Η καλεσμένη μου, Ελένη Μανιωράκη ,είναι δασκάλα και λογοτέχνιδα με μεγάλη διαδρομή. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και τέσσερα μυθιστορήματα κι έχει βραβευθεί πολλές φορές για το έργο της. Ακόμη αρθρογραφεί συστηματικά. Εμείς θα γνωρίσουμε δέκα υπέροχα ποιήματά της!
ΗΝΙΟΧΟΣ ΜΝΗΜΗ
Φυλαγμένη μέσα στην αγκάλη τους,
τα πατρώα τούτα χώματα με κράτησαν,
άφθαρτη, αθάνατη, ολοζώντανη,
στων τυφλών αιώνων το πέρασμα.
Το δρεπάνι του χρόνου δεν με χάλασε,
τα σαγόνια των καιρών δεν με συνέτριψαν την βραδιά της φωτιάς,
στο λαμπρό πανηγύρι της Ορείας Μητέρας.
Εγώ η μνήμη,
την στερνή βραδιά των χρησμών, στην θυσία του χρυσοκέρατου ταύρου,
πριν των κρατήρων οι σπίθες κι η λάβα καταπιούν το Μινωικό θαύμα,
κατάφερα και τρύπωσα στης μυθολογίας την σίγουρη κρύπτη.
Εγώ η μνήμη,
που παλιρροϊκά κύματα, φερμένα από του εγκέλαδου το στόμα
στα κατώγια της ιστορίας με εγκλώβισαν με τόνους λάβα,
επέζησα κρατημένη απ’ τα κέρατα του Ταύρου,
τον σταυρό τον Μινωικό το ισόπλευρο τον κρατώντας στο χέρι.
Εγώ η μνήμη,
αγκιστρωμένη στην καταποντισμένη Μινωική πολιτεία,
τον πρίγκιπα ενεθάρρυνα τα κρίνα να σώσει
απ’ τα σαγόνια της λήθης.
Δίπλα μου ξαγρυπνούσαν αδημονώντας,
γυμνόστηθα ειδώλια, κανάτια, αλαβάστρινα, ρυτά, σφραγιδόλιθοι,
τάματα και σκεύη ιερά, για την Ποτνία των Θηρών, την Θεά των Όφεων
Εγώ η μνήμη,
του Μίνωα το ολόχρυσο δαχτυλίδι, στο μεσαίο δάκτυλο φόρεσα,
Τα ονόματα πόλεων:
Κνωσός, Φαιστός ,Μάλλια, Ζάκρος, Ρίθυμνα, Πραισσός,
Λατώ, Κυδωνία, Ελεύθερνα κι άλλα συνολικά, εκατό όμορφων πόλεων
για να μην τα καταπιεί η λήθη στην πέτρα εσκάλισα
Εγώ η μνήμη,
που συμφέροντα άνομα ακόμη με κρατούν φιμωμένη,
στης θρησκείας τα κάτεργα,
κουρνιασμένη στα χώματα τούτα,επώαζα επιστροφές
Ώσπου χέρια βροτών αγαπημένων
στο φως με ανέσυραν. Και ω θαύμα εγείρομαι!
Τα μέλη μου τεμαχισμένα συγκολλούνται.
Ίσταμαι επί της αθανάτου Μινώας γαίας,
κραυγάζοντας μία -μία τις ξεχασμένες λέξεις,
έως ότου όλο και λίγο-λίγο, όλο και περισσότερο
να πρυτανεύσει η αλήθεια,
έως ότου θρυμματιστεί το τσόφλι της μυθολογίας
κι αποκαλυφτεί πενταστράπτους
η ιστορία των θρύλων, των μύθων και του Μίνωα.
Η δική μας ιστορία.
ΥΠΟΤΑΓΗ
Άφεγγη η νύχτα, δάκρυα σταλάζει
η κουκουβάγια δυσοίωνα κράζει.
Χλωμιάζει η μέρα τα μάτια ανοίγει,
πίσω γυρίζει, θέλει να φύγει.
Δειλός ο ήλιος βγαίνει απ’ τα χάη,
όλα τα γνώριμα να βρει ζητάει.
Μα μήπως έφθασε σε χώρα ξένη;
Γύρισε ανάποδα η οικουμένη;
Εικόνες άγνωστες νέων ανθρώπων,
που ήταν κάποτε πηγές ερώτων,
πίσω απ’ την μάσκα το γέλιο κλείνουν,
πικρό το σάλιο που καταπίνουν.
Ποιος παντοκράτορας είχε το σθένος
την γη να αλλάξει με τόσο μένος.
Covit το όνομα, και η γενιά του
Οσμή θανάτου η μυρωδιά του.
«Ποιος σε προσκάλεσε κορωνοϊέ μου,
Είσαι ο φονιάς; απάντησέ μου.
Όχι, ακίνδυνος κι άοπλος είμαι
αυτοί με διέταξαν « άγριος γίνε».
Αυτοονομάζονται, παγκόσμιοι ηγέτες.
Αυτοί να ξέρετε είναι οι φταίχτες,
που τον πλανήτη δουλοποιούνε
και εσένα επαίτη, σε καταντούνε.
ΑΘΩΟΤΗΣ
Στον πίνακα υποτείνουσα, τετράγωνα, πλευρές
έξω ο άγριος βοριάς μετράει την δύναμή του,
Έλα κουδούνισε κι εσύ κουδούνι μας και πες
«έξω παιδιά και πέταξε ο χειμώνας το σκουφί του».
Λουλούδιασε η άσπρη αυλή, πολύχρωμη θωριά
φωνές που υποδέχτηκαν τον άσπρον επισκέπτη.
Ρίξε ουρανέ, άσπρη ευχή κραυγάζουν τα παιδιά,
ντύσε τα δέντρα στα λευκά, τον δρόμο και την σκέπη.
Η πρώτη μπάλα έσκασε στο στήθος της Αννιώς
που πέταξε απρόσεκτα αγόρι του Λυκείου,
κει που το χέρι ήθελε να απλώσει αλλά πώς;
και το κεφάλι του ζητούν τώρα επί πινακίου.
Μα δε δειλιάζει πρόσταγμα παίρνει από την καρδιά.
Με μιας το χέρι άπλωσε να αποκαταστήσει
στο στήθος της γλυκιάς Αννιώς την άθελη ζημιά
κι εκείνη ευχαριστώντας τον σκύβει να τον φιλήσει.
Γλίστρησαν κατρακύλησαν στης άκρης την γωνιά
στριγκή του κουδουνιού η φωνή, μα το φιλί στα χείλη
δένει κουβάρι τ’ άγουρα τα εφηβικά κορμιά.
μα αποβολή σαν ένοχους στο σπίτι θα τους στείλει.
Πάνε τα χρόνια κι έπεσαν τα χιόνια στην ψυχή
έρωτες ,γάμοι θάνατοι μα κράτησαν με πόνο
Ο Άρης κι η μικρή Αννιώ εκείνο το φιλί.
στην χιονισμένη την γωνιά του Γυμνασίου, μόνο.
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΙΟΝΙ
Σειρήνες, καμπάνες φωνές, χαλασμός
Πόλεμος –πόλεμος κι η αυγή να τρομάζει.
Ο νιος πώς πετιέται σαν τότε κι «ΕΜΠΡΟΣ»,
Στο χορό όλοι αδέλφια η ΜΑΝΑ προστάζει.
Κρατώντας στην χούφτα μιας μάνας ευχή,
φυλακτό η καλή του και φιλί μουσκεμένο.
Μπερδεμένα τα λόγια, «στο καλό», «νικητές»
Τα τρένα σφυρίζουν. «Θα σε περιμένω»…
Αστράφτουνε, τρέμουν της Πίνδου οι κορφές
κουβαλούνε στην πλάτη τα έργα θανάτου
Π’ ανθρώπινο μάτι δεν αντέχει να δει
και τα κρύβουν με πόνο στο άσπρο χιόνι αποκάτου.
Το άσπρο χιόνι για δες κοκκινίζει με μιας
της μάνας ως γροικά το πικρό μοιρολόι.
«Άθαφτος γιε μου κι αλιβάνιστος πού;
δεν σε φτάνουν της μάνας τα δάκρυα κι οι γόοι.
Του χωριού μας καμάρι, της καρδιάς μου ανθέ,
ανασαίνω την αύρα σου, την κατάρα μου χάρο
κάνε χιόνι στην άκρη της, Πίνδου μέριασε γη,
απ΄ τον λεβέντη ότι απόμεινε αγκαλιά να το πάρω.
ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ
Ακάλεστοι του κόσμου ταξιδιώτες
με μια βαλίτσα όνειρα γεμάτη
στου πεπρωμένου τον ιστό δεσμώτες
αράζουμε στις όχθες κάποιου Ευφράτη.
Σε μια πορεία αέναη και ίδια,
η γη μας διαστημόπλοιο του αιθέρα
μας σεργιανά σε κοσμικά ταξίδια
με οδηγό τον Πολικό Αστέρα.
Συνταξιδιώτες άγνωστης πορείας,
στο Σείριο, στο Δία, στο φεγγάρι,
ν’ αλλάζαμε της γης την ιστορία,
ένα καφέ να πίναμε στον Άρη!
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ
Ρίξε τα μαλλιά σου στο προσκέφαλό μου
αύριο αυτό το σώμα δεν θα 'ναι δικό μου,
σκύβω ιεροφάντης στο κορμί σου επάνω
καταπίνω αχόρταγος το φιλί που χάνω .
Κάθισε κοντά μου, πιάσε μου το χέρι
να σε νιώσω πάλι, ακριβό μου ταίρι.
Κάθισε κοντά μου, γέλασε μου λίγο,
να σε ζωγραφίσω ,λίγο πριν να φύγω.
Πώς θα ζήσουν χώρια τώρα τα κορμιά μας
που ΄χαν γίνει ένα, στ’ άνθος τ’ έρωτα μας.
Σκούπισε το δάκρυ πες την ίδια λέξη
« σ’αγαπώ καλέ μου» πέσ’ το πριν να φέξει .
Πες και για τον όρκο που είπαμε ομάδι:
να χωρέσουμε μαζί στο κρεβάτι του Άδη.
Σήκωσε τα μάτια, κοίταξέ με φως μου
μέσα τους ο κόσμος κλαίει ο δικός μου.
Στο κελί η νύκτα ,στο κατώφλι η μέρα
πικραμύγδαλο άγουρο αυτό το καλημέρα
Το αντίο θα στο πουν πυρωμένα χείλη
μη την λέξη, μην την πεις « θα ' μαστε δυο φίλοι».
ΑΣΤΕΓΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
Στου πεσμένου τοίχου την απανεμιά
σε λερή κουβέρτα πέτρα μαξιλάρι,
σώμα ρημαγμένο αδειανή ψυχή,
Σκέπη του ο ουρανός, λάμπα το φεγγάρι.
Στα καλά καθούμενα, λυσσαλέα σπρωξιά
σε γκρεμνό τον έριξε, υπό την αιγίδα,
άσπλαχνου κι απρόσωπου φίλου του φονιά,
άνυδρα τα όνειρα, ξενιτιά η πατρίδα.
Ήρθαν χρόνια δολερά δίσεκτοι καιροί
Μετανάστες κι Έλληνες, μαύροι αρραβώνες,
βουεροί ,πολύχρωμοι δρόμοι παρά κει.
Μια βαβέλ ζωγράφιζαν των ματιών του εικόνες
Έστρεψε στον ουρανό βλέμμα σκοτεινό,
νάτο, δες ξεστράτισε ένα πεφταστέρι
μια ευχή ξεπήδησε από χείλη,αχνή
πείνα, φόβος απονιά του’χουν γίνει ταίρι.
Μια δομή μωρέ Θεοί ,μια δομή κλειστή
να στεγάσει Έλληνες που στο μέσον δύνης
τους ξεγέλασαν αλί λόγια πλανερά
κι έχασαν την χώρα τους εν καιρώ ειρήνης
Στο μυαλό του τρύπωσε σκέψη λαμπερή
«Σαν θα φύγουν οι λαθρώ στα δικά τους μέρη
άδειες όλες οι δομές» λέει και μειδιά.
Πεινασμένο ένα σκυλί του΄γλυφε το χέρι
ΑΣ ΣΥΣΤΗΘΟΥΜΕ
-Τον σκύλο μας Ερμή τον ονομάσαμε ,
την γάτα την χαδιάρα Ερμιόνη,
τον παπαγάλο μας τον φλύαρο Διόνυσο
και την αργή χελώνα Αντιγόνη.
- «Χαίρω πολύ» τι όμορφα ονόματα!
φερμένα λες απ’ τον καιρό τ’ Ορφέα,
σίγουρα της δικής σου οικογένειας
τα ονόματα θα είναι εξίσου ωραία.
- Ναι τον πατέρα Νώντα τον φωνάζουμε
και την μαμά χαϊδευτικά Μπιλίτσα,
την αδερφή μου Ραφαέλα, Λάζαρο
τον αδερφούλη μου που είναι μια σταλίτσα.
- Απίστευτο αυτό που συμβαίνει φίλη μου
τα αρχαιόφωνα ονόματα τα γνήσια
στα ζώα σας με ασκεψία δώσατε
και στολιστήκατε εσείς με τα γατίσια.
-Σε Νώντα τον Επαμεινώντα τρέψατε
Μπιλίτσα είπατε την Πηνελόπη
ονόματα που είχανε οι Έλληνες
τότε που ήτανε σε όλα πρώτοι
-Το Ραφαέλλα ξένης χώρας γέννημα,
τι θέλει στην δική μας την πορεία ,
πώς θα χωρέσει το « Γαβριήλ» « το Ιωσήφ»
στο κήπο της πατρώας μας θρησκείας.
-Αριστοτέλης ,Ηρακλής , Αλέξανδρος ,
Μίνωας, Αριάδνη και Μυρσίνη,
δώσετε στα παιδιά σας τέτοιο όνομα
που γεύση ελληνική στα χείλη αφήνει
Ποιος τη συσκότιση στο νου μας έφερε ,
ποιος λεηλάτησε την άγια σκέψη,
την άλωσή μας πώς επιτρέψαμε
κι η λήθη αφήσαμε καρπούς να θρέψει.
Φωνή ξεχύνεται απ’ τ’ Ολύμπια δώματα,
φωνή τ’ απώτερου μας παρελθόντος
«με φως ελληνικό λουστείτε Έλληνες»
για να μη γίνει αυτή η φωνή
«ΦΩΝΉ ΒΟΩΝΤΟΣ»
ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΙΣ
Δώστε μας πίσω την Ελλάδα που μάς κλέψατε,
που ολόρθη προχωρούσε και γελούσε
και έστρωνε με γιασεμιά το όνειρο
μιας νέας γενιάς που κάρπιζε κι ανθούσε.
Δώστε μας πίσω την γεννήτρα των Ολύμπιων,
που αγνώμονες πετάτε στην αφάνεια,
μα είναι πηγή που ρέει ανεξάντλητη,
η αιώνια ελληνική υπερηφάνεια.
Δώστε μας πίσω την πατρίδα που αστόχαστα,
μοιράζετε στους ξένους τα προικιά της,
οι αλλοδαποί να θωρούνται Έλληνες,
παιδιά να μην γεννάνε τα παιδιά της.
Δώστε μας πίσω τον λαόν τον υπερήφανον,
που είχε το σπέρμα της χαράς για οδηγό του.
Ένας λαός που 'χε στ’ αφτί του το γαρύφαλλο,
τώρα περίστροφο ακουμπά στον κρόταφό του.
Όμως λογιάστε το, ο λαός αυτός δεν χάνεται
μια σπίθα στην αιθάλη μόνο φτάνει
να ζωντανέψει μνήμες, της πατρίδος του
αίμα να μην λεκιάσει το φουστάνι.
(παιδικό)
ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑ
Στο σχολείο μου μαθαίνω Ελληνικά,
και πετάω το μικρούλι από χαρά.
Και τα βράδια στα σοκάκια του ονείρου
σεργιανώ στην γειτονιά του παππού Ομήρου.
Μού μαθαίνουν Αγγλικά, Γερμανικά,
Γαλλικά και λίγο απ’ όλα τα λοιπά.
Θα μου βγάλουνε το λάδι μα θα γίνω,
ένα αστέρι που το φως παντού θα δίνω.
Κι αν φυτεύουνε στα στήθη μου το φως
κι αν θα γίνω κάποια μέρα εγώ σοφός,
στους δασκάλους το ευ ζην κι αν χρωστάω
μια μικρή-μεγάλη χάρη τους ζητάω.
Να μου μάθουνε τους ήχους των πουλιών,
να αφουγκράζομαι την γλώσσα των σκυλιών,
σαν γαυγίζουν, σαν νιαουρίζουν, πεινασμένα
σαν τι άραγε να λένε τα καημένα!
Γι’ αυτό σκέφτομαι να ανοίξω ένα σχολειό
και να βάλω στης λαλιάς τον αργαλειό,
για την Ρέα, την Αλκμήνη, τον Διονύση
την μεγάλη διδασκάλισσα την φύση.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ- ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ ΕΛΕΝΗΣ
Σ᾽ ένα όμορφο, Μινωικό χωριό, τον Πανασσό (Ηράκλειο Κρήτης) γεννήθηκα, κάποια μακρινή άνοιξη κι εκεί μεγάλωσα ανάμεσα σε ζεστούς κι αληθινούς ανθρώπους. Αγρότισσα κι αρχόντισσα η μάνα μου, αγρότης και φιλόσοφος ο πατέρας μου. Είχα όσο ήθελα ουρανό και δικά μου αστέρια. Ταξίδεψα με το σύννεφο, φτερούγισα με τον άνεμο, έλειωσα με το χιόνι. Η πεταλούδα με δίδαξε το εφήμερο, το ποτάμι το ανεπίστρεπτο ,τα πουλιά την ελευθερία. Διορίστηκα δασκάλα στο Δημοτικό σχολείο της «ΛΑΡΚΟ» του Μποδοσάκη. Ενθουσιάστηκα, είχα ψυχές να πλάσσω. Τόλμησα την έκδοση της πρώτης μου ποιητικής συλλογής το 2004.
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
* «Τον έρωτα τραγούδησα την φύση και το άπιαστο» 126σελ
(Γ/ βραβείο από την Διεθνή Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών).
* «Με τα φτερά του Πήγασου» 99 σελ.
* «Στην ενδοχώρα των αισθημάτων» 56 σελ .
* «Η Ελλάς εάλω και ούτως και άλλως» 90 σελ
* «Εωσφόρος λόγος» (104 σελίδες).
* «Και τότε θα κλαύσουν οι Ερινύες» 106 σελ.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ (400-500 σελ)
*Η ορχήστρα των Θεών και μια παραφωνία»
* «Φιλοξενία κι έρωτας στα χρόνια της λέπρας»
* « Η Διδασκάλισσα»
* «Οι σιαμαίες κόρες»
ΒΡΑΒΕΙΑ
Βραβευμένα τα δύο μυθιστορήματα. Έξι βραβεία σε πανελλήνιους διαγωνισμούς ποίησης ( ή μία σε ποιητική συλλογή). Και πέντε σε διηγήματα η μία σε διεθνή (ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Ποιήματά μου και άρθρα δημοσιεύονται στην εφημ. « ΠΑΤΡΙΣ» Ηράκλειον και σε άλλες τοπικές και αθηναϊκές εφημερίδες.. Δημοσιεύω σε πέντε μεγάλα περιοδικά . Είμαι μέλος της «Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών» της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» - «του Συνδέσμου Ιστορικών συγγραφέων» , «του Συνδέσμου Λογοτεχνών Ηρακλείου Κρήτης» και «ιδρυτικό μέλος του Ομίλου Λογοτεχνών Ηρακλείου « Κρητών λόγος». Είμαι παντρεμένη κι έχω δύο αγόρια. Ακόμη δεν κουράστηκα να πολεμώ με σκουριασμένες ιδέες και αναχρονιστικά πιστεύω, που εμποδίζουν να ανθίσουν ανατολές στον τόπο μου.