Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει την ποιήτρια Αριάδνη Καλοκύρη. Η καλεσμένη μου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε αρχιτεκτονική και θέατρο. Ασχολείται με τον γραφιστικό σχεδιασμό κι είναι συνιδρύτρια του δημιουργικού γραφείου Pencilcase. Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό λογοτεχνικό τύπο. Το 2021 κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή "Χώρα αναμονής", η οποία συμπεριλήφθηκε στις βραχείες λίστες των βραβείων του Αναγνώστη και της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι υπό έκδοση η δεύτερη ποιητική της συλλογή. Τιτλοφορείται "Σχέδιο κήπου"και θα εκδοθεί όπως και η πρώτη της ποιητική δουλειά από τις εκδόσεις Κίχλη. Η ποίησή της κινείται στα μονοπάτια της αφηγηματικής υπαρξιακής γραφής. Ο λόγος της είναι πολύχρωμος, χυμώδης, τολμηρός, διεισδυτικός. Μιλά με ζωηρές εικόνες κι εύστοχες αλληγορίες. Την πένα της απασχολούν οι σχέσεις, η συνομιλία με το βαθύτερο εγώ, τα εσωτερικά ερωτήματα, η αναζήτηση της προσωπικής αλήθειας. Θα ταξιδέψουμε με έξι διαλεχτά ποιήματά της!
Χώρα Αναμονής
Αριάδνη Καλοκύρη
εκδ. Κίχλη 2021
Αλλαγή σχεδίου
Γεμίζω, αδειάζω και σκορπίζω
στιγμές της εκτροπής.
Αλλάζει χρώμα η πλέξη σου από τη σκόνη.
Υπάρχει, μια εσωτερική απόσταση που οδηγεί σε λάθος δρόμο.
Στρεφόμαστε αλλού αποφεύγουμε το σημείο
τομής, αλλά ψυχικής, μην κοπούμε
παίζουμε με τις ώρες ξεγλιστράμε στον χρόνο.
Δεν θέλω να με νοιάζει
να τα βλέπω όλα σε ατμόσφαιρα ξηρού πάγου, αλλά
δένω στο τώρα τη λάθος ησυχία
φτερωτή στην άκρη άκρη των αισθήσεων· αν
οι πολλαπλοί μας καθρέφτες συγκρουστούν, θέλω να πω αν
έτσι είμαι περίεργη πολλές φορές
για να προλάβεις μια έκρηξη σπαταλάς την αφορμή.
Ο δικός μου κώδικας θέλει σιωπή ανθίζει εκεί, μελαγχολικά και φωτεινά
κουτάκια με καταδιώκουν, ίχνος πλήκτρων στο σκοτάδι του ύπνου δυναμώνω
την ένταση στην παύση, να με ξυπνήσει η δυνατή εκκίνηση να τρέξω στον πρώτο
που θα με φωνάξει γεμάτη αφοσίωση. Τελείωσε η ορμή
τη βύθισε η άποψη, στο ένστικτο.
Αλλαγή σχεδίου σαν σύνθημα. Δόντια που τρίζουν, μεγαλώνουν, δαγκώνουν.
Κάθε πρωί
να φύγω να μην φύγω·
το ρούχο διπλώνεται ισομερώς αφοπλίζοντας την ανασφάλεια
στριμώχνεται προσεκτικά στην τριώροφη κόκκινη συρταριέρα που
στέκεται στο χολ, γιατί ακόμα δεν χωράει στο δωμάτιο.
Μένει η πλάτη γυμνή
πάντα γυρισμένη
αναθρεμμένη με χώμα και σίδερο.
Ένα λιβάδι παιδικά όνειρα στο φόντο και ορισμένα
γκρίζα στάχυα που μετράνε αντίστροφα, σβήνοντας
το καστανό καρέ των μαλλιών σου.
Πόσο ντρεπόμουν την αλλαγή στο παραβάν.
Έχουν βουλιάξει οι κόκκινοι πάτοι
από το βάρος των ρούχων –
πουλόβερ, γάντια, κασκόλ.
Σου αφήνω χάρτινα μηνύματα στις τσέπες, στην βαλίτσα, στον υπολογιστή·
σ' ακολουθώ με τη μικρή μου λεπτομέρεια.
Μένει η πλάτη γυμνή
και εμείς από πίσω της να μαντεύουμε
την έκφραση του προσώπου.
Χαρτιά, λογαριασμοί, το τηλέφωνο, τα βιβλία που θα διαβαστούν.
Ένα ψηφιακό φύλλο χαρτί μου έμεινε. Το στύβω, το στρίβω.
Η τεχνική για το τέλειο δίπλωμα κρύβει
την καθορισμένη γραμμική κίνηση, κοφτή
σαν πέταγμα των χεριών, και
μια γρήγορη στροφή που καταλήγει στην αρμονική
απότομη συμπίεση του υφάσματος.
Περιμένω, με την πλάτη γυμνή, την άνοιξη
κάθε χρόνο για πρώτη φορά.
Όλο και πιο κίτρινη μεγαλώνοντας.
Στην πόλη
Ο αφιλόξενος καρπός
του πεσμένου νεραντζιού μαυρίζει
στο σώμα της ασφάλτου.
Πικρές πορτοκαλί κηλίδες κρύβονται
κάτω απ’ τα αυτοκίνητα.
Τις γλυκαίνει
το τραύμα της πτώσης, που ακολούθησε την απομάκρυνσή τους
από την εστία του μητρικού κορμού.
Μαραζώνουμε στην άχρηστη προσπάθεια, πάλη στην πάλη.
Κρυώνω
κι ας
γέμισε καλοκαίρι.
Πώς θα τα ζήσουμε όλα; Πώς
θα τα καταφέρουμε όλα;
Δύσκολα και πιο δύσκολα και κουρασμένα και απάτητα και·
στάζει το σιρόπι ενώ σε λούζει, σε τυλίγει, σε κολλάει.
Αλλά εσύ είσαι χτυπημένο,
δεν ανήκεις
στο τόσο μεθοδικά αποστειρωμένο βάζο μας.
-
Φωτογράφισα στη μνήμη το φορτωμένο δέντρο της που φύτρωνε
λες και
από σακούλες σκουπιδιών. Ας κάνουμε κύκλο πριν φτάσουμε
σπίτι. Καλύτερα έτσι.
Απρίλιο με Μάιο
Ανθισμένα κλαδιά με τους καρπούς· τα κόβουμε και πάμε
σε παιδική αυταπάτη κι εσύ σώμα
με σώμα με οδηγείς
για να ζήσουμε
στις παρενέργειες των ενοχών.
Με μαχαιράκι τα καθαρίζουμε, λεπτό φλούδι, γλυκιά ψίχα, διπλό
κουκούτσι, ημιδιάφανη στυφή μεμβράνη·
την τρυπάμε απαλά. Μαυρίζουν τα δάχτυλα
(όπως παλιά).
Παραδέχομαι κάποια ευθύνη στη σιωπή μου, αλλά·
κρακ
το κλαδί.
Έρπης Ιουλίου
Δεν μπορώ να σταθώ όλα μ’ ενοχλούν.
Κολλάνε στο δέρμα,
με καίει σαν ιδέα η επαφή.
Βλέπω ζωγραφισμένη στον πίνακα
τη γυμνή πλάτη.
Από τη μέση και προς τα δεξιά ανθίζει
μια κόκκινη ζώνη δέρματος,
μοιάζει με φλόγα,
πήρε φωτιά το σώμα, σαν να γεννήθηκε
η εστία
ακριβώς από το κέντρο αυτής της τεντωμένης πλάτης και άρχισε
να επεκτείνεται και να καίει
ολόκληρο τον κορμό.
Για να εξαπλωθεί
ο ιός της φωτιάς
έρποντας ταξιδεύει στις νευρικές απολήξεις.
Χαράζει σημάδια με τα καυτά του χέρια.
Συμβουλεύουν, κατά καιρούς, πως
για να μη γίνουμε στάχτη
θα πρέπει να μας κάνουν
χώμα, νερό ή καλύτερα, φωτιά.
Άραγε, η φωτιά συνεχίζει και στην μπροστινή πλευρά; θα τυλίξει την κοιλιά;
θα επεκταθεί στο πόδι ή μήπως ο αέρας θα την στρέψει προς το πρόσωπο;
Αγνοούμε πως εκείνη, η αθέατη πλευρά
του πίνακα
κρύβει ένα σπίτι (το πρώτο σπίτι, γιατί ακολουθούν κι άλλα)
παραμυθένιο
και πασπαλισμένο με ζάχαρη, προστατευμένο στο δάσος
του πεύκου και της ζέστης του καλοκαιριού.
Την ιστορία του δεν τη διηγήθηκε κανείς.
Η θερμοκρασία κάνει τη σκεπή καυτή καραμέλα,
λιώνει και κυλάει στο μονοπάτι, κατρακυλά
προς το τέλος του κάδρου και στάζει σκουροκόκκινη
στο παγωμένο πάτωμα του δωματίου.
Τρίβουμε με δύναμη, σε επανάληψη, πάνω από το επίμαχο σημείο, τοποθετούμε και πάστα
αλατιού μήπως φύγει γρηγορότερα ο λεκές. Τέλος, ξεπλένουμε με άφθονο κρύο νερό.
Η μία πλευρά του πίνακα έγινε στάχτη, η άλλη καίει ακόμα.
(Χάλασε και το πρόγραμμα, τι καλά που θα περνούσαμε).
Ποιος έχτισε τον ήλιο, μαμά;
Μολυβένιο γλυκό του κουταλιού στο βάζο του καλοκαιριού σου –
η σφιχτή αγκαλιά δεν αρκούσε.
Από τότε
ο ήλιος και ο αέρας κατοίκησαν τα καστανά σου μάτια·
προβλέπουν βροχή.
Στο τοπίο αυτό
- που αναπνέοντας κυματιστά μας ανεχόταν -
ο ήλιος
έτρεχε πίσω μας κι εμείς κρυβόμασταν
στο θυμάρι και το μέλι.
Διασχίζαμε τις ηλικίες και ανταλλάσσαμε εποχές.
Μικροσκοπικός ο κορμός σου
βαραίνει τους δρόμους της πόλης μοιρασμένος
σε εξάμηνα θερμά και ψυχρά.
Τα παιδιά των παιδιών σου μαθητεύουν
στην πανσέληνο της θάλασσάς σου, χωρίς να γνωρίζουν πως
η δύναμη των χεριών μου αποδείχτηκε επαρκής
να κρατήσει στη μνήμη εκείνο το
περιστρεφόμενο ασαφές μεσημέρι
και τώρα να μπορώ να ρωτήσω:
Βιογραφικό σημείωμα
Η Αριάδνη Καλοκύρη γεννήθηκε στην Αθήνα (1986). Σπούδασε αρχιτεκτονική και θέατρο. Συνιδρύτρια του δημιουργικού γραφείου Pencilcase, ασχολείται με τον γραφιστικό σχεδιασμό. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Το 2021 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της, Χώρα αναμονής, από τις εκδόσεις Κίχλη. Το βιβλίο ήταν στις βραχείες λίστες των βραβείων του Αναγνώστη και της Εταιρείας Συγγραφέων, στην κατηγορία Πρωτοεμφανιζόμενοι στην Ποίηση. Η δεύτερη ποιητική της συλλογή Σχέδιο κήπου θα εκδοθεί προσεχώς από την Κίχλη.