Δέκα ποιήματα της Βάννας Γ.Πασούλη

Δέκα ποιήματα της Βάννας Γ.Πασούλη

Η Βάννα Γ.Πασούλη , η προσκεκλημένη μου στη στήλη "Στα Βαθιά", είναι μια εκπληκτική λογοτέχνιδα. Εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων και μια ποιητική συλλογή, ενώ είναι υπό έκδοση η δεύτερή της ποητική δουλειά. Θα συναντηθούμε με τη γραφή της μέσα από δέκα ποιήματά της!

ΟΙ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΟΣ

Βότσαλα περπατοῦσαν πάνω μας
κι ἡ θάλασσα ἀνέβαινε κλιμακηδόν,
φούσκωνε τά πνευμόνια μας,
χαραγματιές στούς βράχους
καί ἰαχές μελλούμενων ὀνείρων
πάγωναν στίς σπηλιές.

Ἡ παιδική εὐτυχία παραμιλοῦσε
στά φυλλώματα
τζιτζίκια αὐθαδιάζαν
λέγαν τό μάθημά τους
χωρίς τό χέρι νά σηκώνουν,
τό ἴδιο πάντα μάθημα
στό καλοκαιρινό σχολεῖο τῆς ραστώνης.

Μεγάλωνα μά τό χεράκι μου μικρό
τό΄σφιγγες στό δικό σου,
τίποτε νά μήν μπεῖ ἀνάμεσά τους
καί ἀλλοιώσει τή σφραγίδα τῆς ὑπόσχεσης
πώς θά μέ προστατεύεις πάντα.

Ἀνάμεσά μας μπῆκε βίαια
μιά ἀφηρημένη αἰωνιότητα
κι ἔτσι τό πάντα ἐκεῖνο
ἔχασε ξαφνικά τή σημασία του
ἤ μᾶλλον ἐξαχνώθηκε
μές στήν ἀχλύ τοῦ χρόνου
κι ἀσήμαντες μοῦ φαίνονται
οἱ λέξεις καί οἱ ἔννοιες
στό στόμα κάθε μελλοθάνατου,

ἀφοῦ γιά πάντα ἐσύ θά λείπεις.

Lunaris, ἐκδόσεις Περισπωμένη.

ΠΛΑΝΗ 

Βρέχει. Ἀνάβουνε τούς προβολεῖς
τ’ἀγκυροβολημένα σπίτια
καί τά περίπτερα ἅπλωσαν πανιά.

Ὁ ἄνεμος φυλλομετράει
τά γυμνά κορίτσια στά περιοδικά,
στήν ἄλλη σελίδα κάποια φυλή ψάχνει πατρίδα
τήν ὥρα πού στήν περιοδική του ἀνακούφιση
ὁ Καιρός
στέκει σέ θέματα –ἀκόμη- ἀνοιχτά,

στά δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων
σέ κύματα καί ἀκτές προσφύγων τόπων.

Μουσκέψαν οἱ φωτογραφίες
τά γεγονότα μές στήν ὑγρασία
κι ἐμεῖς θά κοιμηθοῦμε πάλι μέ
νοτισμένη συνείδηση κατά τά εἰωθότα.

Θά πέσει καί ὁ τελευταῖος προβολέας
νά μᾶς παραχωρήσει δικαίωμα ἀνθρώπου
νά κοιμᾶται
χωρίς νά ὑπολογίσει, ἀσφαλῶς,
τά πονηρά θροΐσματα τῆς πλάνης μας
πού πάνω ἀπό τίς στέγες μας πλανᾶται.

Lunaris, ἐκδόσεις Περισπωμένη.

ΖΗΤΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ

Πάνω ἀπ’τούς τάφους τῶν κεκοιμημένων σάν βρεθῶ
ἔχω ἕνα κέρδος: τόν χρόνο συνήθως ἀγνοῶ.

Γυρίζω ξένοιαστη κι ὥσπου νά μπῶ στό σπίτι
κάτι ἀδιόρατες σταγόνες κόκκινες
διαγράφουν τήν πορεία μου.
Λεπτά καί ἀνεπαίσθητα,
μέ λεπτοδεῖκτες διαφανεῖς ἔχει καρφώσει ἐκεῖνος
τό σημεῖο τῆς καρδιᾶς πού αἱμορραγεῖ
ὥσπου φωνάζω: εἶμαι ἀκόμη ζωντανή!

Τρέχοντας νά ἠχογραφήσω τούς παλμούς της
στόν παλμογράφο τῆς ἀνάγκης
σκοντάφτω στό μεγάλο, ὄρθιο ρολόι τοῦ διαδρόμου.
Ἰσορροπῶ στό παρά πέντε.
Ὄρθια μ’ἐκγυμνάζει ἡ καθημερινότητα τῶν ζωντανῶν
νά στέκομαι μέ προσοχή μπρός σέ μικρά
ἤ μεγάλα διαστήματα.
Νά σέβομαι τόν χρόνο, πολύτιμος σοῦ λέει.
(Τά χρόνια δέν γυρίζουν πίσω).

Ἔτσι κι ἀλλιῶς
μέ σεβασμό ἤ χωρίς, μέ διάθεση ἀγαπητική ἤ ὄχι,
ἐκεῖνος θά μ’ἐκδικηθεῖ. Μιά παραχώρηση μονάχα:
εὐχές μοῦ ἐπιτρέπει ἄπειρες. Δέν τοῦ κοστίζουν.

Lunaris, ἐκδόσεις Περισπωμένη.

ΣΗΜΕΙΑ

Φωτιά πάνω στήν προηγούμενη φωτιά
τί ἄλλο νά κάψει
νεροποντές κι ἀτέλειωτες νεροσυρμές
τοῦ βίου
νά σέ τραβᾶνε ὥς τά ἔσχατα πηγάδια
τῆς σιωπῆς.
Κι ἄν λέν πώς ὁ καμένος δέν φοβᾶται τή φωτιά
καί τή βροχή ὁ βρεγμένος,
τρέμω
σάν νιώθω τή γυμνή φωνή μου
τίς λέξεις νά τρυπάει, νά προσπαθεῖ τίς συλλαβές
νά ντύσει δαντέλες τοῦ ἔρωτα
μέ σταυροβελονιά θανάτου.

Μιά ἁλυσίδα ἀπό καμένα δάση ἡ ζωή
πού τή σκεπάζει ἡ λάσπη μέ τίς νεροποντές ἑνός
γιά πάντα ἐξοφλημένου φθινοπώρου.

Ἡ ἄνοιξη σέ συνεχή ἀναβολή
(ὅσα πριμοδοτοῦνε τή ζωή εἶναι χαμένα)
γυμνό τό καλοκαίρι αὐτοπυρπολεῖται
κι ἕνας σκληρός ἀπατεώνας ὁ χειμώνας,
μπερδεύει τίς ἀλκυονίδες,
λιώνουν οἱ ναφθαλίνες μέσα στά παλτά
κι ἐκεῖνα τά ἔρημα αὐτοκτονοῦνε στίς κρεμάστρες
μιᾶς ζεστασιᾶς ἀζήτητης ἀπομεινάρια-σκελετοί.

Λύκος πού τριγυρνάει
μοναχός
καί οὐρλιάζει μέσα στήν αἰθάλη
ὁ καιρός
τ’ ἄδειο φεγγάρι.

(Ἀπό τή συλλογή «Μέρες τοῦ νόστου», Ἠριδανός 2008)

ΕΚΩΝ ΑΚΩΝ

Ι. Ὑπάρχουν κάποια πράγματα πού ἀπό πρόνοια
τά ἔχω ἀποθηκεύσει σέ τόπο σίγουρο
ὅμως σχεδόν ἀποκηρύξει σάν ποιήματα.
Ὅταν κάποιες φορές ἀνοίγω τό μπαοῦλο
γι’ ἄλλα ψάχνοντας,
ἡ ἐξασθενημένη μυρωδιά τῆς ναφθαλίνης
θέλω δέ θέλω
μέ προσανατολίζει σέ ἀναψηλάφηση.

Μά ἡ ζωή δέν εἶναι δίκη
(ἤ μήπως εἶναι;)
γιά νά ἰσχύει τό δεδικασμένο καί τό ἀμετάκλητο.

Κι ὅμως ἀνάμεσα σέ τιποτένια ἴσως
ἀντικείμενα
καί στιγμιότυπα ἀκινητοποιημένα
στίς λευκές τῶν λευκωμάτων μου σελίδες
μένει μονάχα νά χαϊδέψω
κάτι ἀπό τή λαχτάρα
τοῦ ἀνεπίστροφου
σάν πάνω σέ τοιχοφραφία παλίμψηστη
πασχίζοντας τό αἴνιγμα νά λύσω
ἄν εἶναι ἑκούσια ἡ μνήμη καί
ἀκούσια ἡ λησμονιά
ἤ πάλι ἑκούσια ἡ λησμονιά καί
ἀκούσια ἡ μνήμη.

ΙΙ. Τό σαρκωμένο μου παρόν
σφαλεῖ τά βλέφαρα
μέ συγκατάβαση ἐγώ
ἀνοίγω τά δικά μου
τεντώνοντας τά χείλια σέ
ὑποψία χαμόγελου ὅταν,
ἀπότομα μοῦ πέφτει τό καπάκι.
Ὁ χτύπος του λυτρωτική προσγείωση
πλήν μ’ ἐνδεχόμενο ὀλισθηρότητας
πάνω σέ διάδρομο ἡμερήσιας ρουτίνας.

Γυρίζει ἡ μνήμη τό κλειδί καί κάνει
πώς κοιμᾶται.
Κάνω κι ἐγώ πώς δέ συμβαίνει τίποτε.
Θά μοῦ ξυπνήσει πάλι ὅταν
ἀνυποψίαστη
περί ἄλλα θά τυρβάζω.
Μακρύ, ἐπαναλαμβανόμενο τό παραμύθι.

Τό ξέρω ἀπό μνήμης.

(Ἀπό τή συλλογή «Μέρες τοῦ νόστου», Ἠριδανός 2008)

Η ΑΛΛΗ ΩΡΑ

Νεφοσειρά πού ταξιδεύει
ἀραχνοϋφαντη
νεροσυρμή στοῦ ποταμιοῦ τή σκάφη
ἀτέρμονη
ἀνατριχιάζοντας στά χρώματα τῆς ἴριδας

αὐτό πού λέγεται ζωή,
πότε νά κολυμπάει στά νερά
καί πότε νά τήν δέρνει ὁ ἄνεμος,
πλεούμενο τῆς ἀπεραντοσύνης ἀπ’ τή μιά
φτερό τοῦ ἀνέμου στίς συγκυρίες ἕρμαιο
ἀπ’ τήν ἄλλη.

Πολλά τά νέφη, οἱ φουσκοθαλασσιές
τί νά μετρήσεις πιά,
ἀδιέξοδη κι ἡ ἀριθμητική.

Αὐτό πού ὑπολείπεται, αὐτό πού διαιρεῖται
πού λογαριάζει τοκοχρεολύσια
καί ὑπερημερίες, σ’ἕνα ὕδαρές παρόν
μέ τούς θολούς καθρέφτες του νά διαθλᾶ
τή δίψα, πάντα δίψα,
ὅταν
γυρεύοντας νά νιώθω
νιώθω ὅτι γυρεύω κάτι ἀπό τόν
χρόνο.

Μιάν ὥρα ἴσως,
τήν ἄλλη ὥρα,
τήν εἰκοστή πέμπτη ὥρα
γιά νά προλάβω νά προσευχηθῶ
ἐπιτέλους,
καί δέν ἔρχεται ποτέ, Θεέ μου.

Lunaris, ἐκδόσεις Περισπωμένη.

ΝΑΟΥΣΑ

Σύννεφο ἀράχνη πού περπατᾶς
κι ἁπλώνεις τόν ἱστό σου
νά προστατέψεις τάχα τό φεγγάρι,
προσέχεις πῶς ἐκεῖνο σπρώχνει
σπρώχνεται νά βγεῖ στό φῶς;

Τό εἶδα φουσκωμένο στήν εἰκοστή του μέρα
νά ἐρευνᾶ τά ἐξαργυρωμένα στέκια,
στόν τόπο πού κάποτε οἱ ψαρόβαρκες
λικνίζανε τόν χρόνο στίς λιγνές καρίνες τους
καί τόν ἀποκοιμίζαν.

Τότε πού οἱ ψαράδες ἔρραβαν τά δίχτυα τους
στρωμένοι ὀκλαδόν στήν ἰχθυόσκαλα
κάτω ἀπό τή σκέπη τοῦ Ἅη Νικόλα
καί σαγηνεῦαν ὅλο τό χωριό
στή μεσημεριανή του ρέμβη.

Μεγάλωσε ὁ Καιρός μαζί μ’ἐμᾶς.
Καί ἄν ἐμεῖς κάτι κρατήσαμε
ἐντός μας πού θά τό λέγαν
μνήμη, ἀνάμνηση, ἐπιστροφή
ἤ μέ μιά λέξη νοσταλγία
ἐκεῖνος τό διέγραψε ὡς ἔννοια ἀφηρημένη.

Ἀφαίρεσε καί τό τοπίο
καί τώρα οὐ τόπος στόν τόπο αὐτό
πού τά λεωφορεῖα πηγαινοφέρνουν
ὁλημερίς τουρίστες.

Ξένα ὀνόματα χτυποῦν πάνω στίς πέτρες
καί στά κύματα.

Τό Ἕλληνας πιό ξένο ἀπ’ὅλα.

Πάρος, Αὔγουστος 2014
Lunaris, ἐκδόσεις Περισπωμένη.

ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ 4

Τά αἰσθήματα πού ἔθρεψαν
ἀπό κτίσεως κόσμου
ἕνα-ἕνα ὑποχωρώντας
ἐγκαταλείπουν τήν κτίση καί
τόν κόσμο.

Μιά συνείδηση αἰωρεῖται
παρηχώντας τόν Λόγο της.

Ἀπό μιά κλωστή κρέμεται:
ἡ ζεστή προσφορά ἀλληλεγγύης,
τῆς εὐθύνης ὅλου τοῦ κόσμου
τό αἴσθημα

ἀπό τή συνέχειά της:
τά μεγεθυμένα μάτια τῆς γνώσης,
τό κρυστάλλινο βλέμμα τοῦ σύμπαντος

καί στήν ἄκρη
ἡ παραγωγική διαδικασία
ὁλόγυμνη

ὁ νόμος τῆς προσφορᾶς καί τῆς ζήτησης
χάσκων
ἐπιδεικνύοντας τήν τερηδόνα
τῆς εὐμάρειας.

Ὅταν
σπάει τέλος ἡ κλωστή
σκορπίζονται
στά τετραπέρατα
οἱ ἁρμοί τῶν αἰώνων
μέ δαιμονισμένο θόρυβο
σάν
ἀνώμαλη
προσγείωση
χιλιάδων F 16.

Στό τέλος τῆς περιόδου
ἕνα ζευγάρι δεινοσαύρων
χαροπαλεύει.

Lunaris, ἐκδόσεις Περισπωμένη.

ΤΟ ΠΡΟΘΥΜΟΝ ΠΝΕΥΜΑ

Ἀγρύπνησα χρόνους πολλούς
πλάϊ στά σήμαντρα ἀρχαιοπρεπῶν ναΐσκων.
Δίπλα στίς γλάστρες μέ τούς κατηφέδες
ἄφησα τό φλυτζάνι τοῦ καφέ
καί μές στό χῶμα τους τή στάχτη
ἀπ’τό τσιγάρο μου
πλήν ἐν καιρ
καί εὐταξίᾳ μεγάλῃ
ἐτακτοποίησα τό χῶρο ὅπως ἅρμοζε
ὥσπου ἀποκοιμήθηκα ὄρθρου βαθέος.

Ξύπνησα τρομαγμένη ψάχνοντας στίς ἀποσκευές
τόν ἀναπτήρα μου τουλάχιστον
γιά τή λαμπάδα.

(ἁπό τήν συλλογή «Μέρες τοῦ νόστου», Ἠριδανός 2008)

ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ

Στή μέση τῆς νησίδας
ἐνάντια στό ρεῦμα τοῦ κυριακάτικου
πρωϊνοῦ
τό ἁπλωμένο χέρι της σέ στάση ἐπαιτείας
εἶναι βορά γιά ἀδηφάγες συνειδήσεις.

Φαντάσου την στίς βραδινές της
κυκλικές πορεῖες
στήν πλατεῖα Ὁμονοίας
νά διαπραγματεύεται σκληρά τήν προσδοκία
γιά μιά πνιχτή ἀνάσα τήν ἐπαύριον
καί νά γυρίζει συνεχῶς στό ἴδιο σημεῖο
τινάζοντας μέ ἀδημονία ἀπό πάνω της
σάν πέταλο σαθρό τοῦ φθινοπώρου
ὅ,τι ἀπόλυτα τῆς χάρισε ἡ νεότητα
κι ὕστερα ν’ἀλυχτάει σάν σκυλί
στό ναρκοπέδιο.

Τώρα
μπροστά σου ἔμεινε
σῶμα μόνο
πού συρρικνώνεται ὥς τό ἐλάχιστο
νά γίνει ἕνα μέ τήν ἄσφαλτο.
Αὐτό πού κάποτε γεννήθηκε γυναίκα
γιά νά ἀποδώσει εὐλαβικά
στό θαῦμα τῆς ζωῆς
τώρα τό βιάζει ὁ θάνατος
καί σκύβαλο λιγνό τό ἐκθέτει
σέ θέα κοινή, ἀποτρόπαιη
τῆς σάρκας πού φτηνά μπροστά στούς καταλύτες
τήκεται
ἀφήνοντας τριγύρω καμένου, ὀλέθρου μυρωδιά
ἀπό τήν πατημένη νάρκη.

(ἁπό τήν συλλογή «Μέρες τοῦ νόστου», Ἠριδανός 2008)

Βιογραφικό σημείωμα

Η Βάννα Πασούλη γεννήθηκε καί ζει στήν Ἀθήνα. Σπούδασε Νομικά καί Βυζαντινή καί Νεοελληνική Φιλολογία στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καί Γλωσσολογία σέ μεταπτυχιακό ἐπίπεδο. Δίδαξε τήν Ἑλληνική γλώσσα σέ ξένους φοιτητές στό Διδασκαλεῖο τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολὴς Ἀθηνῶν ἀλλά καί στό ἐξωτερικό. Ποιήματα καί διηγήματά της ἔχουν δημοσιευθεῖ σέ διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ἔχει ἐκδώσει τήν ποιητική συλλογή «Μέρες τοῦ νόστου» (Ἠριδανός 2008) καί τήν συλλογή διηγημάτων της « Ὁ ἑφταξούσιος» ἀπό τίς ἐκδόσεις Γαβριηλίδη (2008). Ἀπό τίς ἐκδόσεις Περισπωμένη θά κυκλοφορήσει σύντομα ἡ δεύτερη ποιητική της συλλογή. Ἐργάζεται στή Μέση Ἐκπαίδευση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr