Δέκα ποιήματα του Άγγελου Γαλάνη

Δέκα ποιήματα του Άγγελου Γαλάνη

Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Άγγελο Γαλάνη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στην Αγρελιά των Τρικάλων και μένει στην Αθήνα. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως οδοντίατρος. Γράφει διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα. Ακόμη ασχολείται ερασιτεχνικά με τη γλυπτική και το ψηφιδωτό, παίρνοντας μέρος σε ατομικές κι ομαδικές εκθέσεις. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές σε αυτοέκδοση κι έχει συμμετάσχει σε δύο συλλογικούς τόμους. Το 2023 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Βακχικόν η ποιητική του συλλογή "Αντικατοπτρισμοί". Έχει τιμηθεί για έργα του σε πανελλήνιους και παγκόσμιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Η ποίησή του είναι βαθιά ανθρωπιστική, στοχαστική, προσωποκεντρική. Γράφει τις πιο πολλές φορές σε ελεύθερη γραφή, ενίοτε όμως τιμά και την παραδοσιακή έμμετρη φόρμα με ομοιοκαταληξία. Τον απασχολούν οι πληγές της σύγχρονης κοινωνίας . Ο πόνος του διπλανού δονεί την ψυχή του. Με τη ρεαλιστική του γραφίδα συχνά θέτει καίρια ερωτήματα κι απευθύνει δριμύτατο κατηγορώ στους ισχυρούς της γης που ορίζουν τις τύχες του κόσμου. Από την άλλη κάνει αυτοκριτική και καλεί έμμεσα τον απλό άνθρωπο, κομμάτι του συλλογικού μωσαϊκού, ν' αναλογιστεί τις ευθύνες του. Άλλοτε πάλι υμνεί τη φύση, τον έρωτα, τις ομορφιές της ζωής με στίχους γνήσια λυρικούς. Ο λόγος του είναι ζωντανός, διαυγής, συγκινητικός ,με ζωηρές εικόνες, χρώματα κι αρώματα. Πολύπλευρος δημιουργός ο Άγγελος Γαλάνης. Θα γνωρίσουμε δέκα ξεχωριστά ποιήματά του!

ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ

Το φως του Αιγαίου, που τόσο ανόθευτα το λάτρεψες
τούτο τ’ απόβραδο έπαιζε περίεργα παιχνίδια με τη μοίρα σου
κι εσύ ανέμελη φιγούρα δεκαεννιά ετών
με της νιότης τις αδηφάγες θέλησες στο ζενίθ
πώς να νιώσεις τούτα τα σημάδια;

Άδολες βλέπεις οι σκέψεις στον νου των νέων κοριτσιών
σαν τους ξέμπαρκους έρωτες
που υπόσχονται πως είναι μονάχα έρωτες
και περιμένουν βιαστικοί στη γραμμή του κινητού.

Πώς να ’ξερες, Ελένη
πως κάποιοι μπορεί να επαγγέλλονται βιαστές και δολοφόνοι;
Και να καμαρώνει και το ίδιο τους το σόι
με τον παρά τους βεβαίως-βεβαίως, όλα γίνονται.

Πειστήρια ικανότητας, σαν σε χάντρες κομπολογιού
οι επιδόσεις των κανακάρηδών τους
σε μεθυσμένες απ’ τη ντρόγκα και το οινόπνευμα τουρίστριες
και οι βιασμοί τους, γιατί όχι;
Όλα τα χωράει η βλακεία!

Όμως τούτη η παράξενη συνήθεια σαν γίνει βίωμα
νομίζεις πως εσύ αποφασίζεις για όλους και για όλα
κατά πως σου καπνίσει.

Κι άμα το υποψήφιο θύμα δεν προσφερθεί κατάλληλα
κατά τις απαιτήσεις φευ, του παραλογισμένου αντρισμού σου
ε, τότε θα υποστεί τις συνέπειες…

Άλλωστε οι υπερασπιστές είναι έτοιμοι από καιρό.
«Τι σόι βιασμός είναι αυτός, με το στηθόδεσμο στη θέση του;»
Παρανοϊκά πράγματα…

Κι αν αντιτείνει κάποιος εχέφρων, μα εδώ φτάσαμε στον φόνο.
Επικαλούνται την κακιά την ώρα κι ότι μάλλον το ‘κανε ο άλλος
το δικό μας παιδί είναι μάλαμα με ψυχή αγγελουδιού.

Μόνο νά, λίγο μπορεί να παράλειψε την κακιά την ώρα
κείνο τ’ απόβραδο στη φούρια του αντρισμού του
τις ακριβείς δοσολογίες
της εκ των υστέρων κι ακριβοπληρωμένης ψυχιατρικής συνταγής…

Πώς να ‘ξερες Ελένη πως για κάποιους σερνικούς
δεν μπορείς να κρατάς τα πόδια σου κλειστά
κι ότι την άρνηση μπορεί να την πληρώσεις, με την ίδια τη ζωή σου.

Αχ, βρε Ελένη, πώς να ‘ξερες πως κείνο τ’ απόβραδο
πως το φως του Αιγαίου, που φώτιζε τη φιγούρα σου στις πόζες
σου ‘στελνε μηνύματα θανάτου;
Κι εσύ νόμιζες, με περίσσευμα παιδικής αφέλειας
πως είναι μονάχα έρωτας!
Πώς να ‘ξερες, πως ξημερώνοντας η μέρα με το σημείο μηδέν
το σώμα σου θα ξεσκίζονταν στα βράχια της απανθρωπιάς.
Εκεί που το πέταξαν, με την ανάσα του ακόμα στα χείλη ζεστή
οι δειλοί βιαστές και δολοφόνοι σου.

Κι ύστερα θα ‘τρεχαν να ετοιμάσουν τις απολογίες
με αρωγό τον παρά τους
για να πέσουν στα μαλακά, των κατά παραγγελία νομικών κενών…

Μα δυστυχώς, Ελένη μας, για σένα είναι πια πολύ αργά
δεν πρόλαβε η μελλούμενη δικαστική απόφαση το κακό
κι εσύ στα δεκαεννιά σου γίνηκες φως
κι ενώθηκες με το φως του Αιγαίου, το φως που τόσο λάτρεψες!

*Από την ποιητική συλλογή «ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ» ,αφιερωμένο στη μνήμη της Ελένης Τοπαλούδη

Η ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ

Τούτη την ώρα, με το φως του εσπερινού
γινόταν η εξώκοσμη μεταμόρφωση της λιμνοθάλασσας
καθώς βάραινε ο ήλιος απ’ τον κάματο της μέρας
και κατηφόριζε,
μπαίνοντας σιγά-σιγά στη δύση των ονείρων του.

Τούτη την ώρα, ένα όνειρο ξυπνούσε και στην ψυχή μου
μα δεν χωρούσε στις διαστάσεις της
και ξεχυνόταν και τύλιγε τη λιμνοθάλασσα,
απλώνοντας τα δίχτυα του ως και τις γειτονιές της πόλης.

Κι εγώ, γήινος καβαλάρης, θροΐζοντας σαν μελτεμάκι
με το ποδήλατο των παιδικών μου ονείρων
έπιανα τ’ αριστερό μπράτσο του λιμανιού
που το μάκρος του χάνονταν στον ορίζοντα
και το τύλιγε η αχλή του κουρασμένου νερού
μαζί με τις πρώτες αναλαμπές του φάρου
και ποδηλατώντας, απαλά-απαλά, στα βάθια του
ανάσαινα τ’ όνειρο κι εκείνο ασυναίσθητα με κατάπινε.

Μακρύς ο δρόμος μου, μονής κατεύθυνσης
δεν χρειαζόμουν γυρισμό
μου αρκούσε να ποδηλατώ και να ονειρεύομαι
τις χίλιες-δυο εικόνες που χόρευαν στο μυαλό μου
σαν τις πύρινες γλώσσες από φως
που στήναν χορό πέρα στους ορίζοντες.

Κι ήταν ετούτο το φως, το αίμα της άκαρπης αγάπης
που ονειροβατούσε στις μνήμες της φύσης
και όριζε με τις υγρές του ικμάδες
τους ορίζοντες του έρωτά μου
κι άφηνε ανολοκλήρωτους όλους τους πόθους μου.

Κι εκείνοι έπαιρναν τις βάρκες του χρόνου
και λάμνοντας, επέστρεφαν κάθε δειλινό
εδώ στη μαγεμένη απλωσιά της λιμνοθάλασσας
οπού τα νοτισμένα ξύλα
που όριζαν τα διβάρια με τις σκούρες σκιές τους
γινόταν από θαύμα πολλαπλές δικές σου φιγούρες
και χορεύοντας, κύκλωναν την ψυχή μου
σε τούτο το ποθητό ανολοκλήρωτο.

*Από το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Άγγελου Γαλάνη «820 μέρες, οδοιπορικό μιας θητείας»

ΤΑ ΜΠΑΖΑ

Νά όμως που μπορεί ακόμα και πάνω στα μπάζα
να ξανανθίσει η ζωή
να ξεφυτρώσει η ελπίδα της μέσα απ’ τη μνήμη.

Θάψατε, βέβηλοι, στα μπάζα, 57 ανθρώπινες ζωές
μα οι ψυχές τους γίνηκαν μαργαρίτες και κρίνα
ξεμύτισαν τούτη την άβολη άνοιξη
κι είπαν να ομορφύνουν τον τόπο της θυσίας.

Κι έχουν τη δύναμη μαθές, να λιώσουν και ν’ αφανίσουν
τη μαυρίλα της πίσσας και του μπετόν
με την οποία θελήσατε να σκεπάσετε τα κρίματα.

Όμως δεν πεθαίνουν, άθλιοι, οι ψυχές των παιδιών
βγάζουν φτερά και θε να μπουν σε κάθε σπίτι
βάλθηκαν να ξυπνήσουν τη χαμένη άνοιξη των ανθρώπων
κι ετούτη η άνοιξη, δεν έχει τόπο για δολοφόνους.

ΑΜΜΟΘΙΝΕΣ

Χρυσοπράσινα φύλλα σπαθίζουν την άμμο
γυμνώνεται πάνω τους, του έρωτά μας το παρθένο λευκό.

Ακριβή μου υπόσχεση, τα εξάφυλλα κρίνα του!

Με τ’ αχόρταγο χέρι μου
τρυγώ της υπόσχεσης τον άυλο πόθο,
σκιάζοντας με τη βιάση μου την κίτρινη πεταλούδα
τη θυγατέρα του ήλιου μου.

Σκιάχτηκε κι η υπόσχεση των ασίγαστων μύρων σου
χάθηκε ο δρόμος της
στο αέναο παιχνίδισμα των σκιών με το φως σου.

Άφωνος τώρα ο λόγος μου δίπλα στον λόγο σου
μαραμένο παρθένο λευκό.

Κρύφτηκαν στην άμμο τα πυρωμένα λόγια των πόθων
σίμωσε το κύμα και τα πήρε στο πέλαγος.

Φυλλορροούν πια στην αιωνιότητα
μόνες τους κι οι υποσχέσεις των εξάφυλλων κρίνων μας.

ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Άρωμα τριαντάφυλλο στο παραθύρι της μνήμης
σμαραγδένια του πόθου τα φύλλα, στο βαζάκι
που επιμένει ν’ αναρριχάται μονάχος στο περβάζι
στην άκρη των παιδικών μου αναμνήσεων.

Η αρμυρή δροσιά της θάλασσας με συνεπαίρνει
συνεργεί κι η σκοτεινιά, που με πιάνει απ’ το χέρι
έξω απ’ τα φώτα και τη βουή της πόλης
χάνομαι στις ερημιές και βυθίζομαι σ’ άλλη διάσταση.

Με την οικειότητα της γνώριμης περπατησιάς
βαδίζω τις παιδικές χρωματιστές μου μνήμες
κι εκείνες, πυγολαμπίδες ανάμεσα στα ξερόχορτα
φωτούν απόψε της νιότης μου τους χαμένους έρωτες!

ΓΛΑΡΟΝΙ ΛΕΥΚΟ ΝΑ ΓΕΝΩ

Άνθρωπος είμαι, που ‘χασα την επαφή μου με τη φύση
που περιχαρακώθηκα στα καλά μονωμένα τσιμέντα
που φυλάκισα την ψυχή μου αυτοβούλως σε κλουβιά
που ονομάστηκαν, αλίμονο, πολιτισμός.

Και πώς ν’ αφήσω τη δροσούλα της βροχής
να γλιστρήσει στο φτιασιδωμένο μου πρόσωπο;
Έχασα τον μύστη χρόνο με της φύσης το παιχνίδισμα
που το βάφτισαν οι τηλεοράσεις κακοκαιρία
και με την πρώτη σταγόνα τρέχω να κρυφτώ.

Και δεν μπορώ να συμμεριστώ την αγωνία
της ελιάς και του πουρναριού
του θυμαριού και της αγριοπασχαλιάς
που στέλνουν μήνυμα με την προσευχή τους
στα νοτισμένα σύννεφα να σιμώσουν.

Βλέπω μέσα απ’ το μικρό παραθυράκι της μιζέριας
που μ’ ακολουθεί, πιστή, θαρρείς, σκιά
τη θαλπωρή της θαλασσινής αχλής
μα πώς να τολμήσω ένα λυτρωτικό άγγιγμα εκτός εποχής.

Βλέπω το κατάλευκο γλαρόνι
που θωπεύει τον αφρό στο κύμα της θάλασσας
κι ύστερα ψηλώνει, φουρφουρίζοντας στον ουρανό
και μετεωρίζεται σε θέλησες και νόρμες
που για τη δικιά μου καθημερινότητα
δεν μπορούν να πραγματωθούν
ούτε στα πιο πολυπόθητα των ονείρων μου.

Και πώς να ερωτευτώ, ο δύσμοιρος
σαν δεν μπορέσω να γίνω γλαρόνι κι εγώ;
Πώς θα πετάξω στους αιθέρες της έκστασης
σαν δεν σπάσω τις αλυσίδες του παραλογισμού μου!

ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ

Στην κάψα της αρμυρισμένης πελεκητής πέτρας
σβήνουν με φούρια τούτο το δειλινό
οι πρώτες φθινοπωρινές σταγόνες.
Τα στενορύμια μερεύουν τους ανέμους
για να δεχτούν την ουράνια ευλογία.
Μα εγώ δεν αποδέχομαι
τούτο των αισθήσεων το ξαφνικό γκριζάρισμα
έχουν ξεμείνει στη ματιά μου
οι γαλαζοπράσινες ανταύγειες του πελάγους
και στην καρδιά μου
του Αιγαίου το λευκό απόσταγμα των χρωμάτων.

Στα καλντερίμια του κάστρου νοερά πιλαλώ
με της βουκαμβίλιας τον άλικο ανθό,
στεφανώνοντας τα μαλλιά μου
με τ’ άρωμα του θυμαριού,
μυρώνοντας για σένα πόθους στον κόρφο μου.

Δες τώρα, αγαπημένη μου
τα βιολετί λουλούδια των δειλινών προσμονών
ερωτοτροπούν ακόμα με τις μέλισσες.
Δες τον τζίτζικα στον κορμό της αρμύρας
δεν είπε ακόμα το κύκνειο άσμα του.
Κι ούτε πρόλαβα να γεμίσω το πανέρι μου
με ζουμερά φραγκόσυκα.

Πώς μου ζητάς ν’ αφήσω πίσω
τις κοραλλένιες αμμουδιές των ερώτων μου;

Τα βήματά μου πορεύονται αμέριμνα
στα δειλινά των ονείρων μας
πλάι στην ακύμαντη θάλασσα
κι εσύ περιμένεις ακόμα
με των φιλιών σου τη δίψα ακόρεστη.

Πλάνες σταγόνες της φθινοπωρινής βροχής
πώς να πιστέψω το τραγούδι σας
και ν’ αδειάσω το κορμί μου
απ’ τις σαγήνες τούτου του καλοκαιριού;

ΟΥΣΙΕΣ

Η μέρα σου σήμερα έπεσε απ’ το βάθρο της με γδούπο
κάηκε και χάθηκε μαζί με τόσες άλλες
ανώφελη θυσία στις ουσίες.

Ερημικός πόνος διατρέχει το αίμα σου
σε κυκλώνουν αγχωμένα ερωτήματα
κι η απάντηση απούσα
άσπρη σκόνη λιωμένη, σ’ ένα σκουριασμένο κουταλάκι.

Έζησες τη μέρα σου, για ρώτα τη θλίψη σου;
Ρώτα, για τις εμμονές σου στο χθες;
Μα κι αύριο θα επιμένεις πάλι στο προχθές και στο χθες
ή θα πετάξεις τις σκέψεις σ’ άλλα εξαγνισμένα αύριο.

Με το σήμερα, τι θα γίνει, φίλε μου;
Άσε, τα λέμε αύριο…
Μάρμαρο κρύο κι υγρό το σήμερα, σε φοβίζει όσο τίποτα
προτιμάς την άρνηση.

Ακίνητη η σκέψη σου, σαν παγωμένη εικόνα κι άρνηση μόνο
η ανάσα αγχωτική και θλιμμένη
κι η ματιά σου, σκοτάδι
σκοτάδι που γυρεύει τη λύτρωση σε πλαστούς παραδείσους.

Κάθε πρωί πιστός στη γκρίζα συνήθεια σου
σχεδιάζεις αποδράσεις…
Μα το χθες σου θέλεις να ζήσεις πάλι, σαν σήμερα.

Και το σήμερα ασυμβίβαστο κι ατίθασο πουλί, σου φεύγει.
Ρέει στις ιδρωμένες απ’ την αγωνία παλάμες σου
τρέχει σαν παράδοξη σκιά
που προηγείται στην αγχώδη σου περιπλάνηση.

Και το βήμα σου, ξοπίσω ακολουθεί, δίχως υπόσταση
κι ακολουθεί πειθήνια το κενό της άσπρης σκόνης.
Καπνοί, ουσίες, θολούρα και κρύο μάρμαρο, ο κόσμος σου
μια ατέρμονη σπείρα καθόδου η ζωή σου!

Ένας μαύρος κύκλος πάλι
δίχως σήμερα, δίχως αύριο, δίχως καν χθες.
Ζεις, θρηνολογώντας τη χαμένη σου ευκαιρία.
Ξύπνααααα…

ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΓΑΖΑ

Κάποτε είχα αναρωτηθεί
τι θε να πούμε στα παιδιά μας
για της Γάζας την τραγωδία;
Θα βρει λόγια η ιστορία
τούτο τ’ ανήκουστο κακό να ορίσει;

Αδυνατώ να βρω
τα κατάλληλα λόγια και να μιλήσω
για τα χιλιάδες αθώα αγγελούδια
για τις μανάδες που χάθηκαν
για τ’ αγέννητα παιδιά
που θάφτηκαν στα χαλάσματα.

Φράκαραν οι πόρτες του παραδείσου
πώς να χωρέσουν τόσες ψυχές;
Γέμισε ο ουρανός της Γάζας
χαρταετούς-ψυχές
ελπίδες μαθές, που αρματώθηκαν
τον πόθο ενός λαού για λευτεριά
και κίνησαν το ταξίδι.

Ούριος άνεμος
τους αψηλώσει στον ουρανό
οι χιλιάδες ανάσες της αγωνίας
που δεν μπορεί παρά να γίνουν μιλιά
για να περιγράψουν
την ανείπωτη βία των υπανθρώπων
να μιλήσουν για την απίστευτη κοροϊδία
των ηγετών της γης
και το χειρότερο
να στιγματίσουν την αδιαφορία των πολλών
τη δικιά μας αδιαφορία.

Μα χάθηκαν τώρα τα παιδιά
που θα κρατούσαν στα χέρια τα σχοινιά
για να αιωρούνται οι χαρταετοί
στον ουρανό της μαρτυρικής πατρίδας
κι οι χαρταετοί-ψυχές
πήραν πια, πορείες αλλόκοτες
είπαν να σκεπάσουν τον ήλιο
και να πενθήσει η γη
για τους χιλιάδες νεκρούς της άνισης μάχης
για τους θαμμένους ζωντανούς
για τον αργό θάνατο, των επιζώντων
γι’ αυτούς που μείναν πίσω
και δεν έχουν τόπο να σταθούν.

Κι εσύ, Refaat Al-Areer
ποιητή της γης της Παλαιστίνης
που ‘χες τον θάνατο
φίλο κι αδέρφι στη ζωή
που τρώγατε μαζί
το λειψό ψωμί της ανάγκης
που πίνατε με βιάση
το μολυσμένο νερό του τόπου σου
είχες το ψυχικό μεγαλείο
να μαστορέψεις με λόγια
τον μελλοντικό χαμό σου
να τον αφήσεις παρακαταθήκη
κι όλου του κόσμου αποκούμπι.

Εσύ ποιητή
είχες το θάρρος να ευχηθείς
να γίνει η ψυχή σου χαρταετός
αγνού παιδιού ανάσα και παιχνίδι
που υψώνεται και φτερουγίζει στους αιθέρες,
ελπίζοντας να γίνει
αγάπης σύμβολο ο χαμός σου
να γίνει ελπίδα και παραμύθι
για του κόσμου τα παιδιά.

Μα δες, ποιητή
θα χρειαστούν χρόνια και χρόνια
για να ‘ρθουν οι μέρες της ειρήνης
κι εγώ ο μικρός ποιητή
πώς να μιλήσω για την μεγαλοσύνη σου;
Με τι λόγια να μιλήσω
για της Γάζας τον ουρανό που θολώνει;

Πώς θα βρεθεί ποιητή, το παιδικό χεράκι
να κρατήσει
τούτο το βαρύ σχοινί της ιστορίας;
Ήρθε βλέπεις ο χάρος
και τσάκισε τα χέρια των παιδιών
ήρθαν οι βόμβες και του πήραν τον τόπο
ήρθε η απανθρωπιά και του πήρε την ανάσα.

Χάνονται ποιητή, τα παιδιά
που με τ’ αθώα χεράκια τους
θα κρατούσαν στον ουρανό
τον χαρταετό των ονείρων σου
και το μακρύ σχοινί του, μένει μετέωρο
κι ο χαρταετός σου
που βγήκε σεργιάνι στον ουρανό του πόνου
ξόδι μαθές
για κάθε πατέρα που δεν νεκροφιλήθηκε
μετέωρος κι αυτός, ακολουθεί τρελή πορεία
δεν θέλει να χαθεί μες στη φωτιά
τη φωτιά που άναψαν οι βέβηλοι.

Γίνηκε σύμβολο ποιητή, ειρήνης κι ελευθερίας
προσπαθεί να φράξει τον δρόμο
στις σφαίρες που σκίζουν τον ουρανό
πασχίζει, ν’ αντιπαλέψει τις βόμβες
που ανασκολοπίζουν την ιερή γη
των συνανθρώπων και των παιδιών σου
τις βόμβες που πάνω τους
έχουν υπογράψει ανεξίτηλα την έγκριση
κάποιοι μισάνθρωποι και τιποτένιοι
θεματοφύλακες τάχα της κανονικότητας
του ελεύθερου κόσμου.

Πόση υποκρισία!

Κι εσύ ποιητή, Refaat Al-Areer
ψηλά απ’ τον ουρανό
καλείς εμένα τον μικρό
καλείς και τους πολλούς εμάς της γης
που μένουμε πίσω
να ζήσουμε
για να πούμε την ιστορία σου
να μιλήσουμε
για τον παράλογο κι άδικο χαμό σου.

Κι εμείς οι ολίγιστοι αλίμονο
δεν συγκινηθήκαμε
κι αφήσαμε λεύτερο το κακό, να πληθύνει
και πήραμε τους χαρταετούς-ψυχές
για αφελές παιχνίδι παιδιών.

Τώρα στη ματωμένη γη της Γάζας
κυκλοφορούν παιδιά-φαντάσματα
που δεν έχουν επιλογή παρά να πεθάνουν
κι εμείς οι μοιραίοι συναινούμε
σε τούτον τον ανθρώπινο ξεπεσμό.

Σίγησε πια ποιητή
το παιχνίδι στα χαλάσματα
χάθηκαν, μετά από τόσο αίμα
οι φωνές των παιδιών
κι εμείς δεν έχουμε δυο λόγια
ούτε για θρήνο.
Οι νεκροί μένουν δίχως ξόδι
κάτω απ’ τα χαλάσματα
θαμμένοι βάναυσα κι υποτιμητικά
αλλά τούτη η ντροπή και η ασέλγεια
θα μας βρει ποιητή
όπου κι αν κρυφτούμε
δεν έχουμε γλυτωμό από τούτο το κρίμα.

«If I must die, you must live to tell my story…»
θα κράζει στον αιώνα
η φωνή του ποιητή της Γάζας
σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου
κι εμείς θα ψάχνουμε
τις αιτίες της καταστροφής μας
γιατί έτσι θα γίνει
καθώς τον ηθικό ξεπεσμό
τον ακολουθεί πάντα καταστροφή.

Και τώρα
το ματωμένο παραμύθι του ποιητή της Γάζας
ποιος από μας θα βρει θάρρος
να το πιάσει στα χείλη του;
Με τι λόγια θα μπορέσει να το στολίσει
για να το διηγείται τα βράδια
στα παιδιά του κόσμου
και να τα κάνει ν’ αγαπήσουν τον χρόνο τους;

Ποια λόγια ποιητή, θα κάνουν τα παιδιά
ν’ αγαπήσουν πάλι τη ζωή;
Θα τα κάνουν να ξεχάσουν
τον απερίγραπτο πόνο;
Θα τα κάνουν να πιάσουν
σε ορατό μέλλον, τσαπί και φτυάρι
κι αφού σαρώσουν τα χαλάσματα της ντροπής
να πιάσουν λάσπη και γρανιτένια πέτρα
για να ξαναχτίσουν τον κόσμο
και να τον χτίσουν καλύτερο
να χτίσουν έναν κόσμο αγάπης
αδελφοσύνης κι ειρήνης
έναν κόσμο, χρωματιστό κι ομορφότερο
που πάνω του θα αιωρούνται παντοτινά
της Γάζας οι χαρταετοί.

Και μακάρι ν’ αντέξει
τ’ άσπρο πανί τους, ποιητή
ν’ αντέξουν τ’ αδύναμα ξυλαράκια τους
μακάρι να κρατήσουν τα σχοινιά τους
να κρατήσουν παντοτινά
το λίκνισμα των χαρταετών στους αιθέρες
έτσι που οι τόσες ψυχές
των αδικοχαμένων της Παλαιστίνης
να μιλήσουν
όπως τα λόγια σου ποιητή, Al-Areer
να μιλήσουν για τη μέρα της δικαίωσης
γιατί αν δεν δικαιωθεί
τούτος ο ύστατος αγώνας μας
δεν θα υπάρξει σωτηρία
για τη γη μας ολάκερη.

*Μια ποιητική συνομιλία του Άγγελου Γαλάνη με το ποίημα «Αν είναι να πεθάνω» του δολοφονημένου τον Δεκέμβρη στη Γάζα Παλαιστίνιου ποιητή Al-Areer, που παρουσιάστηκε τον Μάρτη του 2024 στο Ηράκλειο Αττικής, στην εκδήλωση του πολιτιστικού συλλόγου «Άλλος Τόπος» για την Παλαιστίνη.

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Και να που φτάσαμε στις μέρες μας
στις τελευταίες εκδοχές
ετούτων των προαναγγελθέντων πολέμων
στους ανθρωπιστικούς πολέμους
έτσι ξεδιάντροπα και κυνικά.

Και δεν είναι το μόνο κακό, ο ίδιος ο πόλεμος
είναι που τον βάλαμε στη ζωή μας
το μεγαλύτερο κακό
είναι που περνάμε τα πολύτιμα βράδια μας
μ’ αυτό το θεαματικό παιχνιδάκι
με τις λάμψεις που σκίζουν τον ουρανό
πάνω απ’ τις πόλεις του μαρτυρίου.

Καίγονται οι πόλεις στο Ιράκ
στη Συρία, στην Παλαιστίνη, στο Μάλι
καίγονται τα χωριά στην Ουκρανία
είναι ο πόλεμος δίπλα μας
τόσο μακριά, τόσο κοντά
κι αφήνει πίσω του δυστυχία μονάχα
αφήνει έξυπνη εξαΰλωση ακριβείας
κουφάρια ανθρώπων, κτιρίων, πολιτισμών
που διαλύονται στη στιγμή
μια και δεν ταιριάζουν
στον πολιτισμό των ισχυρών του κόσμου.

Στον ανιστόρητο πολιτισμό της ισοπέδωσης
των έξυπνων όπλων
στον πολιτισμό των αυτόκλητων προστατών
που διαμελίζουν τον κόσμο με ακρίβεια
και ξαναμοιράζουν την ανοικοδόμησή του
με συμφωνίες κυρίων.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Άγγελος Γαλάνης είναι Οδοντίατρος και γεννήθηκε το 1953 στην Αγρελιά των Τρικάλων. Είναι μέλος του Δ.Σ. και ταμίας του Ομίλου Οδοντιάτρων Λογοτεχνών Καλλιτεχνών. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη γλυπτική και το ψηφιδωτό, ενώ είναι συνεργάτης διδασκαλίας, στο αντικείμενο του ψηφιδωτού, των φίλων του Μουσείου Ν. Περαντινού και διαφόρων άλλων πολιτιστικών συλλογικοτήτων με αντικείμενο τη γλυπτική και το ψηφιδωτό. Έχει έξι ατομικές εκθέσεις και παράλληλα συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές. Γράφει ποίηση, διηγήματα και μυθιστορήματα. Έχει τιμηθεί το έτος 2022: α) με το 1ο βραβείο στον διαγωνισμό ποίησης προς τιμήν της Μιχαήλας Αβέρωφ, αφιερωμένο στα ζώα, τους απόλυτα πιστούς φίλους και συντρόφους του ανθρώπου, που διοργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών από κοινού με την Εθνική Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών, για το ποίημά του «Φτερουγίσματα στις γειτονιές της παλιάς Αθήνας», β) με έπαινο στον διαγωνισμό διηγήματος που διοργάνωσαν οι ίδιες Εταιρείες και με το ίδιο θέμα, για το διήγημά του «Σκυλίσια μέρα», γ) με τιμητική διάκριση, για το ποίημά του «Για τα παιδιά που δεν ήρθαν», στον διαγωνισμό ποίησης που διοργάνωσε το ΔΗ.Κ.Ε.Π.Α. Αιγιαλείας σε συνεργασία με την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, και δ) με το βραβείο «ΑΙΣΧΥΛΟΣ» για την ανέκδοτη ποιητική του συλλογή Χαμένες Πατρίδες, στον 8 ο παγκόσμιο διαγωνισμό ποίησης «Κ. Π. Καβάφης» 2022, που διοργάνωσε η International Art Academy. Το βιβλίο Αντικατοπτρισμοί αποτελεί την πρώτη ποιητική του συλλογή, που εκδόθηκε απ’ τον εκδοτικό οίκο ‘’Βακχικόν’’. Είχαν προηγηθεί 3 αυτοεκδόσεις ποιητικών συλλογών, «Ερωτικά 1», «Ερωτικά 2» και «Αμμοθίνες σε ισόπεδα όνειρα», καθώς και δύο ομαδικές εκδόσεις, «Αντάμωμα» και «Κίτρινη Έρημος» που είναι ποιητικές συνομιλίες του, με τον ποιητή Μάκη Δουβίτσα, συνοδευόμενες από φωτογραφίες του Γιώργου Βουτσινά η πρώτη και της Ελένης Γλαρέντζου η δεύτερη.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;