Ο καλεσμένος μου, Χρήστος Τουμανίδης , έχει μακρά πορεία στην ποίηση. Μαθητής του Γιάννη Ρίτσου, διδάχτηκε κοντά του πολλά μυστικά της ποιητικής γραφής. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1978 κι έκτοτε έχει κυκλοφορήσει δέκα προσωπικά ποιητικά βιβλία, ενώ συμμετείχε σε πληθώρα συλλογικών έργων. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες και για το έργο του έχουν μιλήσει κάποιοι από τους σημαντικότερους ποιητές μας. Τον ευχαριστώ θερμά που επέλεξε για τη στήλη μου δέκα εκπληκτικά ποιήματά του και που με τίμησε με την παρουσία του στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ!
ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ
Όταν τελειώνουν οι λέξεις, λέει
μένουν τα χέρια• η σιωπή τους.
Μένει εκείνο το άναρθρο βλέμμα,
λίγο πριν ή λίγο μετά
το ανεπανόρθωτο.
Τότε εσύ
αλλάζεις όνομα και πρόσωπο, λέει
θυμίζεις τ’ αγάλματα.
(ΑΣΤΑΘΜΗΤΑ, 1978)
ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ
Λευκό το χαρτί – ανένδοτο.
Πώς να υψωθείς;
Κι αυτό το παράθυρο του απογεύματος!
Έξω είναι μια άλλη λευκότητα:
ο καπνός το μπετόν κι οι τροχοί.
«Το πρόσωπό μου, στο πρόσωπό σου σκοντάφτει.»
Μαύρο το ρούχο στην ταράτσα.
Το μάρμαρο της σκάλας μαύρο.
Και η άσφαλτος– πιο μαύρη.
–Οι καμινάδες, ξέρεις,
μέσα μας αναπαύονται.
–Καληνύχτα.
Πως να υψωθείς!
Έτσι μένουμε τα βράδια στο Αιγάλεω.
Χωρίς άλλοθι.
Με τη γέφυρα της ποίησης∙
πεσμένη.
(ΑΣΤΑΘΜΗΤΑ, 1978)
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
-ΤΡΟΙΖΗΝΑ-
Την πέτρα την γνωρίσαμε γυρτή.
Στο ρέμα, στην πλαγιά
στου χτεσινού σπιτιού τ’ απομεινάρια.
Όταν η μέρα μας άφηνε,
τα δέντρα ψήλωναν αβάσταχτα.
Τότε σμίξαμε μαζί της εμείς.
Σάρκα με σάρκα.
Καρδιά με καρδιά.
Πόσες φωνές συμπυκνωμένες στη σιωπή της!
Από την κοίτη εκείνη τη στέγνη
κι απ’ τις σελίδες τις πυκνές των δέντρων,
κι απ’ το φουστάνι τ’ αδειανό που μαραζώνει.
Από αυτά κρατήθηκε ο νους. Κι έπειτα
πάλι στην πέτρα γύρισε.
Πλησίασε στο νόημα αυτό του Σεπτεμβρίου.
Ακούμπα την καρδιά σου εδώ.
Ξέχνα την.
Κάποτε,
στην πέτρα πάνω απόθεσε τη μοίρα του,
ο Θησέας.
Το ίδιο και ο καιρός και
η σταγόνα η αμείλικτη.
Το διαβατάρικο πουλί, το είπε καθαρά:
«κάτω απ’ τον βράχο θα βρεις το σπαθί».
Ενώ το φως, χάραζε με την σμίλη του εκεί,
τα μελλούμενα.
Την πέτρα την γνωρίσαμε γυμνή,
ανάμεσα στα πεύκα• το φθινόπωρο.
(Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ, 1987)
XΑΛΚΙΔΑ, 1985
Βραδιάζει αργά, και η θάλασσα σκουραίνει.
Κάτι αρχαίες συλλαβές ο αγέρας μουρμουρίζει:
«...Χαλκίδα πόλιν εμάν προλιπούσα...» *
Βραδιάζει.
Μπαίνουν τα όρια τα φοβερά της Νύχτας.
Τα σπίτια σκύψαν στα νερά,
να δούνε την ψυχή τους.
Να βάλουν λες, σε μια δοκιμασία βραδινή τα μάτια.
Τα μάτια που παλεύουνε να κρατηθούν
πίσω απ’ τα κρύα τζάμια.
Βραδιάζει αργά απ’ τον Καράμπαμπα
κι εγώ δε θέλω.
Μήτε τσιγάρο, μήτε φως, μήτε τραγούδι.
Έτσι, μες στην ασάφεια των στιγμών
κοιτάζω τη ζωή μου.
Πως με διέσχισαν τόσα νερά!
Βραδιάζει αδιάκοπα εδώ.
Μες σε σφυρίγματα αρχαίων καραβιών.
Κι εσύ, πάνω απ’ την κόψη του Ευρίπου:
«...Όλοιντο λόγχαι και τα Μενέλεω κακά...», *
να προστάζεις. Αλλά...
Βράδιασε άλλη μια φορά στη διχασμένη πόλη.
Τα ψέματα τραβούν ξανά προς τους ανθρώπους.
(Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ, 1987)
*Ευριπίδης, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ
Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ
Ήταν τόσο λευκή η ψυχή μου,
τόσο διάφανη, που η νύχτα
την κατέλυσε.
Πάνω απ’ τα τείχη έβλεπα να 'ρχεται η οργή,
το τελικό της μοίρας μου το βέλος,
και οι φωνές και τα αίματα και
των θεών οι άγνωστες βουλές.
Ολόγυρα στα τείχη να!
Ο Αχιλλέας
και πίσω του ωιμέ,
το σκοτωμένο μέλλον.
Τι να 'κανα;
Έσφιγγα στο στήθος το παιδί μου∙ το άρπαξαν.
Έσφιγγα την καρδιά, τα χείλη∙ μού τα μάτωσαν.
Δεν ήμουν πια η Ανδρομάχη.
Φόβος κρυφός και
περηφάνια βασιλική με άλωσαν.
Έμεινα τόσο μόνη!
Για τι να πρωτοκλάψω τώρα, η σκλάβα;
Καταραμένη δούρεια φυλή.
Τώρα στις στάχτες μέσα, στη σιωπή
ψάχνω κάτι που να μην το άγγιξε η φωτιά.
Κάποιο υπόλειμμα ζωής, μια ξεχασμένη λάμψη.
Λίγες εξάλλου οι μέρες
που μ’ απόμειναν
εδώ, στη Φθία.
(ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, 1997)
ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΡΙΟ
Τα περασμένα∙ «περασμένα» , λες.
Αλλά είναι και η θάλασσα,
πώς να την αποτρέψεις!
Είναι το Αντίρριο,
η αντικρινή σιωπή μας
πριν από τα Βουνά.
Είχαν όλα ένα χρώμα μεταμέλειας το πρωί.
Έκοβαν τον Ιούλιο σε τρίγωνα και κύκλους.
Κάτι παλιά ναυλωμένα φορτηγά
έπαιρναν την ψυχή σου
–διασχίζοντας Κορινθιακό και δισταγμούς–
την ξεφορτώνανε σε άγνωστα λιμάνια.
Είχες χτικιάσει πια εκεί.
Ανάμεσα σε δυο στεριές και πέντε θάλασσες – έλεγες:
«Καλύτερα το απρόοπτο, μια νέα εκδοχή...».
Τα περασμένα, δεν περνούν ποτέ,
γίνονται άπειρα πολύχρωμα πετράδια.
Μ’ αυτά πετροβολούνε τα παιδιά, το λιόγερμα
που φτάνει θριαμβικά.
Τι μέρα Κύριε κι αυτή, εδώ στο Ρίο!
(ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, 1997)
ΩΔΗ ΣΕ ΕΝΑ ΨΥΓΕΙΟ
Α! ιδιωτική πολική νύχτα,
δίχως όνειρα και δίχως ουρανό.
Νύχτα αμμωνίας και φρέον.
Νύχτα λευκή.
Πλάστηκες μόνο και μόνο
για να υπενθυμίζεις τον θάνατο.
Το νικημένο δήθεν χρόνο.
Τι λόγια να βρω για να σε τραγουδήσω!
Ω! κατακόρυφο ομιχλώδες τοπίο.
Τον εύρωστο άνεμο και τ’ ανθισμένο κλαδί,
την ευλογία της κλώσας, εσύ
ποτέ δε θα γνωρίσεις.
Στέκεις εκεί στη γωνιά σου
ακρωτηριασμένο θηρίο,
στόμα δίχως δόντια που
αδιάκοπα καταβροχθίζει ηλεκτρόνια.
Συντηρητή εσύ της αγωνίας μας.
Κάθε φορά που ανοίγω την πόρτα σου,
βλέπω τη ματαιότητά μου.
Ω, μνήμη του μηδενός!
Μνήμα του ζώου που σφάχτηκε στα σκοτεινά.
Κουτί των οραμάτων μιας κότας
πλάι στα παγωμένα αυγά της.
Δεν είσαι παρά,
συνονθύλευμα μετάλλου και μυαλού.
Συμπιεσμένο ως τη σιωπή τραγούδι είσαι.
Οδυνηρή λευκότητα του μαύρου.
(ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, 1997)
ΑΠΟ ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΤΟΥΣ ΓΥΑΛΙ
Στα πρωτοσέλιδα και στα δελτία των οκτώ
οι «κραταιοί» μοιράζουν υποσχέσεις.
Από το ραγισμένο τους γυαλί,
«νέα» εξαγγέλλουν μέτρα.
Νομοθετώντας στον αέρα. .
—Τι μετανάστες και τι πρόσφυγες, λένε,
σημεία είναι των καιρών και θα περάσουν...
Και εμείς; Καθένας στις σκοτούρες του,
παραιτημένοι και άβουλοι και ανασφαλείς, σαν πάντα,
παρακολουθούμε απλώς τα τεκταινόμενα.
Και την στιγμή που είναι να εισβάλουν μες στα σπίτια μας
οι τύψεις, οι αμφιβολίες, ο θυμός — πάμε για ύπνο.
Πέφτουμε στο κρεβάτι του Προκρούστη.
Κοιμόμαστε ή καιγόμαστε, μες στις αυριανές φωτιές μας.
(ΟΙ ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, 2014)
ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Μήτρα της προσφυγιάς και μάνα του καημού μας.
Εσένα και το αίμα σου κουβαλάμε, όλοι εμείς
που ανήκουμε στη Δύση.
Χίλιες και μία νύχτες σε ονειρευτήκαμε,
και άλλες τόσες σε απαρνηθήκαμε!
Μια φορά κι έναν καιρό ήσουν το φως.
Το σάλπισμα του ήλιου.
Μα τώρα όπως λένε οι «σοφοί»,
είσαι το φοβερό σκοτάδι.
Το Έρεβος της ψυχής μας.
Το τέλος μιας αρχαίας αυταπάτης.
Στον Κήπο της Εδέμ και στη Γη Χαναάν,
δεν ανθίζουν λουλούδια. Δεν καρπίζουν ελιές -
Βόμβες και πύραυλοι και, τάφοι, τάφοι, τάφοι...
Φλεγόμενα παιδικά δωμάτια.
Προσευχές.
Ουράνιες προσδοκίες.
●
Ενώ οι θεοί του κόσμου• οι Αναλυτές,
συνεδριάζουν στις Βρυξέλες των νεφών!
Τις επόμενες ανθρώπινες τραγωδίες σχεδιάζουν δηλαδή.
(ΟΙ ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, 2014)
Η ΑΡΑΠΙΤΣΑ (*)
Πάνω από ετούτα τα νερά,
φτερούγισε ο έρωτας
και η νεότητά μου.
Μαύρα νερά μιας Κυριακής,
που άφριζαν μπροστά μου.
Ψηλά, η ξύλινη γέφυρα, να τρέμει,
-έτσι όπως έτρεμε της Άρτας το Γεφύρι-.
Ανάμεσα σε θρύλους έσκυψα
ν’ αφουγκραστώ
τις μυστικές φωνές.
Την άλλη νεότητά.
Αυτήν, περ’ από τους καθημερινούς θανάτους.
Αλλά-
Γύρω μου τώρα, μόνον οι τροχοί.
Αγριεμένοι οδηγοί που απειλούν,
τον χρόνο, τη ζωή, τους γήινους θεούς.
Λίγο πριν στρίψω το τιμόνι στο παρόν:
Ποιος δρόμος, ποια κατεύθυνση,
ποιος στεναγμός Αράπιτσα μου θα μας σώσει;
(Τα κυπαρίσσια σώπαιναν και η Νάουσα με καλούσε.)
…………
(*Σημ.: Αράπιτσα ή Αραπίτσα, λέγεται το ποτάμι της Νάουσας.)
(Από την υπό έκδοση συλλογή μου)
ΑΜΕΙΛΙΚΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
Η λέξη, είναι το κέντρισμα το φωτεινό,
μιας σκοτεινής πηγής.
Στην αρχή∙ τα πάναστρα μάτια σου.
Το πρόσωπο της άγνωστης μοίρας,
οι μεγάλες φωτιές.
Ήσουν εσύ, η αμείλικτη ομορφιά,
η θέα μιας αλήθειας που με γέμιζε δάκρυα.
Από τα άπληστα χείλη σου άκουγα,
λόγια μιας άλλης αγιότητας,
ξεχασμένα νοήματα της αγάπης.
Άναυδος και αστάθμητος μπρος στο θαύμα σου.
Φλόγες της Κόλασης με τύλιγαν.
Φλόγες του Παραδείσου.
(Από την υπό έκδοση συλλογή μου)
Εργοβιογραφικό σημείωμα
Ο Χρήστος Τουμανίδης, γεννήθηκε το Μάιο του 1952, στη Λιθαριά της Πέλλας. Το διάστημα 1962-1965 έζησε στη Νάουσα Ημαθίας και από το φθινόπωρο του 1965 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Καθοριστική για την πορεία του στην ποίηση, και στη ζωή, υπήρξε η γνωριμία του (το 1985), με τον μεγάλο μας ποιητή, Γιάννη Ρίτσο, κοντά στον οποίο μαθήτευσε στα μυστικά της ποιητικής δημιουργίας. Ανήκει στη λεγόμενη «Γενιά του ‘70». Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1978, με την συλλογή του, «Αστάθμητα». Άλλα βιβλία του: «Απόπειρες», (1981), «Η ώρα του λιμανιού» (1987), «Αντίστιξη των άστρων» (1997), «Κεριά θυέλλης» (2005), «Οι ελεγείες της Ανατολής» (2014), «Πάνω σε μια χορδή» (2017), «Από το βάθος της αιτίας», -ποιήματα 1978-2005-, ( 2018) και «Εορδαία γη», μαζί με τον Γιώργο Δελιόπουλο (2019). Άλλες εκδόσεις: «Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού», (1966), «Λύρα του Πόντου-ποιητές Ποντιακής Καταγωγής», μαζί με τον Νίκο Γρηγοριάδη, (2003), «Η γέφυρα των στίχων», χαϊκού με τον Αλβανό ποιητή, Milinov Kallupi, δίγλωσση -ελληνικά-αλβανικά-,( 2009), «Ανθολόγιο μικρών θαυμάτων», ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, (2010). Αθήνα-Μπουένος Άιρες (διαδικτυακή έκδοση) Δίγλωσση (ελληνικά-ισπανικά) με την Mirta Gili Gili (2015). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά, αγγλικά, ρωσικά, ισπανικά, ιταλικά, αλβανικά και περσικά. Για την ποίησή του, μεταξύ άλλων, έχουν γράψει οι: Τάσος Λειβαδίτης, Γιώργος Βαλέτας, Νίκος Σπάνιας, Γιώργος Μαρκόπουλος, Φώντας Κονδύλης, Αγγελική Κώττη, Αργυρώ Μαντόγλου, Σωτήρης Σαράκης, Γιάννης Μπασκόζος, Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Κώστας Κρεμμύδας, Τάσος Καπερνάρος, Ελένη Χωρεάνθη, Σπύρος Θεριανός, Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Beatrice Ballici κ.α.