ακτίνα χρυσή
και ζέστανέ με.
Μίλα του βοριά τη γλώσσα
για να σε καταλάβω.
Γίνε αεροφύσημα
κι αποχαιρέτισέ με.
Πού,αν όχι εμένα,
κοιτάς απόψε,αστέρι μου;
Ρίξε την ύστερη ματιά σου;
κτέρισμα να την πάρω
στην αιωνιότητα.
******************************
Τι ακινησία που έχει η νύχτα,μαμά.
Παρμένη λες απ' την αθόρυβη ζωή σου
και τη σιγανάδα σου.
Αποκοιμήθηκα στην άπνοιά της
και νανουρίσματα με τη φωνούλα σου.
Τι κι αν έχω μεγαλώσει,
τα πιο ωραία τραγούδια
από σένα τ'άκουσα.
******************************
Τριάς
Ομηρικός αοιδός μού ιστορούσε
για τον Νέστορα,τον Θερσίτη,
τον Έκτορα.
Η Καλυψώ,η Λευκοθέα,
η Ναυσικά
συνόδευαν τ'αγέλαστα χρόνια μου.
Ο θρήνος των Τρωαδιτισσών
έσμιξε με τις οιμωγές
των γυναικών της Κερύνειας.
Τα σήμαντρα των εξωκλησιών σιώπησαν
και βυζαντινοί ψάλτες καρτερούν
ν'αναγγείλουν την επόμενη Άνοιξη.
Η χώρα μου,μασκαρεμένη,ανιστόρητη και παντέρημη,
γύρισε πλάτη στην πολύφλοισβον θάλασσα
και τον ευρυφάεντα ήλιο.
Κι εσύ σιωπάς χρόνους πολλούς...
Η θυσία του Κόδρου κι ο Τσε
μ'οδηγούνε.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ροδάκινο,ένα χωριό στο νότιο Ρέθυμνο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ζει στην Καλαμάτα και διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συνεργάστηκε με τοπικές εφημερίδες της Κρήτης, με την Εφημερίδα των Συντακτών και την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Σήμερα κείμενά του δημοσιεύονται σε διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες και στον τοπικό τύπο της Μεσσηνίας. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές , την «ΑΠΑΡΣΗ» από τις εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗ (2018) και τη «ΒΙΣΤΑΛΟΓΚΑ» από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ(2019).