Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Βαρβάρα Καγιούλη. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία - Αρχαιολογία κι εργάζεται ως Φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει εφτά ποιητικές συλλαγές, ενώ ένα βραβευμένο της ποίημα συμπεριλαμβάνεται σε συλλογικό τόμο. Η ποίησή της είναι λυρική, στοχαστική, βαθιά ανθρωπιστική. Την απασχολούν οι σκηνές της καθημερινότητας, η αναζήτηση της ατομικής αλήθειας, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι πληγές της κοινωνίας. Ο λόγος της είναι πολύχρωμος, διεισδυτικός, με πρωτότυπα σχήματα, ζωηρές εικόνες, ηχηρά μηνύματα και γνήσια συγκίνηση. Θα δούμε δέκα διαλεχτά ποιήματά της!
<<Η Σιωπή>>
(<<Ασκήσεις Χαρμολύπης>>-Εκδόσεις Γαβριηλίδης-Ιούλιος 2017)
Αυτή η σιωπή σου περονιάζει τα κόκκαλα,
όπως το ψύχος του χειμώνα
που μπαίνει λαθραία από τη χαραμάδα
του υπερήλικου ξύλινου παράθυρου.
Είναι μια σιωπή καμωμένη
από χιλιάδες αναιμικούς ψιθύρους
στοιβαγμένους σε σχέσεις της μιας περίστασης
και της ανάγκης που ξεθυμαίνει ο απρόβλεπτος καιρός.
Είναι η σιωπή των παράταιρων στο πνεύμα των καιρών,
η σιωπή των φίλαυτα απαθών ηθοποιών
στο συλλογικό έργο της εθνικής θεατρικής σκηνής,
η σιωπή των συνειδητοποιημένων
απέναντι στη ματαιότητα ενός ναρκισσευόμενου κόσμου.
Η σιωπή φορά τσίγκινα ρούχα
και όταν βρέχει
ο χτύπος της βροχής πάνω της
ακούγεται σαν παλιωμένη λατέρνα
που παροπλίστηκε από τις μουσικές του τεχνοκράτη αιώνα.
Η σιωπή έχει την όψη λιπόσαρκης κυρίας
με άσπρα σαν το χιόνι μακριά δάχτυλα πιανίστα
που παίζει καρτερικά το ρέκβιεμ της εγκατάλειψης
στο δανεικό πιάνο της ζωής
γι΄ αυτούς που φεύγουν δίχως συνοδεία
για τον τάφο τον πρόχειρα σκαμμένο
στην άκρη, σύρριζα στη μάντρα του νεκροταφείου,
χωρίς στεφάνια με γυαλιστερές κορδέλες
χωρίς κηδειόσημα-γενεαλογίες του δέντρου των αποδημούντων,
με την υπόμνηση αναρτημένη σε εμφανές σημείο
πως δε θα προσφερθεί καφές στο κυλικείο
γιατί δεν υπάρχει κάποιος συγγενής.
Η σιωπή ενδημεί στις στάσεις
τα θλιβερά πρωινά των μαζικών εκκινήσεων,
κρέμα αλειμμένη στα μούτρα των αγουροξυπνημένων
που αναμένουν το λεωφορείο της γραμμής
σαν έτοιμοι από καιρό για να εφορμήσουν
για την κατάληψη της μιας θέσης
και της μιας χειρολαβής.
Η σιωπή μια θάλασσα συμπυκνωμένων αισθημάτων
γι΄ αυτούς που δε μίλησαν και δεν άκουσαν ποτέ
τους φυσικούς ήχους της ζωής,
μα που συντρίβουν το κουκούλι της
με την ποίηση των χεριών μιας γλώσσας υγρής
σταθερά αντιστεκόμενης
στην ξηρασία που καλύπτει τη χώρα των αρτιμελών.
Η σιωπή μια άναρθρη κραυγή
ριγμένη από τον ουρανό τις ασέληνες νύχτες
όταν όλα ακινητούν
κι αυτός ο Ύπνος των θνητών
μες στην εκκωφαντική σιγή
μοιάζει υπόσχεση νέας αρχής
που θα θεμελιώσει ένα νέο ξεκίνημα
το επόμενο πρωινό,
την επικείμενη μέρα.
Και η αυγή ξυπνά με τα ρόδα σπαρμένα
σε κοίτες ορμητικών ποταμών
που κατεβάζουν με ακατάλυτο βουητό
τις σχεδίες των Σιωπηλών
έξω από τα όρια του λογοκριμένου κόσμου
όπου η σιωπή κρίνεται παμψηφεί πράξη ανατρεπτική.
Η Σιωπή:
Ελάττωμα ή Αρετή;
Σίγουρα μια πληγή ρέουσα λύπη και αφόρητη ανία
σ΄ ένα σύμπαν γεωμετρικά αυξανόμενης λογοκοπίας
των ρητόρων με την επίσημη, καλά γυαλισμένη,
καθεστωτική φωνή.
<<ΧΑΜΟΓΕΛΟ>>
(<<Θροΐσματα από το περιβόλι του Ουρανού>>-Εκδόσεις Βακχικόν, Σεπτέμβριος 2018)
Χαμόγελο,
το σφύριγμα κάτω από κλειστά παράθυρα
που πασχίζει να τ΄ ανοίξει
για να μπει δοξαστικός ο ήλιος καθισμένος
πάνω στο λιωμένο σύννεφο του χειμώνα.
Χαμόγελο,
ο γέρος που γίνεται παιδί
και στα ζαρωμένα του μάγουλα
οι ρυτίδες μεταμορφώνονται σε αυλάκι
για να κυλήσει η ευγνωμοσύνη
για όσα πρόλαβε να ζήσει,
το πικρό μειδίαμα
για όσα δεν μπόρεσε να πράξει.
Χαμόγελο,
παιδί που ζητά μητρικό χάδι
αρνούμενο να στροβιλιστεί στην άβυσσο των μεγάλων
γράφοντας παραμύθια με ξυσμένα μολύβια
για τα καταπράσινα δέντρα
που μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι
όταν αρνηθούν να γεράσουν.
Χαμόγελο,
μια κίτρινη γραμμή σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες,
υπενθύμιση μιας εξωραϊσμένης μνήμης
που ξεπηδά από το υποσυνείδητο
για να σταματήσει για μια ελάχιστη στιγμή το χρόνο
που καταπίνει εν τάξει τους αιώνες και τα φύλλα
στο χάρτινο ημερολόγιο του τοίχου.
Χαμόγελο,
μέλος βυζαντινό στο πρόσωπο των αγίων
που βυθίζεται στωικά σαν κερί αναμμένο
στην ψυχή των απελπισμένων
την ύστατη ώρα της εγκαρτέρησης και της απώλειας.
Χαμόγελο,
πάνω από τη γύψινη μάσκα της αποκριάς
η αιώνια σύσπαση του αγαθού
χωρίς ψιμύθια
θυμίζει το ακριβό φυλαχτό στα κουρέλια του πεινασμένου
που δεν ψάχνει φαγητό,
αλλά ένα σήμα καλοσύνης για να χορτάσει.
Χαμόγελο,
πυροτέχνημα που σκάει χωρίς να φτάσει στη γη,
αγκάθι σε παγωμένες χειραψίες,
αφρισμένο ξέπνοο κύμα ανάκατο με τυπικές καλημέρες,
ειρωνεία που κυλά από το τρύπιο καπέλο των κακεντρεχών,
σύμβαση που πληρώνει ληξιπρόθεσμες οφειλές,
εύκαμπτη μέση που κουβαλά χιλιάδες μικρά ψέματα
σα χαμάλης,
μεσιτεία για κάθε είδους ατασθαλία
σε καιρούς ταρίχευσης της αλήθειας,
μαχαίρι σε δερμάτινη θήκη έτοιμο να βγει
όταν ο φίλος γίνεται εχθρός,
είδος ευπώλητο σε μαζική κλίμακα με φθίνουσα αξία
σε διαφημίσεις και πολιτικά συμβούλια
για την ψήφο του λαού και του καταναλωτικού κοινού
προς δόξα της δημοκρατίας και των αγορών,
αξία εναλλασσόμενη στο αυτοσχέδιο Χρηματιστήριο της παρέας
που κτίζει από άκρη σε άκρη στη χώρα
κυκλώματα προσοδοφόρα για τους ευθυμούντες
μέσα στην περιφερόμενη δυστυχία.
Το δικό μου χαμόγελο,
παλιά λατέρνα στις γειτονιές της Πλάκας
παίζει κάτω από άδεια σπίτια,
ξαφνικά η σιωπή ανοίγει τα παραθυρόφυλλα,
βάζει την ωραία της ρεπούμπλικα
και σεργιανά στα λίθινα πλακόστρωτα
με ένα τραγούδι του Αττίκ στο πέτο κολλημένο.
<<Καρβέλι>>
(<<Η ειμαρμένη των αφανών>>-Εκδόσεις Όστρια-Μάιος 2019)
Τους έφτανε μια φέτα για να χορτάσουν
μα δεινοί λαφυραγωγοί
τους πήραν όλο το καρβέλι,
στο παλιό ερμάρι το αφάγωτο ψωμί
η κάννη που πυροβολεί
τον άστεγο και το περιστέρι.
Ζεστά , πληθωρικά χριστόψωμα
αχνίζουν στα σταυροδρόμια της γης,
κάτω από τα στολισμένα παράθυρα
στο σκούρο ύφασμα της νύχτας
τυλιγμένες οι ανταύγειες του ήλιου.
Τα παιδιά
ξεπαγώνουν για λίγο
στο φλογισμένο άχυρο του στάβλου,
αστροπετρίτες τα όνειρά τους
μερεύουν την πίκρα τους
ως το ξημέρωμα,
όταν τυλιγμένα στο πουλόβερ
της σταχομαζώχτρας μέρας
ξεκινούν να μαζέψουν
τριμμένα ψίχουλα, ριγμένα φύλλα,
αίματα του ήλιου πεταμένα εδώ κι εκεί,
τη λάμψη του φεγγαριού
κρεμασμένη στο ράμφος ενός πουλιού,
πεταλούδες βαφτισμένες
στις λυπημένες κραυγές της βροχής,
άδεια τενεκεδάκια δεμένα με σκοινί
σ΄ ένα ουράνιο τόξο της ανάγκης
που ανεβαίνει προς τον ουρανό.
Αυτά τα παιδιά παίζουν τις άγριες μέρες
με ό,τι βρουν,
αφήνουν κάτω την τάβλα τους κουρασμένα
και από το τίποτα
φέρνουν μια λίμνη λάμπουσα
στην καρδιά του χειμώνα
με την άσπρη χάρτινη βάρκα τους
καρφιτσωμένη στο μέτωπο
των άρρωστων καιρών.
Αυτά τα παιδιά
θυμίζουν αστροπετρίτες
καθώς εφορμούν μέσα στις άγιες μέρες
και από το σκυθρωπό ρετάλι τους
υφαίνουν τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας
παίζοντας μπάλα μ΄ ένα πλαστικό μπουκάλι.
Καθώς τα βλέπω να περπατούν
στους νικηφόρους δρόμους
με το άδειο καλάθι τους
μου θυμίζουν το λιπόσαρκο προζύμι
απ΄ όπου θα πολλαπλασιαστείκάποια μέρατο ψωμί
για τον άστεγο και το περιστέρι.
Ένζυμος άρτος φουσκωμένος
στο πλακόστρωτο της ανάγκης.
<<Η Ταράτσα>>
(<<Αγών Ψυχής Εσθλός>>-Εκδόσεις Όστρια-Δεκέμβριος 2019)
Αφιερωμένο στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Τα σκαλοπάτια της ψυχής μου
ασοβάτιστα
σε μια γνώριμη ταράτσα με πηγαίνουν,
στα σύρματα
κιτρινισμένα του ήλιου γράμματα
αφόρετα φορέματα
και της βροχής σκιάχτρα κρυσταλλωμένα,
πιο πέρα σκουριασμένα κάγκελα
με τ΄ ανοιγμένα σωθικά τους
του χρόνου χαραμάδα,
τρύπιες καρέκλες από πλαστικό
με φύλλα ενός αθάνατου φθινόπωρου
στη ράχη τους να πέφτουν λαβωμένα,
σπασμένες σα βιολιού χορδές οι γλάστρες
με τα λουλούδια ξέπνοα
στα έγκατά τους να σαλεύουν λυπημένα,
το καμαράκι άδειο μιας μοδίστρας
που με πατρόν και με ψαλίδια κένταγε
της ομορφιάς το ρόδο
στα εφηβικά τα μεσημέρια,
μικρό ερωτικό δωμάτιο
στη στενωσιά της νύχτας
κάποτε ξέγνοιαστα πουλιά
στους τοίχους έγερναν,
τώρα της μέρας αποκάλυψη
τοίχοι λεροί με χρώματα αλλόκοτα
και το φιλί στο πανωχείλι έρημο,
και μέσα σε όλα
αγέρωχοι να ακούγονται
πάνω από τα εύθραυστα αισθήματα
χίλιοι στρατοί πικρά φαντάσματα
με το αλύχτισμά τους γοερό να κρέμεται
στα κουρασμένα κάγκελα.
Ω! πόσο θα ΄θελα, ταράτσα μου,
τις τρίλιες της ψυχής μου να σου παίξω
μεμιάς πάνω στα κουρασμένα κάγκελα
ο Λαπαθιώτης μεθυσμένος να προβάλλει
και να μου πει για τα φτωχά μενεξεδάκια του
συντρίμματα που ξεψυχάνε δίχως κάκια.
<<Ξενοδοχείο>>
(<<Ονειρο-ποδηλάτες>>-Εκδόσεις Όστρια-Ιούνιος 2020)
Στον Κ.Π. Καβάφη
Στον Νίκο Καββαδία
Θυμάσαι;
Μεθυστικός ο έρωτας σε αυτό το ερειπωμένο ξενοδοχείο
κάποτε
με τις δαντελένιες άσπρες κουρτίνες
τα γύψινα της ηδονής αγγελάκια στην οροφή
και τα επιβλητικά ξύλινα παράθυρα
που απ΄ έξω κρατούσαν τους αδιάκριτους.
Σκυφτό μαδημένο μετάξι
που κανείς πια δεν αγοράζει,
τι να ΄γινε ο θυρωρός κι η καμαριέρα
που μάζευαν το αιμάτινο του έρωτα απομεινάρι
με το φλέγμα της τυπικής διεκπεραίωσης
μιας ακόμα ημέρας;
Σίγουρα πάνω στους τοίχους
οι αντίλαλοι θα προσδοκούν
μια τελευταία ακρόαση
κι οι ψίθυροι την έσχατη της σάρκας
μουσική υπόκρουση,
πώς τέτοιο πάθος ίχνος να μην αφήσει
κάτω από τη σιδερένια σκάλα
που όλο τρίζει κι όλο φωνάζει τον παλιατζή
για να την πάρει,
γιατί η πικρή ανάμνηση βαθιά την τραυματίζει
σαν μαχαίρι ναυτικού από κακόφημο λιμάνι;
Ω ναυτικέ- ποιητή,
που κάποτε την υγρή σκάλα κατέβηκες
να βρήκες –άραγε-την παρατημένη σου γοργόνα
ντυμένη μυστήριους της μνήμης καπνούς
και τη γυμνή της σάρκα αναμμένο λυχνάρι
να φωτίζει αμυδρά τους σκοτεινούς σου βυθούς;
Ή μήπως γύρω απ΄ αυτό το αρχαίο ξενοδοχείο
ακόμη η απόμαχη σκιά σου βασανισμένη γυρνά
ενθυμούμενη άλλα λιμάνια όπου κάποτε
αγόρασες εφήμερα χείλη ηδονικά
με πληρωμή, τρόπαιο πικρό,
θρυμματισμένη πάλλευκη ανεμώνα
που δεν αγάπησε και δεν αγαπήθηκε αρκετά;
Ω μαραμένο άνθος της νυχτερινής ασφάλτου
εξόριστη απ΄ τα σεπτά ήθη των προγόνων,
εσύ είσαι που ξαναζείς στις εκδιδόμενες ψυχές
σαν μια πεταλούδα με όλα της τα χρώματα ξεθωριασμένα,
καθώς πάνω της πέφτει μεθυσμένη η ανάσα,
μολύβι πένθιμο, φτηνά αγορασμένο,
χυμένο στα κλειστά βλέφαρα που όλο κλαίνε.
Ω πλανόδιε μοναχικέ της νύχτας γυρολόγε,
δίχως πραμάτεια
με τα σκασμένα λάστιχα ενός αμαξιού υποθηκευμένου
με τη φωτιά μέσα να καίει
σκληρό το κάρβουνο του χρόνου,
κάτω απ΄ την παλιά μαρκίζα την ομίχλη λουσμένος
σφυρίζεις νοσταλγικούς σκοπούς του λυπημένου τριζονιού
που όλοι μέσα τους νιώθουν να σκιρτά
σαν οπτασία τραυματισμένη
χωρίς να βλέπουν αληθινά.
Ω ερειπωμένο ξενοδοχείο,
ραγισμένη καρτ-ποστάλ κενή από ενοίκους
σαν ένδυμα του πόνου δίχως σώμα
απλώνεις τη βαριά σκιά σου
στη γιορταστική ατμόσφαιρα που σε κυκλώνει,
κι εσύ αντιστεκόμενο φωνάζεις
<<δεν μπορώ να χαμογελάσω,
περιμένω να επιστρέψουν όλοι αυτοί,
ο θυρωρός
η καμαριέρα
ο ναυτικός- ποιητής
το μαραμένο άνθος της νυχτερινής ασφάλτου
ο πλανόδιος της νύχτας γυρολόγος
με τα σκασμένα λάστιχα του υποθηκευμένου αυτοκινήτου,
περιμένω
αυτά τα φλογισμένα κόκκινα επίθετα
μέσα στην ερημία των ρημάτων
να ξανανάψουν τη μαρκίζα
με τα σεμνά τους πάθη
στην άσεμνη πόλη δείχνοντας
την καθαρή δαρμένη τους αλήθεια>>.
<<Δρόμοι του κατακλυσμού>>
(<<Τα ξύλινα ποτάμια>>-Εκδόσεις Όστρια-Μάιος 2021)
Περπατώ σε δρόμους γνώριμους,
τα βήματά μου σε χαμηλές γειτονιές σφυρίζουν
της βροχής μου τα απόνερα,
στις χειμωνιές κατακλυσμοί τρυπάνε στα παπούτσια μου
κατεβάζοντας λάσπες και χώματα,
στον καύσωνα τα όνειρά μου στάζουν σκληρά αποκαϊδια
κι οι γειτονιές οι γνώριμες ρεμβάζουν ξυπόλητες
και μου χαμογελάνε
μέσα από τη σκουριασμένη τους ρομβία.
Περπατώ σε δρόμους άγνωστους
αγκάθια μπήγονται στα δάχτυλα
κι οι γειτονιές άξενες τα παραθύρια τους σφαλίζουν,
στρείδι κλειστό δε με θυμούνται
κι ας τους κέρασα το πονετικό μου βλέμμα
τα βράδια εκείνα που λησμονημένες έσβηναν
κάτω από αφόρητα σκοτάδια.
Άλλαξαν οι ένοικοι
έσβησε η λάμπα
γράφτηκαν διαθήκες
πλειστηριασμοί της μνήμης όλα τα καθαίρεσαν
και σάρωσαν τα ωραία κεντίδια του κήπου
με τ΄ αρώματα από τα παιδικά παιχνίδια.
Περπατώ σε δρόμους αόρατους
σπουργίτια-με τριγυρίζουν- μιας θύμησης
που πασχίζω να κρατήσω,
μα φλογοβόλα πετά το κινητό του νεήλυδα
και μπροστά μου ξεπηδά επιβλητική μια πολυκατοικία.
Αντιπαροχή όλα δόθηκαν
απαλλοτριώθηκαν τα αισθήματα
και τα σπίρτα αναπτήρες έγιναν
που φωτογραφίζουν το μυθολογικό τίποτα
από πυρπολημένο χωράφι αναστημένο
σαν τον φοίνικα.
Την εφημερίδα ανοίγω και διαβάζω
για μεγάλες λεωφόρους
έξοχους περίπατους
την επανέκδοση του Μίκυ Μάους
την ευπώλητη,
κυρίως τον επινοητικό προβολέα που αποκάλυψε
τη σκοτεινή πλευρά του ήλιου,
μα εγώ,
σαν αρχέτυπο αποτυχίας,
σε αόρατους δρόμους πορεύομαι
αδυνατώντας να κατανοήσω
πως ο τύπος,
εύγλωττος μέσα σε κρότους αναρίθμητους,
πάντα δαιμονίζει την ουσία.
Δρόμοι του κατακλυσμού
γνώριμοι, άγνωστοι κι αόρατοι,
κάποτε με πλημμυρίζετε
αίφνης και αναίτια
με τη σήμανση της πινακίδας να γρυλίζει:
Αδιέξοδο!
Μα εγώ δεν αποσύρομαι,
το σκαρί μου μαθημένο σε πνιγμούς
ξέρει να παλεύει τους βυθούς
και ολόισια στα συντριβάνια σας πορεύομαι.
<<Η σαλμακίδα κοίτη>>
(<<Σκόρπια κεντίδια από στραβό βελόνι>>-Εκδόσεις Όστρια-Δεκέμβριος 2022)
Σταχομαζώχτρα,
τι θησαυρός η ξηλωμένη σου ποδιά
στάχυ πικρό μες στον καρπό σου φέγγει
για δυο μικρά παιδιά
του δρόμου τα ελέη,
δρόμος τραχύς κι ο ήλιος ανελέητος
το μέτωπο ριπίζει,
αν το διαβάσεις πάνω του σταυροί
κι αφράτο κάστανο τα παιδικά τα μάτια,
γι΄αυτά καίγεσαι και λιώνεις
στα πλούσια της Εύβοιας λιβάδια.
Σταχομαζώχτρα,
ωραίο πορφυρό μαντίλι
στην πλάτη σου ριγμένο,
είναι το αίμα σου ή
της ζωής σου ο ήλιος ο ρημαγμένος,
<<Είναι της μοίρας μου τα δανεικά>>,
με σαρκασμό αντιλέγεις,
μα πάνω σου περήφανο ανέμισμα
σκευή λιτή ξωμάχου
που ποτέ δεν κοίταξε ψηλά
και μες στου δρόμου το ύψος το αχαμνό
το γέρικο το σκέλεθρο μοιάζει στητό βάθρο
για μας τα πετραδάκια από σκληρά νταμάρια,
στον ίσκιο σου η δίψα μας νικιέται κατά κράτος
το δάκρυ μας στον κόρφο σου η σαλμακίδα κοίτη
τον διχασμό νικώντας των ανθρώπων
και μες στο ήσυχο της σάρκας σου αναφιλητό
στα τσακισμένα μας φτερά
του κεραυνού ανάσα ξαναδίνεις,
<<Της μοίρας μου το σάβανο ξεσκίζω>>,
τραγουδάς,
αναβροχιά κι άγριος μόχθος
και στων αγροφυλάκων την κλεψιά
ούτε δρεπάνι ούτε δοχείο,
αυτή η τρυφερή η σαλμακίδα κοίτη
με τα σπασμένα μέλη όλα μια γροθιά
σαν μουσική αρμάδα
μπροστά στης εκμετάλλευσης τον λάκκο
<<Το λίπασμα>>
(<<Σπιθίσματα Ψυχής>>-Ανέκδοτη Συλλογή 2023)
Δεκάρες, δίφραγκα, πεντάρες
τώρα αποσυρμένα
στη θέση τους σύγχρονες λογιστικές μονάδες
ρήμαξαν τη ζωή της
στο μέτρημα πάντα λειψά
πέρασαν οι εποχές της αποταμίευσης και της σπατάλης
οι αγορές δεν την αφήνουν να ονειρευτεί
ούτε να αγοράσει εκείνο το βιβλίο από το παλαιοβιβλιοπωλείο
με την αφιέρωση του ποιητή Σεφέρη
σε κάποιον ναύαρχο.
Οι ναύαρχοι
-παιδιά της τρικυμίαςτο ψυχανέμι νιώθουν που κρύβεται στην ποίηση
και στων βυθών τα ανώνυμα ναυάγια.
Γέμισε το καρότσι
με όλα τα χρειώδη
σκληρό το πόκερ με τον επιούσιο
σήμερα έβγαλε άσσο από το μανίκι της
-θρίαμβος-περίσσεψε ένα πεντάευρο
κι ένα βαθύ σκούρο μπουκάλι μέσα της σπάει
και τη ματώνει:
πεθύμησε το ψυχανέμι που φέρνει
η σάλπιγγα του ήλιου.
Την εξοντώνει αυτή η εξορία:
γκρουπιέρης στο οβάλ τραπέζι
μαζεύει κέρματα και μάρκες
μα αυτή πεθύμησε να ξεφυλλίσει λίγο Σεφέρη
κι εκείνον τον στίχο
για τις φωτιές που ανάβουν το ταξίδι
μακριά από το μαύρο κακοφορμισμένο χόρτο
που σαπίζει.
Έτσι κάποτε
αποφάσισε να σπρώξει τις ομίχλες
το ψυχανέμι από μέσα της ακέραιο βγήκε
οι άλλοι κάγχασαν με ειρωνεία
<<Μα τι αλαφροϊσκιωτο θηρίο!>>, αναφώνησαν
με θυμηδία.
Όμως αυτή για κάθε ημερήσιο θάνατο
στον κερματοδέκτη κόσμο δίνει απάντηση
ένα χλωρό παυσίλυπο επίθετο.
Σήμερα
<<Απείρανθος>> ο λειμώνας με τα σκοτωμένα δέντρα
Αύριο
<<Ηλιόβλητα>> τα κρυμμένα τρωκτικά των βράχων
Μεθαύριο
<<Ονειροτόκα>> τα άδεια σάβανα των φαντασμάτων
Παρακάτω
<<Μυρτοφόρα>> τα στημένα δόκανα των δρόμων
Στην άλλη γωνία
<<Ηδύπνοη>> η πηχτή λασποβροχή του χειμώνα.
Κάθε μέρα και μια άνθιση στην πτώση.
Οι λέξεις το λίπασμα.
<<Η ορχήστρα>>
(<<Σπιθίσματα Ψυχής>>-Ανέκδοτη Συλλογή 2023)
Πρωί
μια πρωτάκουστη ορχήστρα
μέλπει σήμαντρα ευεξίας
στο ανοιχτό μου παραθύρι.
Ποια γάργαρη, πράα κρήνη
στο διψασμένο μου χορτάρι
ρίχνει το δροσερό της βότσαλο
ζωγραφισμένο;
Πρωί
ψαλμοί απ΄ τα πουλάκια
όσα φορούν βελούδινο κασκέτο
έξω από τα συρμάτινα κλουβάκια.
Μαρσάρει ο κόσμος δυναμίτη
σπάνε τα κράσπεδα των δρόμων
μα τα πουλάκια
αρμονικά μέσα στους κρότους
λένε σα μια χορδή ελέους
στο στυγερό θεριό της πόλης:
<<Τι άγριο πράγμα που είναι η ρόδα
πώς το τραγούδι σου ν΄ ανθίσει
στα χλιμιντρίσματα του χάους;
Άκου το μέλος της ορχήστρας
γλυκός αθώος γαλαξίας
σβήνει το γκρίζο της ψυχής σου
χρυσάφι το κάνει αρμονίας
μακριά σου διώχνει την αντάρα
το σεληνόφως σού χαρίζει.
Άκου τα μαντολίνα πώς ριγούνε
στα χώματά σου τη λαχτάρα
για νερολούλουδα ανθισμένα
πάνω στη μαραμένη σου ορφάνια.
Άκου βιολιά από αμπέλια,
πορτοκαλιές, λεμονοδάση
πώς στα άνυδρα πεσμένα φυλλαράκια
στάζουν τα πράα, ήμερα χαλάζια.
Άκου το γράμμα της κιθάρας
πάνω στα μαρμαρένια σκαλοπάτια
ξεφυλλισμένο να μοιράζει
υάκινθους στα δακρυσμένα μάτια
και στα ανεκπλήρωτα ερωτοχάδια
την τρυφερή αφή των μενεξέδων.
Άκου το ντέφι του αγέρα
σαν μια σπηλιά από μελίσσια
να χύνεται στις συμπληγάδες
και την ηχώ του να σκορπίζει
μαζί με τα ζεστά αναφιλητά του
στο πικροφίλημα του νόστου.
Άκου τη φυσαρμόνικα του λόφου
πάνω από φουρνέλα και πολέμους
την ηχώ των άστρων να κερνάει
στο αποσταμένο σύθαμπο της πόλης
με το στεφάνι άσπρων κρίνων
στις παρυφές της να χορεύει>>.
Ακούω, πουλάκι, την ορχήστρα
φέρνω κι εγώ τα τύμπανά μου
λησμονημένα απ΄ το μπαούλο,
χτυπώ κι ανοίγει τρύπα στο ταβάνι
σαν γιασεμιά ψηλά πετάνε
τα βροχερά μου μαύρα ρίγη
και ξάφνου μέσα στην ορχήστρα
κρουστό γαλήνιο το στήθος
μέλπει με πάθος την ενάτη.
<<Καζάν Ντιπί>>
(<<Σκόρπια Κεντίδια από στραβό βελόνι>>-Εκδόσεις Όστρια-Δεκέμβριος 2022)
Καζάν Ντιπί,
στο στόμα μας
μαστίχα μοσχοδάκρυτη,
στον λιγωμένο λάρυγγα
κανέλας το κελάρυσμα,
στου νόστου την αντένα
η μητρική πιατέλα.
Καζάν Ντιπί,
ποιος νοιάζεται
για φτώχεια ή για πόλεμο
εδώ τα όπλα καίγονται,
καμένη καραμέλα
στου καζανιού τον πάτο,
το βούτυρο το μέλωμα
το γευστικό χαρμάνι του
στο πεινασμένο τάσι μας
ειρηνική βεγγέρα.
Καζάν Ντιπί,
στου πλάστη μας
το κάτασπρο γιλέκο,
κεντίδι από όνειρο
ο μύθος υφασμένος:
η νια κερνά το νέο της
κι αυτός με το μαντίλι του
τα χείλη της ποτίζει
σα μαστιχόδεντρο του έρωτα.
Καζάν Ντιπί,
απόγευμα
στης προκυμαίας το μούχρωμα
οι σερβιτόροι κύματα
κερνούν γλυκά πολίτικα,
κι ένα κορίτσι λαίμαργο
απ΄ τα νερά του Βόσπορου
κράζει απεγνωσμένο:
<<Ποιο είναι το ηδονικό
το μύρωμα του έρωτα
που σε όλα τα ανέραστα
φίλτρα φιλεύει και αίματα;>>.
<<Καζάν Ντιπί>>,
ακούγεται της προκυμαίας το σύννεφο
και μέσα του Πολίτισσα
κρατώντας την πιατέλα της
τη νια φιλεύει λέγοντας
<<ροδόνερο ο έρωτας
και φτάνεις ως τα έγκατα
και η καμένη κρέμα του
μυρόβλητο καθρέφτισμα
το ξύσιμο του πάτου σου>>.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Βαρβάρα Καγιούλη γεννήθηκε τον Μάιο του 1966 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Εργάζεται ως Φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές <<Ασκήσεις Χαρμολύπης>>-εκδόσεις Γαβριηλίδης (Ιούλιος 2017),<<Θροΐσματα από το περιβόλι του Ουρανού>>-εκδόσεις Βακχικόν (Σεπτέμβριος 2018), <<Η ειμαρμένη των αφανών>>-εκδόσεις Όστρια (Μάιος 2019), <<Αγών ψυχής Εσθλός>>-εκδόσεις Όστρια (Δεκέμβριος 2019), <<Ονειροποδηλάτες>>-εκδόσεις Όστρια (Ιούνιος 2020), <<Τα ξύλινα ποτάμια>>-εκδόσεις Όστρια (Μάιος 2021), <<Σκόρπια κεντίδια από στραβό βελόνι>>-εκδόσεις Όστρια (Δεκέμβριος 2022).
Το βραβευμένο ποίημά της <<Μακρόνησος: εικόνες της φωτιάς>> περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο <<Διαγωνισμός Λογοτεχνίας για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ. Τα βραβευμένα έργα>>-Σύγχρονη Εποχή (Αθήνα 2019).